Αμέτρητες υπήρξαν τον τελευταίο καιρό, με τη ρωσική εισβολή και τον συνεχιζόμενο πόλεμο στην Ουκρανία, οι θεωρητικές απόπειρες στη Δύση για την ανάλυση της ιδεολογίας, των κινήτρων και των στόχων της ρωσικής πολιτικής, και επικεντρώθηκαν κυρίως στις επιλογές και τις αποφάσεις –για να μη μιλήσουμε για τη φυσική κατάσταση και την ψυχολογία– του ρώσου προέδρου. Ένα ευρύ, αν και στο τέλος επαναλαμβανόμενο, φάσμα ερμηνειών επιστρατεύτηκε για να φωτίσει τα παραπάνω, από την αναβίωση μιας νεο-αυτοκρατορικής ιδεολογίας και ενός αναγεννημένου εθνικισμού, τη βαθιά ανάγκη αναπλήρωσης ιστορικών ταπεινώσεων συνδυασμένη με τη νοσταλγία για ένα χαμένο ένδοξο παρελθόν, το μεσσιανικό στοιχείο του ρωσικού πνεύματος, μέχρι τις θεωρίες συντηρητικών εθνικιστών στοχαστών, όπως ο «χριστιανοφασίστας» του Μεσοπολέμου Ιβάν Ιλίν ή ο ακροδεξιός Αλεξάντρ Ντούγκιν, που θεωρήθηκαν εμπνευστές και διαμορφωτές της ιδεολογίας και της πρακτικής του προέδρου Πούτιν και του καθεστώτος του.
Στο μεταξύ, λιγότερη σημασία δόθηκε στο γεγονός –όσοι τόλμησαν να το θίξουν στιγματίστηκαν ως «πουτινόφιλοι» και υποστηρικτές ενός άδικου πολέμου– ότι, παράλληλα με την ιδέα της «αιώνιας Ρωσίας» του νεο-αυτοκρατορικού πουτινικού ιδεολογήματος, ως έθνους εκλεκτού, μόνιμου θύματος της παρακμιακής Δύσης, που αναμένει τον λυτρωτή του, αναδύθηκε, σ’ αυτή την υπέρμαχο των φιλελεύθερων αξιών της Δύση –με την εξαίρεση φυσικά των θαυμαστών της πουτινικής «πυγμής»– και το ιδεολογικό αντίστοιχό της, το «αρνητικό» της εκτύπωμα: εκείνο της Ρωσίας ως της πάλαι ποτέ «αυτοκρατορίας του κακού», που αποκάλυψε άλλη μια φορά, με την εισβολή στην Ουκρανία, τον πραγματικό της χαρακτήρα, κράμα ασιατικού ολοκληρωτισμού, παθητικής υποταγής, μόνιμης επιθετικότητας και εγγενούς βαρβαρότητας. Και η Δύση, η ηγέτης Αμερική και η «εξαπατημένη» από τους μάστορες της απάτης Ρώσους καλόπιστη Ευρώπη, πάντα από την πλευρά του «καλού», όρθωσε άλλη μια φορά το ανάστημά της για να αντιμετωπίσει τη μόνιμα επιθετική ρωσική απολυταρχία, που ονειρεύεται πάντα πολέμους και κατακτήσεις, ενώ, στο μεταξύ, χρησιμοποιεί όλα τα μέσα για να υπονομεύσει εκ των έσω και να αποδυναμώσει τον αντίπαλό της.
Αυτό είναι το αφήγημα, κι όσο κι αν δεν πρέπει να ξεχνά κανείς τα σκληρά δεδομένα και το διακύβευμα αυτού του πολέμου, την καταστροφή της Ουκρανίας, και τις ευρύτερες, άδηλες ακόμα, συνέπειές του, το γεγονός είναι ότι, αν εξεταστούν σε βάθος χρόνου, οι δυτικές αντιλήψεις και θέσεις για τη Ρωσία παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες και συνέχειες. Περιγραφικά σχήματα, όροι και ερμηνείες επαναλαμβάνονται και ανακυκλώνονται, παρουσιάζοντας μια «ρωσική πραγματικότητα» αιώνια και αναλλοίωτη, παγιωμένη ως φαίνεται διά παντός, που αλλάζει μόνο επιφανειακά, ανάλογα με τις εκάστοτε ιστορικές περιστάσεις, κινείται όμως πάντα γύρω από δύο κύριους άξονες: ένα ολοκληρωτικό πολιτικό καθεστώς που υπηρετεί μόνο τον εαυτό του και λειτουργεί σε βάρος των ανθρώπων που βρίσκονται στην εξουσία του κι έναν σταθερό προσανατολισμό στη στρατιωτική ισχύ και την κατάκτηση.
Ένα διαχρονικό βιβλίο
Η Ρωσία βλέπει την Ευρώπη σαν θήραμα που αργά ή γρήγορα, και χάρη στις δικές μας διαφωνίες, θα πέσει στα χέρια της. Καλλιεργεί την αναρχία ανάμεσά μας, ελπίζοντας ότι θα μπορέσει να επωφεληθεί από τη διαφθορά που η ίδια προώθησε για να πετύχει τους στόχους της: είναι η ιστορία της Πολωνίας σε μεγαλύτερη κλίμακα. Για πολλά χρόνια τώρα το Παρίσι διαβάζει επαναστατικές εφημερίδες –επαναστατικές με κάθε έννοια– που χρηματοδοτούνται από τη Ρωσία. «Η Ευρώπη», λένε στην Πετρούπολη, «[...] ξεσηκώνεται με κούφιες ιδέες περί ελευθερίας, την ίδια ώρα που εμείς παραμένουμε ισχυροί, ακριβώς επειδή δεν έχουμε ελευθερία. Ας περιμένουμε λοιπόν υπομονετικά στις αλυσίδες μας, στο τέλος θα κάνουμε τους άλλους να πληρώσουν για την ταπείνωσή μας».
Με ελάχιστες μόνο προσαρμογές, των ονομάτων κυρίως –η Πετρούπολη να γίνει Μόσχα, το Παρίσι να διευρυνθεί για να περιλάβει κι άλλες δυτικές πρωτεύουσες και χώρες και η Ουκρανία να πάρει την θέση της Πολωνίας– το κείμενο αυτό θα μπορούσε να περιγράφει τη σχέση της Ρωσίας με τη Δύση, όπως διαμορφώθηκε τα τελευταία χρόνια – ή, ακριβέστερα, αυτό που η Δύση αντιλαμβάνεται ως θέση και ως σκοπούς της Ρωσίας απέναντί της. Δεν πρόκειται για μια σύγχρονη αποτίμηση όμως, προέρχεται από ένα βιβλίο που γράφτηκε πριν από σχεδόν 180 χρόνια. Η Ρωσία το 1839, όπως ήταν ο αρχικός τίτλος του, γνώρισε, όταν εκδόθηκε, το 1843, στο Παρίσι, μεγάλη επιτυχία, ως η πιο περιεκτική και αυθεντική σύγχρονη περιγραφή της ρωσικής αυτοκρατορίας και η πιο ευθεία και πειστική καταγγελία του απολυταρχικού χαρακτήρα της.[1] Συγγραφέας του, ο Γάλλος μαρκήσιος Αστόλφ ντε Κιουστίν, που περιέγραψε –όχι με μεγάλη οικονομία λόγου και ύφους, αφού περισσεύουν οι επαναλήψεις και οι πλατειασμοί– στους τέσσερις τόμους και στις σχεδόν 1.200 σελίδες του έργου του, την εμπειρία και τη γνώση που αποκόμισε από το τρίμηνο σχεδόν ταξίδι του στη χώρα των Τσάρων το καλοκαίρι της χρονιάς του τίτλου. Το βιβλίο επανεκδόθηκε αρκετές φορές, στα γαλλικά ή μεταφρασμένο σε διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες, ενώ από νωρίς εμφανίστηκαν συντομευμένες εκδόσεις με επιλεγμένα αποσπάσματα από το αρχικό και με τον γενικό τίτλο Γράμματα από τη Ρωσία, οι οποίες αποτέλεσαν τη βάση και για τις σύγχρονες εκδόσεις του έργου.
Καλύπτοντας όλο το σύγχρονο ιδεολογικο-πολιτικό φάσμα στη μετεπαναστατική και μεταναπολεόντεια Γαλλία, το βιβλίο του Κιουστίν προκάλεσε με το έντονα «αντιρωσικό» του πνεύμα πολλές αντιδράσεις και αντιπαραθέσεις όταν εκδόθηκε, ενώ επηρέασε όσο κανένα άλλο μακροπρόθεσμα τη διαμόρφωση και την παγίωση στη Δύση μιας γενικής αντίληψης και στάσης απέναντι στη Ρωσία, στην οποία κυριαρχούσαν η απόρριψη, η καχυποψία και ο φόβος. Και καθώς το, ξεχασμένο στο μεταξύ, βιβλίο επανανακαλύφθηκε και προωθήθηκε, με το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, πρώτα από τη γαλλική αντιδραστική Δεξιά και στη συνέχεια από τους αμερικανούς αρχιτέκτονες του Ψυχρού Πολέμου, που το χρησιμοποίησαν για τους σκοπούς της αντικομμουνιστικής τους προπαγάνδας, η επίδρασή του πρέπει να θεωρηθεί διαχρονική.[2] Αν κανείς από τους σύγχρονους αναλυτές των δραματικών εξελίξεων και των γεωπολιτικών ανατροπών που προκάλεσε η ρωσική επίθεση στην Ουκρανία δεν το ανέφερε, για τον Τζωρτζ Κένναν, τον αμερικανό θεωρητικό της πολιτικής της ανάσχεσης της Σοβιετικής Ένωσης και έντονο επικριτή τής προς Ανατολάς επέκτασης του ΝΑΤΟ, που θεωρήθηκε η αιτία του πολέμου, το έργο του Κιουστίν υπήρξε καθοριστικό για την κατανόηση της φύσης και του χαρακτήρα του «μυστηρίου» που λέγεται Ρωσία, όσο και «προφητικό» όσον αφορά την ιστορική της εξέλιξη.[3] Και ο στρατηγός Γουώλτερ Μπέντελ Σμιθ, πρώην πρεσβευτής των ΗΠΑ στη Μόσχα αμέσως μετά τον Πόλεμο και, κατόπιν, επικεφαλής της CIA, εμφανίζεται, στην εισαγωγή που έγραψε για την αμερικανική έκδοση της μετάφρασης του βιβλίου στα αγγλικά από την Φύλλις Πεν Κόλερ, το 1952, τόσο πεισμένος για την αλήθεια και τη διαχρονική αξία της κιουστίνιας μαρτυρίας, που θεωρεί ότι θα μπορούσε να είχε πάρει αυτολεξεί κάποιες από τις σελίδες του και, αλλάζοντας μόνο ονόματα και ημερομηνίες, «να τα είχε στείλει στο Στέιτ Ντιπάρντμεντ σαν να ήταν οι δικές του επίσημες αναφορές»[4]. Έτσι, παρότι η κριτική, την εποχή της αρχικής έκδοσης, αλλά και η σύγχρονη ακαδημαϊκή έρευνα, επισήμαναν τον λογοτεχνικό χαρακτήρα του έργου, με την υποκειμενική ματιά και την ιδιαίτερη επεξεργασία του υλικού του που αυτό προϋποθέτει, το βιβλίο διαβάστηκε, και διαβάζεται ακόμα σήμερα από το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, ως η καταγραφή μιας αντικειμενικής και βαθύτερης «αλήθειας» για τη Ρωσία, όχι μόνο σύγχρονης του συγγραφέα, αλλά και σημερινής, και ως «αποκάλυψη» του πραγματικού και, ως προς αυτό, «αιώνιου» και αμετάλλακτου χαρακτήρα της.[5]
Απόγονος της Επανάστασης, αριστοκράτης και, συνεπώς, μέλος, όπως και ο σύγχρονός του Αλέξις ντε Τοκβίλ, μιας τάξης πλέον χωρίς πολιτικό ρόλο, από την οποία και αποκόπηκε λόγω της ανοιχτής ομοφυλοφιλίας του και κάποιων σχετικών σκανδάλων, πιστός καθολικός και συγγραφέας με μέτριες ώς τότε επιδόσεις,[6] ο Κιουστίν επιδίωκε πρωτίστως την εκδοτική επιτυχία, αν και οι φιλοδοξίες του, κρίνοντας από τα θέματα και τον τρόπο με τον οποίο τα επεξεργάστηκε, φαίνεται πως ήταν ευρύτερες. Το βιβλίο του έχει τη μορφή 36 μακροσκελών επιστολών, που γράφτηκαν, υποτίθεται, στη διάρκεια του ταξιδιού του, αλλά που μάλλον συντάχθηκαν τα επόμενα τέσσερα χρόνια, μέχρι την έκδοσή του, το 1843. Ταξιδιωτικό ημερολόγιο, πολιτική πραγματεία, ανασκόπηση της ρωσικής ιστορίας, ανάπτυξη των προσωπικών θρησκευτικών και πνευματικών προβληματισμών του συγγραφέα του, Η Ρωσία το 1839 προσέφερε στο αναγνωστικό κοινό όχι μόνο μια γενική αντίληψη κι έναν προβληματισμό για τη σύγχρονη Ρωσία, αλλά ταυτόχρονα ψυχαγωγία, διαφυγή από την καθημερινότητα και την τέρψη που προκαλεί η εκ του ασφαλούς θεώρηση του ξένου, του ασυνήθιστου και του τρομακτικού. Σ’ αυτό το πνεύμα εξελίχθηκε τελικά, εκτός των άλλων, και σε απάνθισμα διαφόρων δημοφιλών στην εποχή του λογοτεχνικών θεμάτων, ρομαντικής εμπνεύσεως και «εξωτικού» χαρακτήρα, από το μόνιμο και πάντα τρομακτικό για το δυτικοευρωπαϊκό, και κυρίως το γαλλικό, φαντασιακό φάσμα της Σιβηρίας, μέχρι το τραγικό πρότυπο της πιστής ώς το τέλος συζύγου που υπομένει τη μοίρα του καταδικασμένου στην εξορία άνδρα της, και άλλων, παρεμφερών αφηγήσεων.[7] Η «μπαϋρονική» ιστορία του βαρώνου Φον Στέρνμπεργκ,[8] που από το παραθαλάσσιο κάστρο του στις όχθες της Βαλτικής παραπλανά τα διερχόμενα πλοία για να τα λεηλατήσει εξοντώνοντας τα πληρώματά τους, εισάγει από την αρχή στο κλίμα, ενώ αργότερα, στην «Ιστορία του Τελενέφ», όπου αποτυπώνεται όλη η φρίκη που συνοδεύει τα τρομακτικά ξεσπάσματα βίας των καταπιεσμένων σκλάβων-χωρικών, αποκαλύπτεται το φοβερό πρόσωπο της τυραννίας. Μαζί με τη γοητεία και την καθαρτική, αλλά και ταυτόχρονα ψυχαγωγική, λειτουργία του «λογοτεχνικού τρόμου», ο Κιουστίν «θρέφει» επίμονα και συστηματικά και το φόβο των ευρωπαίων αναγνωστών του απέναντι στην «πραγματική» ρωσική απειλή, τον «πρωτόγονο Τάταρο» που θα εισβάλει από τις ασιατικές στέπες για να σαρώσει τα πάντα.[9] Με επιμονή και προσήλωση στην αποτρόπαιη λεπτομέρεια, που έκανε κάποιους να διαγνώσουν σαδομαζοχιστικές τάσεις, ο μαρκήσιος Κιουστίν αναζητά το φοβερό, το σκοτεινό και το μακάβριο στο παρόν και στο παρελθόν της Ρωσίας και το προσφέρει αυθεντικό και ζωντανό στο αναγνωστικό του κοινό. Περιγράφει γοητευμένος τα μέρη όπου συνέβησαν μερικά από τα σημαντικότερα δυναστικά εγκλήματα της σχετικά πρόσφατης ρωσικής ιστορίας, ενώ τα ερεβώδη κτίσματα του Κρεμλίνου της Μόσχας γίνονται μέσα από την πένα του ένα είδος αρχιτεκτονικής έκφρασης του τρόμου και της φρίκης, που σημαδεύουν τη βασιλεία του Ιβάν του Τρομερού.
