Γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, το Anastasius or Memoirs of a Greek written at the closing of the 18th century εκδόθηκε από τον John Murray σε τρεις τόμους (347, 415 και 455 σελίδες αντίστοιχα[2] – η δεύτερη έκδοση, το 1820, επίσης χωρίς όνομα συγγραφέα, περιελάμβανε υπογεγραμμένη από τον Χόουπ μια αφιέρωση στη γυναίκα του). Ήταν η απρόσμενη επιτυχία του βιβλίου του που έπεισε τον Χόουπ να αποκαλύψει πως εκείνος ήταν ο συγγραφέας του. Αλλ’ η επίσημη διεκδίκηση της πατρότητας του σπουδαίου αυτού λογοτεχνικού επιτεύγματος προκάλεσε μια ενδιαφέρουσα έκρηξη δημόσιας δυσπιστίας – «εκείνος με τις καρέκλες και τα τραπέζια», «ο μπιχλιμπιδο-τζέντλεμαν» ήταν μερικοί από τους απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς με τους οποίους τα περιοδικά της εποχής αναφέρονταν στον συγγραφέα– και, μαζί, ανυπόκριτου θαυμασμού για τις πολλές πλευρές ενός απροσδόκητου ταλέντου που παρήγαγε τόσο μοναδικό αποτέλεσμα.
Η συγγραφή του έργου ξεκίνησε πιθανόν γύρω στα 1790 και θεωρείται πως ολοκληρώθηκε το 1817. Ως βάση του, ο Χόουπ χρησιμοποίησε, εκτός από ένα ανώνυμο, γραμμένο στα γαλλικά, έργο, τις σημειώσεις με τις παρατηρήσεις και τις εμπειρίες του από τη μακρόχρονη παραμονή του στο «Λεβάντε» (έμεινε ένα χρόνο στην Κωνσταντινούπολη και επισκέφθηκε το Αιγαίο, την Τουρκία, τη Συρία, την Αίγυπτο και, πιθανόν, τα Βαλκάνια), στη διάρκεια ενός ασυνήθιστα μακροχρόνιου «γκραν τουρ» ανάμεσα στο 1787 και το 1795.
Στο Μουσείο Μπενάκη φυλάσσονται, ως γνωστόν, τα, για χρόνια θεωρούμενα ως εξαφανισμένα, ακριβή και προσεκτικά εκτελεσμένα σχέδια με απόψεις πόλεων, αρχαία μνημεία, καθημερινές σκηνές, ανθρώπους και ενδυμασίες διαφόρων χωρών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τα οποία ο Χόουπ εκτέλεσε στη διάρκεια των ταξιδιών του στην Ανατολή. Τηρουμένων των αναλογιών, ο Αναστάσιος μπορεί να θεωρηθεί το λογοτεχνικό αντίστοιχο αυτών των σχεδίων: αναπλάθει με ακρίβεια και δύναμη μια ολόκληρη εποχή, το τέλος του 18ου αιώνα στην οθωμανική Ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια, μάλιστα από την οπτική γωνία ενός Έλληνα στη σημαδιακή για το μέλλον του έθνους περίοδο από τα Ορλωφικά ώς τα χρόνια λίγο πριν από την Eπανάσταση του 1821.
Είναι επομένως περίεργο πώς, σε μια περίοδο απανωτών επετείων –αν και η προπέρσινη, των 250 χρόνων από την εξέγερση των Ορλωφικών (1770), πέρασε σχεδόν απαρατήρητη–, ένα τέτοιο βιβλίο παραμένει άγνωστο και αγνοημένο στην Ελλάδα, αν και όχι μόνο εδώ. Μετά την αρχική του επιτυχία, ο Αναστάσιος σταδιακά λησμονήθηκε, όπως παραμελήθηκε μετά το θάνατό του και ο δημιουργός του, καθώς, από την άλλη, η αχλύ του «βυρωνισμού» επικάλυψε και «ομογενοποίησε», μετά την Επανάσταση και τη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους, την εικόνα της ποικιλόμορφης συγγραφικής παραγωγής που είχε παραχθεί την ίδια εποχή από το ευρύτερο κίνημα του Φιλελληνισμού.
Το μυθιστόρημα του Χόουπ παρουσιάζει σαφώς «βυρωνικά» στοιχεία, κυρίως όσον αφορά την προσωπικότητα και τη δράση του κεντρικού χαρακτήρα, αφομοιωμένα όμως και ενταγμένα σ’ ένα διαφορετικό και πολύ πιο διευρυμένο πλαίσιο. Αντί για ένα έμμετρο ρομάντζο επικεντρωμένο στα έντονα πάθη των πρωταγωνιστών και μιας ρομαντικού τύπου δυσθυμίας απέναντι στη ζωή και στα πράγματα, ο Αναστάσιος καταγράφει την τεράστια ποικιλία μιας εποχής και ενός τόπου, μέσα από το βλέμμα ενός από επιλογή αποστασιοποιημένου, αλλά παρατηρητικού, έξυπνου, χωρίς αυταπάτες, ευέλικτου, παθιασμένου και χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς παρατηρητή, ενός υπόδουλου Έλληνα, που αναζητά το δρόμο του προς την ατομική του –τη μόνη δυνατή, όπως πιστεύει– ελευθερία, στο κατώφλι μιας νέας εποχής.
Στον Αναστάσιο, η «Ελλάδα», ως έννοια αλλά και ως πλαίσιο νοηματοδότησης μιας ταυτότητας, προσωπικής, κοινωνικής, εθνικής, ή μιας ατομικής συνείδησης για εκείνους από τους υπηκόους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που αναγνωρίζουν τους εαυτούς τους ως «Έλληνες» –ό,τι και να σημαίνει ακόμα αυτό– δεν είναι σε καμία περίπτωση το «θλιβερό λείψανο» του Μπάυρον, ούτε το αιώνιο και αφηρημένο ιδανικό της Κλασικής Αρχαιότητας των Ευρωπαίων Φιλελλήνων. Είναι, ή ακριβέστερα απεικονίζεται από το συγγραφέα, ως παλλόμενη πραγματικότητα, ανήθικη ίσως και διεφθαρμένη, συμφεροντολόγα και κυνική, πλην αληθινή και, κυρίως, ζωντανή. Που βαδίζει, από την οπτική γωνία του σημερινού αναγνώστη, εντελώς ανεπίγνωστα, προς τον Μεγάλο Ξεσηκωμό, που δεν απέχει παρά λίγα μόνο χρόνια.
Πραγματική, όχι οριενταλιστική Ανατολή
Κίνητρο του Χόουπ άλλωστε, για να γράψει το μυθιστόρημα, όπως το εκθέτει ο ίδιος στην εισαγωγή της δεύτερης έκδοσης που αναφέραμε πιο πάνω, υπήρξε η επιθυμία του να συμβάλει, με όσες πληροφορίες είχε στη διάθεσή του, στην ενημέρωση για ένα θέμα που ενδιέφερε ιδιαιτέρως τους συγχρόνους του, την κατάσταση δηλαδή «στις πάντα ενδιαφέρουσες χώρες, που κάποτε κοσμούσαν οι Έλληνες και τώρα παραμορφώνουν οι Τούρκοι». Σ’ αυτή την προοπτική βεβαιώνει ότι τα «ιστορικά και στατιστικά» τμήματα του έργου, μέσα στα όρια των γνώσεών του, είναι απολύτως ακριβή, ενώ η ίδια ακρίβεια και λεπτομέρεια στην απόδοση των βασικών χαρακτηριστικών τους υπάρχει και στην περιγραφή των προσώπων και των καταστάσεων που συγκροτούν την καθαυτή μυθιστορηματική αφήγηση, η οποία δεν ήταν στην ουσία τίποτε άλλο παρά μια «επινοημένη υπερδομή», βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση, όσο γινόταν πιο πιστή στα ήθη και στις συνήθειες των λαών που επιχειρούσε να περιγράψει.[3]
Το αποτέλεσμα είναι ότι, σε αντίθεση με τη μεγάλη πλειονότητα των «οριενταλιστικών» έργων της εποχής του, η «Ανατολή» που περιγράφει ο Χόουπ παρουσιάζεται ως πραγματικός τόπος, προσδιορισμένος γεωγραφικά και απεικονισμένος με ακρίβεια –σε κάποιες από τις αγγλόφωνες εκδόσεις αλλά και τις μεταφράσεις επισυνάπτονται χάρτες των χωρών όπου τοποθετείται η δράση– και όχι ένας λογοτεχνικός «τόπος» που λειτουργεί μόνο ως εξωτικό πλαίσιο ή ως φόντο μιας ρομαντικής ή περιπετειώδους ιστορίας. Ο μυθιστορηματικός ήρωάς του διατρέχει χωρίς σταματημό απ’ άκρου εις άκρον τις επαρχίες της τεράστιας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που είχε επισκεφθεί κι ο ίδιος ο συγγραφέας, με σημείο αναφοράς και αφετηρία κάθε φορά την Κωνσταντινούπολη. Ωστόσο, προς μεγάλη απογοήτευση αρκετών σύγχρονων κριτικών και αναγνωστών του, εκτός από τα νησιά του Αιγαίου κι ένα σύντομο πέρασμα, στην αρχή της καριέρας του, από την Πελοπόννησο, λείπουν από την αφήγηση των περιπετειών του Αναστάσιου πολλοί από τους πιο γνωστούς και δημοφιλείς τόπους και προορισμούς του προσανατολισμένου στην κλασική παράδοση δυτικού αναγνώστη.[4]
Από την άποψη αυτή, το βιβλίο συνεχίζει την επιτυχημένη και δημοφιλή παράδοση των δυτικοευρωπαϊκών ταξιδιωτικών περιγραφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ, από την άλλη, η ακαταπόνητη δράση και η χωρίς ανάπαυλα πορεία του προικισμένου με αστείρευτη ζωντάνια, επινοητικότητα και δίψα για τις απολαύσεις της ζωής και για περιπέτειες ήρωά του, ώθησαν κάποιους μελετητές να το τοποθετήσουν στην παράδοση του «πικαρέσκου» μυθιστορήματος – με ανατολίτικο σ’ αυτή την περίπτωση περιεχόμενο.[5]
