Σύνδεση συνδρομητών

Εμπόριο παιδιών από την Ελλάδα στις ΗΠΑ

Κυριακή, 16 Ιανουαρίου 2022 23:20
29 Οκτωβρίου 1958, Νέα Υόρκη. H πριγκίπισσα Σοφία της Ελλάδος (αριστερά), η Τζέιν Ράσελ (πλάι της) και υπάλληλοι των κοινωνικών υπηρεσιών καλωσορίζουν στην Αμερική οκτώ ορφανά από την Ελλάδα. Φωτογραφία από το προσωπικό αρχείο της υιοθετημένης Ελληνίδας Έλεν. [Όπως σημείωσε στο λογαριασμό της στο facebook η εκδότρια του βιβλίου στα ελληνικά, Αναστασία Λαμπρία, της τηλεφώνησε μια γυναίκα η οποία είδε τη φωτογραφία στο εξώφυλλο του βιβλίου της Βαν Στιν για να της πει ότι αναγνωρίζει στη φωτογραφία «τα δυο της αδέρφια. Τα συνολικά πέντε αδέρφια της, ορφανά από πατέρα, καταγόμενα από τα Δολιανά Αρκαδίας,  έφυγαν για να υιοθετηθούν στην Αμερική. Την παραμονή της αναχώρησής τους, η μητέρα τους τα πήγε σε φωτογραφείο. Από τα ρούχα της φωτογραφίας, η αδερφή, μωρό τότε, λέει ότι αναγνώρισε σήμερα τα αδέρφια της. Τα αγόρια δεν υιοθετήθηκαν, επειδή κακοποιούνταν παρενέβησαν οι κοινωνικές υπηρεσίες και μεγάλωσαν σε ιδρύματα της Αμερικής.]
Ιδιωτικό αρχείο
29 Οκτωβρίου 1958, Νέα Υόρκη. H πριγκίπισσα Σοφία της Ελλάδος (αριστερά), η Τζέιν Ράσελ (πλάι της) και υπάλληλοι των κοινωνικών υπηρεσιών καλωσορίζουν στην Αμερική οκτώ ορφανά από την Ελλάδα. Φωτογραφία από το προσωπικό αρχείο της υιοθετημένης Ελληνίδας Έλεν. [Όπως σημείωσε στο λογαριασμό της στο facebook η εκδότρια του βιβλίου στα ελληνικά, Αναστασία Λαμπρία, της τηλεφώνησε μια γυναίκα η οποία είδε τη φωτογραφία στο εξώφυλλο του βιβλίου της Βαν Στιν για να της πει ότι αναγνωρίζει στη φωτογραφία «τα δυο της αδέρφια. Τα συνολικά πέντε αδέρφια της, ορφανά από πατέρα, καταγόμενα από τα Δολιανά Αρκαδίας,  έφυγαν για να υιοθετηθούν στην Αμερική. Την παραμονή της αναχώρησής τους, η μητέρα τους τα πήγε σε φωτογραφείο. Από τα ρούχα της φωτογραφίας, η αδερφή, μωρό τότε, λέει ότι αναγνώρισε σήμερα τα αδέρφια της. Τα αγόρια δεν υιοθετήθηκαν, επειδή κακοποιούνταν παρενέβησαν οι κοινωνικές υπηρεσίες και μεγάλωσαν σε ιδρύματα της Αμερικής.]

Gonda Van Steen, Ζητούνται παιδιά από την Ελλάδα. Υιοθεσίες στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου, μετάφραση από τα αγγλικά: Αριάδνη Λουκάκου, Ποταμός, Αθήνα 2021, 536 σελ.  