Οι στόχοι όμως του συγγραφέα είναι, το είπαμε ήδη, ευρύτεροι, η φιλοδοξία του μεγαλύτερη από το να γράψει μόνο ένα επιτυχημένο βιβλίο ταξιδιωτικής λογοτεχνίας. Ακολουθώντας τα χνάρια του Τοκβίλ, του οποίου, όπως λέγεται, ήθελε να συναγωνιστεί τη Δημοκρατία στην Αμερική, ο Κιουστίν ταξιδεύει στη Ρωσία, την «τελευταία πραγματική απολυταρχία», με έναν κύριο ομολογημένο σκοπό: να βρει, αυτός, ένας συντηρητικός καθολικός ευγενής, απαντήσεις στα πολιτικά ερωτήματα που κρατούν σε συνεχή πολιτική αναστάτωση την πατρίδα του, τη Γαλλία. Ξεκινά «φοβισμένος από τις καταχρήσεις μιας ελευθερίας που ψεύδεται», από τη φιλελεύθερη δηλαδή αντιπροσωπευτική δημοκρατία, και επιστρέφει απηυδισμένος από το καθεστώς της σκλαβιάς και της καταπίεσης που διαπίστωσε ή «αισθάνθηκε» πως κυριαρχούσε σε κάθε πτυχή της ζωής στην αυτοκρατορία των Τσάρων, πεισμένος ότι «αν η αντιπροσωπευτική κυβέρνηση δεν είναι η πιο ηθική [...] στην πράξη είναι σωστή και μετριοπαθής»[10]. Φιλοδοξεί με άλλα λόγια να συλλάβει και να απεικονίσει, με σύγχρονους όρους, την ουσία της διαφοράς –και της ανωτερότητας– της Δύσης από την «ασιατική» Ρωσία. Προσπαθεί –και εν μέρει επιτυγχάνει– να πείσει ότι οι προσωπικές του παρατηρήσεις, εντυπώσεις και εμπειρίες πείθουν τελικά για την ανωτερότητα του δυτικού πολιτικού μοντέλου, βασίζεται όμως για τη γνώμη του σε διάφορες πηγές, παλιότερες και πιο πρόσφατες. Τις «επίσημες» απ’ αυτές, με πρώτη ανάμεσά τους την Ιστορία του Ρωσικού Κράτους του Νικολάι Καραμζίν, την «εθνική» Ιστορία της Ρωσίας, από την οποία και αντιγράφει εκτεταμένα αποσπάσματα, χωρίς όμως να αποδέχεται την ιδεολογία της, τις χρησιμοποιεί επώνυμα. Πολλές άλλες όμως, απ’ όπου αντλεί κυρίως πληροφορίες για τη ζωή, την κοινωνία και τα ήθη της σύγχρονης Ρωσίας –η κριτική έχει εντοπίσει διάφορες, από δημοσιευμένες περιγραφές πόλεων, όπως της Μόσχας, μέχρι τα καθημερινά δημοσιεύματα των ευρωπαϊκών εφημερίδων της εποχής για την κατάσταση στη Ρωσία ή τις καταγραμμένες εντυπώσεις του γάλλου πρεσβευτή Ντε Μπαράντε– παραμένουν ανώνυμες και ο συγγραφέας τις ενσωματώνει επιδέξια στην αφήγησή του πετυχαίνοντας να δημιουργήσει μια εντύπωση αυθεντικότητας και αμεσότητας.[11] Έτσι, οι εμβριθείς και βαθυστόχαστες αναλύσεις του του ρωσικού χαρακτήρα και, κυρίως, της ζωής και των ηθών του «ρωσικού λαού», αν εξαιρέσει κανείς κάποιες περιστασιακές επαφές και μερικά τυχαία περιστατικά και παρατηρήσεις, επαναλαμβάνουν τους γνωστούς κοινούς τόπους που βασίζονται σε παλιότερα έργα, την Περιγραφή του ταξιδιού στη Ρωσία του Άνταμ Ολεάριους, γερμανού απεσταλμένου του δούκα του Χολστάιν στα μέσα του 17ου αιώνα, ή το θεωρούμενο ως το πρώτο σημαντικό δυτικοευρωπαικό περί Ρωσίας έργο, τα Σχόλια του βαρώνου Χερμπερστάιν, απεσταλμένου του γερμανού αυτοκράτορα στον τσάρο έναν αιώνα νωρίτερα.[12] Οι άνθρωποι του λαού, μαθαίνει έτσι ο αναγνώστης, οι αγρότες, ελεύθεροι ή δουλοπάροικοι, πνίγουν σιωπηλά τη θλίψη τους στο μεθύσι, ή τραγουδούν όμορφα και λυπητερά τραγούδια, ενώ έχουν έναν τυφλό σεβασμό για την εξουσία. Είναι εξαιρετικά φιλοχρήματοι, αλλά ικανοποιούνται με ό,τι κι αν λάβουν και, καθώς τους λείπει κάθε αίσθημα ηθικής, θεωρούν την κλεψιά κάτι φυσικό. Ο μόνος πραγματικά δικός τους χώρος, εκεί όπου αισθάνονται ευτυχισμένοι, είναι η θρησκεία.
Άλλωστε, οι, κατά δική του ομολογία, λίγες κοινωνικές επαφές που είχε ο Κιουστίν στη διάρκεια του ταξιδιού του στη Ρωσία περιορίστηκαν στο περιβάλλον της τσαρικής Αυλής, στην Πετρούπολη, και στους ανώτερους κοινωνικούς κύκλους των πόλεων που επισκέφθηκε στη συνέχεια, και η όποια άμεση επικοινωνία του με τους γηγενείς βασίστηκε στην «αυτονόητη» γνώση και υιοθέτηση της γαλλικής γλώσσας και του πολιτισμού από τα κοινωνικά αυτά στρώματα –κατά κύριο λόγο, όπως επισημαίνει, τις γυναίκες– αφού ο ίδιος δεν γνώριζε ρωσικά. Με αυτό το δεδομένο, η μομφή που διατυπώνει κατά κόρον εναντίον της τυφλής μίμησης των Δυτικών, και δη των γαλλικών προτύπων, από τους Ρώσους φαίνεται μάλλον προβληματική, για να μην πούμε υποκριτική. Αποτελεί όμως μια πλευρά της αντιφατικής στάσης του που, αντανακλώντας και τη γενικότερη ευρωπαϊκή αμφιθυμία απέναντι στη Ρωσία, οδηγεί τελικά σε λογικό αδιέξοδο: γιατί η μίμηση του εξ ορισμού ανώτερου –ο Κιουστίν δεν γνώρισε προφανώς τη μετέπειτα «άνθηση» του ρωσικού πνεύματος– ευρωπαϊκού πολιτισμού επικρίνεται για να προκριθεί ο δρόμος της «εθνικής» παράδοσης, ωστόσο και αυτή απορρίπτεται, ως καθυστερημένη, ανεπαρκής και στείρα. Έτσι, για τους Ρώσους, όλοι οι δρόμοι της αυτοπραγμάτωσης παραμένουν ουσιαστικά κλειστοί.