Σε μια διαφορετική οπτική, ο Αναστάσιος συνδέεται επίσης με το αναδυόμενο στην εποχή του και εξίσου δημοφιλές είδος του ιστορικού μυθιστορήματος –εκδίδεται την ίδια χρονιά με τον Ιβανόη του Γουώλτερ Σκοτ–, με τη δράση του όμως να τοποθετείται όχι σε κάποιο απώτερο, ρομαντικό «εθνικό» παρελθόν, αλλά στα πραγματικά γεγονότα και την πρόσφατη ιστορία μιας άλλης, μακρινής, αλλά πάντως ενδιαφέρουσας χώρας. Ο Χόουπ τονίζει αυτόν τον πραγματικό ιστορικό χαρακτήρα του μυθιστορήματός του, προσδιορίζοντας συγκεκριμένα το χρόνο της δράσης του, αναφερόμενος σε πραγματικά ιστορικά γεγονότα της εποχής για τα οποία είχε προσωπική γνώση και εντάσσοντας στην αφήγησή του υπαρκτά ιστορικά πρόσωπα οι πορείες και τα πεπραγμένα των οποίων διασταυρώνονται και συνυπάρχουν με αυτά του ήρωά του. Η δράση του έργου τοποθετείται έτσι γενικά ανάμεσα στη δεκαετία του 1760 –στην πρώτη από τις περιπέτειές του, ο νεαρός Αναστάσιος λαμβάνει μέρος στην εκστρατεία του Χασάν Καπουδάν Πασά, ο οποίος στάλθηκε από την Πύλη για να απαλλάξει την Πελοπόννησο από τους Τουρκαλβανούς που τη λυμαίνονταν για μια δεκαετία, ύστερα από την καταστολή της εξέγερσης των Ορλωφικών[6]– μέχρι το 1798.[7]
Εκτός από τον Χασάν (Καπουδάν Πασάς 1774-1789, Μεγάλος Βεζύρης 1789-90,) που θα παίξει κάποιο ρόλο στην καριέρα του Αναστάσιου, άλλα πραγματικά ιστορικά πρόσωπα με τα οποία ο τελευταίος διασταυρώνεται είναι, πρώτα και κύρια, ο Νικόλαος Μαυρογένης, Δραγουμάνος του Στόλου υπό τον Χασάν και Οσποδάρος της Βλαχίας το 1786, που θα εκτελεστεί με εντολή του Σελήμ Γ΄ το 1790, στη Βουλγαρία όπου κατέφυγε ύστερα από την αποτυχία του να αντικρούσει τη διπλή εισβολή Ρώσσων και Αυστριακών στα εδάφη της Αυτοκρατορίας το 1787. Αλλά και πολλά άλλα πρόσωπα της σύγχρονης οθωμανικής ιστορίας παρελαύνουν από τις σελίδες του βιβλίου: Μαμελούκοι μπέηδες της Αιγύπτου, διοικητές επαρχιών της Μέσης Ανατολής, Ουαχαμπίτες σεΐχηδες της Αραβίας ή ο φημισμένος Ντζεζάρ Πασάς (περ. 1730-1804,) κυβερνήτης της Σιδώνας και για διαστήματα πασάς της Δαμασκού – όλοι μάρτυρες, αλλά και προϊόντα, της προϊούσας διαδικασίας αποσύνθεσης της άλλοτε ισχυρής αυτοκρατορίας.[8]
Ο Αναστάσιος, που αφηγείται τη ζωή του λίγο πριν από το τέλος της, αυτοπαρουσιάζεται ως ο μικρότερος γιός του Σωτήρη, δραγουμάνου του γάλλου προξένου στη Χίο, με καταγωγή από την Ήπειρο. Το «δραγουμάνικο» αίμα του τον καθορίζει, τοποθετώντας τον σ’ εκείνο το ιδιαίτερο μεταίχμιο της οθωμανικής κοινωνίας της εποχής που απαρτίζεται από τους χριστιανούς –κυρίως Έλληνες– υπόδουλους, μεσάζοντες ανάμεσα στην οθωμανική Ανατολή και τους δυτικοευρωπαίους κατοίκους ή επισκέπτες της αυτοκρατορίας, το ιδιαίτερο ενδιαφέρον των οποίων αλλά και την έντονη καχυποψία προκαλούν. Πολλά από τα «τυπικά» χαρακτηριστικά που αποδίδονταν από τους τελευταίους στη «φυλή» των Ελλήνων βασίζονταν έτσι, σε μεγάλο βαθμό, λογικά, σε αυτόν τον ανθρώπινο τύπο. Για τον Αναστάσιο, πάντως, η «δραγουμάνική» του καταγωγή προοικονομεί στο μυθιστόρημα όχι μόνο το χαρακτήρα αλλά και την πορεία της ζωής, και τις επιλογές του, σε μια κοινωνία πολυπολιτισμική, όπου οι ταυτότητες παραμένουν ρευστές και τα όρια ελαστικά, μια κοινωνία δηλαδή που προσφέρει πολλές δυνατότητες επανεφεύρεσης του εαυτού για τον επινοητικό και ευέλικτο, αλλά και τον αδίστακτο, αφού όλα ρυθμίζονται σ’ αυτήν από δυνάμεις αυθαίρετες και αδυσώπητες: τη δεσποτική εξουσία, την τύχη και, πάνω απ’ όλα, τη μοίρα. Αν όμως το «δραγουμάνικο αίμα» του προδιαθέτει για την υποκρισία και την ευελιξία, την πονηριά και την εξαπάτηση, τις μόνες στρατηγικές επιβίωσης και κοινωνικής ανόδου του υπόδουλου σ’ ένα κράτος όπου βασιλεύουν η αυθαιρεσία και η διαφθορά, είναι γεγονός ότι ο συγκεκριμένος ήρωας πραγματώνει το μεγαλύτερο και σημαντικότερο μέρος της πορείας του όχι ως υποτακτικός «γκιαούρης» στις παρυφές, αλλά ως μουσουλμάνος στο εσωτερικό και με τους όρους του ίδιου του οθωμανικού συστήματος. Στην περίπτωση αυτή, τα απαραίτητα για την επιτυχία στοιχεία είναι διαφορετικά – και τα διαθέτει: επινοητικότητα και θάρρος, η ικανότητα να αρπάζει κανείς τις ευκαιρίες, η γνώση των δεδομένων και η προσαρμοστικότητα στις επιμέρους συνθήκες στις οποίες κάθε φορά κανείς δρα.
Αυτό που κινεί τον Αναστάσιο είναι η ακατάβλητη ενεργητικότητά του, η δίψα του για εμπειρίες και περιπέτειες, και κυρίως η ενστικτώδης, αλλά και αποφασισμένη, εναντίωσή του σε κάθε μορφή καταπίεσης. Η έλλειψη επαγγελματικής προοπτικής σύμφωνη με τις κλίσεις και προτιμήσεις του, το αβέβαιο, λόγω έλλειψης επαρκών οικονομικών πόρων, μέλλον του και ο ατίθασος και ηδονοθηρικός χαρακτήρας του τον προδιαθέτουν σε μια ζωή ασταθή, χωρίς σταθερό προσανατολισμό ή αξίες. Μοναδικός του οδηγός είναι το ένστικτό του και μοναδικός του στόχος η ικανοποίηση όλων του των παρορμήσεων. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν είναι σε θέση να αναγνωρίσει την αξία των ηθικών αρχών και του σεβασμού των κανόνων και, σε στιγμές εγρήγορσης, αποδίδει στην έλλειψή τους πράξεις και συμπεριφορές για τις οποίες δεν είναι περήφανος. Διαθέτει εν ολίγοις συνείδηση κι ας επιλέγει να την αγνοεί, συναισθάνεται τα σφάλματα και τις λανθασμένες επιλογές του, αλλά όταν είναι πλέον αργά. Το χαρακτήρα του αυτόν τον αποδίδει σε περισσότερες από μια περιπτώσεις στην ανεκτικότητα της ανατροφής του, στην παντελή έλλειψη κανόνων και περιορισμών από τους γονείς του, που τον δίδαξαν τη ματαιοδοξία αλλά και την κοινωνική υποκρισία στην οποία υποτάσσεται από ανάγκη ο υπόδουλος.
Έφηβος ακόμα, ο Αναστάσιος εγκαταλείπει την πατρίδα και την οικογένειά του, θέλοντας να αποφύγει τις ευθύνες των συνεπειών της σχέσης του με την κόρη του γάλλου προξένου, την οποία είχε αφήσει έγκυο. Μπαρκάρει σ’ ένα βενετσιάνικο πλοίο, ο καπετάνιος του οποίου το παραδίδει, ύστερα από συνεννόηση, σε μανιάτες πειρατές, για να συλληφθεί, αμέσως μετά, από τον τουρκικό στόλο του Χασάν Καπουδάν πασά, που έχει σταλεί στην Πελοπόννησο ενάντια στους Αρναούτες ατάκτους οι οποίοι τη λυμαίνονταν. Αιχμάλωτος, ο νεαρός Αναστάσιος είχε εδώ την πρώτη του πολεμική εμπειρία, καθώς, με παρέμβαση του δραγουμάνου του πασά, Μαυρογένη, ο οποίος τον ξεχώρισε και, στη συνέχεια, τον πήρε στην υπηρεσία του, του έδωσε όπλο και την ευκαιρία να πολεμήσει εναντίον των Αρβανιτών που πολιορκούνταν στην Τριπολιτσά. Εκεί ξεχώρισε για το αστόχαστο θάρρος του.
Στην Κωνσταντινούπολη, στη συνέχεια, γνώρισε την ιδιαίτερη, γεμάτη δουλικότητα και υποκρισία, «αριστοκρατία» των υπόδουλων Ελλήνων: τον σκοτεινό κόσμο των Φαναριωτών. Μια άλλη ερωτική περιπέτεια όμως, με κάποια ανώτερης κοινωνικής τάξης Τουρκάλα, έγινε η αφορμή για να τον διώξει ο Μαυρογένης. Συνεργάστηκε στη συνέχεια μ’ έναν εβραίο ψευτογιατρό – κι όταν συνελήφθησαν, στάλθηκαν στη φοβερή φυλακή του Μπάνιο, η ρεαλιστική περιγραφή των συνθηκών που επικρατούσαν εκεί με την πείνα, τα βασανιστήρια και την πανούκλα που θέριζε είναι από τις πιο δυνατές του βιβλίου. Στη φυλακή γνώρισε και απέκτησε αδελφική σχέση φιλίας με έναν νεαρό έλληνα χορευτή, τον Αναγνώστη, από τις πιο θετικές και άδολες μορφές του μυθιστορήματος, που τελικά, σε μια έντονα δραματική σκηνή, έπεσε νεκρός από το χέρι του ήρωα.