Με το τέλος του Εμφυλίου, το διάστημα 1949-62, τα χρόνια του αναδυόμενου Ψυχρού Πολέμου και της αμερικανικής παρέμβασης στη χώρα μας με την Ελλάδα να μαστίζεται από ακραία φτώχεια, περίπου 3.200 ελληνόπουλα «μετοίκησαν», τα περισσότερα ακουσίως, όχι και με τόσο νόμιμους τρόπους, από την Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν κυρίως στις ΗΠΑ. (τεύχος 125, Δεκέμβριος 2021)

To έναυσμα για να γράψει το βιβλίο της η Γκόντα Βαν Στιν, που σήμερα κατέχει την Έδρα Κοραή στο Κινγκς Κόλετζ του Λονδίνου, μια από τις σημαντικότερες έδρες Ελληνικών Σπουδών στον κόσμο,  ήταν η απόφαση, το 2013, του ελληνοαμερικανού Μάικ να προστρέξει στα φώτα της ελληνίστριας από το Βέλγιο στην προσπάθειά του να «ανακαλύψει» τις ρίζες της μητέρας του.  Η Ιωάννα Αργυριάδου –γνωστή στην Αμερική ως Τζίνα Αλευρά (ψευδώνυμο)– είχε υιοθετηθεί από το ζεύγος Αλευρά και, χωρίς τη θέλησή της, είχε «μετακομίσει»  από την  Ελλάδα στις ΗΠΑ στα 17 της, στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Η Βαν Στιν προθυμοποιήθηκε  να βοηθήσει τον Μάικ. Έτσι καταπιάστηκε, με πολύ ενθουσιασμό, υπομονή και επιμονή, με το άγνωστο εν πολλοίς θέμα της μαζικής υιοθεσίας παιδιών από την Ελλάδα που είχαν προορισμό κυρίως τις ΗΠΑ μετά το 1950, ώς τα μέσα της δεκαετίας του 1960. 

Οι πηγές της περιλαμβάνουν μια ποικιλία δημοσιευμένου και αδημοσίευτου υλικού, νομικά αρχεία και πολλές συνεντεύξεις με αναμνήσεις από τους άμεσα εμπλεκόμενους. Η συγγραφέας επέλεξε να διερευνήσει το ιστορικό περιβάλλον και τις κοινωνικοπολιτικές, νομικές, γραφειοκρατικές και πολιτιστικές αγκυλώσεις – τις βασικές δηλαδή παραμέτρους  που καθόρισαν την επιλογή των παιδιών από την Ελλάδα για υιοθεσία από ξένους, μεταξύ των οποίων πολλά ζευγάρια Ελληνοαμερικανών, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον ελληνικό Εμφύλιο. Σύμφωνα με τα επίσημα αρχεία, το διάστημα 1949-62, τα χρόνια του αναδυόμενου Ψυχρού Πολέμου και της αμερικανικής παρέμβασης στη χώρα μας, περίπου 3.200 ελληνόπουλα «μετοίκησαν», τα περισσότερα ακουσίως, από την Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν κυρίως στις ΗΠΑ.

 

Μια εξαρτημένη χώρα

Η Βαν Στιν εξέτασε όλες τις κατηγορίες παιδιών από την Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων ορφανών, εγκαταλελειμμένων και «εξώγαμων», που επιλέχθηκαν για υιοθεσία από το εξωτερικό. Με την έρευνά της «ανοίγει ένα  παράθυρο» για να δούμε τις πολιτικές, τις πολιτισμικές και κοινωνικές πρακτικές που κυριαρχούσαν στη μεταπολεμική Ελλάδα. H συγγραφέας απεικονίζει τη διακυβέρνηση μιας χώρας που χαρακτηρίζεται από τις πελατειακές σχέσεις και που καθοδηγείται από τον άγριο αντικομμουνισμό. Πρόκειται για ένα κράτος που στερείται πόρων και δυνατοτήτων να παρέχει επαρκή ανακούφιση και  στοιχειώδη ασφάλεια στους απόρους. Η Βαν Στιν καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, για πολλούς κυβερνητικούς αξιωματούχους και ιδιωτικούς φορείς στην Ελλάδα, οι υιοθεσίες στο εξωτερικό δεν ήταν μόνο επιθυμητές αλλά και απαραίτητες.  Αυτό ίσχυε ιδιαίτερα σε περιπτώσεις παιδιών οι οικογένειες των οποίων στιγματίζονταν ως «αντεθνικές».

