Το Μουσείο Εβραϊκής Ιστορίας και Τέχνης είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα μουσεία στο Παρίσι. Αν και είναι σαφώς λιγότερο εντυπωσιακό από το Λούβρο, αξίζει τον κόπο να το επισκεφτεί κανείς τόσο για τα εκθέματά του, όσο και για την ιστορία του. Το κτίριο είναι ένα αρχοντικό του 17ου αιώνα που, στις αρχές του 20ού, εντελώς παραμορφωμένο από προσθήκες και μεταβολές, είχε καταλήξει να φιλοξενεί καταστήματα, μικροβιοτεχνίες και εβραίους τεχνίτες που είχαν έρθει από την ανατολική Ευρώπη· στα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου δεκατρείς από τους ενοίκους του θα καταλήξουν στα στρατόπεδα εξόντωσης των ναζί. Το 1962 αγοράστηκε από τον δήμο και, αφού αποκαταστάθηκε στην αρχική του μορφή, επιλέχτηκε για να στεγάσει ένα μουσείο αφιερωμένο στην ιστορία των Εβραίων της Γαλλίας και στη συνεισφορά τους στον πολιτισμό της. Ο χώρος είναι λιτός και φιλόξενος, όμως, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, είναι το πιο απρόσμενο πλαίσιο για μια έκθεση αφιερωμένη στον Μαρσέλ Γκοτλίμπ, ενός από τους πιο μεγάλους Γάλλους χιουμορίστες του περασμένου αιώνα. Πρώτα απ’ όλα, επειδή ο εβδομηνταεννιάχρονος καλλιτέχνης δεν τρελλαίνεται ιδιαίτερα για τα μουσεία και έχει διακωμωδήσει αλύπητα την ενδεχόμενη αναγνώρισή του από τους φορείς της επίσημης κουλτούρας: ο πιο ταιριαστός φόρος τιμής στο ήθος και το ύφος του ανδρός παραμένει ίσως το σύντομο, ειλικρινέστατο και ανακριβέστατο, εγκωμιαστικό κείμενο του φίλου του Ζωρζ Περέκ που έχει συμπεριληφθεί στο τομίδιο CantatrixsopranicaL. και άλλα επιστημονικά συγγράμματα[1]. Κυρίως, όμως, επειδή τα σκίτσα ενός δημιουργού που έχει ανάγει τον εικονοκλαστικό χαβαλέ σε κοσμοθεωρία, θα μπορούσαν να φαντάζουν, όχι τόσο ιερόσυλα, όσο τελείως σαχλά πλάι σε κειμήλια ανεκτίμητης ιστορικής και καλλιτεχνικής αξίας: ακόμα και για τον πιο ανεξίθρησκο αλλά στοιχειωδώς καλλιεργημένο επισκέπτη, οι σελίδες του Gods’ Club, μιας σύντομης ιστορίας που δημοσιεύτηκε στο L’ÉchodesSavannes το 1974,όπου ο Ιεχωβάς λέει κρύα εβραίικα αστεία στον Αλλάχ, ο οποίος χουφτώνει τα γεννητικά όργανα του συναδέλφου του ως επίδειξη ισλαμικού χιούμορ, δύσκολα μπορούν να σταθούν πλάι στις δεξιοτεχνικές μινιατούρες των παλιών χειρογράφων της μόνιμης συλλογής του μουσείου.
ΕΙΚΟΣΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ
Οι φίλοι της Ένατης Τέχνης, πάντως, δεν έχουν τέτοιου είδους αναστολές, αν όχι για άλλο λόγο, επειδή πρόκειται για την πληρέστερη παρουσίαση του έργου του Μαρσέλ Γκοτλίμπ μετά την έκθεση στα πλαίσια του Φεστιβάλ της Ανγκουλέμ το 1992. Πάνω από εκατόν πενήντα πρωτότυπα σχέδια και ντοκουμέντα από το προσωπικό του αρχείο επιτρέπουν στον επισκέπτη να παρακολουθήσει την προσωπική και καλλιτεχνική διαδρομή ενός δημιουργού που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ανανέωση του γαλλόφωνου κόμικς στη δεκαετία του 1970.