Τελικά, μουσουλμάνος
Τελικά, ο Αναστάσιος ελευθερώθηκε και συνέχισε την καριέρα του ως δραγουμάνος και ξεναγός φράγκων επισκεπτών της πρωτεύουσας, σε μια σειρά ιδιαίτερα διασκεδαστικών περιστατικών. Η ερωτική του σχέση με μια παντρεμένη Τουρκάλα και η καταδίωξή του, όταν αυτή ανακαλύπτεται από τον σύζυγο, τον ωθούν στη στιγμιαία απόφαση να γίνει μουσουλμάνος για να σωθεί, αν και δηλώνει ότι η σκέψη και η πρόθεση προϋπήρχαν, αφού μόνο έτσι του επιτρέπονταν προνόμια και ελευθερίες στις οποίες δεν είχε πρόσβαση ως χριστιανός. Σκεφτόταν μάλιστα να αγοράσει κι ένα «μπεράτ», την ειδική εκείνη άδεια, εμπορεύσιμο είδος υψηλής αξίας, όπως και όλα τα υπόλοιπα αξιώματα και προνόμια στην αυτοκρατορία, με την οποία, όσοι απασχολούνταν σε κάποια ξένη διπλωματική ή άλλη αποστολή, εξαιρούνταν από τη δικαιοδοσία του σουλτάνου:
Για έναν νέο σαν εμένα ήταν πολύ μεγάλη η επιθυμία να έχει στην κατοχή του ένα χαρτί, που με τη μαγική του δύναμη ένας ντόπιος να μπορούσε, στην ίδια την πρωτεύουσα του εκ των πραγμάτων άρχοντά του, να ξεφύγει από τα όρια της δικαιοδοσίας αυτού του άρχοντα, να αμφισβητήσει την εξουσία του, μπαίνοντας στην ίδια κατηγορία με τους ξένους υπηκόους, κι από κει που πρώτα ήταν Αρμένης ή Έλληνας να μεταμορφωθεί αμέσως σ’ έναν τέλειο Ιταλό, ή Γερμανό, ή Γάλλο, να φοράει τα πιο φανταχτερά χρώματα, ακόμα πιο πολύ κι απ’ τους ίδιους τους Τούρκους, και να σουλατσάρει στους δρόμους φορώντας το πιο τέλειο απ’ όλα, ένα ζευγάρι κίτρινα παπούτσια. (1, IX, σ. 167)
Επιστρέφοντας προσωρινά στη Χίο, την πατρίδα του, όπου αντιμετωπίζεται πλέον ως κατάπτυστος εξωμότης και εξοστρακίζεται από τον πατέρα, την οικογένεια και τους συμπατριώτες του, περιφέρεται στο Αιγαίο μ’ ένα πλοίο του στόλου που έχει βγει προς συλλογή των ετήσιων φόρων, για να καταλήξει στη Ρόδο, όπου και παίρνει την απόφαση να αναζητήσει την τύχη του στην Αίγυπτο των Μαμελούκων. Η ασταθής πολιτική κατάσταση και οι συνθήκες ζωής στην Αίγυπτο περιγράφονται λεπτομερώς σ’ ένα από τα μακροσκελέστερα και ίσως βαρετά, αν και ενδιαφέροντα για τον πλούτο των πληροφοριών, τμήματα του βιβλίου. Ο ήρωάς μας ακολουθεί εκεί μια επιτυχή στρατιωτική καριέρα, ενταγμένος στο σύστημα των Μαμελούκων, ανεβαίνει κοινωνικά με επιστέγασμα το γάμο του με την κόρη ενός από τους ισχυρούς μπέηδες του τόπου, που τον προωθεί στα υψηλά κλιμάκια της εξουσίας, για να αναγκαστεί να φύγει στο τέλος, ύστερα από το θάνατο της γυναίκας του, μόνος και κυνηγημένος από τις απειλές και τις ίντριγκες των αντιπάλων.
Περνά στην Τζέντα της Αραβίας, κάνει το προσκύνημα στη Μέκκα και στη Μεδίνα και επιστρέφει μέσω Δαμασκού. Αναγκάζεται όμως να φύγει, απειλούμενος, πάλι εξαιτίας μιας ερωτικής αποκοτιάς. Επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη μαθαίνει πως ο πρώην εργοδότης του Μαυρογένης έχει πλέον υψηλό αξίωμα, είναι Οσποδάρος της Βλαχίας. Στη ζωή του ήρωα και στη σκηνή του μυθιστορήματος εισέρχεται τώρα ο Σπυριδίων Μαυροκορδάτος, από πλούσια οικογένεια εμπόρων και με μεγάλες φιλοδοξίες κοινωνικής ανόδου, αλλά χωρίς την ποταπότητα και τις ίντριγκες των Φαναριωτών, φίλος παιδικός και άκρως αφοσιωμένος, αφού ο Αναστάσιος τον είχε σώσει από πνιγμό. Αυτός αναλαμβάνει, με ενθουσιασμό και υψηλά ηθικά ιδανικά, να αναμορφώσει τη ζωή και τις αρχές του ήρωα και να τον επαναφέρει στην Εκκλησία, σ’ ένα από τα πιο σοβαρά, στοχαστικά αλλά και δραματικά τμήματα του βιβλίου. Εγχείρημα που όμως καταλήγει σε αποτυχία, αφού ο Αναστάσιος αρνείται πεισματικά να αλλάξει, αν και συναισθάνεται την απόλυτη έλλειψη έρματος στη ζωή του και αγγίζουν την ψυχή του οι ευγενείς προθέσεις αυτού που αναγνωρίζει ως τον μοναδικό πραγματικό του φίλο. Εξελίσσεται ηθικά και ωριμάζει σταδιακά, παραμένει όμως ακόμα ο ανυπότακτος αρνητής κάθε κοινωνικής υποχρέωσης, κάθε ηθικού καταναγκασμού.
Ύστερα από τον φόνο ενός Τούρκου που προσέβαλε τον Σπυριδίωνα, αναγκάζεται να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη και, ακολουθούμενος από τον τελευταίο, να κατεβεί στο Αιγαίο. Μαθαίνοντας το θάνατο του πατέρα του επιστρέφει στη Χίο για να διεκδικήσει την κληρονομιά του. Συγκρούεται όμως, παρά τις αγαθές προθέσεις και τη δίκαιη συμπεριφορά του με την οποία τώρα κερδίζει την αναγνώριση των συμπατριωτών του, με τους άπληστους και σκληρόκαρδους αδελφούς του, ενώ ο Σπυριδίων, πεισμένος πλέον πως δεν πρόκειται να αλλάξει, τον εγκαταλείπει κι αυτός οριστικά.
Ακολουθεί μια δεύτερη σύντομη στρατιωτική καριέρα στην Αίγυπτο, στο πλαίσιο της εκστρατείας του Χασάν Καπουδάν πασά εναντίον των στασιαστών μπέηδων της επαρχίας. Επιστρέφοντας ξανά στην Κωνσταντινούπολη, ο Αναστάσιος –Σελήμ πλέον, μετά τον εξισλαμισμό του– αποφασίζει να δοκιμάσει την τύχη του κοντά στον Μαυρογένη, στη Βλαχία, όπου αναλαμβάνει τη διοίκηση ενός σώματος Αλβανών και συμμετέχει σε κάποιες από τις αποτυχημένες απόπειρες του Οσποδάρου να οργανώσει την άμυνα εναντίον των Αυστριακών που έχουν εισβάλει στα εδάφη της αυτοκρατορίας, απόπειρες τις οποίες περιγράφει εκτενώς. Ακολουθεί, μόνος αυτός, τον φυγά Μαυρογένη μέχρι την εκτέλεσή του και, επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη, εγκαταλείπει προσωρινά τη στρατιωτική καριέρα για να δοκιμάσει αυτή του εμπόρου η οποία και θα τον φέρει στη Σμύρνη.
Έπειτα από πολλές ακόμα περιπέτειες, που συνοδεύονται από περιγραφές τόπων και προσώπων, παραδίνεται σε μια ακόλαστη ζωή στη Σμύρνη, που κορυφώνεται με τη δραματική αποπλάνηση της ωραίας Ευφροσύνης, ο χαμός της οποίας θα τον στοιχειώνει, ενώ ο γιος που θα του χαρίσει, ο Αλέξης, θα γίνει το κέντρο και μοναδικό σημείο αναφοράς για το υπόλοιπο της ζωής του. Για να εξασφαλίσει τα μέσα της ανατροφής του μπαίνει στην υπηρεσία του στασιαστή πασά της Βαγδάτης και καταλήγει στην Αραβία, όπου ζει για ένα διάστημα στον κόσμο των φυλών της ερήμου, οπαδών της αίρεσης των Ουαχαμπιτών. Φεύγει όμως κι από κει και, με τη λεία από την επίθεση σ’ ένα πλούσιο καραβάνι, επιστρέφει στην Κωνσταντινούπολη και παίρνει την απόφαση να εγκατασταθεί στην Τεργέστη, προκειμένου να εξασφαλίσει καλή μόρφωση στο γιο του.
Φτάνει πράγματι, ύστερα από πολλές περιπέτειες, στον προορισμό του, έχοντας απαγάγει το παιδί από την Αλεξάνδρεια, όπου ζούσε υιοθετημένο, κι αφού περάσει από το λοιμοκαθαρτήριο της Μάλτας και την Ιταλία. Αλλά το παιδί, μόλις φτάνουν, πεθαίνει. Και ο ίδιος, πληγωμένος, άρρωστος και χωρίς σκοπό πλέον στη ζωή του παίρνει το δρόμο για τη Βιέννη. Διασχίζοντας την Καρινθία, αποφασίζει να μείνει και να πεθάνει εκεί. Αφήνοντας την περιουσία του σ’ έναν φτωχό ντόπιο πρώην στρατιώτη και την οικογένειά του, του αφηγείται την ιστορία του, την οποία εκείνος καταγράφει προκειμένου να δημοσιευθεί. Στο τέλος πεθαίνει στα χέρια του.