Το δίλημμα της επιλογής κατεύθυνσης μεταξύ Δύσης και Ρωσίας, ο «αιώνιος» διχασμός ανάμεσα σε δυτικόφιλους και σλαβόφιλους, απεικονίζεται εδώ σε μια πρώιμη ακόμα φάση του, με όλες τις παραλλαγές, τις αντιφάσεις και τα ιδεολογικά αδιέξοδα που επισύρει. Ο Κιουστίν βρέθηκε σε επαφή με κάποιους σύγχρονούς του «εξευρωπαϊσμένους» ρώσους διανοούμενους και διπλωμάτες από τους οποίους άντλησε πληροφορίες και σχόλια για την κατάσταση στη Ρωσία, που επιβεβαίωσαν και ενίσχυσαν την επικριτική του στάση – από τον Αλέξανδρο Τουργκένιεφ, π.χ., ή από τον πρίγκιπα Κοζλόφσκι, τις γνώμες του οποίου καταγράφει στην αρχή της αφήγησής του, ενώ γνωρίζει προφανώς και την περίπτωση του Τσααντάεφ, στον οποίον αναφέρεται, χωρίς να τον κατονομάζει, στον τελευταίο τόμο του έργου του.[13]
Σε τελική ανάλυση, και παρά τις αδυναμίες του, το εγχείρημα του Κιουστίν πρέπει να θεωρηθεί επιτυχές. Προβάλλοντας ως μοναδικό του σκοπό την αποκάλυψη της αλήθειας, και μάλιστα μπροστά στους κινδύνους που, όπως δεν παύει να θυμίζει στους αναγνώστες του, συνοδεύουν ένα τέτοιο εγχείρημα σε μια ανελεύθερη χώρα όπως η Ρωσία,[14] ο συγγραφέας κατάφερε να πείσει το κοινό του, το γαλλικό –«πάνω απ’ όλα γράφω για τη Γαλλία», δηλώνει στην εισαγωγή του–, αλλά και το ευρύτερα ευρωπαϊκό-δυτικό (το βιβλίο εκδόθηκε στην Αμερική το 1854), για την αυθεντικότητα των παρατηρήσεων και την ορθότητα των κρίσεων και των συμπερασμάτων του. Το σύγχρονο δυτικό κοινό ήταν έτοιμο για το μήνυμα ενός τέτοιου βιβλίου, το οποίο δεν ήταν καινούργιο, αλλά συνέχιζε την παράδοση που πήγαινε πίσω στον Χερμπερστάιν ή και ακόμα νωρίτερα, στην εποχή των πρώτων επαφών της Καθολικής Δύσης με τη Ρωσία, και συνοψιζόταν στην εξής θέση: η Ρωσία ήταν και θα παρέμενε χώρα ασιατική και βάρβαρη ανίκανη να παράγει πολιτισμό, χώρα όπου οι άνθρωποι ζουν στην απόλυτη σκλαβιά και το μόνο για το οποίο είναι ικανοί είναι η κατάκτηση και ο αφανισμός της πολιτισμένης Ευρώπης που τη ζηλεύουν και ταυτόχρονα τη μισούν. «Ό,τι και να λένε και να κάνουν αυτοί οι ημιάγριοι, τα ήθη τους είναι και παραμένουν άγρια», συδαυλίζει τους φόβους των δυτικοευρωπαίων αναγνωστών του ο Κιουστίν. Μέχρι τώρα αρκέστηκαν στην επίφαση του πολιτισμού που εισήγαγαν αντιγράφοντας την Ευρώπη, αλλά «αν ποτέ μπορέσουν να πάρουν εκδίκηση για την πραγματική τους κατωτερότητα, θα μας κάνουν να πληρώσουμε σκληρά για τα πλεονεκτήματά μας» (Επιστολή 11η, 14/7). Ούτε ήταν μόνο το βιβλίο του Κιουστίν που έσειε το φόβητρο αυτής της άμεσης και φοβερής ρωσικής απειλής μπροστά στη δυτικοευρωπαική κοινή γνώμη της εποχής. Λίγα χρόνια νωρίτερα, το 1836, είχε κυκλοφορήσει το πιο διάσημο και, μαζί με τα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών, το πιο διαχρονικά επιδραστικό από τα «κατασκευασμένα» προπαγανδιστικά κείμενα του 19ου αιώνα, η λεγόμενη Διαθήκη του Μεγάλου Πέτρου. Προϊόν της γαλλικής αντιρωσικής προπαγάνδας, το κείμενο αυτό παρουσίαζε τον ρώσο Τσάρο να συμβουλεύει τους διαδόχους του πώς, μέσα από τον έλεγχο της Κωνσταντινούπολης και της Ινδίας, θα μπορούσαν να επιδιώξουν την παγκόσμια κυριαρχία και, φυσικά, την επιβολή τους σε ολόκληρη την Ευρώπη.[15]
Τι έμαθε η Δύση για τη Ρωσία;
Η επιτυχία του βιβλίου του ικανοποίησε τις συγγραφικές φιλοδοξίες του Κιουστίν και εκπλήρωσε τους ιδεολογικούς του στόχους, δεν προήγαγε όμως τη γνώση και την πραγματική κατανόηση της ρωσικής αυτοκρατορίας και των κατοίκων της. Ο μαρκήσιος, συμπεραίνει η σύγχρονη ακαδημαϊκή κριτική –και σ’ αυτό ο Κιουστίν δεν διαφέρει από άλλους σύγχρονούς του συγγραφείς που έγραψαν για τη Ρωσία– δεν ενδιαφέρθηκε να γνωρίσει πραγματικά τη χώρα, ή να την εξηγήσει στους αναγνώστες του.[16] Η «Ρωσία» του διαφέρει έτσι από την αναλυτική και συστηματική παρουσίαση των θεσμών της «Αμερικής» του Τοκβίλ, πράγμα που εξηγεί προφανώς και τη διαφορετική πρόσληψη και το σημερινό στάτους των δύο έργων. Διαφέρει όμως και από τα πιο παραδοσιακά, «εθνογραφικού» τύπου έργα, που ήδη αναφέραμε, και που επιχείρησαν, από τον 16ο αιώνα και μετά, να περιγράψουν την άγνωστη ώς τότε «Μοσχοβία» στους Ευρωπαίους. Τελικά, ενώ ο λόγος γι’ αυτό το ταξίδι υπήρξε, κατά τα λεγόμενα του συγγραφέα, το ότι αναγνώρισε, όπως όλοι, τη σημασία και τη δυναμική του ρωσικού έθνους, που το προόριζαν, μαζί με το άλλο νέο μεγάλο έθνος, το αμερικανικό, για ένα αξιοσημείωτο μέλλον, δεν είδε σ’ αυτό τίποτε άλλο από το παραδοσιακό αντίπαλο δέος, μια χώρα ισχυρή, αλλότρια, αλλά όχι απόλυτα, καθ’ ότι χριστιανική, και στην οποία συνυπήρχαν «η απόλυτη βαρβαρότητα, ενισχυμένη από την καθυπόταξη της Εκκλησίας, και ο πιο προχωρημένος πολιτισμός, που μια εκλεκτική κυβέρνηση εισάγει από το εξωτερικό». Όσο για τις αντιδράσεις που γνώριζε πως το έργο του θα προκαλούσε, τίθεται εξαρχής υπεράνω: οι Ρώσοι «ως Ανατολίτες είναι συνηθισμένοι στο συνεχές λιβάνισμα και κάθε κριτική τούς φαίνεται προδοσία».
Το θέμα υπήρξε ούτως ή άλλως από την αρχή, και παρέμεινε, ιδεολογικά φορτισμένο. Ακόμα και οι συνοπτικές εκδόσεις με επιλεγμένα αποσπάσματα του αρχικού έργου, που το προτείνουν στο σύγχρονο αναγνωστικό κοινό ως αριστούργημα της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας και αξεπέραστη παρουσίαση της «μυστηριώδους» Ρωσίας, δύσκολα μπορούν να θεωρηθούν ιδεολογικά ουδέτερες. Έτσι, για παράδειγμα, η ευσύνοπτη γαλλική έκδοση του 1975, με αποσπάσματα επιλεγμένα από τον γνωστό ιστορικό Πιερ Νορά, με βάση την έκδοση του 1855, στην οποία βασίστηκε και η τρέχουσα αγγλική μετάφραση των εκδόσεων Πένγκουιν, παραλείπει όχι μόνο τις εκτενείς σημειώσεις και τα παραθέματα της αρχικής έκδοσης ή το τμήμα εκείνο, στην αρχή του βιβλίου –περίπου εκατό σελίδες– όπου ο Κιουστίν αφηγείται την ιστορία της οικογένειάς του στη διάρκεια της Επανάστασης, ή ακόμα τη λογοτεχνικά εντελώς μέτρια «ιστορία του Τελενέφ», μια δραματική ιστορία αγάπης στο φόντο μιας βίαιης αγροτικής εξέγερσης, αλλά και ολόκληρους τον τρίτο και τον τέταρτο τόμο της αρχικής έκδοσης. Σ’ αυτούς ο συγγραφέας, έχοντας αφιερώσει τους δύο πρώτους τόμους στην περιγραφή της διαμονής του στην Πετρούπολη και τη Μόσχα, αφηγούνταν το ταξίδι του στο Γιαροσλάβ και στο Νίζνι-Νόβγκοροντ, πριν αναχωρήσει για το ταξίδι της επιστροφής. Πρόκειται ίσως για το πιο «κανονικό» τμήμα του έργου, καθώς δίνει μια γεύση της ζωής στη ρωσική επαρχία, μακριά από τα μεγάλα κέντρα, όπου ο συγγραφέας αφήνει λίγο κατά μέρος την «επίσημη» ιδεολογικοπολιτική του ατζέντα και προσφέρει ζωντανά δείγματα της παρατηρητικότητας και της περιγραφικής του ικανότητας. Όχι ότι η γενική στάση ή ο τόνος του αλλάζουν: «όλοι οι Ασιάτες μοιάζουν», περιγράφει το πλήθος των φυλών που συρρέουν απ’ όλη την Ασία στο παζάρι του Νίζνι, «το μεγαλύτερο του κόσμου». «Μπορεί να τους χωρίσει κανείς σε δύο μεγάλες κατηγορίες: αυτούς που μοιάζουν με πιθήκους –Καλμούκους, Μογγόλους, Κινέζους– κι αυτούς που έχουν ελληνικό προφίλ – Κιργίζιους, Γεωργιανούς, Πέρσες» (Επιστολή 33η, 22/8)
Wikipedia
Απεικόνιση ρωσικών αγριοτήτων κατά την κατάκτηση από τον Ιβάν τον Τρομερό της Λιβονίας στις ανατολικές ακτές της Βαλτικής, βόρεια της Λιθουανίας. Η σκλαβιά και η βία που εξουθενώνει ψυχικά και απανθρωπίζει τον άνθρωπο ήταν η μόνη συνθήκη της ζωής του Ρώσου την εποχή της βασιλείας της απόλυτης αυθαιρεσίας και του τρόμου επί Ιβάν Δ΄ (ιδίως το διάστημα 1550-1584), κι αυτό οδήγησε στην πεποίθηση ότι η υπακοή έγινε το βασικό, σχεδόν παθολογικό, χαρακτηριστικό του ρωσικού ψυχισμού – πεποίθηση που αναπαράγει και ο Κιουστίν.
Από την άλλη μεριά, στην εν λόγω έκδοση περιλαμβάνονται όλες σχεδόν οι σελίδες που ο Κιουστίν αντιγράφει από την Ιστορία του Ρωσικού Κράτους του Καραμζίν, οι οποίες περιγράφουν τη βασιλεία του Ιβάν Δ΄, του Τρομερού, του θεμελιωτή της δεσποτείας, και την τυραννική εξουσία του, ενώ δεν παραλείπεται σχεδόν καμία από τις αμέτρητες αναφορές του συγγραφέα στο καθεστώς της απόλυτης ανελευθερίας, καταπίεσης και βίας που χαρακτήριζε όλες τις πλευρές της ζωής στη Ρωσία, το οποίο και καταγγέλλει με κάθε ευκαιρία και σε όλες τις δυνατές παραλλαγές. Το μήνυμα περνάει αναπόφευκτα στο τέλος στον αναγνώστη: «ο Θεός καταράστηκε 60 εκατομμύρια ανθρώπους να ζουν στη Ρωσία». Αναγνωστικά όμως το αποτέλεσμα αποκτά σταδιακά το χαρακτήρα μιας συλλογής πολιτικών αφορισμών που, παρά το ενδιαφέρον των παρεμβαλλόμενων περιγραφικών κομματιών, δεν αποφεύγει τελικά τον κίνδυνο της επανάληψης και της μονοτονίας.
Το ταξίδι στην αιώνια Ρωσία
Οι προθέσεις του συγγραφέα, όσο και η ιδεολογική γραμμή που επρόκειτο να ακολουθήσει, γίνονται φανερές από την αρχή ακόμη της αφήγησης. Ήδη με την άφιξη του ατμόπλοιου που τον μεταφέρει στην Πετρούπολη, το σκηνικό στήνεται με προσοχή: το μπουντρούμι της Κροστάνδης και οι σκέψεις για τους φυλακισμένους σ’ αυτό, οι ατέλειωτοι έλεγχοι στο τελωνείο και η γραφειοκρατεία, η άθλια κατάσταση των ναυτών-κωπηλατών που μεταφέρουν τους κάθε λογής υπαλλήλους και η παρατήρηση ότι ο Τσάρος δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να αλλάξει την κατάσταση. Αλλά κυρίως η αίσθηση της ανελευθερίας, της συνεχούς κατασκόπευσης, του κινδύνου, που είναι παράγωγα ενός πολιτικού συστήματος αλλά και του συναφούς με αυτό «εθνικού» χαρακτήρα των Ρώσων. Εν ολίγοις, ενός ολοκληρωτισμού. Κάθε τόσο, σε όλη την έκταση του βιβλίου του, ο Κιουστίν επαναλαμβάνει ότι ο ταξιδιώτης στη Ρωσία δεν είναι ελεύθερος κι ότι επιτηρείται μόνιμα από συνοδούς που τον ακολουθούν παντού. Οι Ρώσοι, ανέκαθεν καχύποπτοι απέναντι στους ξένους, βρίσκονται συνεχώς σε επιφυλακή, καθώς η μόνη τους έγνοια είναι η γνώμη που εκείνοι θα σχηματίσουν για τη χώρα τους, γι’ αυτό διαρκώς συνωμοτούν για να τους παραπλανήσουν.