To πρώτο μέρος του βιβλίου ασχολείται με τα θέματα της υιοθεσίας και του ψυχολογικού τραύματος που συνδέεται με αυτή. Η Βαν Στιν αναφέρεται σε ζητήματα που προκύπτουν για τα υιοθετημένα άτομα λόγω της στέρησης των βιολογικών γονέων και του αρχικού οικογενειακού περιβάλλοντος. Ταυτόχρονα, η συγγραφέας μεταφέρει μια από τις τραγικές συνέπειες του ελληνικού εμφυλίου πολέμου στο έδαφος των ΗΠΑ, διερευνώντας μια υπόθεση «πολιτικής υιοθεσίας» (κόρες Αργυριάδη) – χαρακτηριστική περίπτωση των διώξεων που υπέστησαν οι κομμουνιστές μετά το 1945. Προσπαθεί επίσης η Βαν Στιν να απαντήσει στο ερώτημα πώς, στο πλαίσιο του μετεμφυλιακού κράτους, οι πολλαπλές και πολλές φορές αλληλένδετες ενέργειες της βασίλισσας Φρειδερίκης, από το 1948 ώς το 1967, επηρέασαν τις αποφάσεις των ελληνικών κυβερνήσεων για την παιδική φροντίδα και προστασία στην Ελλάδα. 

Η έρευνα διευρύνεται στο δεύτερο μέρος του βιβλίου όπου, στη μελέτη των περιπτώσεων των μεταπολεμικών υιοθεσιών που είχαν έντονη πολιτική χροιά, προβάλλεται η  ελληνοαμερικανική παράμετρος των υιοθεσιών από τη χώρα μας, μια διαδικασία που ήταν ακόμη πιο σταθερά προσκολλημένη στις επιταγές του Ψυχρού Πολέμου. Εξετάζει τις βαθύτερες «βιοπολιτικές» αιτίες των υιοθεσιών από την Ελλάδα στις Ηνωμένες Πολιτείες τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 και τις αντιπαραθέτει με τις θεωρήσεις του φαινομένου, όπως αυτές διατυπώνονται σήμερα στον ευρύτερο δημόσιο διάλογο και στις δύο χώρες. 

Τόσο η ελληνική όσο και η αμερικανική νομοθεσία ενθάρρυναν την «αγορά παιδιών». Ζευγάρια από τις ΗΠΑ που επισκέπτονταν την Ελλάδα ήταν «συγκριτικά εύκολο» να επιλέξουν ένα ορφανό, να υποβάλουν αίτηση για βίζα και να επιστρέψουν στην πατρίδα τους μαζί με το παιδί μέσα σ’ ένα μήνα. Οι διευκολύνσεις στην Ελλάδα για τις υιοθεσίες από ξένους άφηναν πολύ μικρό περιθώριο ελέγχου των πιθανών μακροπρόθεσμων επιπλοκών για τα υιοθετημένα παιδιά, αλλά και για τους θετούς γονείς. Με δεδομένο ότι ο ελληνικός νόμος έκανε πολύ πιο δύσκολο για τους Έλληνες να υιοθετήσουν ένα ορφανό στην ίδια τη χώρα τους από ό,τι οι ξένοι γονείς να πάρουν το ίδιο παιδί στο εξωτερικό, αυτή η έμφαση στον «αμερικανικό τουρισμό υιοθεσιών» φαινόταν ακόμη πιο σκόπιμη. Η Ελλάδα αναθεώρησε τελικά το νόμο περί υιοθεσίας μόνο το 1966, με αποτέλεσμα τα ξένα ζευγάρια να είναι υποχρεωμένα να χρησιμοποιούν διαπιστευμένους διεθνείς οργανισμούς υιοθεσίας. 