Ο Μαρσέλ Γκοτλίμπ γεννήθηκε στις 14 Ιουλίου 1934 και μεγάλωσε στα δρομάκια πίσω από τον λόφο της Μονμάρτρης, στην πιο λαϊκή πλευρά μιας από τις πιο τουριστικές γειτονιές της Ευρώπης. Ο πατέρας του, Έρβιν, ούγγρος εβραίος από την Τρανσυλβανία, έπεσε στα χέρια των ναζί τον Σεπτέμβριο του 1942· μετά τον πόλεμο, οι δικοί του έμαθαν ότι σκοτώθηκε στο Μπούχενβαλντ στις 10 Φεβρουαρίου 1945. Η μητέρα του, Ρεζίν, που είχε γεννηθεί στην Ουγγαρία[2], κατάφερε να κρύψει τον μικρό Μαρσέλ και την αδελφή του σε ένα χωριουδάκι στα βάθη της Γαλλίας, σε μια οικογένεια που φιλοξενούσε, δυστυχώς με το αζημίωτο, αρκετά άλλα εβραιόπουλα. Τελειώνοντας το γυμνάσιο, αναγκάστηκε να βρει αμέσως δουλειά σε μια φαρμακαποθήκη για να εξασφαλίσει τα προς το ζην για την οικογένειά του, όμως το 1952 άρχισε να παρακολουθεί νυχτερινά μαθήματα σχεδίου με καθητηγή τον Ζωρζ Πισάρ, του μελλοντικού δημιουργού της Μπλανς Επιφανί. Το 1954, κατάφερε να προσληφθεί ως γραφίστας στο πρακτορείο Opera Mundi του ομίλου Edi-Monde, όπου, μεταξύ άλλων, ανέλαβε να σχεδιάζει και τίτλους για τις σελίδες του ντισνεϋκού Journal de Mickey.
Ο Γκοτλίμπ έκανε το ντεμπούτο του στα κόμικς το 1962, στις σελίδες του Vaillant, ενός εντύπου που ελεγχόταν από το Κομμουνιστικό Κόμμα, όπου θα δημιουργήσει και τον πρώτο του ήρωα, έναν σκύλο ονόματι Gai-Luron, έντονα εμπνευσμένο από τον Ντρούπυ του Τεξ Άβερυ. Τρία χρόνια αργότερα και μετά από μια σύντομη συνεργασία με το χριστιανικών αποκλίσεων Record, βρήκε επιτέλους το θάρρος, τον Φεβρουάριο του 1965, να υποβάλλει μια πρώτη ιστορία στον Ρενέ Γκοσινύ, ο οποίος τον προσέλαβε αμέσως στο Pilote και του ανέθεσε την εικονογράφηση των κειμένων του για τη στήλη Dingo dossiers. Ο Γκοτλίμπ αναδείχτηκε σύντομα σε έναν από τους πιο δημοφιλείς και πιο παραγωγικούς συνεργάτες του περιοδικού, όμως, παρ’ όλο που δεν ανήκε στην παρέα εκείνων που, την επαύριο του Μάη του ’68, αμφισβήτησαν τον πατερναλισμό του δημιουργού του Αστερίξ, ένιωθε ολοένα και πιο στενόχωρα στις σελίδες του Pilote. Χωρίς να αποχωρήσει, άρχισε να συνεργάζεται παράλληλα με έντυπα που εκτιμούσε ότι του άφηναν μεγαλύτερα περιθώρια ελευθερίας, όπως το Rock & Folk ή και το Actuel. Το 1972, έστησε, μαζί με τον Νικιτά Μαντρυκά και την Κλαιρ Μπρετεσέ, το L’Écho desS avannes· τρία χρόνια αργότερα, μαζί με τον παιδικό του φίλο, Ζακ Ντιαμάν, και τον Αλεξίς, έναν ακόμα παλιό συνεργάτη από το Pilote, θα ιδρύσει το δικό του έντυπο: το πρώτο τεύχος του Fluide Glacial κυκλοφόρησε τον Μάιο του 1975 και, αφού φιλοξένησε κορυφαίους δημιουργούς της γενιάς του ιδρυτή του, από τον Ζαν Ζιρώ και την Κλαιρ Μπρετεσέ, ως τον βετεράνο Αντρέ Φρανκέν στα τέλη της καριέρας του[3], αναδείχτηκε, όπως και το περιοδικό του Ρενέ Γκοσινύ, σε σημαντικό φυτώριο νέων ταλέντων. Το περιοδικό κυκλοφορεί μέχρι σήμερα, συνεχίζοντας μια τυπικά γαλλική παράδοση εικονογραφημένου χαβαλέ, πάντα χωρίς διαφημίσεις για λόγους αρχής.