Το ταξίδι καθαυτό στην τεράστια χώρα –«οι αποστάσεις είναι η μάστιγα της Ρωσίας»– θα αποδειχτεί εξουθενωτική εμπειρία. Οι κακοί δρόμοι, οι επικίνδυνες ή οι ανύπαρκτες γέφυρες, τα πρωτόγονα μέσα μεταφοράς –αν και ο μαρκήσιος ταξιδεύει με τη δική του άμαξα–, οι αμμώδεις εκτάσεις που διασχίζονται με δυσκολία, τα έλη και οι εκτεταμένες πλημμύρες που κάνουν τη διάβαση αδύνατη, τα ατυχήματα, η δυσκολία να βρει κανείς αξιοπρεπές κατάλυμα. Κι έπειτα το ίδιο το τοπίο, οι απέραντες εκτάσεις, οι χαμηλοί ορίζοντες, η ατελείωτη μονοτονία, τα καχεκτικά δάση, τα χωριά που μοιάζουν όλα ίδια. Κάποιες γραφικές πινελιές μόνο, περνώντας, η διακόσμηση στις προσόψεις και οι γέροι χωρικοί που κάθονται απ’ έξω, με τα λευκά μαλλιά και τα μακριά γένια τους. Τίποτα πιο όμορφο απ’ αυτούς και τίποτα πιο αποτρόπαιο από τις γυναίκες τους: εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων, ο μαρκήσιος είναι κατεδαφιστικός για την εμφάνιση των Ρωσίδων, που προσφέρουν μια εικόνα αθώας πατριαρχικής κοινωνίας και βιβλικής απλότητας – όταν βέβαια οι σκλάβοι χωρικοί δεν ξεσηκώνονται, όπως είχε συμβεί πρόσφατα στα μέρη του Βόλγα, όπου, παρασυρμένοι από τη φενάκη μιας πιθανής απελευθέρωσής τους και την τυφλή τους πίστη στον Τσάρο-πατέρα, βασάνισαν φρικτά και κατακρεούργησαν τους αφέντες τους, για να τιμωρηθούν με μαζική εξορία στη Σιβηρία.
Τέτοιες παραδρομές στον αγροτικό κόσμο, άλλοτε λυρικές, άλλοτε δραματικές, μακριά από τα λαμπρά παλάτια και τις απίστευτης λαμπρότητας γιορτές γύρω από την τσαρική Αυλή στην Πετρούπολη και τα πέριξ, είναι μάλλον σπάνιες και σχετικά σύντομες. Γρήγορα επανέρχεται στο προσκήνιο η αμείλικτη πραγματικότητα, οι άθλιες συνθήκες που έχει να αντιμετωπίσει ο πολιτισμένος ταξιδιώτης στα διάφορα καταλύματα και πανδοχεία, ακόμα και στις μεγάλες πόλεις, και η βαθιά απέχθεια και αηδία που του προκαλούν όλα γύρω του και, κυρίως, τα παντός είδους έντομα που καραδοκούν για να εφορμήσουν μόλις αφεθεί κανείς. Και πάνω απ’ όλα η βρώμα, ακόμα και στα πολυτελή μέγαρα της αριστοκρατίας – και οι άνθρωποι που αφήνονται σ’ αυτή και ζέχνουν ανυπόφορα. Με λίγα λόγια, εκείνη η γενική παραμέληση της καθαριότητας, που δείχνει «ηθική κατάπτωση χειρότερη από τις σωματικές ασθένειες» υποδεικνύοντας τον ακόμα πρωτόγονο, τον χθεσινό νομάδα. Όλα αυτά διαλύουν τελικά τον ταξιδιώτη, που δεν ονειρεύεται παρά την επιστροφή στον πολιτισμό και κάνουν το ταξίδι μια ατελείωτη, και μαζί μάταιη, δοκιμασία. Για δυο πράγματα και για ένα πρόσωπο μόνο αξίζει τον κόπο να ταξιδέψει κανείς στη Ρωσία, αποφαίνεται ο Κιουστίν: για το Νέβα στην Πετρούπολη, «τις μέρες χωρίς νύχτα», για το Κρεμλίνο της Μόσχας στο φως του φεγγαριού και για τον αυτοκράτορα. Μόνο αυτά αξίζουν το θαυμασμό και τη ζήλεια των ξένων. «Τα υπόλοιπα δεν είναι παρά κούραση και πλήξη».
Ο ρωσικός χαρακτήρας
Στην αρνητική αποτίμηση του τόπου και των δυσάρεστων συνθηκών του ταξιδιού αντιστοιχεί απόλυτα η αρνητική εικόνα των κατοίκων του, του χαρακτήρα, των ηθών, της κοινωνίας τους. Οι λίγες σκόρπιες ποιητικές εικόνες της ομορφιάς των γέρων χωρικών ή της λαϊκής μουσικής και των τραγουδιών που αναφέραμε δεν μπορούν να καλύψουν την γενική εντύπωση μιας κοινωνίας άσχημης, πρωτόγονης, βίαιης και φθονερής. Κάποιες απόπειρες που κάνει ο συγγραφέας για να χρησιμοποιήσει την αντίθεση ανάμεσα στην εξωραϊσμένη εικόνα μιας αθώας, πρωτόγονης κοινωνίας και στην άθλια πραγματικότητα της καθυστερημένης και αλλοτριωμένης Ρωσίας που αντικρίζει, προκειμένου να σκιαγραφήσει έτσι τη μεταμόρφωση του αρχαϊκού, απολίτιστου αλλά «καλού» Σλάβου στον επιφανειακά εκπολιτισμένο αλλά ουσιαστικά βάρβαρο και διεφθαρμένο σύγχρονό του Ρώσο, είναι επιφανειακές και, τελικά, μένουν μετέωρες. Ο καταλύτης είναι η απολυταρχία. Και ο Κιουστίν παρουσιάζει τον σύγχρονο Ρώσο ως το προϊόν ενός πολιτικού συστήματος αταίριαστου με το χαρακτήρα και τις φυσικές τάσεις του: ο «αμέριμνος, καπριτσιόζος, ποιητικός σαν Ανατολίτης, εφευρετικός, χαρούμενος και γεννημένος για τις τέχνες» Σλάβος ασφυκτιά και τελικά αλλοτριώνεται κάτω από τη «γερμανική πειθαρχία» που του επέβαλαν οι «μοντέρνοι» τσάροι του 18ου αιώνα και μια κυβέρνηση «ολλανδική», μεθοδική «που δίνει σημασία στην παραμικρή λεπτομέρεια» (Επιστολή 33η, 24/8.)[17] Ωθείται έτσι και καταφεύγει στην προσποίηση και την εξαπάτηση: «τα πάντα στη Ρωσία στηρίζονται στην απάτη».
Οι Ρώσοι κρύβουν πίσω από ένα προπέτασμα ευγένειας τον εγωισμό και την αδιαφορία τους για τους άλλους. Κυρίως απέναντι στους ξένους είναι, το αναφέραμε ήδη, ιδιαίτερα καχύποπτοι, αυτοί των κατώτερων τάξεων από άγνοια και προκατάληψη, εκείνοι των ανώτερων από φόβο και φθόνο. Υιοθετούν έτσι μια «ανακριτική» στάση απέναντί τους και είναι ταυτόχρονα επικριτικοί και σαρκαστικοί: «μας βδελύσσονται», ισχυρίζεται ο μαρκήσιος, «όπως κάθε μιμητής μισεί το πρότυπό του». Παιδί κατά βάθος, ο Ρώσος δεν είναι παρά Τάταρος που αντιλαμβάνεται πρωταρχικά τον εαυτό του ως στρατιώτη και παίρνει τη στρατιωτική πειθαρχία (πάνω στην οποία είναι χτισμένο το πολιτικό σύστημα της χώρας του) για πολιτισμό. Είναι επιφανειακός, δεισιδαίμων, φανφαρόνος, θαρραλέος, τεμπέλης και, ταυτόχρονα, μουλωχτός, όπως ο σκλάβος που παρηγοριέται για το ζυγό του αμφισβητώντας τον σιωπηλά. Αυτή η βασική αντίθεση ανάμεσα στην έμφυτη τάση για υποταγή και την ενστικτώδη, ασυνείδητη απειθαρχία δίνει μια πρωτοτυπία στη ρωσική πραγματικότητα. Τελικά μόνο η αγριάδα και η σκληρότητα μπορούν να δαμάσουν τον Ρώσο, αυτά αντιλαμβάνεται ως δύναμη, δεν μπορεί κανείς να τον πείσει, μόνο να τον υποτάξει. Από την εποχή της βασιλείας της απόλυτης αυθαιρεσίας και του τρόμου επί Ιβάν Δ΄, η υπακοή έγινε το βασικό, σχεδόν παθολογικό, χαρακτηριστικό του ρωσικού ψυχισμού, η σκλαβιά και η βία η μόνη συνθήκη της ζωής του, που τον εξουθενώνει ψυχικά και ηθικά και τον απανθρωπίζει. Γιατί ενώ άλλα έθνη επιβίωσαν κάτω από το βάρος της ξένης κατάκτησης και της πολιτικής καταπίεσης, «το ρωσικό έθνος μέθυσε με τη σκλαβιά του και αγάπησε το βάρος της ανελευθερίας του – ακόμα το αγαπά» (Επιστολή 25η, 8/8.)
Από την άλλη μεριά, οι διαφορές ανάμεσα στο λαό και την κυρίαρχη τάξη είναι τεράστιες και δεν υπάρχει τίποτα στο ενδιάμεσο για να γεφυρώσει το χάσμα. Μεσαία τάξη δεν υφίσταται, όσοι έμποροι υπάρχουν είναι σχεδόν αποκλειστικά ξένοι και η χώρα ουσιαστικά κυβερνάται από μια τάξη κατώτερων υπαλλήλων –ο Κιουστίν την αποκαλεί «πληγή της Ρωσίας»– που συχνά είναι γόνοι ξένων ή των ορθόδοξων παπάδων και καθοδηγούνται αποκλειστικά από την τυφλή φιλοδοξία τους να ανεβούν κοινωνικά. Περνούν κατευθείαν από τις δημόσιες σχολές στη διοίκηση και οι πιο αποδοτικοί εξελίσσονται σε μια κατώτερη αριστοκρατία, με το δικαίωμα να κατέχουν γη και δούλους. Αυτοί κυβερνούν, όχι ο αυτοκράτορας. Αυτοί καταπιέζουν τη χώρα ατιμώρητα.[18] Ο Κιουστίν περιγράφει πιο διεξοδικά και με περισσότερη ενάργεια την κοινωνική αυτή κατάσταση στο δεύτερο μισό της αφήγησής του, όταν αναχωρεί από τη Μόσχα για το Γιάροσλαβ και το Νίζνι-Νόβγκοροντ. Αφενός με την περιγραφή της ανυποχώρητης υπεράσπισης των προνομίων που αναλογούν στην κοινωνική του θέση από τον φιλόδοξο feldjäger του, τον κρατικό υπάλληλο/συνοδό που τον συνοδεύει παντού, αφετέρου με την αναφορά του στο ότι, παρά τους νομικούς περιορισμούς, κύριοι φορείς του εμπορίου είναι οι δουλοπάροικοι χωρικοί, οι «εκατομμυριούχοι σκλάβοι» όπως τους αποκαλεί, οι οποίοι διαχειρίζονται τεράστια ποσά με μόνη βάση την καλή πίστη, για να συντριβούν στο τέλος από το δεσποτισμό των αριστοκρατών κυρίων τους, αποκτά κανείς μια εικόνα για τις ιδιομορφίες και τις στρεβλώσεις της ρωσικής κοινωνίας. Ο Κιουστίν όμως δεν επεκτείνεται ούτε εμβαθύνει: «πρέπει να έρθει κανείς στη Ρωσία για να εκτιμήσει την αξία των θεσμών που εγγυώνται την ελευθερία των λαών χωρίς να εξαρτώνται από τον χαρακτήρα των ηγεμόνων που τους κυβερνούν», αρκείται μόνο να σχολιάσει.[19]
Ταξίδι στο χρόνο
Τελικά, το ταξίδι αυτό στην αχανή και άμορφη Ρωσία δεν είναι για τον Κιουστίν μόνο ταξίδι σ’ έναν τόπο «άλλον» αλλά αναγνωρίσιμο. Είναι ταξίδι και στο χρόνο, αφού επιστρέφει σ’ ένα παρελθόν πρωτογονισμού και βαρβαρότητας που, αν υπήρξε κάποτε κοινό, η σύγχρονή του Ευρώπη το είχε αφήσει προ πολλού πίσω της: «τι περίεργο ταξίδι», σχολιάζει, ενώ βρίσκεται στη Μόσχα, «που σε φέρνει σε 15 μέρες στην Ευρώπη όπως ήταν πριν από 400 χρόνια» (Επιστολή 27η, 11/8. ) Αυτή η «ιστορική οικειότητα» σταματά εκεί και ο μαρκήσιος δεν αναγνωρίζει άλλες ομοιότητες, μόνο αποκλίσεις. Η Ευρώπη προχώρησε μπροστά και θέτει τους όρους παρόντος και μέλλοντος, ενώ η Ρωσία όχι μόνο ξεκίνησε αργά αλλά φαίνεται σαν να έχει κολλήσει σ’ αυτό το παρελθόν, σαν να μην έχει τη δύναμη ούτε τις ικανότητες να προχωρήσει πιο πέρα. Είναι καταδικασμένη πάντα να υστερεί. Τίποτα δεν συμβαίνει, καμία αλλαγή, καμία εξέλιξη, καμία πρόοδος. Μετρημένα είναι σ’ αυτή την βάση τα θετικά σχόλια που «ξεφεύγουν» κατά καιρούς από το συγγραφέα και αφορούν τη σύγχρονη υλική πραγματικότητα στη χώρα, κάποια μεγάλα τεχνικά έργα αξιοσημείωτα κυρίως για το μέγεθός τους – τα κανάλια που συνδέουν μεταξύ τους τα μεγάλα ρωσικά ποτάμια εξασφαλίζοντας το εμπόριο, το λιμάνι της Πετρούπολης, τα έργα στη λίμνη Λαγκόνα στην ίδια περιοχή, η οργάνωση του μεγάλου παζαριού στο Νίζνι…[20] Η γενική εικόνα, όμως, πέρα από το άμεσο περιβάλλον της εξευρωπαϊσμένης ως προς τον υλικό εξοπλισμό και τις συνήθειες Αυλής και της περί αυτήν αριστοκρατίας, είναι αυτή μιας συνολικής καθυστέρησης και πρωτόγονων συνθηκών ζωής.