Μια ωμή ματιά στους Έλληνες
Με εξαίρεση τα κάποια «σοβαρά» κομμάτια της αφήγησης, όπου η δραματικότητα των γεγονότων και η συναισθηματική ένταση των προσώπων επιβάλλουν ανάλογο ύφος, ο γενικός τόνος του βιβλίου είναι χιουμοριστικός και ειρωνικός, οι περιγραφές προσεκτικές και ακριβείς και η αφήγηση πάντα ζωντανή. Το τελευταίο αυτό μέρος ωστόσο, με την άφιξη του Αναστάσιου στην Ευρώπη και το τέλος του, έχουν ένα ύφος αισθητά διαφορετικό, πιο μελαγχολικό και αφηρημένο, πιο «αιθέριο», που δεν μπορεί να αποδοθεί μόνο στα θλιβερά επεισόδια της ζωής τού, παραιτημένου πλέον από τις παρορμήσεις και τις φενάκες της νιότης του, ήρωα, η οποία πλησιάζει στο τέλος της. Έχει προταθεί ως προς αυτό η στυλιστική επίδραση της γερμανικής νουβέλας, ιδίως του Βέρθερου του Γκαίτε, υπάρχουν όμως –νομίζω– εξίσου πολλά κοινά στοιχεία με έργα όπως ο Υπερίων του Χαίλντερλιν, με τον οποίο ο Αναστάσιος έχει κοινό και το θέμα: τον απογοητευμένο από την τραγική ματαίωση των προσωπικών του σχεδίων, χωρίς αυταπάτες για την πιθανότητα εξιλέωσης, και παραιτημένο από κάθε ελπίδα για την απελευθέρωση της σκλαβωμένης του χώρας Έλληνα που, ηττημένος και απογοητευμένος, αναζητεί καταφύγιο στα βουνά και στις κοιλάδες της κεντρικής, γερμανόφωνης κυρίως, Ευρώπης.[9]
Απουσιάζει βέβαια εντελώς ο οραματικός ιδεαλισμός του τελευταίου, η εξιδανίκευση του αρχαιοελληνικού παρελθόντος, η ουσιοκρατία ενός καθαρού και απόλυτου ελληνικού ιδεώδους, που η μετάγγισή του κρίνεται απαραίτητη για την ανανέωση του ευρωπαϊκού πολιτισμού από το κίνημα του Φιλελληνισμού. Σ’ αυτή την οπτική, ο Χόουπ δεν υπήρξε Φιλέλληνας. Γι’ αυτόν η προσαρμοστικότητα και η ευελιξία ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά των Ελλήνων, αρχαίων και συγχρόνων, η ανοιχτότητα και η δεκτικότητά τους στο άλλο, το ξένο, ακόμα κι αν ήταν ο εχθρός ή ο κατακτητής, ο ρόλος τους ως ενδιαμέσων. Κι αν προσυπέγραφε την κυρίαρχη άποψη της εποχής του για την απόλυτη κατάπτωση των συγχρόνων του Ελλήνων, δεν την απέδιδε στον οθωμανικό δεσποτισμό, όπως πολλοί, αλλά, υιοθετώντας τη «φυλετική» προσέγγιση, θεωρούσε ότι οφειλόταν στη μείξη του ανώτερου, του «καυκάσιου» ελληνικού αίματος με το αίμα κατώτερων φυλών.[10]
Στον Αναστάσιο, στους Έλληνες αποδίδεται δουλικότητα και υποκρισία, εγωισμός και πλεονεξία, όπως και άμετρη φιλοδοξία που δεν υποχωρεί απέναντι σε καμία ποταπότητα και ίντριγκα προκειμένου να πετύχει τους στόχους της. Βάση και κίνητρο αυτής της συμπεριφοράς, η διαχρονική προσαρμοστικότητα στις κάθε φορά περιστάσεις και, μαζί, η ματαιοδοξία, η άμετρη αγάπη για τις τιμές. Όταν, στην αρχή της θητείας του κοντά στον Μαυρογένη, ο Αναστάσιος αντιδρά με απρόβλεπτη ένταση στη διεφθαρμένη και αναξιοπρεπή σχέση των Φαναριωτών με τους κυρίαρχους Τούρκους –«αν δεν ήταν οι αρχές μου», δηλώνει, «θα προτιμούσα να είμαι ένας τούρκος βαστάζος, παρά ένας έλληνας πρίγκιπας»–, ο Μαυρογένης ανταποκρίνεται περιγράφοντας τον διαχρονικό ελληνικό χαρακτήρα ο οποίος, ενώ οι εξωτερικές συνθήκες αλλάζουν, παραμένει αναλλοίωτος από την αρχαιότητα και «ούτε πρόκειται ν’ αλλάξει ποτέ». Ο τύπος αυτός χαρακτηρίζεται από «ευκολοπιστία, προσαρμοστικότητα και δίψα για διακρίσεις»:[11]
«Δεν ήταν κάθε συμπολιτεία των αρχαίων Ελλήνων το ίδιο θύμα διχονοιών και αντιμαχόμενων παρατάξεων, όπως είναι κάθε κοινότητα των σημερινών Ελλήνων; Δεν έχει μέσα του ο κάθε σύγχρονος Έλληνας τον ίδιο πόθο για κυριαρχία, δεν είναι το ίδιο έτοιμος να υπονομεύσει με κάθε μέσο, δίκαιο ή άδικο, τους ανταγωνιστές του, όπως το έκαναν και οι πρόγονοί του;», ρωτάει ο Αναστάσιος. Και ερμηνεύει ως εξής τη διαφορά των αξιών ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν: «Όταν ο πατριωτισμός, το κοινό καλό, η αριστεία στον πόλεμο, στις τέχνες και τα γράμματα ήταν ο δρόμος για να διακριθεί κανείς, οι Έλληνες τον ακολουθούσαν. [...] Οι Φαναριώτες δείχνουν ποια μορφή παίρνει αυτή η δίψα για δόξα και διάκριση σε συνθήκες ξένης κυριαρχίας, ρωμαϊκής παλιά και τουρκικής τώρα, όταν οι μόνοι δρόμοι που μένουν ανοιχτοί είναι η καπατσοσύνη και η γλισχρότητα, η κολακεία και η ίντριγκα...».
Σ’ αυτή την κατηγορία Ελλήνων δεν θέλει επ’ ουδενί να ανήκει, αυτή είναι η κατηγορηματική απάντηση και ο σαφής άξονας πορείας του Αναστάσιου. Τα υπόλοιπα, περί ομοιοτήτων με τους αρχαίους, τον αφήνουν αδιάφορο. Αντί για την υποδεέστερη θέση και τη δουλικότητα του υπόδουλου, επιλέγει συνειδητά την πλευρά του κυρίαρχου, και ο μοναδικός δρόμος γι’ αυτό είναι να αλλαξοπιστήσει: ασπάζεται το Ισλάμ. Αν αυτό γίνεται σε μια στιγμή κρίσης, για να σωθεί, επρόκειτο ωστόσο για μια απόφαση στην οποία κατέληξε με οδηγό τη λογική. Με τον ίδιο οπορτουνισμό και ρεαλιστικό κυνισμό που αντιμετώπισε όλες τις απόπειρες διαφόρων να τον εντάξουν σ’ ένα σύστημα ιδεών, θρησκευτικών ή όχι, σε μερικές από τις πιο διασκεδαστικές σελίδες του μυθιστορήματος, ο ήρωας περιγράφει πώς ένας Ιταλός «μισιονάριος» πρώτος του άνοιξε τα μάτια στα πρακτικά οφέλη της ιδεολογικής ευελιξίας και προσαρμοστικότητας. Σε μια απόπειρα να τον αποσπάσει από την Ορθόδοξη Εκκλησία για χάρη της Καθολικής πίστης, ο Πάδρε Αμπρότζιο τον αντάμειβε, για κάθε ορθόδοξο δόγμα που απεκήρυττε, με επικερδείς δουλειές ανάμεσα στους ευρωπαίους κατοίκους και τους επισκέπτες της Κωνσταντινούπολης.
Ήταν όμως τελικά «το δόγμα του καθαρού λόγου που τον έκανε στο τέλος Μωαμεθανό», αφηγείται με προφανή ειρωνεία ο Αναστάσιος-Σελήμ, καθώς ασπάστηκε τελικά τις αρχές ενός από τους περιστασιακούς ευρωπαίους εργοδότες του, οπαδού του Διαφωτισμού, ο οποίος όμως θεωρούσε ότι η κυριαρχία του λόγου περιοριζόταν σε θέματα ιδιωτικής πίστης, ενώ, κοινωνικά, ήταν προτιμότερο να προσαρμόζεται κανείς στις υπάρχουσες αρχές και συμβάσεις. «Κατά λογική συνέπεια», λοιπόν, καταλήγει, και εφόσον το Κοράνι συνιστούσε τον υπέρτατο νόμο στη χώρα όπου ζούσε, δεν μπορούσε, «ως φιλήσυχος και καλός πολίτης, ένθερμος υποστηρικτής του καθεστώτος», παρά να σπεύσει το γρηγορότερο να γίνει Μωαμεθανός. Πράγμα που ήταν και επί της ουσίας σύμφωνο με τον ορθό λόγο αφού, αλλαξοπιστώντας, θα περνούσε από τη μισητή κατηγορία του υπόδουλου στην κυρίαρχη τάξη των κατακτητών και θα του ανοίγονταν πόρτες που πριν ήταν κλειστές γι’ αυτόν.[12]
Σε μια παρουσίαση της αμερικανικής έκδοσης του βιβλίου το 1820, ο ανώνυμος αμερικανός κριτικός της North-American Review παρατηρεί ότι, σε αντίθεση με τη συνήθη μέθοδο πολλών από τους ευρωπαίους συγγραφείς των νεότερων χρόνων οι οποίοι στις περιγραφές τους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας παρουσιάζουν μια εντελώς αρνητική εικόνα των ελλήνων κατοίκων της για να αναδείξουν τις «ρομαντικές και φανταστικές αρετές» που αποδίδουν στους Τούρκους, στον Αναστάσιο η μοναδική διαφορά μεταξύ των δύο θεμελιώνεται και απορρέει από τη διαφορετική κοινωνική θέση τους: αν ανήκουν δηλαδή στην τάξη των κυρίαρχων ή σ’ αυτή των υποδούλων. Κατά συνέπεια, αν υπάρχει μια «ποιοτική» διάκριση των κοινών τους ελαττωμάτων, αυτή εντοπίζεται στο αν η «ποταπότητα, η υποκρισία και η διαφθορά» χαρακτηρίζουν τον κυρίαρχο ή το σκλάβο, με την ηθική ευθύνη ωστόσο, λόγω της κυρίαρχης θέσης του, να βαραίνει περισσότερο τον πρώτο.[13]
Ο Έλληνας όπως ήταν
Αλλά ούτε και την καθιερωμένη στη σχετική δυτικοευρωπαϊκή βιβλιοπαραγωγή της εποχής μονότονη αντίστιξη ανάμεσα στους σύγχρονους, ξεπεσμένους Έλληνες και τους ένδοξους προγόνους τους συμμερίζεται στον Αναστάσιο ο Χόουπ. Σ’ αυτό το συγκεκριμένο θέμα, ο εύστοχος και πειστικός τρόπος με τον οποίον υιοθετεί και προβάλλει με ρεαλιστικούς όρους την οπτική γωνία ενός σύγχρονού του Έλληνα αποδεικνύεται ιδιαίτερα επιτυχής. Δεν υπάρχει στο μυθιστόρημα σχεδόν καμία έκφραση νοσταλγίας για το λαμπρό παρελθόν που να το αντιπαραθέτει με το μίζερο παρόν, καμία ρομαντική ενατένιση ερειπωμένων ναών και μνημείων. Ο Αναστάσιος έχει συναίσθηση του παρελθόντος της φυλής του, αναφέρεται σ’ αυτό, αλλά περιστασιακά και χωρίς περιττούς συναισθηματισμούς. Παραμένει ξεκάθαρα και ρεαλιστικά προσανατολισμένος στο παρόν. Ο ήρωας καταθέτει με αξιοσημείωτη διαύγεια το στίγμα του:
Ο αναγνώστης μου μ’ έχει ήδη κατατάξει στην κατηγορία εκείνων των απαίδευτων πλασμάτων που ενδιαφέρονται πιο πολύ για τα πραγματικά γεγονότα της κάθε μέρας, παρά για τις περιγραφές πεθαμένων εποχών που έχουν περάσει προ πολλού. Ως Έλληνας, δεν έβρισκα ποτέ κανέναν ιδιαίτερο λόγο να παθιάζομαι μ’ όλες αυτές τις έρευνες που θα με έκαναν να συγκρίνω τα τωρινά με τα περασμένα.[14]
Και πράγματι, η σχέση του Αναστάσιου με το ελληνικό του παρελθόν είναι βιωματική, δεν χρειάζεται ούτε ενδιαφέρεται να το προσεγγίσει μέσα από τη «λογιοτατοσύνη» των βιβλίων ή τη μελαγχολική ενατένιση των υλικών του καταλοίπων. Το παρελθόν συνεχίζει να ζει αφομοιωμένο με κάποιον τρόπο στο παρόν. Αναφορές στην παράδοση και στους ήρωες της κλασικής Ελλάδας επανέρχονται, διάσπαρτες, στην αφήγηση. Στα νιάτα του, περιγράφει ο Αναστάσιος, τον ενέπνευσε ο Αχιλλέας. Κι όταν, αργότερα, έλαβε μέρος στην εκστρατεία του Χασάν Καπουδάν πασά εναντίον των στασιαστών μπέηδων της Αιγύπτου, επικεφαλής ενός σώματος Αρναούτηδων, «φρεσκάρισε» προς τιμήν των τελευταίων το παλιό του «ηπειρωτικό πεντιγκρί, και την υποτιθέμενη καταγωγή του από τον Αχιλλέα και τον Ίσκαντέρ».[15]
Η μοναδική φορά που ένα χειροπιαστό κατάλοιπο της ελληνικής αρχαιότητας τον εμπνέει ήταν όταν, ευρισκόμενος στο παλάτι του Μαγίστρου των Ιπποτών στη Ρόδο, φαντάζεται τον αγώνα των τελευταίων να υπερασπιστούν το νησί απέναντι στους Τούρκους που το πολιορκούν και επιθυμεί να ’παιρνε κι ο ίδιος μέρος όταν, αναποδογυρίζοντας ένα γλυπτό με την απεικόνιση ενός ιππότη, ανακαλύπτει από την άλλη μεριά τα κατάλοιπα μιας ελληνικής επιγραφής. Τότε ο τόνος αλλάζει απότομα:
Κι έπειτα ταιριάζει να ζηλεύω εγώ τα δανεικά μεγαλεία των Γότθων και των βαρβάρων... Δεν είμαι Έλληνας; Και ποιο ελληνικό αίμα, ακόμα και το πιο απομακρυσμένο απ’ την πηγή, που τρέχει και στα πιο μικρά ρυάκια, δεν είναι πιο ευγενικό απ’ το βρώμικο ρέμα που κυλάει στις φλέβες ετούτων των παιδιών της Δύσης; Που το πιο περήφανο καύχημά τους είναι ότι τα ονόματά τους πάνε πίσω στα σκοτάδια της άγνοιας και στη νύχτα της βαρβαρότητας. Που τα πιο παλιά τους σπίτια γίνανε μόλις χτες και που τα πιο μεγάλα τους κατορθώματα είναι τα έργα πρωτόγονων αγριανθρώπων.[16]
Ο Αναστάσιος ονειρεύεται και για τον εαυτό του πολεμικά κατορθώματα, η φύση του τον σπρώχνει στη γεμάτη κινδύνους και περιπέτειες ζωή του στρατιώτη και όχι του φιλήσυχου εμπόρου, η φιλοδοξία του όμως είναι ατομική: δεν έχει την αίσθηση του ανήκειν σ’ ένα ευρύτερο κοινωνικό ή εθνικό σύνολο με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και κοινούς στόχους. Πολύ περισσότερο, απορρίπτει το περιβάλλον από το οποίο προέρχεται, με κάθε του πράξη απομακρύνεται από τους δεσμούς και τις δεσμεύσεις που του επιβάλλει η καταγωγή του και δεν τρέφει αυταπάτες σχετικά με την ανθρώπινη ποιότητα και τις δυνατότητες του έθνους του για αξιοπρέπεια και αυτοπραγμάτωση. Αναζητεί προσωπική ταυτότητα και επιτυχία ακόμα κι αν έχει συνείδηση πως τα πρότυπα και τα κίνητρά του είναι απολύτως ιδιοτελή και ποταπά.
Πορεύεται ενστικτωδώς, σύμφωνα με τις υπάρχουσες κάθε φορά συνθήκες, χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή του. Καταρχάς, τα προσωπικά του χαρίσματα –ευστροφία, προσαρμοστικότητα, θάρρος, πολεμική ικανότητα, πίστη– και εκμεταλλεύεται τις ευκαιρίες που του παρουσιάζονται στο πλαίσιο του συστήματος μέσα στο οποίο κινείται: τη γνωριμία του με σημαντικά πρόσωπα που μπορούν να προωθήσουν την καριέρα του, την ένταξή του σε μια ισχυρή ομάδα που ενίοτε επισφραγίζεται με γάμο, όλα αυτά όμως στις παρυφές του οθωμανικού συστήματος εξουσίας, στην Αίγυπτο των Μαμελούκων, στις αραβικές φυλές των Ουαχαμπιτών, στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Πρόκειται για προσωρινές φάσεις σταθερότητας σ’ έναν κόσμο απολύτως ρευστό, όπου οι ίντριγκες των αντιπάλων, οι αλλαγές συσχετισμών, οι αποφάσεις της μοίρας με τον χωρίς απογόνους θάνατο των συζύγων, κυρίως όμως ο χαρακτήρας του και η χωρίς ηθικό ή άλλο προσανατολισμό πορεία του, τον σπρώχνουν ασταμάτητα σε νέες περιπέτειες.
Οι συνεχείς και ελευθέριες ερωτικές του περιπέτειες, τόσο ασύμβατες με την ολοένα και πιο πουριτανική ηθική του 19ου αιώνα και, πιθανόν, μια από τις αιτίες για την κατοπινή απαξίωση και λήθη του μυθιστορήματος του Χόουπ, αποτελούν σημαντικό και ανασπόσπαστο κομμάτι της ζωής και της πορείας του ήρωα, αλλά δεν τον σημαδεύουν, είναι εφήμερες. Δύο μόνο θα τον επηρεάσουν, κι αυτές εκ των υστέρων, και οι δύο αποτυχημένες – και ένοχος ήταν ο ίδιος, αφού δεν είχε τη συνείδηση και το ηθικό σθένος να αναλάβει την ευθύνη των πράξεών του. Η μία, η Έλενα, η πρώτη του αγάπη, η κόρη του γάλλου προξένου στη Χίο, την οποία εγκατέλειψε, η οποία πέθανε στη γέννα του επίσης νεκρού παιδιού του. Η άλλη, η πιο σημαντική, η Ευφροσύνη, στη Σμύρνη, η γυναίκα της οποίας τη ζωή κατέστρεψε, η οποία όμως του χάρισε το γιο του. Άλλες κοινωνικές σχέσεις ουσίας δεν υπάρχουν στη ζωή του – κι όταν υπάρχουν είναι περιστασιακές, σύντροφοι μόνο στις καταχρήσεις. Με την οικογένειά του η σχέση του έχει διακοπεί – κι αν ήταν από την αρχή προβληματική, μετατρέπεται σε ανοιχτή ρήξη και σε τελική απόρριψη όταν έρχεται σε σύγκρουση με τους συγγενείς του για την οικογενειακή περιουσία.
Πιστεύω τω φίλω
Η φιλία φαίνεται να είναι η μόνη σχέση που παίζει ενεργά σημαντικό ρόλο στην ηθική συγκρότηση, και που επηρεάζει τον συναισθηματικό του κόσμο του Αναστάσιου, πέρα από τη σχεδόν παθιασμένη σχέση που αναπτύσσει στο τέλος της πορείας του με το γιο του. Και σ’ αυτή όμως αποτυγχάνει. Με εξαίρεση τον άραβα φίλο του Οσμάν, οι δύο καίριες φιλικές σχέσεις που τον σημάδεψαν ήταν με έλληνες χριστιανούς, συμπατριώτες του. Στην αρχή της καριέρας του με τον νεαρό και αδικοχαμένο Αναγνώστη, την πιο αγνή από τις μορφές που θα περάσουν από τη ζωή του. Γίνονται αδελφοποιτοί στη φυλακή και η ακούσια δολοφονία –σχεδόν αυτοκτονία– του νεαρού, όταν συναντιούνται τυχαία αργότερα και αναγνωρίζει στον Τούρκο πλέον Σελήμ το φίλο του Αναστάσιο, θα στοιχειώσει –για ένα διάστημα τουλάχιστον– την ψυχή του ήρωα.
Κυρίως όμως είναι η φιλία του με τον Σπυριδίωνα Μαυροκορδάτο, που θα αποτελέσει μια από τις πιο σημαντικές σχέσεις της ζωής του και που η απώλειά της, με δική του και πάλι ευθύνη, θα τον βαραίνει μέχρι το τέλος της. Ιδεατή και ιδανική απεικόνιση του αφοσιωμένου φίλου, ο Σπυριδίων θα προσπαθήσει με επιμονή και αφοσίωση να σώσει τον Αναστάσιο από τον εαυτό του και την έκλυτη ζωή του, τα αυτοκαταστροφικά και ανήθικα ένστικτά του. Η αγάπη και η αφοσίωσή του, τα μοναδικά του χαρίσματα, η ανθρώπινη ποιότητά του θα απεικονιστούν ως αντίβαρο στον χωρίς ηθικό προσανατολισμό, αλλά εξίσου προικισμένο, χαρακτήρα του Αναστάσιου. Κι αν αποτυγχάνουν στο τέλος να αλλάξουν την πορεία του, παίζουν ωστόσο σημαντικό ρόλο στην εσωτερική εξέλιξη, την ψυχική πάλη και την τελική ωρίμανσή του. Αναγνώστης και Σπυριδίων είναι οι δύο θετικές, σχεδόν εξιδανικευμένες, μορφές Ελλήνων στο μυθιστόρημα, που αντιπαραβάλλονται όχι μόνο στον αμοραλισμό και τον εγωισμό του ίδιου του κεντρικού ήρωα, αλλά και στη γενικότερα αρνητική εικόνα των συμπατριωτών του.
Σε αντίθεση με την ενστικτώδη φύση και τον ατίθασο χαρακτήρα του Αναστάσιου, που εγνωσμένα επαναστατεί απέναντι σε κάθε μορφή καταπίεσης, ο Μαυροκορδάτος ενσαρκώνει την ακεραιότητα και τη δύναμη του ηθικού χαρακτήρα, των υψηλών αρχών και των προσωπικών ιδανικών, όπως και της μεταμορφωτικής, ανυψωτικής δύναμης της παιδείας και της πνευματικής καλλιέργειας. Στην αντίθεση αυτή φαίνεται να προοικονομούνται με συμβολική διαύγεια οι δύο βασικές στάσεις που διαμορφώνονται την εποχή αυτή απέναντι στο θέμα μιας ενδεχόμενης μελλοντικής απελευθέρωσης των Ελλήνων –αλλά και άλλων βαλκανικών λαών– από την τουρκική κατοχή: από τη μια οι διανοούμενοι και κάποια ανώτερα κοινωνικά στρώματα που θεωρούν πως δεν έχει έρθει ακόμα η ώρα και πρέπει να προηγηθεί η προεργασία της ψυχικής και πνευματικής προετοιμασίας· από την άλλη το αυθόρμητο ξέσπασμα του ενστίκτου της ελευθερίας που τα παίζει όλα για όλα.[17] Με κάποιον τρόπο, θα έλεγε κανείς, ο χαρακτήρας του Αναστάσιου, όπως περιγράφεται από τον Χόουπ, προ-απεικονίζει σε μεγάλο βαθμό το χαρακτήρα και τη συμπεριφορά πολλών από τους πρωταγωνιστές της Επανάστασης του 1821.