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, σταμάτησε να γράφει και να σχεδιάζει για να αφοσιωθεί κυρίως στη διεύθυνση του Fluide Glacial και του εκδοτικού του οίκου· όμως οι δύο περίπου δεκαετίες της καθαρά δημιουργικής περιόδου της καριέρας του ήταν κάτι παραπάνω από παραγωγικότατες και τον καθιέρωσαν ως μια από τις πιο σημαντικές μορφές της γενιάς του. Αν και δεν συνηθίζει να αναφέρεται στη δουλειά του χωρίς μια έντονη διάθεση αυτοσαρκασμού, ο Μαρσέλ Γκοτλίμπ δεν υπερβάλλει καθόλου όταν δηλώνει, αναφερόμενος στο έργο του: «αυτά που σχεδίασα μέσα σε είκοσι χρόνια, άλλοι θα είχαν σχεδιάσει σε σαράντα»[4].
ΚΩΜΙΚΟΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
Το πληθωρικό έργο του Γκοτλίμπ κινείται αποκλειστικά στον χώρο του χιουμοριστικού κόμικς και, παρ’ όλο που δεν έχει μεγάλη σχέση με την παράδοση του «εβραϊκού χιούμορ», το άμεσα αναγνωρίσιμο προσωπικό του ύφος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «εβραϊκής κοπής», εξαιτίας της καθοριστικής επίδρασης δύο μεγάλων Εβραίων της Ένατης Τέχνης, του Χάρβεϋ Κούρτζμαν και του Ρενέ Γκοσινύ. Ο Μαρσέλ Γκοτλίμπ είχε ανακαλύψει το Mad, το περιοδικό που ίδρυσε ο Κούρτζμαν το 1952 για την EC Comics, την εποχή που δούλευε στα γραφεία της Edi-Monde και εντυπωσιάστηκε αμέσως από τον συνδυασμό παραληρηματικής παρωδίας και σχετικά ρεαλιστικού σχεδίου που αποτελούσε το σήμα κατατεθέν του· ο συνδυασμός αυτός ήταν τελείως διαφορετικός από ο,τιδήποτε κυκλοφορούσε τότε στον χώρο του γαλλοβελγικού κόμικς, όπου επικρατούσε ένας σαφής διαχωρισμός ανάμεσα στις ρεαλιστικά σχεδιασμένες «σοβαρές» περιπετειώδεις σειρές και το καρτουνίστικης έμπνευσης σκίτσο των χιουμοριστικών ιστοριών. Ο Γκοσινύ, που είχε συνδεθεί φιλικά με τον Κούρτζμαν στα τέλη της δεκαετίας του 1940, ήθελε από καιρό να εγκλιματίσει το τυπικά αμερικάνικο ύφος του Mad στη Γαλλία και κατάλαβε αμέσως ότι ο κατά επτά χρόνια νεώτερός του νεοφερμένος ήταν ο ιδανικός σχεδιαστής γι’ αυτή τη δουλειά. Εικονογραφώντας τα κείμενα του αφεντικού και μέντορά του για τα Dingo dossiers, ο Γκοτλίμπ έθεσε τα θεμέλια στα οποία στηρίχτηκε ολόκληρη σχεδόν η κατοπινή δουλειά του, από τη σειρά Rubrique-à-brac για το Pilote ως τον Hamster Jovial για το Rock & Folk ή τις πιο προσωπικές σελίδες του για το L’Écho des Savanes και το Fluide Glacial: σύντομες αυτοτελείς ιστορίες, χωρίς επώνυμο ήρωα, αλλά με φιγούρες που σύντομα έγιναν οικείες στους αναγνώστες – από τον Νεύτωνα ως την Πασχαλίτσα που αποτελεί το γραφιστικό του alterego –, λεκτικά και εικαστικά αστεία που επανέρχονται συνεχώς σαν λαϊτομοτίφ, χιούμοριστικά εφέ που στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό στην παρωδία και τον αυτοσαρκασμό, παιχνίδια με την καλλιτεχνική γραφή του κειμένου αλλά και την αποδόμηση των καρέ ή και ολόκληρων των σελίδων.