Όπως επισημάνθηκε, ο μαρκήσιος αγνόησε –από άγνοια, από πρόθεση, ή από απλή έλλειψη ενδιαφέροντος– τις αλλαγές και τις εξελίξεις, πολλές από αυτές σημαντικές και σε διάφορους τομείς, που είχαν αρχίσει να δρομολογούνται στη Ρωσία τη δεκαετία του 1830.[21] Γι’ αυτόν, οποιαδήποτε καινοτομία ή ανανέωση είχε εισαχθεί αυτούσια από το εξωτερικό ή ήταν μια αδέξια και αποτυχημένη μίμηση ξένων προτύπων. Γιατί αυτό είναι εντέλει κατά τον Κιουστίν το κύριο χαρακτηριστικό του ρωσικού πνεύματος, η ίδια η ουσία της ρωσικής «ψυχής»: δεν διαθέτει καμία δημιουργικότητα. Η εξυπνάδα του Ρώσου συνίσταται στο να βρίσκει τρόπους να χρησιμοποιεί τα ήδη διαθέσιμα, αλλά αναποτελεσματικά, εργαλεία, αντί να προσπαθεί να δημιουργήσει από την αρχή καλύτερα. Ελλείψει μιας συγκροτημένης και αποτελεσματικής εκπαίδευσης, είναι αποκλειστικά οι έμφυτες ικανότητες που χαράζουν το δρόμο του και τα ένστικτα που κατευθύνουν τη συμπεριφορά του. Μάλιστα, όσο κι αν, αρκετές φορές, ο μαρκήσιος εκφράζει το θαυμασμό του για την επιδεξιότητα του ρώσου χωρικού που με μόνο όπλο το τσεκούρι του καταφέρνει να βρίσκει πρακτικές λύσεις σε άμεσα προβλήματα κίνησης ή στέγασης, ακολουθεί και στο θέμα αυτό την καθιερωμένη ευρωπαϊκή αφήγηση που πηγαίνει πίσω στον Χερμπερστάιν και τον Ολεάριους και θέλει τον Ρώσο να εγκαταλείπεται παθητικά στην άγνοιά του, περιφρονώντας ό,τι δεν γνωρίζει και κοροϊδεύοντας, αντί να προσπαθήσει να καταλάβει.
Ο ρωσικός πολιτισμός
Στην ίδια λογική, και ο «επίσημος» σύγχρονός του ρωσικός πολιτισμός είναι επίσης εισαγόμενος ή δουλικά αντιγραμμένος από ευρωπαϊκά πρότυπα και, συνεπώς, κατώτερος ή αδιάφορος: ο Κιουστίν έχει μόνο μια επιφανειακή γνώση του κι ό,τι γνωρίζει δεν το εκτιμά. Η ζωγραφική που εκτίθεται στα μουσεία κρίνεται, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, αδιάφορη, η μουσική και η όπερα θεωρούνται κακέκτυπα μέτριων δυτικών παραστάσεων και ο Πούσκιν, η φήμη του οποίου ως μέγιστου ρώσου ποιητή έχει αρχίσει να εμπεδώνεται την εποχή αυτή, δεν του φαίνεται, όταν ρίχνει μια γρήγορη ματιά σε κάποιες μεταφράσεις ποιημάτων του, ύστερα από μια συζήτηση μ’ έναν γνωστό του Γάλλο, τίποτα περισσότερο από ένας ικανός μιμητής του Μπάυρον. Με μόνη εξαίρεση τη μουσική παράδοση της χώρας, τόσο τη λαϊκή μουσική και το τραγούδι, όσο και την υμνωδία στο αυτοκρατορικό παρεκκλήσι στην Πετρούπολη στη διάρκεια του γάμου της κόρης του Τσάρου όπου παρευρίσκεται αμέσως μετά την άφιξή του στη Ρωσία, που θεωρεί πως αξίζει από μόνη της το ταξίδι, ο μαρκήσιος ζωγραφίζει μια καθ’ όλα αρνητική εικόνα της σχέσης των Ρώσων με την τέχνη, κάθε μορφής και επιπέδου, και δεν κρίνει άξιες λόγου τις επιδόσεις τους. Διαθέτουν μεν την αίσθηση του γραφικού, επισημαίνει, στη διακόσμηση των σπιτιών ή σε κάποια στοιχεία της εμφάνισής τους, που κατά τα άλλα κρίνεται χοντροκομμένη, δεν έχουν όμως φτάσει ακόμα σ’ εκείνο το επίπεδο πολιτισμού όπου απολαμβάνει κανείς πραγματικά τις τέχνες.[22]
Έτσι οι Ρώσοι, καθώς όχι μόνο είναι γεννημένοι μιμητές αλλά είναι επίσης κατά βάθος ματαιόδοξοι και ενδιαφέρονται μόνο για την εξωτερική εμφάνιση και τη λάμψη που εντυπωσιάζει, αναπαράγουν απλώς μνημεία άλλων πολιτισμών, εν προκειμένω του ελληνικού ή του ρωμαϊκού, τα οποία όμως είναι ξένα και εντελώς ακατάλληλα για το τοπίο, τη μορφολογία και τις κλιματικές συνθήκες της χώρας τους. Ο Κιουστίν «κατεδαφίζει» συστηματικά και εκτενώς την εικόνα της, εντελώς παράταιρα, κλασικότροπης Πετρούπολης, της «πιο μονότονης απ’ όλες τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες». Επικρίνει τη σύλληψη, το σχεδιασμό, τις διαστάσεις, τις αναλογίες, την αισθητική, τόσο των κτιρίων όσο και των αχανών ελεύθερων χώρων της, που προσδίνουν σ’ αυτή την «πύλη της Ρωσίας στη Δύση» το χαρακτήρα του αρχηγείου ενός στρατού περισσότερο, παρά της πρωτεύουσας ενός έθνους. Ή, σε μιαν άλλη οπτική, την εικόνα μιας «ελληνικής πόλης, χτισμένης εξαρχής από τους Τατάρους σαν να ήταν σκηνικό για το θέατρο». Έτσι, οι κλασικές κολόνες, οι μετώπες και τα κιονόκρανα –κατά τα άλλα, απολύτως φυσικά στους λόφους της Αγγλίας, στις όχθες του Σηκουάνα ή στα επίπεδα τοπία του Μονάχου ή του Βερολίνου– κρίνονται εντελώς εκτός τόπου στις όχθες του Νέβα και στους χαμηλούς ορίζοντες της Πετρούπολης.
Kοντύτερα στη ρωσική παράδοση, η Μόσχα και η αρχιτεκτονική της προσεγγίζονται πιο θετικά – εδώ η μίμηση δεν παραμέρισε εντελώς το εθνικό πνεύμα. Το Κρεμλίνο ιδιαίτερα ασκεί αξιοσημείωτη έλξη στον ταξιδιώτη μας, που του αφιερώνει ιδιαίτερα ζωντανές περιγραφές: σ’ αυτό το «σατανικό» μνημείο, στο σπίτι που ο δεσποτισμός έχτισε για τον εαυτό του στην παλιά, την «πραγματική» ρωσική πρωτεύουσα, «βλέπει κανείς παρούσες την Ευρώπη και την Ασία, τις δύο συνιστώσες της ρωσικής ύπαρξης». Αυτή η πραγματική κληρονομιά της Ρωσίας όμως, η βυζαντινή αρχιτεκτονική των εκκλησιών της που μοιάζουν όλες μεταξύ τους, η κακότεχνη και χωρίς φυσικότητα ή ποικιλία ζωγραφική διακόσμησή τους, όλα αυτά διαθέτουν μόνο πλούτο και λάμψη, αλλά δεν έχουν καμία ομορφιά. Επιπλέον δεν εξελίσσονται, διαιωνίζουν πάντα τα ίδια πρότυπα και καταλήγουν έτσι να φαίνονται αδιάφορα και βαρετά. Δεν τα σώζει ούτε η «θεωρητική», όπως αποδεικνύεται, καθότι τελικώς ψευδής αρχαιότητά τους, αφού πολλές από τις εκκλησίες που ο ίδιος αρχικά σεβόταν γιατί τις θεωρούσε παλιές αποδεικνύονται στην πράξη πρόσφατα ανακαινισμένες, κατασκευασμένες σχεδόν από την αρχή, όπως ο καθεδρικός ναός του Γιάροσλαβ. Η ιστορική πραγματικότητα, καταλήγει ο Κιουστίν, δεν είναι σεβαστή στη Ρωσία, όχι μόνο σε ό,τι αφορά τα ιστορικά κτίσματα και τη συντήρησή τους, αλλά και ως προς την αλήθεια των ίδιων των ιστορικών γεγονότων.