Σε ένα περιβάλλον προϊούσας σήψης, αυθαιρεσίας και διαφθοράς, όπως είναι η Οθωμανική Αυτοκρατορία του τέλους του 18ου αιώνα, μορφές όπως ο Μαυροκορδάτος αλλά και ο πατέρας του, που αρνούνται τελικά να πληρώσουν, όπως οι άλλοι Φαναριώτες, το ατιμωτικό αντίτιμο της φιλοδοξίας τους για κοινωνική άνοδο, αποτελούν την εξαίρεση. Πρόκειται όμως κι εδώ για μια ατομική επιλογή, δυνατή, με το ανάλογο αντίτιμο, αν επιλέξει κανείς –όχι μόνο οι υπόδουλοι, αλλά και μέλη της κυρίαρχης τάξης, όπως ο Χατζή Μπολλάντ-Ογλού, αρχηγός του οίκου του Καρά-Οσμάν στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας– την αξιοπρέπεια και την αυτάρκεια μιας ήρεμης ζωής, μακριά από τους καταναγκασμούς της εξουσίας. Για τους υπόδουλους Χριστιανούς όμως δεν υπάρχει ασφάλεια, ενώ και το τίμημα της φιλοδοξίας είναι πολύ υψηλότερο, όπως το δείχνει η περίπτωση του Μαυρογένη, που πληρώνει με τη ζωή του την αποτυχία του, ουσιαστικά προδιαγεγραμμένη, καθώς ήταν αναγκασμένος να λειτουργήσει με τα δεδομένα και τους περιορισμούς ενός αυθαίρετου, αναποτελεσματικού και διεφθαρμένου συστήματος εξουσίας.
Την επαύριο της εκτέλεσης του Οσποδάρου, στον οποίον έδειξε μια αναπάντεχη και για τον ίδιο πίστη, η απέχθεια και η αηδία του Αναστάσιου για τη γλισχρότητα, την υποκρισία και τη διπλοπροσωπία των Φαναριωτών φτάνει στο αποκορύφωμά της. Φίδια τους αποκαλεί, ράτσα απατεώνων, ξεσκολισμένων σε όλα τα κόλπα και τους πλάγιους τρόπους. Για πρώτη φορά συμπονάει τους μπουνταλάδες, ευκολόπιστους Τούρκους που πέφτουν θύματά τους. «Η βρωμιά του Φαναρίου μου αποκαλύφθηκε τώρα σε όλη τη δόξα της», γράφει, επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη, μετά τη θητεία του στη Βλαχία. Για να προσθέσει: «Και πόσο το αηδιαστικό θέαμα μεγάλωσε την εκτίμησή μου για τη σοφία των Τούρκων!» Τους θαυμάζει, καθώς απλοποιούν, όπως γράφει, «στην πράξη» –με το χαντζάρι, προφανώς–, όλα τους τα πάρε-δώσε με τους Έλληνες.[18]
Ο Αναστάσιος γίνεται εδώ, απρόσμενα, ο απολογητής του δεσποτισμού και της αυθαιρεσίας. Και ο συγγραφέας Χόουπ δίνει με μερικές αδρές πινελιές το γενικό περίγραμμα και την ουσία του οθωμανικού συστήματος εξουσίας, ένα θέμα που είχε απασχολήσει εκτενώς την ευρωπαϊκή πολιτική σκέψη της νεωτερικότητας. Περιγράφοντας με το γνωστό του ειρωνικό ύφος την, κατά πολλούς, γρήγορη και αποτελεσματική σε σύγκριση με τις αργόσυρτες ευρωπαϊκές πρακτικές απονομή της δικαιοσύνης, για παράδειγμα «επιφέροντας την εκδίκηση του νόμου με τέτοια ταχύτητα, που καμιά φορά μπορεί να πάρεις τον αθώο για ένοχο», σχολιάζει: «είσαι τουλάχιστον πάντα σίγουρος ότι –έτσι– εκπληρώνεις έναν μεγάλο στόχο της ποινικής δικαιοσύνης, που είναι να εντυπώσεις στο μυαλό έναν τρόμο που αποβαίνει στο τέλος σωτήριος». Και συνεχίζει αμέσως μετά με την πεμπτουσία της δεσποτικής διακυβέρνησης: «ξεκαθαρίζοντας ότι απαραίτητος όρος για κάθε διορισμό στο κράτος σου είναι η απόλυτη υποταγή στις πιο αυθαίρετες αποφάσεις σου, δεν έχεις ποτέ τον φόβο ότι ο υπάλληλός σου μπορεί να ξεφύγει από τις αρπάγες σου με κάποιο κόλπο ή παραθυράκι του νόμου».
Υποτελείς στους Τούρκους
Παρ’ όλα αυτά υπήρχαν, όπως φαίνεται, ανάμεσα στους μετριοπαθείς της «ανώτερης» τάξης των υπόδουλων Ελλήνων, εκείνοι, όπως ο Μαυροκορδάτος, που βαυκαλίζονταν με την αυταπάτη ότι υπήρχε η δυνατότητα ειρηνικής συνύπαρξης με τους κυρίαρχους κατακτητές, ότι ήταν δυνατή μια σχέση ανοχής και αμοιβαίας ωφέλειας μαζί τους. Ο Αναστάσιος απορρίπτει χωρίς συζήτηση αυτή την προσέγγιση. Χλευάζει με θυμό την ιδέα του Σπυριδίωνα περί κοινωνικού συμβολαίου: «ακούω στ’ αλήθεια έναν Έλληνα, μάλιστα κάτω από το ζυγό των Τούρκων, να μιλάει για κοινωνικό συμβόλαιο; Α, αν είχα ανακαλύψει και το πιο μικρό ίχνος από μια τέτοια συνεννόηση ανάμεσα στον Χριστιανισμό και το Ισλάμ κι αν είχα βρει σ’ αυτούς που για την ασφάλειά τους συνάχθηκε και την πιο μικρή διάθεση να επιβάλλουν τους όρους –μιας τέτοιας συμφωνίας– και να αντισταθούν όταν αυτοί παραβιάζονται, ποιος δεν θα ’ταν πιο περήφανος από μένα να παραμείνω Έλληνας, να σταθώ δίπλα στους συμπατριώτες μου που καταπιέζονται και να συνεχίσω τον ένδοξο αγώνα μέχρι την τελευταία σταγόνα από το αίμα μου; […] Αλλά, σ’ αυτά εδώ τα μέρη, το συμβόλαιο, κι αν υπήρχε κάποτε, παραβιάστηκε, ή μάλλον σκίστηκε κομμάτια, στον αέρα, πετάχτηκε στα σκουπίδια!»[19]
Οι συμπατριώτες του Έλληνες ζουν έτσι συμβιβασμένοι με το καθεστώς και τους όρους της δουλείας τους, προσηλωμένοι στο προσωπικό και οικογενειακό τους συμφέρον, και δεν ενδιαφέρονται να διεκδικήσουν τη χειραφέτησή τους καθώς, επιπλέον, δεν αντιλαμβάνονται τις δυνάμεις της διάλυσης που υπονομεύουν εκ των έσω την τουρκική αυτοκρατορία όπως εκείνος, χάρη στην περιπλάνηση και τη θητεία του σε διάφορες μακρινές επαρχίες της. Σ’ ένα χαρακτηριστικό επεισόδιο, επιβάτης σ’ ένα πλοίο του στόλου, στην έξοδό του στο Αιγαίο για τη συγκέντρωση των ετήσιων φόρων, ο Αναστάσιος γίνεται μάρτυρας της σχεδόν οπερατικής απόπειρας των κατοίκων της Σερίφου να μην πληρώσουν ολόκληρο το ποσό, για να το καταβάλλουν στο τέλος, μπροστά στις απειλές του φοροεισπράκτορα, ακέραιο, όπως ήξεραν από την αρχή ότι θα συνέβαινε. Αποχωρώντας ύστερα απ’ αυτό, εντελώς αξιολύπητοι, και συναντώντας στον δρόμο μια γαμήλια πομπή, θα ενωθούν μαζί της γλεντώντας και χορεύοντας, σαν να μην έχει συμβεί τίποτα.