Το μάλλον εγκεφαλικό, αν και όχι ιδιαίτερα δεξιοτεχνικό, σχέδιο του Γκοτλίμπ αποφεύγει την καθαρή καρικατούρα, σκηνοθετώντας, με αποστασιοποιημένο και ψυχρό τρόπο, ένα παράξενο παραλήρημα που ξεσπά σε μια απροσδιόριστη περιοχή ανάμεσα στον ρεαλισμό και την κωμωδία. Η προσοχή του αναγνώστη εστιάζεται στα πρόσωπα – τα ντεκόρ είναι συχνά στοιχειώδη ή και ανύπαρκτα – και την άλλοτε εκρηκτική, άλλοτε φλεγματική τρέλα τους, η οποία οδηγεί την αφήγηση στους πιο απρόβλεπτους παροξυσμούς του παραλόγου. Στις καλύτερες στιγμές του, ο Μαρσέλ Γκοτλίμπ συνδυάζει την τρέλα ενός Χάρβεϋ Κούρτζμαν ή ενός Τζακ Ντέιβις με την ενέργεια των καρτούν του Τεξ Άβερυ.
ΧΙΟΥΜΟΡ ΑΥΣΤΗΡΩΝ ΑΡΧΩΝ
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, το σκίτσο του γίνεται πιο σκληρό και το χιούμορ του πιο βίαιο και σκοτεινό, αγγίζοντας ή και ξεπερνώντας τα όρια του χυδαίου τη στιγμή που γίνεται πιο εξομολογητικό. Αν ο Ρενέ Γκοσινύ ήταν δέσμιος του καθωσπρεπισμού του, ο Μαρσέλ Γκοτλίμπ είναι δέσμιος της δειλίας του: για να μπορέσει να εκφραστεί, χρειάστηκε να βρει τη δύναμη να τινάξει στον αέρα και τις συμβάσεις της τέχνης του και τις αναστολές του[5]. Όμως, παρά τις προκλητικές του ακρότητες, δεν θα βρεθεί ποτέ στο ίδιο μήκος κύματος με τους πιο πολιτικοποιημένους φίλους και ομότεχνούς του, όπως ο Ζαν Μαρκ Ρεϊζέρ ή ο Ζωρζ Βολινσκί. Αυτό δεν σημαίνει πως ήταν αδιάφορος ή απολίτικος, αλλά πως αντιμετώπιζε τη σάτιρα ή την κοινωνική κριτική όχι τόσο ως ζήτημα ιδεών ή απόψεων, όσο ως ζήτημα αρχών. Η στάση αυτή υπαγόρευσε ορισμένες από τις δημόσιες παρεμβάσεις του, όπως, για παράδειγμα, το διόλου αστείο κείμενο που δημοσίευσε, τον Ιούνιο του 1974, στο Hara-Kiri, για να εκφράσει την οργή του για τον Θυρωρό της Νύχτας της Λιλιάνα Καβάνι: «το να δεχτεί κανείς να πάρει ένα σφουγγάρι, ακόμα και το πιο μικροσκοπικό σφουγγαράκι επιείκειας, και να δώσει άφεση σε έναν φασισμό του παρελθόντος, ισοδυναμεί με το να αποδεχτεί, δένοντας τα μάτια του, έναν φασισμό του μέλοντος».