«Έλληνες της ύστερης αυτοκρατορίας»
Όσο για το στοιχείο που ενώνει αυτές τις δύο «ψυχές» της Ρωσίας, την ευρωπαϊκή και την ασιατική, δεν είναι τίποτε άλλο από το «πνεύμα των Ελλήνων της Ύστερης Αυτοκρατορίας». Πρόκειται για μία φράση που επανέρχεται συχνά, με σχεδόν μηχανικό τρόπο, στην αφήγηση, καθώς ο συγγραφέας συνδέει, μάλλον αδόκιμα και επιφανειακά, την ανατολική, ορθόδοξη ρωσική δεσποτεία με το παραδοσιακό «μαύρο πρόβατο» του καθολικισμού και όχι μόνο - τους ανυπόληπτους δηλαδή και παρακμασμένους «Έλληνες» της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας: «Ό,τι και να λένε ή να κάνουν οι Ρώσοι», γράφει, «κάθε σοβαρός παρατηρητής δεν βλέπει σ’ αυτούς παρά Έλληνες της ύστερης αυτοκρατορίας εκπαιδευμένους στη μοντέρνα στρατηγική από τους Πρώσους του 18ου και τους Γάλλους του 19ου αιώνα» (Επιστολή 15η, 23/7). Βαρυνόμενοι με την ίδια ιστορική κατάρα, να αποκλειστούν δηλαδή, με δική τους ευθύνη καθότι σχισματικοί, από τον κοινό δρόμο που χάραξαν για την «πολιτισμένη» Ευρώπη ο καθολικισμός και το πνεύμα της ιπποσύνης, οι Ρώσοι –και συνεκδηλωτικά οι Έλληνες– ακολουθούν τώρα δουλικά τους Δυτικούς στην απελπισμένη (και τελικώς αποτυχημένη, αλλά και μάταιη, αφού δεν οδηγεί παρά σε δουλική μίμηση) προσπάθειά τους να εισέλθουν στη σύγχρονη εποχή και να προσεταιριστούν τα πολιτιστικά επιτεύγματα της σύγχρονης Ευρώπης.[23]
Όσο για τη δήλωση περί της εκπαίδευσης στη σύγχρονη στρατηγική, ενέχει, τριάντα χρόνια μετά την καταστροφική αποτυχία της ναπολεόντειας εκστρατείας στη Ρωσία, μια ιδιαίτερη ειρωνεία. Ο Κιουστίν, όμως, υπερθεματίζει μέσω αυτού του τραυματικού γεγονότος την κριτική που ασκεί στους Ρώσους και την προσέγγισή τους στις μεγάλες στιγμές της –στρατιωτικής κυρίως– ιστορίας τους, με τρόπο που θυμίζει τις σημερινές αναλύσεις για το ρόλο που παίζει ο «μεγάλος πατριωτικός πόλεμος» εναντίον των Γερμανών στη συγκρότηση και τον ψυχισμό των σύγχρονων Ρώσων και στην επίσημη ιδεολογία του κράτους τους. Η παθολογική τάση τους στην υποταγή, που βρίσκεται στη βάση της ύπαρξής τους και στη ρίζα του ψυχισμού τους, σχολιάζει ο Κιουστίν, φτάνει μέχρι του σημείου να απορρίπτουν ενστικτωδώς την ίδια τους την ανωτερότητα, καθώς ο ίδιος ο Τσάρος Αλέξανδρος και ο υπεύθυνος στρατηγός του αποποιήθηκαν εκ των υστέρων την ιδέα και την απόφαση για την πυρπόληση της Μόσχας που έκρινε την τύχη της ναπολεόντειας εκστρατείας και σφράγισε την αποτυχία της. Μάλιστα, σε μια έκρηξη πατριωτικής ευθιξίας και σεβασμού της ιστορικής πραγματικότητας, αποφασίζει να μην παραστεί τελικά στη μεγαλοπρεπή αναπαράσταση της μάχης του Μποροντίνο στην οποία είχε προσκληθεί προσωπικά από τον Τσάρο, διαμαρτυρόμενος ότι η σύλληψη και η εκτέλεσή της είχαν χαρακτήρα προπαγανδιστικό και δεν σεβόταν την αλήθεια των γεγονότων.
Το κύριο θέμα: η πολιτική
Αλλά ο κύριος σκοπός του ταξιδιού του, το είπαμε ήδη, και ο διακηρυγμένος στόχος του έργου του μαρκησίου ήταν η αποτίμηση της ρωσικής απολυταρχίας ως ενδεδειγμένου πολιτικού συστήματος. Αλλ’ ο Κιουστίν δεν είναι συστηματικός πολιτικός στοχαστής και δεν πείθει ούτε για το βάθος και τη σταθερότητα των προσωπικών πολιτικών του πεποιθήσεων. Συνομιλώντας με τον Τσάρο Νικόλαο, αμέσως μετά την άφιξή του στην Πετρούπολη, ο τόνος και οι απόψεις του είναι αυτές του τέλειου αυλικού. Καταφάσκει γεμάτος θαυμασμό στην περιγραφή της θαρραλέας επιβολής της εξουσίας του απόλυτου μονάρχη στους εξεγερμένους Δεκεμβριστές, ενώ συναινεί πρόθυμα στην καταδίκη της εξουσίας «των δικηγόρων» και των εφημερίδων στη φιλελεύθερη δυτική Ευρώπη. Υποτίθεται πως η «αυτοψία» της ρωσικής πραγματικότητας τον οδηγεί σταδιακά να αλλάξει στάση, η μόνη όμως ξεκάθαρη πολιτική θέση που θα διατυπώσει σε όλο το βιβλίο είναι η προτίμησή του για μια πολιτικά ενεργό αριστοκρατία –το μοναδικό ανάχωμα για τη δυτική πολιτική σκέψη της νεωτερικότητας απέναντι στην απολυταρχία, η απουσία της οποίας στη Ρωσία οξύνει το άγος και το αδιέξοδο της δεσποτείας–, η οποία όμως δεν θα βασίζεται πλέον στην αυθαιρεσία των κληρονομικών προνομίων.
«Δανείζεται», λοιπόν, από τον Χερμπερστάιν –που γνωρίζει μέσω του Καραμζίν– την περιγραφή της δομής και του χαρακτήρα του ρωσικού πολιτικού συστήματος, την απόλυτη προτεραιότητα του κράτους, για παράδειγμα, το οποίο ενσαρκώνεται στο πρόσωπο του σχεδόν θεϊκού ηγέτη, κύριου και ιδιοκτήτη των πάντων, και τον απόλυτα δουλικό τρόπο συμπεριφοράς όλων απέναντί του. Τα συστατικά αυτά παραπέμπουν, μαζί με τα ρωσικά στρατιωτικά ήθη, περισσότερο στη μογγολοκινεζική παρά στην ευρωπαϊκή παράδοση. Από τον Χερμπερστάιν δανείζεται επίσης την ερμηνεία της υποταγμένης ρωσικής Εκκλησίας στους σκοπούς του κράτους. Με δυο λόγια, δηλαδή, ο Κιουστίν υιοθετεί όλες τις «τυπικές» ιδιότητες που η ευρωπαϊκή πολιτική σκέψη απέδιδε παραδοσιακά στην «ανατολική δεσποτεία».[24] Και θέτει με τη σειρά του, αντιγράφοντας το σχετικό απόσπασμα από τον Καραμζίν, το ερώτημα που είχε θέσει τρεις αιώνες νωρίτερα ο βαρώνος, και που θα ετίθετο ξανά πολλές φορές στο μέλλον, αν δηλαδή ήταν ο χαρακτήρας των Ρώσων που δημιούργησε τέτοιους απολυταρχικούς ηγεμόνες ή αν οι απολυταρχικοί ηγεμόνες και το αυταρχικό πολιτικό σύστημα διαμόρφωσαν το χαρακτήρα του έθνους. Η απάντηση που δίνει είναι ότι πρέπει να ισχύουν και τα δύο, εφόσον πουθενά αλλού δεν θα ήταν δυνατό ένα τέτοιο σύστημα όπου ολόκληρη η κοινωνία «είναι μεθυσμένη από δουλεία» και «ο μόνος ελεύθερος άνθρωπος [...] είναι ο εξεγερμένος στρατιώτης». Αυθαίρετα και βίαια αναδιαρθρωμένη πάνω σε στρατιωτικά πρότυπα και ιεραρχική δομή βάσει του συστήματος του tchinn που εισήγαγε ο Μέγας Πέτρος, η ρωσική κοινωνία καταλήφθηκε, κατά τον Κιουστίν, ολοκληρωτικά, από έναν τόσο έντονο πυρετό φιλοδοξίας και φθόνου, που ο ρωσικός λαός «έχασε κάθε ικανότητα για οτιδήποτε άλλο εκτός από την κατάκτηση ολόκληρης της υφηλίου». Σ’ αυτό το άκρως διεστραμμένο σχήμα που αναπαράγεται αέναα παγιδεύονται όλοι, από τον τελευταίο δουλοπάροικο μέχρι τον ίδιο τον Τσάρο, ο οποίος δεν έχει τελικά παρά δύο επιλογές: «είτε να αποδείξει ότι είναι άνθρωπος αφήνοντας να τον συντρίψουν, είτε να ωθήσει τους οπαδούς του να κατακτήσουν τον κόσμο για να φανεί σαν θεός».
Αν η «τυραννία» που θα αποτελέσει διαχρονικά τη βασική διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη Ρωσία και την «ελεύθερη» Δύση, παραμένει η σταθερά του πολιτικού της συστήματος σε όλες τις φάσεις της ιστορίας της, η βία, ο τρόμος και η διαρκής αστυνόμευση είναι οι αιώνιοι τρόποι της. «Αυτή η αυτοκρατορία είναι μια φυλακή», αποφαίνεται ο μαρκήσιος, «και ο αυτοκράτορας έχει το κλειδί της». Κι αν ο Τσάρος Νικόλαος, στον οποίον αναφέρεται εδώ, και τον οποίον εξαιρεί μέχρι τέλους από την ισοπεδωτική κριτική που ασκεί στο κράτος του, αποδεικνύεται ένας ηγέτης με χαρακτήρα και θέληση («χρειάζονται για να είναι κανείς ο δεσμοφύλακας του ενός τρίτου της ανθρωπότητας») και ο πρώτος αυθεντικά ρώσος αυτοκράτορας από την εποχή του Ιβάν του Τρομερού, κι αυτός ωστόσο τελικά αποδεικνύεται πως δεν διαθέτει την ψυχική γενναιοφροσύνη ενός πραγματικού ηγεμόνα και παραμένει ένας δεσπότης. Αυτό που θεωρήθηκε μεγάλο επίτευγμα από τον Κιουστίν ήταν ότι κατάφερε να αντιληφθεί –ή να «μαντέψει», όπως το διατυπώνει ο ίδιος– ότι ο αληθινός χαρακτήρας της ρωσικής απολυταρχίας αλλά και της κοινωνίας που έχει διαμορφωθεί από αυτή μέσα στο χρόνο συνίσταται στο ότι η βία και η καταπίεση δεν ασκείται μόνο από την ανώτατη εξουσία πάνω στο σύνολο του κοινωνικού σώματος, αλλά διαπερνά όλα τα κοινωνικά στρώματα, γίνεται ανεκτή και ταυτόχρονα ασκείται από πάνω προς τα κάτω, ιεραρχικά, από τον ανώτερο προς τον αμέσως κατώτερό του, από τον πιο ισχυρό προς τον πιο αδύναμο.
Διέξοδος ή καταφύγιο από αυτή την απόλυτη διαφθορά –κοινωνική, ψυχική, πνευματική–, που είναι συνέπεια της πολιτικής αλλά τελικά και μιας υπαρξιακής σκλαβιάς, δεν διαφαίνεται. Μόνο μία φοβερή έκρηξη θα δώσει διέξοδο στη συσσωρευμένη ένταση αιώνων καταπίεσης, ένα όργιο βίας και καταστροφής, που όμως, και με δεδομένο τον στρατιωτικό χαρακτήρα και την οργάνωση της ρωσικής κοινωνίας, θα είναι πραγματικά τρομερή, αφού θα εξοντώνει και θα καταστρέφει, αλλά μεθοδικά, σαν μια στρατιωτική επιχείρηση, ενός λαού που δεν ονειρεύεται παρά την εκδίκηση και την κατάκτηση. Οι κατοπινοί ψυχροπολεμικοί θαυμαστές του Κιουστίν, που απέδωσαν «προφητικό» χαρακτήρα στα κηρύγματα αυτά μελλοντικών καταστροφικών εκρήξεων, συσκότισαν το προφανές, ότι δηλαδή εδώ ο μαρκήσιος –όπως και πολλοί άλλοι της γενιάς και της τάξης του– προβάλλει στο μέλλον της Ρωσίας το πρόσφατο και αιματοβαμμένο παρελθόν της δικής του χώρας, της Γαλλίας. Επιστρέφει στο τραύμα της Επανάστασης, που είναι και το προσωπικό του τραύμα: ο παππούς και ο πατέρας του εκτελέσθηκαν στην γκιλοτίνα και η μητέρα του φυλακίστηκε, ενώ στον νέο κόσμο που προέκυψε δεν υπάρχει θέση για ανθρώπους σαν αυτόν. Από εδώ αντλεί το πλαίσιο και τους όρους για να περιγράψει τη μελλοντική βίαιη ανατροπή και τη διάλυση μιας συνθλιμμένης κάτω από το συντριπτικό βάρος της δεσποτείας κοινωνίας και τον τρόμο και τη φρίκη που τα συνοδεύουν. Ο ίδιος έχει συνείδηση του πράγματος: ενώ όμως στη Δύση παρόμοιες αναστατώσεις είναι παροδικές, αποφαίνεται, στη Ρωσία επανέρχονται και διαρκούν: «η τυραννία του δεσποτισμού είναι μια μόνιμη επανάσταση».[25]
Αλλά το ακριβές ιδεολογικό του στίγμα, που τον εντάσσει στο στρατόπεδο του συντηρητικού καθολικισμού της μετεπαναστατικής περιόδου, αυτού του Ντε Μεστρ ή του Σατωβριάνδου, το δίνει η θέση του συγγραφέα πως ο αποφασιστικός ιστορικός παράγων που θα οδηγήσει τελικά το μονολιθικό και ολοκληρωτικό σύστημα της δεσποτείας στην εκ των έσω έκρηξη και την αυτοκαταστροφή του είναι ότι έλειπαν στη Ρωσία εκείνες οι διέξοδοι και τα εναλλακτικά σημεία αναφοράς που μια ελεύθερη και δυναμική Εκκλησία –κι αυτή είναι μόνο η Καθολική– προσέφερε στη Δυτική Ευρώπη. Δηλώνει ότι μόνο μία θρησκεία ανεξάρτητη και κατακτητική, όπως η Καθολική, θα είχε μπορέσει να αντισταθμίσει την άλλη μεγάλη ιστορική έλλειψη της Ρωσίας, αυτής του πνεύματος της Ιπποσύνης. Στη Ρωσία όμως η Εκκλησία δεν είχε –από την αρχή, και κυρίως μετά την πλήρη καθυπόταξή της από τον Πέτρο, στις αρχές του 18ου αιώνα– άλλο ρόλο από αυτόν του συνεργού και του υπηρέτη των πολιτικών του κράτους. Η θρησκεία δεν διδάσκεται δημόσια στη Ρωσία, επαναλαμβάνει μια γνωστή θέση ο Κιουστίν, με αποτέλεσμα οι αιρέσεις και οι σέκτες να πολλαπλασιάζονται ανεξέλεγκτα, υπονομεύοντας το κοινωνικό σώμα. Και τελικά το διασπούν, καθώς αντιμετωπίζονται με τα ίδια μέσα καταστολής, όπως κάθε ένδειξη ανυπακοής απέναντι στην εξουσία: συνήθως με μαζική εκτόπιση στη Σιβηρία, χωρίς να έχουν αντιμετωπιστεί οι αιτίες του προβλήματος. Το αποτέλεσμα είναι ότι η πίστη χάνει τον θρησκευτικό χαρακτήρα της και γίνεται πολιτική. Είναι αυτή η «πολιτική δεισιδαιμονία» που, παίρνοντας τη θέση του θρησκευτικού αισθήματος, συνιστά πλέον την ψυχή της ρωσικής κοινωνίας: «ο Θεός δεν επιτρέπεται να ξεχνάει τι οφείλει στην αυτοκρατορία», κορυφώνει την επιχειρηματολογία του ο συγγραφέας.