Πέρα από τα μέλη της «ανώτερης» τάξης, ήταν η κατηγορία των ιδιοκτητών γης, μικροπαραγωγών και εμπόρων, από την οποία προερχόταν και ο ίδιος ο Αναστάσιος, που έχοντας πολλά να χάσουν από μια ανατροπή της υπάρχουσας κατάστασης και ενεργώντας με μόνο κριτήριο και οδηγό το συμφέρον τους, επιδεικνύουν ανάλογο πολιτικό οπορτουνισμό – ή, από μια άλλη οπτική γωνία, οξύνοια και πραγματισμό, πολιτικό και οικονομικό. Ο πατέρας του ήρωά μας, για παράδειγμα, ο δραγουμάνος Σωτήρης, «πιστός υπήκοος της Πύλης και από παλιά στην υπηρεσία της γαλλικής κυβέρνησης», δεν είχε «την παραμικρή επιθυμία να ελευθερωθεί από το ζυγό των Τούρκων». Γι’ αυτό και εξόπλισε με έξοδά του ένα μικρό πλεούμενο, για να δράσει εναντίον των Ρώσων στον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1768, αφού θεωρούσε εχθρούς «εκείνους τους βάρβαρους του Βορρά, που δεν νοιάζονταν για τον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης πιο πολύ απ’ ό,τι για τον Πάπα της Ρώμης, […] λίγο καλύτερους από βρωμερούς αιρετικούς, που δεν άξιζαν να τους φέρονται ούτε όπως φερόταν –ο ίδιος– στους μεταξοσκώληκές του», τους οποίους φρόντιζε να εξορκίζει κάθε χρόνο, πριν αρχίσουν την παραγωγή. Αυτό δεν τον εμπόδισε ωστόσο να εισπράξει το μερίδιό του από ένα τουρκικό πλοίο που ένας συνεταίρος του αιχμαλώτισε, για να το πουλήσει στη συνέχεια στους Ρώσους που τότε στάθμευαν στην Πάρο.[20]
Κι αν ο πατέρας αντιμετωπίζει με καχυποψία τις υποσχέσεις των Ρώσων για απελευθέρωση και δρα με τέτοιο κυνισμό, με ανάλογο σκεπτικισμό θα αντιμετωπίσει αργότερα και ο γιος τα διάφορα κηρύγματα περί ελευθερίας, που φέρνουν από την Ευρώπη στην Ανατολή κάποιοι ένθερμοι υποστηρικτές τους, όπως είχε αντιμετωπίσει νεότερος τις απόπειρες διαφόρων Ευρωπαίων, προπαγανδιστών της χριστιανικής πίστης ή αποστόλων των ιδεών του Διαφωτισμού, να τον προσελκύσουν στις ιδέες τους. Όλοι τους ανεξαιρέτως δεν ήταν λιγότερο οπορτουνιστές και υποκριτές από τους σκλαβωμένους Έλληνες και στην υποτακτική στάση τους απέναντι στους Τούρκους δεν ήταν καλύτεροι από τους Φαναριώτες. Σε αρκετά προχωρημένο σημείο της περιπετειώδους καριέρας του, ο αφηγητής καταγράφει «με άπειρη ευχαρίστηση» σε τι βαθμό οι Φράγκοι, που κατηγορούν τους Έλληνες για μικρότητα, μπορούν να εξευτελίζονται, ακόμα κι όταν πρόκειται για εκείνους που αντιπροσωπεύουν τους ίδιους τους ηγεμόνες τους, μπροστά και στους πιο ασήμαντους από τους αξιωματούχους του σουλτάνου. Και πώς στις δημόσιες ακροάσεις τους αυτοί οι δουλικοί ισχυοκάμπτες, απεσταλμένοι των ευρωπαικών δυνάμεων, θα ανεχτούν και την πιο απαράδεκτη συμπεριφορά από τον πιο ιταμό τουρκικό όχλο προκειμένου να συνεχίσουν αδιατάρακτα τις επαφές τους μ’ ένα λαό που απαντά στις φιλικές τους εκδηλώσεις με περιφρόνηση».[21]
Άλλοι δεν ήταν παρά τυχοδιώκτες και απατεώνες που δυσφήμιζαν τις ιδέες τις οποίες κήρυτταν, όπως ο ιταλός ποιητής Τσίρικο, παθιασμένος απόστολος του μηνύματος της ελευθερίας της Γαλλικής Επανάστασης, ο οποίος επιχείρησε να πείσει τον Αναστάσιο να αντιπροσωπεύσει την Ελλάδα και τα δεινά της στην ίδια τη σκηνή των κοσμοϊστορικών γεγονότων, στο Παρίσι: «Η εμφάνισή σου τραβάει την προσοχή», του λέει. «Έχεις γερά πνευμόνια, μιλάς με θάρρος και δεν σου στέκεται εμπόδιο καμιά ντροπαλοσύνη, και μ’ ένα ρούχο σχεδιασμένο από το ζωγράφο Νταβίντ –συνιστώ μια ελληνοπρεπή τούνικα– και με μερικές πόζες υπέρτατης συγκίνησης που θα αντιγράψεις από τον υπέροχο Ταλμά, θα φταις μόνο εσύ αν δε σε υποδεχτούν με ενθουσιασμό στη συνέλευση σαν τον άξιο απόγονο του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα». Λίγο αργότερα, όμως, ο ένθερμος αυτός κήρυκας της ελευθερίας –τον οποίον ο ήρωάς μας θα συναντήσει αργότερα στην Αλεξάνδρεια, σ’ έναν άλλο ευφάνταστο ρόλο, όπου και θα τον βοηθήσει να ανακτήσει το παιδί του– εγκατέλειψε τη Σμύρνη της συνάντησής τους, αφήνοντας «στη βιασύνη του» απλήρωτο το λογαριασμό του και παίρνοντας μαζί του και τα ασημένια κουτάλια του νοικοκύρη του. Έτσι ο Αναστάσιος άφησε «τη θρηνούσα Ελλάδα να στεγνώνει τα δάκρυά της» χωρίς εκείνον και, αντί για το Παρίσι και την υπόθεση της ελευθερίας, ξανάπιασε το σχέδιό του να αναζητήσει την τύχη του στη Βαγδάτη.[22]
Η οθωμανική Ανατολή
Ο Αναστάσιος, σε μεγάλο βαθμό, ήταν προϊόν του δυτικοευρωπαικού ενδιαφέροντος της εποχής του για την οθωμανική «Ανατολή» και το μέλλον της, σε άμεση και «ειδική» ως προς την πολιτιστική αυτοσυνείδηση της Δύσης συνάφεια, για την τύχη και την ιστορική μοίρα των ξεχασμένων και πρόσφατα επανανακαλυφθέντων υπόδουλων Ελλήνων, το χαρακτήρα και τη θέση τους στην παραπαίουσα πλέον αυτοκρατορία. Οι προοπτικές για μια πιθανή απελευθέρωσή τους, θέμα που αναδύθηκε ξανά στην ευρωπαϊκή συνείδηση μετά την εξέγερση του 1770, εκτιμούνταν ως ανεδαφικές ή εντελώς ανύπαρκτες. Ο Χόουπ, μέσα από το στόμα του Αναστάσιου, θεωρεί αδύνατη την πιθανότητα απελευθέρωσης και αποδίδει την εκτίμησή του, με τον ίδιο βαρύθυμο ρεαλισμό όπως, μερικά χρόνια πριν, ο Μπάιρον εκτιμούσε τον «Τσάιλντ Χάρολντ», στην παθητικότητα και στην αδιαφορία, στον απόλυτο ξεπεσμό των ίδιων των υπόδουλων που περιμένουν από άλλους να τους ελευθερώσουν. [23]
Υιοθετώντας την πρωτοπρόσωπη, αυτοβιογραφικού τύπου, αφήγηση και την οπτική γωνία ενός Έλληνα, ο Χόουπ δίνει, διαφορετικά απ’ ό,τι ο Μπάιρον αλλά και άλλοι συγγραφείς της εποχής του, μια «από τα μέσα» εικόνα της κατάστασης των υποδούλων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, των συμπεριφορών και της νοοτροπίας τους. Από την άλλη, καθώς γράφει μυθιστόρημα και όχι ποίηση, χρησιμοποιώντας πλούσιο και προσεκτικά συγκεντρωμένο πραγματολογικό υλικό και βασιζόμενος στην προσωπική παρατήρηση και εμπειρία αλλά και στην ικανότητά του να περιγράφει με ακρίβεια, ζωντάνια, και χιούμορ τόπους, καταστάσεις, πρόσωπα, χαρακτήρες και συναισθήματα, ο συγγραφέας του πετυχαίνει να δώσει στον Αναστάσιο έναν αέρα αυθεντικότητας και πιστής απεικόνισης της πραγματικότητας. Αυτό ίσως ώθησε κάποιους μελετητές να προσεγγίσουν το έργο με πιο κυριολεκτικό τρόπο, κι όχι ως απλό προϊόν μυθοπλασίας. Για τον S. Minta, πρόκειται στην ουσία του για ένα μυθιστόρημα που εξετάζει διάφορες ιδέες περί ελληνικότητας.[24] Για άλλους, όπως ο Resat Kasaba, εκθέτει τη «σύγκρουση ανάμεσα στους εξιδανικευμένους Έλληνες του Διαφωτισμού και τους πραγματικούς Έλληνες της ανατολικής Μεσογείου» που ήταν «πολύ φτωχοί, πολύ θρησκευόμενοι και πολύ αποτελεσματικά ενταγμένοι στην οθωμανική κοινωνία» για να ανταποκριθούν στις προσδοκίες και στο κάλεσμα των Φιλελλήνων οι οποίοι απέβλεπαν σε μια αναβίωση του αρχαιοελληνικού πνεύματος, του μόνου ικανού να ενδυναμώσει τον σύγχρονο δυτικό πολιτισμό.[25]
Κατά τα άλλα, εκτός από λίγα ενδιαφέροντα και ισορροπημένα στην προσέγγισή τους άρθρα, όπως αυτά της Ludmilla Kostova, το μυθιστόρημα του Χόουπ δεν έχει, ώς τώρα, προσελκύσει ιδιαίτερα το ενδιαφέρον των μελετητών και παραμένει ακόμα ουσιαστικά άγνωστο στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. Η αλήθεια είναι ότι, όσον αφορά τη δραματική αφήγηση ή την ανάπτυξη των χαρακτήρων, ίσως να μην είναι ισάξιο των μεγάλων μυθιστορημάτων του 19ου αιώνα, αν και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί αποτυχημένο. Κι αν αντλεί εν μέρει από καθιερωμένες στο μεταξύ πηγές, όπως τα βυρωνικά έργα και οι αντίστοιχοι χαρακτήρες, δεν λείπουν εντούτοις στο βιβλίο φάσεις έντονης, πλούσιας και εξαιρετικά ενδιαφέρουσας δράσης. Άλλωστε, ο χαρακτήρας του κεντρικού ήρωα δεν παραμένει στατικός και, σε συνδυασμό με πολλά από τα δευτερεύοντα πρόσωπα, πρωταγωνιστεί σε επεισόδια μεγάλης δραματικής και συναισθηματικής έντασης, ενώ η ποικιλία των χαρακτήρων και των ψυχικών καταστάσεων είναι επίσης μεγάλη. Ωστόσο ο στόχος του έργου και η δηλωμένη πρόθεση του δημιουργού του υπήρξε, όπως είδαμε, να παρουσιάσει ένα πανόραμα της ζωής και των ηθών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία στα τέλη του 18ου αιώνα, και σ’ αυτό αναμφίβολα επιτυγχάνει. Ή, με τα λόγια του αμερικανού κριτικού στον οποίον συχνά αναφερθήκαμε, «από κανένα από γνωστά έργα των ταξιδιωτών που επισκέφθηκαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν μπορεί να συναχθεί περισσότερη γνώση των ηθών, του χαρακτήρα και της πρόσφατης ιστορίας Ελλήνων και Τούρκων [...] απ’ ό,τι περιέχεται σ’ αυτό το βιβλίο».
Γι’ αυτό και μόνο, αλλά σίγουρα όχι μόνο γι’ αυτό, ο Αναστάσιος του Τόμας Χόουπ αξίζει να ξαναδιαβαστεί, να γίνει ξανά γνωστός σ’ ένα μεγαλύτερο αναγνωστικό κοινό.
[1] «…έκλαψε πικρά για πολλές σελίδες του, κι αυτό για δύο λόγους: πρώτα γιατί δεν το είχε γράψει αυτός και, δεύτερον, γιατί το είχε γράψει ο Χόουπ», καταγράφει η Lady Blessington στις Συνομιλίες με τον Λόρδο Βύρωνα. Για την αντίδραση του Μπάυρον, S. Minta, “Images of Greece: Byron and Thomas Hope’s ´Anastasius´”, The Byron Journal, 2018, 46, 99-112 (on line). Επίσης, P. Cochran, “Why did Byron envy Thomas Hope’s ´Anastasius´?”, Keats-Shelley Review, 24 ,2010, 76-90.
[2] Ο υπομνηματισμός, παρακάτω, γίνεται απ‘ αυτή την πρώτη έκδοση. [σημείωση της σύνταξης]
[3] D. Girard, Thomas Hope’s “Anastasius” (1819): The Levantine Mediterranean seen from a Regency Window in Duchess Street, πρακτικά Συνεδρίου, Montpellier, 2009.