Σε καθαρά δημιουργικό επίπεδο, αυτή η στάση του επιτρέπει να γίνεται μερικές φορές απρόσμενα διεισδυτικός, ακόμα και όταν, όπως στην περίπτωση του εθνικόφρονα υπερήρωα Superdupont, προσπαθεί να αποδώσει μια νοοτροπία που απεχθάνεται. Ο Superdupont, που δημιούργησε σε συνεργασία με τον Ζακ Λομπ το 1972, είναι ένας απερίγραπτος ήρωας με παντόφλες και υπεράνθρωπες δυνάμεις που μάχεται κάθε εσωτερικό ή εξωτερικό εχθρό που υπονομεύει τη δόξα και την ασφάλεια της πολυαγαπημένης πατρίδας του, η οποία απειλείται διαρκώς από τις δολοπλοκίες της «Αντι-Γαλλίας»... Εκείνο που ενδιαφέρει τον Γκοτλίμπ, στην προκειμένη περίπτωση, δεν είναι τόσο να καταγγείλει τον εθνικισμό ή την ξενοφοβία, όσο να διακωμωδήσει τη βλακεία που κρύβεται πίσω από τις ευγενέστερες προθέσεις ενός πραγματικά ανιδιοτελούς πατριώτη, εμφορούμενου από την πλέον αξιέπαινη αίσθηση του καθήκοντος.
Το κλειδί για την κατανόηση αυτής της επιλογής θα πρέπει ίσως να το αναζητήσουμε σε μια από τις λέξεις που χρησιμοποιεί συχνά για να μιλήσει για το έργο του, όπως, λόγου χάρη, σε μια παλιότερη δήλωσή του στο περιοδικό PLGPPUR το 1985: αναφερόμενος στη σειρά Rubrique-à-brac, δήλωνε πως η αφετηρία για τις σύντομες αυτές εικονογραφημένες ιστορίες ήταν η επιθυμία του «να αφηγηθεί μαλακίες με μορφή μαθήματος»[6]. Αυτή η ελευθεροστομία δεν θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αν, για τον Γκοτλίμπ, η ανθρώπινη «μαλακία» δεν αντιπροσώπευε κάτι πάρα πολύ τρομακτικό. Είναι ένας από τους όρους που χρησιμοποιεί όταν αφηγείται τη σύλληψη του πατέρα του στα χρόνια της Κατοχής: «ο πατέρας μου είχε μόλις φύγει για να πάει στη δουλειά, όμως ο θυρωρός είπε [στους δύο αστυφύλακες που είχαν έρθει για να τον συλλάβουν]: ‘παρά λίγο να μην τον βρείτε, κύριοι· είναι αυτός εκεί κάτω, στην άλλη γωνία, προλαβαίνετε να τον πιάσετε!’ [...] Θα μπορούσε να τους είχε πει: ‘ο κύριος Γκοτλίμπ; Στον τρίτο, η πόρτα απέναντι στις σκάλες.’ Έτσι θα τους καθυστερούσε. Ίσως να είχαμε βρει έναν τρόπο να τον ειδοποιήσουμε, για να κρυφτεί. Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, σταμάτησα να σπαζοκεφαλιάζω, αλλιώς δεν μπορεί να ζήσει κανείς. Υπάρχει ζωή μετά τα στρατόπεδα εξόντωσης; Ναι, πρέπει να υπάρξει ζωή. Γι’ αυτό, αν βάλω τα δυνατά μου για να το σκεφτώ, λέω στον εαυτό μου ότι αυτός ο θυρωρός, εκείνη την ημέρα, ήταν ο βασιλιάς της μαλακίας, ή ο βασιλιάς των καθαρμάτων ή, κάτι που δεν αποκλείω, ο βασιλιάς του ανντισημιτισμού. Μετά, τα παρατάω.»[7]