Οι θετοί γονείς από το εξωτερικό δεν ήταν οι μόνοι που προτιμούσαν να καταφεύγουν στις υπηρεσίες που προσέφεραν ανεξάρτητα δικηγορικά γραφεία αντί εγκεκριμένοι οργανισμοί υιοθεσίας για να ικανοποιήσουν την επιθυμία τους να αποκτήσουν ένα παιδί. Τα ελληνικά βρεφοκομεία και ορφανοτροφεία θεωρούσαν τη μακρά διαδικασία για την έκδοση της απαραίτητης άδειας υιοθεσίας από τις εξουσιοδοτημένες  υπηρεσίες των ΗΠΑ «εμπόδιο» για την ευημερία των ορφανών. Οι διευθύνσεις των βρεφοκομείων, όταν χρησιμοποιούσαν ανεξάρτητους δικηγόρους,  διαπίστωναν ότι αυτοί ενεργούσαν πολύ πιο γρήγορα από τις αρμόδιες κοινωνικές υπηρεσίες. Η ταχεία ολοκλήρωση της διαδικασίας για την υιοθεσία προκαλούσε εντύπωση στους έλληνες αξιωματούχους που έβλεπαν να μειώνεται η κρατική ευθύνη για την προστασία των ορφανών, συχνά σε συνθήκες μεγάλου συνωστισμού στα βρεφοκομεία. Στις ΗΠΑ υπηρεσίες όπως η Διεθνής Κοινωνική Υπηρεσία Πρόνοιας (International Social Service -  ISS) απαιτούσαν περίοδο παρακολούθησης ενός έως δύο ετών για να διασφαλίσουν ότι το παιδί είχε προσαρμοστεί καλά στη νέα του οικογένεια πριν εκδώσουν τα έγγραφα υιοθεσίας και υπηκοότητας. Οι ανεξάρτητοι δικηγόροι, ωστόσο, κάνοντας χρήση της διαδικασίας των υιοθεσιών μέσω πληρεξουσίου (by proxy), ήταν σε θέση να πείθουν τις αμερικανικές αρχές να δίνουν στα υπό υιοθεσία ορφανά άμεσα την ολοκληρωμένη πράξη υιοθεσίας και την επίσημη πρόσβαση στην αμερικανική ιθαγένεια και, παράλληλα, να καθησυχάζουν τα ελληνικά βρεφοκομεία παρέχοντας τη διαβεβαίωση για την ασφάλεια και την ευζωία των θετών παιδιών στις ΗΠΑ. 

Το τρίτο μέρος του βιβλίου παρουσιάζει ελληνοαμερικανικές ιστορίες υιοθεσίας με όλες τις λεπτομέρειες που οι ερωτώμενοι είναι διατεθειμένοι να μοιραστούν με τη συγγραφέα. Ολοκληρώνεται με τις εμπειρίες του Mάικ και των παιδιών της οικογένειας Αργυριάδη στο πρόσφατο παρελθόν. Είναι μια ανάλυση περισσότερο προσανατολισμένη στο ψυχολογικό τραύμα, στη μνήμη και στη μετα-μνήμη, που συνδέονται με το γεγονός της υιοθεσίας. Με τις αφηγήσεις των πρωταγωνιστών επιβεβαιώνεται η δύναμη της προσωπικής εμπειρίας και της μαρτυρίας για την οικοδόμηση της βασικής δομής ενός ερευνητικού θέματος που, σύμφωνα με την Βαν Στιν, βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Πολλά από τα υιοθετημένα άτομα στις ΗΠΑ μπορούν να αναγνωρίσουν πολλές από τις εμπειρίες των ανθρώπων με τους οποίους συνομίλησε η συγγραφέας, εντοπίζοντας  ημερομηνίες,  τόπους, ονόματα και συνθήκες συγκεκριμένων περιπτώσεων υιοθεσιών παρεμφερείς με τις δικές τους.