[4]Γράφοντας με αφορμή την αμερικανική έκδοση του βιβλίου, το 1820, ο ανώνυμος κριτικός της North-American Review παραπονιέται ότι ο συγγραφέας, ενώ περιγράφει πλήθος χωρών της οθωμανικής επικράτειας, δεν λέει κάτι περισσότερο για πασίγνωστες περιοχές, άμεσα συνδεδεμένες με την κλασική αρχαιότητα, όπως την πεδιάδα του Άργους ή την Αθήνα, μέρη τα οποία γνώριζε, όπως φαίνεται, ο ίδιος. Ίσως αυτή η έλλειψη αναφορών στην κυρίως Ελλάδα εξηγεί σ’ ένα βαθμό και την εκδοτική και ερευνητική παραμέληση του βιβλίου στη χώρα μας.
[5] J. Rodenbeck, “Thomas Hope,´Anastasius´”: Towards Background and Meaning´ (on line), και D.Watkin, Thomas Hope (1769-1831) and the Neo-classical Idea, London, 1968 .
[6] Ο D. Roessel έχει δείξει πώς η εξέγερση των Ορλωφικών αποτέλεσε κομβικό γεγονός για την εμφάνιση του Φιλελληνισμού ως σημαντικού λογοτεχνικού κινήματος, καθώς λειτούργησε ως αφετηρία και έμπνευση για πολλούς δυτικούς συγγραφείς (In Byron’s Shadow. Modern Greece in the English and American Imagination, New York, 2002.) Με δεδομένο ωστόσο ότι ο Φιλελληνισμός ιδεολογικά αντιστρατεύεται τον Οριενταλισμό, και η εμπνευσμένη από αυτόν λογοτεχνία είναι στη βάση της αντι-τουρκική και αντι-ανατολική, το μυθιστόρημα του Χόουπ δεν μπορεί να χαρακτηριστεί τυπικά φιλελληνικό. Όσο για την «αποκήρυξη» των στοιχείων της Ανατολής από τον Αναστάσιο, όταν στο τέλος του βιβλίου, έγκλειστος στο λαζαρέτο της Μάλτας, ετοιμάζεται για την είσοδό του στον κόσμο της Δύσης, πρόκειται αντίθετα για διακήρυξη της πίστης του στις αξίες και τις αρχές της προηγούμενης ζωής του που τώρα αφήνει πίσω του.
[7] Όπως συνάγεται από την περιγραφή της επίσκεψης του ήρωα στο Βατικανό, όπου είχαν συγκεντρωθεί αρχαία αγάλματα για να σταλούν στο Παρίσι, όπως προβλεπόταν από τη συνθήκη του Τολεντίνο η οποία υπεγράφη το 1797 ανάμεσα στο παπικό κράτος και τον Ναπολέοντα (Rodenbeck).
[8] Ο «Χασάπης», το παρωνύμιο με το οποίο ήταν γνωστός ο πασάς που θα κέρδιζε μεγάλη φήμη στην Ευρώπη ως υπερασπιστής, το 1799, της Άκκρας απέναντι στον Ναπολέοντα, θεωρήθηκε προσωποποίηση του δεσποτισμού και της σκληρότητας. Ο Κωνσταντάν-Φρανσουά Βολνέ, που περιηγήθηκε τις ίδιες σχεδόν περιοχές της Μέσης Ανατολής και της Αιγύπτου, όπως και ο Χόουπ λίγα χρόνια αργότερα, υπήρξε ο πρώτος ευρωπαίος βιογράφος του στο έργο του, Ταξίδι στην Αίγυπτο και τη Συρία (1787). Η ζωή και η καριέρα του πασά παρουσιάζουν πολλά κοινά στοιχεία με αυτές του ομώνυμου ήρωα στον Αναστάσιο – το 15ο κεφάλαιο του Β΄ τόμου αφηγείται την ιστορία της επικράτησης του Ντζεζάρ στην Παλαιστίνη και τον Λίβανο–, είναι επομένως πιθανόν ο Χόουπ να άντλησε από το βιβλίο του Βολνέ ιδέες και υλικό για το χαρακτήρα και τις περιπέτειες του ήρωά του. Χριστιανός από τη Βοσνία, ο Ντζεζάρ εγκατέλειψε σε νεαρή ηλικία την πατρίδα του για την Κωνσταντινούπολη, όπως και ο νεαρός Αναστάσιος, για να σταδιοδρομήσει, σαν κι εκείνον, στην Αίγυπτο των Μαμελούκων, όπου και ασπάστηκε το Ισλάμ, και να καταλήξει υψηλός αξιωματούχος της Πύλης, χωρίς όμως ποτέ να ενταχθεί στα εσωτερικά κλιμάκια της εξουσίας.
[9] Για την επίδραση του Γκαίτε, στον Rodenbeck. Με τον Υπερίωνα, οι ομοιότητες εντοπίζονται στις περιγραφές της φύσης, των συνθηκών ζωής και της ψυχολογίας των προσώπων, αλλά και η απαξιωτική στάση απέναντι στους Γερμανούς: «ο οδηγός μου», αναφέρει για το ταξίδι του από την Τεργέστη ο Αναστάσιος, «ήταν από την αληθινή γερμανική ράτσα – ένα αυτόματο...» (2, XII, σ. 425). Για το θέμα, επίσης, Ε. Τολιοπούλου, «Ιστορία και Ποίηση, ο Yπερίων του Φρ. Χαίλντερλιν και οι πηγές του», περιοδικό Νέο Πλανόδιον.
[10] Με μια όχι απαλλαγμένη από αντιφάσεις επιχειρηματολογία, ο Χόουπ διατύπωσε, στο Δοκίμιο σχετικά με την προέλευση και τον προορισμό του ανθρώπου, που εξέδωσε το 1831, τη θεωρία πως η ευελιξία και το ανοιχτό πνεύμα των Ελλήνων, που τους ανέδειξαν ως την άριστη ανθρώπινη «φυλή», τους κατακρήμνισαν στην έσχατη κατάπτωση όταν η δύναμη που τα συντηρούσε εξαντλήθηκε. Κι αυτό οφειλόταν όχι μόνο στην ανάμειξή τους με κατώτερες φυλές, συμπεριλαμβανομένων των κατά καιρούς κατακτητών τους, αλλά και με το γεγονός ότι οι πρόγονοί τους δεν διέθεταν εκείνη την ιδιαίτερη vis inertiae, τη δύναμη της αδράνειας που διέθεταν άλλοι λαοί, όπως οι Αιγύπτιοι, με την οποία κάτι μπορούσε να διασωθεί. Στο L. Kostova, Racial Politics and Personal Ethics in Thomas Hope’s “Anastasius”. Παρότι το τελευταίο αυτό έργο του Χόουπ –πεθαίνει τη χρονιά της δημοσίευσής του– τυπώνεται αφού πλέον έχει δημιουργηθεί το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος, ο συγγραφέας του δεν αναφέρεται καθόλου σ’ αυτό, αλλά ούτε και στον πόλεμο της Ανεξαρτησίας που προηγήθηκε.
[11] 1, IV, σ. 79-80.
[12] 1, IX, σ.185-189. Ο Χόουπ δεν ασχολείται με τον «εθνικό» χαρακτήρα των Τούρκων και, εκτός από ένα ξέσπασμα του Αναστάσιου προς το τέλος, που εκφράζει τη συμπάθειά του γι’ αυτούς ως ανύποπτα θύματα των φαναριώτικων μηχανοραφιών, περιγράφει τους δύο λαούς, Έλληνες και Τούρκους, με την ίδια ουσιαστικά αμεροληψία και σατιρική διάθεση (Cochran, 2010).
[13] The North-American Review and Miscellaneous Journal, October 1820, vol. II, No 29, σ. 271-306 (on line, JSTOR). Γιατί αν οι σύγχρονοι Έλληνες έχουν όλα τα αναμενόμενα, λόγω της θέσης τους, κοινωνικά και εθνικά ελαττώματα, οι Τούρκοι είναι «ένα έθνος που έχασε τις αρετές της πρωτόγονης ζωής, χωρίς να αποκτήσει αυτές του πολιτισμού. Και ανάμεσα στην καλλιεργημένη Ευρώπη και στον βάρβαρο Βορρά και την Ανατολή, φαίνεται να συνδυάζει όλα όσα είναι στραβά και στα δύο, τη σκληράδα και την αγριότητα του ενός με την ηδονοθηρία και την τρυφηλότητα του άλλου...».
[14] 1, X, σ. 272.
[15] 2, IX, σ. 261.
[16] 1, X, σ. 277.
[17] L. Kostova, Degeneration, “Regeneration and the Moral Parameters of Greekness in Thomas Hope’s ‘Anastasius’ or Memoirs of a Greek”, Comparative Critical Studies 4.2, 2007, 177-192 (on line, PDF Academia). Η Κόστοβα επισημαίνει επίσης την αστάθεια της προσωπικής ταυτότητας και τη ρευστότητα της κοινωνικής ζωής που απεικονίζεται στο μυθιστόρημα, καθώς δεν υπάρχει ένα σύστημα σταθερών θρησκευτικών ή ηθικών αρχών που να προσφέρουν κατευθύνσεις και μια αίσθηση συνέχειας στο άτομο.
[18] 3, XVI, σ.391 και 392-393.
[19] 1, II, σ. 188 και 222 αντίστοιχα.
[20] 1, I, σ.1.
[21] 2, XII, σ. 276.
[22] 3, IV, σ. 98-100.
[23] «Η Ελλάδα είναι αμόρφωτη, φτωχή, σκλαβωμένη και ταπεινωμένη», γράφει κι ο ανώνυμος κριτικός της North-American Review για να μπορέσει να ελευθερωθεί από μόνη της, και δεν έχει αυταπάτες για το τι θα σήμαινε μια ενδεχόμενη απελευθέρωση: «Αυτό που θα συμβεί αν διωχτούν οι Τούρκοι από την Ελλάδα […] θα είναι να υποταγεί η χώρα που τώρα δυναστεύουν αυτοί σε μία από τις Δυνάμεις, που με τις τωρινές τους ζήλειες η μία για την άλλη συντηρούν την Πύλη, και δεν είναι και τόσο σίγουρο αν θα αλλάξει κάτι, πέρα από τις προσβολές και τις βάρβαρες συμπεριφορές της τουρκικής κυβέρνησης, κάτω απ’ τη διακυβέρνηση ενός ρώσου, αυστριακού ή άγγλου κυβερνήτη...» (σ. 284).
[24] Και γι’ αυτό επιχειρεί να το προσεγγίσει με αφετηρία «τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους οι Έλληνες ορίζουν οι ίδιοι τον εαυτό τους» και με βάση τις περιγραφές του Πάτρικ Λη Φέρμορ στη Ρούμελη, για τις σημασιολογικές διαφορές μεταξύ των εννοιών του «Έλληνα» και του «Ρωμιού», πάνω στις οποίες χτίζεται, υποτίθεται, και η βασική ένταση στο μυθιστόρημα του Χόουπ. S. Minta, “Images of Greece: Byron and Thomas Hope’s ´Anastasius´”, The Byron Journal, 2018, 46, 99-112 (on line)
[25] R. Kasaba, “The Enlightenment, Greek Civilization and the Ottoman Empire: Reflections on Thomas Hope’s ´Anastasius´”, Journal of Historical Sociology, 16, 2003 (on line, SCRIBD).