Ήταν μια συμφωνία που έμοιαζε τότε με υπόσχεση ειρήνης. Κι όμως, ακριβώς αυτή η υπόσχεση θα κατέρρεε πρώτη. Το 2014, η Ρωσία προσάρτησε την Κριμαία και άναψε τη φωτιά στο Ντονμπάς, παραβιάζοντας ανοιχτά τη δέσμευση που είχε υπογράψει η ίδια. Οκτώ χρόνια αργότερα, το 2022, η παραβίαση έγινε μια γενικευμένη εισβολή, με στόχο την πτώση του Κιέβου, τη διάλυση του ουκρανικού κράτους, την υποταγή ενός ολόκληρου λαού.
Κι όμως, μέχρι την τελευταία στιγμή η Μόσχα μιλούσε τη γλώσσα της παραπλάνησης. Στις 7 Φεβρουαρίου, στο μακρύ τραπέζι του Κρεμλίνου, ο Εμανουέλ Μακρόν άκουγε τον Πούτιν να δηλώνει: «Η Ρωσία δεν θέλει πόλεμο. Θέλουμε εγγυήσεις ασφαλείας». Οι κάμερες κατέγραφαν λόγια καθησυχαστικά, την ώρα που οι στρατιωτικές φάλαγγες πλησίαζαν ήδη στα ουκρανικά σύνορα. Δέκα μέρες αργότερα, ο Σεργκέι Λαβρόφ διαβεβαίωνε τον Όλαφ Σολτς ότι «όλα αυτά είναι δυτική προπαγάνδα». Και στις 15 Φεβρουαρίου, στην ίδια τη Μόσχα, ο Πούτιν μιλούσε ξανά στον γερμανό καγκελάριο για «αποχώρηση στρατευμάτων» και για «απουσία πρόθεσης επίθεσης». Οι δορυφόροι, όμως, κατέγραφαν το αντίθετο: οι μονάδες συγκεντρώνονταν σε μια τεράστια αρμάδα γύρω από την Ουκρανία.
Η επίσημη αφήγηση περί μη εισβολής συνεχίστηκε μέχρι και το βράδυ της 23ης Φεβρουαρίου 2022. Το ξημέρωμα της 24ης, ολόκληρος ο κόσμος παρακολούθησε την ομιλία του Πούτιν που ανακοίνωνε την «ειδική στρατιωτική επιχείρηση», διαψεύδοντας θεαματικά κάθε προηγούμενη διαβεβαίωση. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην ομιλία εκείνη ο ρώσος πρόεδρος δεν αρκέστηκε σε στρατιωτικές δικαιολογίες· επανέλαβε σχεδόν λέξη προς λέξη το αναθεωρητικό αφήγημα του Ερντογάν περί «Γαλάζιας Πατρίδας». Μίλησε για μια «νέα Ρωσία», επικαλούμενος «ιστορικά εδάφη» που δήθεν ανήκαν ανέκαθεν στη Μόσχα, ακριβώς όπως η Άγκυρα αξιώνει θαλάσσιες ζώνες και νησιά στο Αιγαίο με την επίκληση κατασκευασμένων ιστορικών δικαιωμάτων.
Οι συνέπειες αυτής της αναξιοπιστίας δημιούργησαν νέα και ιδιαίτερα ανησυχητικά δεδομένα στο διεθνές σύστημα. Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες του Ντόναλντ Τραμπ να διατηρήσει ανοικτούς διαύλους με το Κρεμλίνο, η Ρωσία θεωρείται σήμερα από την πλειονότητα των δυτικών κυβερνήσεων ένας συνομιλητής χωρίς αξιοπιστία. Η εμπειρία των ψεύτικων διαβεβαιώσεων πριν από την εισβολή καθιστά αδύνατη οποιαδήποτε νέα συνθήκη ασφαλείας με τη Μόσχα, ακόμη κι αν υπογραφεί η πιθανότητα παραβίασής της θεωρείται δεδομένη.
Εξίσου σημαντικό, και λιγότερο συζητημένο, είναι το πλήγμα που υπέστη η ίδια η λογική της μη διάδοσης των πυρηνικών όπλων. Το ουκρανικό προηγούμενο στέλνει το πιο επικίνδυνο μήνυμα: ότι μια χώρα που παραδίδει τα πυρηνικά της με αντάλλαγμα διεθνείς εγγυήσεις ασφαλείας μπορεί αργότερα να βρεθεί εκτεθειμένη και ανυπεράσπιστη απέναντι σε μια επιθετική δύναμη. Αυτό το προηγούμενο δεν αφορά μόνο την Ουκρανία, καθώς δημιουργεί κίνητρο σε κράτη όπως το Ιράν, η Βόρεια Κορέα ή ακόμη και σε αναδυόμενες περιφερειακές δυνάμεις να κρατήσουν ή να επιδιώξουν πυρηνικά όπλα ως έσχατη εγγύηση επιβίωσης.
Με άλλα λόγια, αυτό που καλούμαστε να καταλάβουμε είναι ότι η παραβίαση της Βουδαπέστης από τη Ρωσία δεν είναι μόνο μια ουκρανική τραγωδία αλλά μια συστημική απειλή που διαβρώνει την ίδια τη λογική πάνω στην οποία χτίστηκε η παγκόσμια αρχιτεκτονική ασφαλείας μετά τον Ψυχρό Πόλεμο.