Για τον Γκοτλίμπ, το ακραίο χιούμορ ένας τρόπος να αντιμετωπίσει τον τρόμο που του εμπνέει αυτή η ανθρώπινη «μαλακία» και οτιδήποτε μπορεί να την τροφοδοτεί ή να τη συγκαλύπτει, από τα παιδικά παραμύθια και τη θρησκεία ως τις επιταγές του καθωσπρεπισμού. Αν επιλέγει, με τη σειρά του, να το «ρίξει στη μαλακία», είναι για να μπορέσει να δημιουργήσει ξεπερνώντας τις οδυνηρές αναμνήσεις και τις φοβίες που τον παραλύουν. Στις σπάνιες στιγμές που καταφέρνει να ξεπεράσει τη συστολή του και να αφήσει την ευαισθησία του να έρθει στην επιφάνεια, το εγκεφαλικό του χιούμορ γίνεται συγκλονιστικά ανθρώπινο, όπως στη σύντομη ιστορία Chansonaigre-douce, την οποία έγραψε λίγο μετά τη γέννηση της κόρης του και, προς μεγάλη του έκπληξη, ο Ρενέ Γκοσινύ δέχτηκε να δημοσιεύσει στο Pilote τον Νοέμβριο του 1969: οι δύο αυτές σελίδες όπου ο Γκοτλίμπ ανακαλεί τις αναμνήσεις του από τα χρόνια της «θύελλας» που έζησε φιλοξενούμενος από μια οικογένεια ελάχιστα εκλεπτυσμένων και ακόμα λιγότερο ανιδιοτελών «Θεναρδιέρων» στα βάθη της Γαλλίας, έχουν κάτι από εκείνη την αλλόκοτη «αστεία μελαγχολία» που του έκανε εντύπωση στη μουσική του Ερίκ Σατί[8].
Η έκθεση στο Μουσείο Εβραϊκής ιστορίας και τέχνης δεν αποσιωπά τις πιο ακραίες στιγμές της καριέρας του Μαρσέλ Γκοτλίμπ, χωρίς να τονίζει υπέρμετρα τις εβραϊκές ρίζες και τις τραυματικές αναμνήσεις του. Αυτή είναι άλλωστε και η δική του στάση: «πάνω απ’ όλα είμαι άθεος, όμως, από την άλλη πλευρά, είμαι εβραίος και, ακόμα κι αν δεν ήμουν εβραίος, πάλι άθεος θα ήμουν. Όλα αυτά είναι πολύ μπερδεμένα», δήλωνε τον περασμένο Μάρτιο στη Monde. «Ας πούμε ότι είμαι υποχρεωμένος να πάρω υπόψη μου το γεγονός ότι ανήκω στην εβραϊκή κοινότητα στον βαθμό που η οικογένειά μου τράβηξε των παθών της τον τάραχο στον πόλεμο. Πάντως, ποτέ δεν διατυμπάνισα ότι είμαι εβραίος. Ούτε όμως το έκρυψα»[9]. Οι διοργανωτές κατάφεραν να συμβιβάσουν τα ασυμβίβαστα, αντιμετωπίζοντας με σεβασμό έναν δημιουργό που δεν σέβεται και πολλά πράγματα, εκτός από τον ανθρώπινο πόνο και την ανεξαρτησία της σκέψης. Η έκθεση στο Μουσείο Εβραϊκής τέχνης και ιστορίας βάζει μια τάξη σε όλο αυτό το «μπέρδεμα», αναδεικνύοντας τη βαθύτερη ενότητα και τον έντονα προσωπικό χαρακτήρα ενός πραγματικά χαοτικού έργου, φτιαγμένου από αμέτρητες μικρές κι ετερόκλητες ψηφίδες που δεν είναι εύκολο να συνδυαστούν για να σχηματίσουν μια ολοκληρωμένη εικόνα με άξονα έναν εμβληματικό ήρωα ή μια μεγάλη αφήγηση. Κι αυτός ήταν τελικά ο καλύτερος τρόπος να υπογραμμιστεί η καθαρά καλλιτεχνική αξία του έργου του Γκοτλίμπ: πράγματι, η δουλειά του μπορεί να σταθεί επάξια πλάι στους θησαυρούς της μόνιμης συλλογής του μουσείου.