Ενώ όμως διαβλέπει με καθαρότητα τις κοινωνικές και πολιτισμικές προεκτάσεις της «κρατικοποίησης» της θρησκείας και την πολιτική διάσταση της υποταγής της Εκκλησίας στους σκοπούς του ολοκληρωτικού κράτους, ο Κιουστίν δεν κάνει βήμα πέρα από την παραδοσιακή Καθολική θέση που απορρίπτει ολοκληρωτικά και με συνοπτικές διαδικασίες συνολικά την Ορθοδοξία. Επιδεικνύει ως προς αυτό την ίδια τυφλότητα και αδιαφορία τόσο απέναντι στην ιδιαίτερη πνευματικότητα και την ξεχωριστή παράδοσή της, που θα του επέτρεπε ενδεχομένως να κατανοήσει καλύτερα τη ρωσική ψυχοσύνθεση και την πολιτισμική διαμόρφωση της χώρας που επισκέπτεται, όσο και τα απτά δείγματα της λατρευτικής της δραστηριότητας ή της τέχνης της με τα οποία έρχεται σε επαφή στο ταξίδι του. Το μόνο που τραβά την προσοχή του και το αναφέρει σε κάθε ευκαιρία ως αξιοπερίεργο είναι οι πολλές και, στα μάτια του, υπερβολικές εξωτερικές εκδηλώσεις ευσέβειας –σταυροκοπήματα, γονυκλισίες και τα σχετικά– απ’ όλα τα μέλη της ρωσικής κοινωνίας, ανεξαρτήτως κοινωνικής θέσης: ως οι μόνες ορατές εκδηλώσεις θρησκευτικού αισθήματος, τους αποδίδεται ο χαρακτήρας της συλλογικής τελετουργίας και μόνο, χωρίς ουσία. Οι εκφράσεις του θρησκευτικού συναισθήματος από τους Ρώσους για τον Κιουστίν θεωρούνται πρωτόγονες εκδηλώσεις μιας πίστης που, ουσιαστικά, είναι δεισιδαιμονία.
Μια χώρα πάντα ίδια
«Είναι οι Ρώσοι ακόμα πρωτόγονοι;», αναρωτιέται ένας ρώσος δημοσιογράφος που εγκατέλειψε, όπως και χιλιάδες άλλοι συμπατριώτες του, τη χώρα του επειδή ήταν αντίθετος με τον «πόλεμο του Πούτιν» σ’ ένα πρόσφατο άρθρο του.[26] Έχουν παραμείνει οι ίδιοι φθονεροί βάρβαροι που λατρεύουν τον ηγέτη, υποτάσσονται μέχρι ψυχώσεως στην τυραννία και προσπαθούν να αναπληρώσουν την ταπείνωσή τους με τη βία και την επιβουλή της ελευθερίας των άλλων; Ανέκαμψε, στην επιθετική και ανελεύθερη πουτινική Ρωσία, ο Homo sovieticus, συνεχιστής κι ο ίδιος της νοοτροπίας και του ψυχισμού των δουλοπαροίκων της τσαρικής εποχής, σ’ αυτή την αναλλοίωτη διάρκεια που φαίνεται να είναι για τους Δυτικούς η ρωσική ιστορία; Την ώρα που ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται, και το παλιό ρήγμα ανάμεσα στη Ρωσία και τη Δύση, που αντιδρά σ’ αυτό που θεώρησε επίθεση εναντίον της απωθώντας και ακυρώνοντας οτιδήποτε ρωσικό, ξανάνοιξε, τα παλιά αυτά ερωτήματα επανέρχονται και επιβεβαιώνουν, με τον τρόπο που τίθενται, μια συνέχεια, όχι μόνο στον ανταγωνισμό ανάμεσα στους δύο, αλλά και στον τρόπο με τον οποίον η Δύση –αλλά και οι «δυτικόφιλοι» Ρώσοι που τα έχουν εσωτερικεύσει, διαχωρίζοντας τη θέση τους από την «πατριωτική» σιωπηλή πλειοψηφία– αντιλαμβάνεται και αντιμετωπίζει διαχρονικά τη Ρωσία. Ήδη από την αρχή, η Ευρώπη επιχείρησε –και απέτυχε– να εντάξει τον «ρωσικό χώρο», οικειοθελώς ή με την κατάκτηση, στο δικό της σύστημα εξουσίας: έκτοτε θεώρησε και θεωρεί τη «ρωσική απολυταρχία» ως ανταγωνιστή για ισχύ και κυριαρχία και τον «Ρώσο» εχθρό (και ταυτόχρονα, το κύριο θύμα του ίδιου του του κράτους).
Το ερώτημα είναι: τι έμαθε όλον αυτόν τον καιρό και τι κατάλαβε η Δύση, τι ξέρουμε πραγματικά για τη Ρωσία και τους Ρώσους σήμερα, πέρα από έτοιμα σχήματα και στερεότυπα που επαναλαμβάνονται; Ένα πολιτικό σύστημα και μια ιδεολογία που χαρακτηρίζεται διαχρονικά από μεσσιανισμό και μυστικοπάθεια, ξενοφοβία και απόρριψη ξένων αξιών και απόψεων, μια τάση προς την εξαπάτηση στις σχέσεις με τους άλλους που δίνει προτεραιότητα στη σύγκρουση, καθώς, αδυνατώντας να συλλάβει μια μακροπρόθεσμα ειρηνική και ισότιμη σχέση με τα άλλα κράτη, θεωρεί την ειρήνη προσωρινή και αφύσικη και τον πόλεμο τη φυσική κατάσταση των πραγμάτων. Έτσι συνοψίζει ο Τζ. Κένναν τις βασικές παραμέτρους αυτής που αντιλαμβάνεται ως διαχρονική ρωσική πολιτική και των στόχων της.[27] Και ο Κιουστίν έγραφε για τους Ρώσους:
Χωρίς Μεσαίωνα, χωρίς αρχαίες μνήμες, χωρίς Καθολικισμό, χωρίς Ιπποσύνη πίσω τους, χωρίς σεβασμό για το λόγο που έχουν δώσει, Έλληνες της Ύστερης Αυτοκρατορίας, τυπικά ευγενείς σαν Κινέζοι, χοντράνθρωποι [...] σαν τους Καλμούκους, βρώμικοι όπως οι Λάπωνες, ωραίοι σαν άγγελοι, αμόρφωτοι σαν τους πρωτόγονους [...], μαλακοί και σοβαροί στους τρόπους τους σαν τους Ανατολίτες, ανελέητοι στα αισθήματά τους όπως οι βάρβαροι, σαρκαστικοί και όλο περιφρόνηση από απελπισία, τα κοροϊδεύουν όλα γιατί έτσι είναι το φυσικό τους και γιατί αισθάνονται κατώτεροι. (από την τελική Περίληψη του ταξιδιού του, Επιστολή 36η, 22/10/1839)
Στον τωρινό πόλεμο στην Ουκρανία οι Ρώσοι είναι, ό,τι και να λένε, οι «κακοί». Ο πόλεμος όμως μακροπρόθεσμα ανατρέπει ισορροπίες, καταλύει βεβαιότητες και διαμορφώνει άλλες, ακυρώνει θέσεις και ιδεολογήματα. Τα στερεότυπα πια δεν αρκούν, από καμία πλευρά. Όταν η Ιστορία επιταχύνει τους ρυθμούς της εθελοτυφλεί όποιος πιστεύει ότι ο χρόνος και οι αλλαγές που φέρνει «συμβαίνουν» μόνο από τη δική του πλευρά και με τους δικούς του όρους, ενώ από την άλλη όλα εξαλείφονται και ισοπεδώνονται, ή παραμένουν ίδια και αναλλοίωτα, «αιώνια».
Wikipedia
Ο Τσάρος Νικόλαος Α΄, έφιππος, στην πλατεία Γερουσίας στην Αγία Πετρούπολη. Έργο του ζωγράφου Βασίλι Ραζρούκα, 1825.
[1] Astolphe de Custine, La Russie en 1839, Paris, Amyot, 1843. Το απόσπασμα προέρχεται από την ανακεφαλαίωση του ταξιδιού του συγγραφέα, στο τέλος του τέταρτου τόμου (Επιστολή 36η, 22/10/1839). Το βιβλίο γνώρισε 19 επανεκδόσεις ώς το 1855, εκ των οποίων 12 στα γαλλικά. Η πιο πρόσφατη γαλλική κριτική έκδοση, με πλούσιο πραγματολογικό υλικό, έγινε από τη Vera Milchina (με τη συνεργασία του Alex. Ospovate,) Paris, Classiques Garnier, 2015. Οι ίδιοι επιμελήθηκαν το 1996 και την πρώτη ολοκληρωμένη έκδοση του βιβλίου στα ρωσικά. Για τους Δυτικούς, «προφήτης» του κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού και για τους Σοβιετικούς «προαπείκασμα» του μελλοντικού αντικομμουνιστή, ο «χαρακτήρας» του Κιουστίν θα πρωταγωνιστήσει το 2002 στην ταινία Ρωσική Κιβωτός του Αντρέι Σοκούρωφ.
[2] Πρώτα ο θεωρητικός της καθολικής Δεξιάς και υποστηρικτής του καθεστώτος του Βισύ –αν και στη συνέχεια ανένηψε και αποκαταστάθηκε– Μασσίς, συγγραφέας σειράς έργων με θέμα τη σωτηρία της Δύσης, εξέδωσε, το 1946, μια συντομευμένη έκδοση του βιβλίου του Κιουστίν. Η έκδοση αυτή είναι εκείνη που μεταφράστηκε στα αγγλικά από την Φύλλις Πεν Κόλερ, λανσάροντας την αντικομμουνιστική καριέρα του βιβλίου. Για το θέμα, M.A.Platon, “Astolphe de Custine’s Letters from Russia and the Defence of the West: Patterns of Prejudice from Henri Massis to Walter Bedell-Smith”, Russian History 43(2), 2016, σ. 142-180. Ενδεικτικά, ο υπότιτλος της μόνης ελληνικής μετάφρασης του βιβλίου που εντόπισα σε ηλεκτρονικό παλαιοβιβλιοπωλείο το περιγράφει ως «Ένα αποκαλυπτικό κείμενο του 1839 που αναλύει τις ρίζες του ενιαίου τσαροκομμουνιστικού ιμπεριαλισμού των τελευταίων 500 ετών» (Astolphe marquis de Custine, Γράμματα από τη Ρωσσία, πρόλογος και σύνθεση χάρτου: Δήμος Πολίτης, εκδόσεις Δημοφών).
[3] Ο Κένναν, ο οποίος αφιέρωσε μια σειρά σεμιναρίων και ένα βιβλίο στο έργο του Κιουστίν (G.F.Kennan, The Marquis de Custine and his Russia in 1839, Princeton University Press, 1971), συμμερίζεται τα αρνητικά σχόλια της κριτικής για το βιβλίο του Κιουστίν, το θεωρεί όμως, αν όχι ένα πολύ καλό βιβλίο για τη Ρωσία του 1839, «ένα εξαιρετικό βιβλίο, ίσως το καλύτερο απ’ όλα, για τη Ρωσία του Στάλιν, κι ένα όχι κακό βιβλίο για τη Ρωσία του Μπρέζνιεφ και του Κοσύγκιν».
[4] General Walter Bedell-Smith στο Journey for Our Time: The Russian Journals of the Marquis de Custine (An intriguing look at the continuities in Russian politics and Society), Chicago, H. Regnery Co., 1951 (Regnery Gateway, 1987).
[5] Μια ματιά στα σχόλια των αναγνωστών του σε βιβλιοφιλικά σάιτ στο Ίντερνετ μπορεί να δώσει μια ιδέα για την πρόσληψή του από το σύγχρονο αναγνωστικό κοινό. Ενώ οι περισσότεροι Ευρωπαίοι που ταξίδεψαν στη Ρωσία και κατέγραψαν τις εμπειρίες τους ακολούθησαν παρόμοια με του Κουστίν «λογοτεχνική» προσέγγιση, υπήρξαν και κάποιοι που επιχείρησαν να γνωρίσουν πραγματικά και να περιγράψουν με επιστημονικούς όρους τη χώρα και την κοινωνία της, όπως ο μηχανικός Φ. Λε Πλε, που ταξίδεψε τρεις φορές και περιέγραψε τη «Νέα Ρωσία» –σημερινή Ουκρανία– και την κοινωνία της (A. Savoye, Frédéric Le Play à la découverte de la société russe. L´expédition en Russie méridionale (1837), Genèses, 31, 1998, σ. 119-137).
[6] Για τη ζωή και το έργο του Κιουστίν, A. Muhlstein, Astolphe de Custine (1790-1857), Le Dernier Marquis, Grasset, 1996.
[7] Καταγγέλλοντας στην ίδια απόπειρα τον αυθαίρετο χαρακτήρα της δεσποτείας και την άτεγκτη στάση του Τσάρου Νικολάου –ο οποίος, παρεμπιπτόντως, είχε αρνηθεί και στον ίδιο μια παρόμοια χάρη, πράγμα που από κάποιους θεωρήθηκε ο βαθύτερος λόγος για την αρνητική απεικόνιση της Ρωσίας στο βιβλίο του–, ο Κιουστίν αφηγείται τη συγκινητική ιστορία της πριγκίπισσας Τουρμπετσκόι, που έχοντας ακολουθήσει στην εξορία τον Δεκεμβριστή σύζυγό της, μάταια ζητά την επιείκεια του Τσάρου για τα παιδιά της.
[8] Άλλη μια εντυπωσιακή διαχρονία στην αφήγηση του Κιουστίν: από την ίδια οικογένεια Γερμανών της Βαλτικής με τον «πειρατή» βαρώνο της ιστορίας κατάγεται και ο Ungern von Sternberg, ο «Τρελός Βαρώνος» που πολέμησε εναντίον των μπολσεβίκων στον εμφύλιο πόλεμο και έγινε διαβόητος για τη φοβερή σκληρότητα με την οποία επέβαλε την εξουσία του στο «κράτος» που ίδρυσε στη Μογγολία, πριν συλληφθεί και εκτελεστεί.
[9] Για την αρνητική πρόσληψη της Ρωσίας στη Γαλλία τον 19ο αιώνα και το φόβο που προκαλούσε, όπως αντικατοπτρίζεται στη σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή, Ch. Krauss, La Russie et les Russes dans la fiction francaise du XIXeme siècle (1812-1917): d’une image de l’autre à un univers imaginaire, New York, Rodopi, 2007.
[10] Τους στόχους αυτούς περιγράφει στον πρόλογο του βιβλίου του.
[11] V. Milcina, “La Russie en 1839” du Marquis de Custine et se sources contemporaines, Cahiers du Monde russe, 41 (2000), σ. 151-163 – και στην κριτική έκδοση του έργου.
[12]Adam Olearius, Beschreibung der muscowitischen und persischen Reise, Schleswig, 1647, με πολλές επαυξημένες μεταγενέστερες εκδόσεις και ενδιαφέρουσα εικονογράφηση. Μεταφρασμένο στα γαλλικά το 1656, το βιβλίο παρέμεινε για καιρό η βασική πηγή πληροφόρησης για τη Ρωσία. Sigismund, baron von Herberstein, Rerum Moscovitarum Comentarii, Vienna, 1549, μεταφρασμένο στα γερμανικά από τον ίδιο στα 1567.
[13] Για τον Τουργκένιεφ, G. Struve, “Alexander Turgenev, Ambassador of Russian Culture in Partibus Infidelium”, Slavic Review, 1970, σ. 444-459. Στην 1η «Φιλοσοφική Επιστολή» του, το 1836, ο Π.Τσααντάεφ περιγράφει το ρωσικό έθνος ως νόθο παιδί, χωρίς δεσμούς και χωρίς κληρονομιά, που αντιγράφει τυφλά, επιφανειακά και, συχνά, αδέξια, άλλους. Η τσαρική εξουσία τον έθεσε σε κατ’ οίκον περιορισμό ως παράφρονα. Αργότερα, ως γνωστόν, ανένηψε (Br. Pudelko, The Roots of Chaadaev’s Philosophical Thought, Analecta Cracoviensia.)
[14] Συχνά-πυκνά ανεμίζει ο Κιουστίν μπροστά στους αναγνώστες του το φόβητρο της Σιβηρίας, με το οποίο απειλείται, υποτίθεται, αν ανακαλύψει κανείς τα «γράμματά» του. «Επιστρέφω από τις παρυφές της Σιβηρίας…», γράφει τον Νοέμβριο του 1839 στον Μπαλζάκ (R. Pierrot, Balzac et Astolphe de Custine, L’Annee Balzacienne, 2008, σ. 105-138).
[15] Το θέμα αναπτύσσει ο Πλατόν, στο ίδιο, σ. 160. Πιο αναλυτικά στο A. Resis, Russophobia and the “Testament” of Peter the Great, 1812-1980, Slavic Review, 44 (1985), σ. 681-693 (JSTOR,) όπου εκτίθεται και η μακροημέρευση του παραχαραγμένου αυτού κειμένου στον σύγχρονο δυτικό πολιτικό λόγο.
[16] Αυτό είναι το συμπέρασμα της κριτικής για τα έργα τα σχετικά με τη Ρωσία που δημοσιεύθηκαν στη Γαλλία μεταξύ 1830 και 1843. Ιδιαιτέρως για το βιβλίο του Κιουστίν, M. Cadot, La Russie dans la vie intellectuelle francaise, 1839-1856, Paris, Fayard, 1967, σ. 173-278.
[17] Κύριος υπεύθυνος αυτού του μοιραίου για τη χώρα και το λαό της ιστορικού λάθους, όπως και για την πλήρη καθυπόταξη της Εκκλησίας στο κράτος, είναι για τον Κιουστίν, όπως και αργότερα για τους σλαβόφιλους, ο Μέγας Πέτρος. Αυτός ο «πίθηκος των Ολλανδών» και χυδαίος μιμητής του πολιτισμού, «που τον αντιγράφει με την ακρίβεια ενός άγριου», δρομολόγησε τη βίαιη μεταμόρφωση της χώρας και του λαού της σε κάτι ξένο και ασύμβατο με τις ιδιαίτερες κλίσεις και την παράδοσή τους. Ο Πέτρος και η άλλη «Μεγάλη», η Αικατερίνη, για την οποία ο Κιουστίν μιλά με συγκατάβαση όχι απαλλαγμένη από μισογυνισμό, ελέγχονται για τον τρόπο με τον οποίο θεμελίωσαν τη ρωσική ισχύ και τις αυτοκρατορικές αξιώσεις της.
[18] Κατά ενδιαφέροντα τρόπο, ο Κιουστίν παρουσιάζει την εξέλιξη αυτή ως «μόνιμη συνωμοσία» που συνέλαβε και οργάνωσε ο Ναπολέων, εισάγοντας, μέσω Γάλλων που εγκαταστάθηκαν στη Ρωσία, επαναστατικές ιδέες στον κρατικό της μηχανισμό, ώστε να την υπονομεύσει από τα μέσα, κάνοντάς την εύκολη λεία για το στρατό του: «κυριαρχία των υποτακτικών», ονομάζει ο Κιουστίν «το μοναδικό αυτό κοινωνικό φαινόμενο», μια «ρεπουμπλικανική τυραννία κάτω από την τυραννία της απολυταρχίας» (Επιστολή 34η, 22/8).
[19] Οι άνθρωποι του λαού σπανίως καταφεύγουν στα δικαστήρια, ισχυρίζεται ο συγγραφέας, αλλά η συσσωρευμένη καταπίεση οδηγεί σε απότομες κοινωνικές εκρήξεις. Ξεχνώντας τις ιερεμιάδες για την παθολογική τάση και το μοναδικό ταλέντο των Ρώσων στην κλοπή και στην εξαπάτηση, ο Κιουστίν δηλώνει εδώ ότι δεν έχει αναφερθεί καμία περίπτωση εξαπάτησης εμπόρου από χωρικό.
[20] Ο Κιουστίν περιγράφει πολύ θετικά την οργάνωση και την αποτελεσματική υποδομή του τεράστιου παζαριού, από τα οποία θα είχαν να διδαχτούν πολλές δυτικές πρωτεύουσες, τα απορρίπτει όμως καθώς «υπονομεύουν» τη γραφικότητά του.
[21] Για τις σημαντικές εξελίξεις στη Ρωσία την εποχή του ταξιδιού του Κιουστίν, P.W. Werth, 1837. Russia’s quiet revolution, Oxford University Press, 2021.
[22] Το ίδιο το κλίμα της χώρας αποτελεί εμπόδιο στην καλλιτεχνική ανάπτυξη. Ο Κιουστίν, που σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού του στις ανυπόφορες πολλές φορές συνθήκες του ρωσικού καλοκαιριού δεν παύει να φαντασιώνεται τους μακρείς βόρειους χειμώνες, θεωρεί το αδυσώπητο κρύο και γενικά το εχθρικό κλίμα πρωταρχικό παράγοντα που βαραίνει πάνω στη ρωσική ύπαρξη και τελικά ευνόησε την επικράτηση της απολυταρχίας.
[23] Η συμπαραδήλωση Ρώσων και Ελλήνων προεκτείνεται και στα κοινά αρνητικά τους στοιχεία, την πονηριά και το ταλέντο στην εξαπάτηση: έτσι, ενώ στις καθολικές χώρες ο λόγος είναι εγγύηση, «στους Έλληνες και τους μαθητές τους, τους Ρώσους, ο λόγος ενός ανθρώπου δεν είναι παρά το αντικλείδι για τον κλέφτη...».
[24] Για την ιδέα περί ρωσικού δεσποτισμού, από τον Χερμπερστάιν και όσους τον ακολούθησαν στη συνέχεια, βλ. M. Poe, “A people born to slavery”: Russia in Early Modern European Ethnography 1476-1748, Cornell University Press, 2000, σ.3. Επίσης, Ir. Grudzinska Gross, “The Tangled Tradition: Custine, Herberstein, Karamzin, and the Critique of Russia”, Slavic Review, 50 (1991,) σ. 989-998 (JSTOR.).
[25] Ir. Grudzinska Gross, The Scar of Revolution. Custine, Tocqueville, and the Romantic Imagination, Univ. of California Press, 1991.
[26] T. Neshitov, “Der Russische Patient“, Der Spiegel, 32, 6/8/2022. Στο ίδιο άρθρο και οι απόψεις του σατιρικού συγγραφέα Wiktor Schenderowitsch περί της διαχρονικότητας της ρωσικής νοοτροπίας της υποταγής.
[27] G. F. Kennan, “Soviet Union and the Non-communist World”, στο Μ. Poe, A people born to Slavery, 2000, σ. 3.