Αυτός ο φόρος τιμής στον μεγάλο χιουμορίστα εντάσσεται σε ένα γενικότερο ενδιαφέρον για τη γενιά του: τον Ιανουάριο 2014, κυκλοφόρησαν τα απομνημονεύματα του Φιλίπ Ντρυγιέ, ενός άλλου μεγάλου δημιουργού που αναδείχτηκε στις σελίδες του Pilote και πάλεψε σκληρά με τον εαυτό του για να ξεπεράσει την ενοχή για τη διόλου ένδοξη δράση του πατέρα του στα χρόνια της Κατοχής[10]. Από την άποψη αυτή, η έκθεση φωτίζει μια από τις πιο σημαντικές πλευρές της ιστορίας του σύγχρονου κόμικς, τον τρόπο που μια καθαρά εμπορική τέχνη κατάφερε να γίνει επιτέλους ένας τρόπος έκφρασης. Αυτό που χρωστούν οι σύγχρονοι δημιουργοί κόμικς σε παλαίμαχους πρωτοπόρους σαν τον Μαρσέλ Γκοτλίμπ και τον Φιλίπ Ντρυγιέ δεν ήταν τόσο η ελευθερία να λένε το κοντό τους και το μακρύ τους ή το δικαίωμα να έχουν γνώμη περί παντός επιστητού, όσο η κατάκτηση της δυνατότητας να χρησιμοποιήσουν την τέχνη τους για να μιλήσουν για τον εαυτό τους και την εποχή τους.
[1] Ζωρζ Περέκ, Cantatrix sopranica L. και άλλα επιστημονικά συγγράματα, μετάφραση: Μπερναντέτ Ντελαέ - Μαζαράκη, Μίρκα Σκάρα, Χατζηνικολή, Αθήνα, 2001.
[2] Είναι πασίγνωστο, όμως αξίζει τον κόπο να το υπογραμμίζουμε με κάθε ευκαιρία: μαζί με τους ιταλικής καταγωγής Αλμπερ Υντερζό και Φρανσουά Καβαννά ή τον πολωνικής καταγωγής και επίσης εβραίο Ρενέ Γκοσινύ, ο Μαρσέλ Γκοτλίμπ, γόνος ενός ρουμάνου και μιας ουγγαρέζας, ανήκει σε μια γενιά χαρισματικών τρομερών παιδιών μεταναστών που πρόσφεραν πάρα πολλά στη χώρα που υποδέχτηκε τους γονείς τους.
[3] Ο Γκοτλίμπ υποδέχτηκε στις σελίδες του περιοδικού του τις Idées noires, το κύκνειο άσμα του Αντρέ Φρανκέν, αλλά και το πιο προσωπικό ίσως κομμάτι του έργου του και δηλώνει ιδιαίτερα περήφανος που ο μεγάλος βέλγος δάσκαλος εικονογράφησε δικά του σενάρια.
[4] Fluide Glacial / Pilote. Hors Série Gotlib, Audie/ Dargaud, 2014.
[5] Η ψυχανάλυση βοήθησε σημαντικά τον Γκοτλίμπ να ξεπεράσει τις φοβίες του και τις αναστολές του, τόσο σε προσωπικό, όσο και σε καλλιτεχνικό επίπεδο. Η απόπειρά του, όμως, να μυηθεί σοβαρά στη σκέψη του Φρόυντ και των επιγόνων του δεν στέφθηκε από επιτυχία: προσπάθησε να διαβάσει Λακάν όμως, όπως παραδέχεται ο ίδιος δεν κατάφερε να συγκρατήσει και πολλά πράγματα. Πάντως δεν παρέλειψε να του αποτίσει έναν διακριτικό φόρο τιμής, στον τρίτο τόμο των ιστοριών του Gai-Luron, ο οποίος φέρει τον τίτλο Gai-Luron rit de se voir si beau en miroir.
[6] Marcel Gotlib, Gilles Verlant, Ma vie-en-vrac, Flammarion, 2006, σ. 99.
[7] Marcel Gotlib, Gilles Verlant, Ma vie-en-vrac, Flammarion, 2006, σ. 15.
[8] Marcel Gotlib, J’existe. Je me suis rencontré, Flammarion, 1993, σ. 10.
[9] Frédéric Potet, «Gotlib, de la Shoah à Gai-Luron», Le Monde, 13/3/2014.
[10] «Τα απομνημονεύματα του Φιλίπ Ντρυγιέ», The Books’ Journal 41.