Όπως επισημαίνεται στη σύντομη παρουσίαση του βιβλίου από τον ομότιμο καθηγητή Διεθνούς Πολιτικής στο πανεπιστήμιο του Κονέκτικατ, Τζον Ιατρίδη, η μελέτη των πρακτικών υιοθεσίας στην Ελλάδα είναι ένα περίπλοκο, πολλές φορές ανιαρό και σίγουρα συναισθηματικά φορτισμένο εγχείρημα. Εκτός από την ευχέρεια στις φορμαλιστικές παραλλαγές της ελληνικής γλώσσας (καθαρεύουσα, δημοτική) και τη σχολαστικότητα στη μεθοδολογία, κατά τον καθηγητή Ιατρίδη, η Γκόντα Βαν Στιν είναι άριστα εξοικειωμένη με τις  θεωρίες των κοινωνικών επιστημών και με τις μελέτες που αφορούν τη μνήμη, τη μετα-μνήμη  και την προφορική ιστορία. Παράλληλα, για το συγκεκριμένο θέμα διαθέτει καλή κατανόηση της νεοελληνικής πραγματικότητας  και ιδιαίτερα του δηλητηριώδους αντίκτυπου του Εμφυλίου Πολέμου (1946-49)  σε κάθε πτυχή της ελληνικής κοινωνίας, ενώ αντιλαμβάνεται το μέγεθος της αμερικανικής διείσδυσης στην Ελλάδα μετά το 1950.

Ένα μεγάλο μέρος της έρευνας και της αφήγησης της Βαν Στιν επικεντρώνεται στον αλληλεπιδραστικό διάλογο με τα «θετά παιδιά» και με μέλη οικογενειών που εκπροσωπούν διαφορετικές γενεές. Πρόκειται για διάλογο που αφορά πολύ προσωπικές, συναισθηματικά φορτισμένες ιστορίες ζωής, που πολλές φορές είχαν τραγική κατάληξη. Λίγοι θα είναι οι εξοικειωμένοι αναγνώστες με τη χρονική περίοδο  που καλύπτει το βιβλίο οι οποίοι δεν θα συμφωνήσουν μαζί της ότι, τις δεκαετίες του 1940 και του 1950, η βία, η αποδιάρθρωση και η δυστυχία κυριαρχούσαν σε σημαντικά τμήματα της ελληνικής υπαίθρου και ότι το μεγαλύτερο τίμημα της ανθρώπινης ταλαιπωρίας κατέβαλαν οι γυναίκες και τα παιδιά. Έχοντας επίγνωση της συνεχιζόμενης διαμάχης μεταξύ των μελετητών για τα αίτια και τις συνέπειες των ταραγμένων χρόνων που ακολούθησαν την απελευθέρωση από τη ναζιστική κατοχή, η συγγραφέας δεν αφήνει καμία αμφιβολία για το πού είναι τοποθετημένη. Είναι εξαιρετικά δύσκολο για το μελετητή της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας να κάνει μια αντικειμενική ανάγνωση του ελληνικού εμφυλίου πολέμου – μιας αδελφοκτόνας σύρραξης στην οποία καμία πολιτική παράταξη δεν παρέμεινε αθώα και καμία οικογένεια δεν έμεινε ανεπηρέαστη, σημειώνει η Βαν Στιν. «Aν οι αναγνώστες θεωρούν ότι παίρνω θέση υπέρ της Αριστεράς ή της Δεξιάς, αυτό που έχω να πω είναι ότι είμαι δίπλα στα παιδιά που ήταν πολύ μικρά για να γνωρίζουν σε ποια πλευρά ανήκαν», τονίζει.     

«Έχοντας διερευνήσει μια από τις πιο σκοτεινές περιόδους της ελληνικής ιστορίας, η  συγγραφέας συμβάλλει στον εμπλουτισμό της συλλογικής μνήμης του έθνους με τις πολύτιμες γνώσεις που μας προσφέρει για τις επιπτώσεις του Εμφυλίου Πολέμου στα πιο αθώα θύματά του – τα παιδιά.  Συνδυάζοντας τη σχολαστική έρευνα με την ενσυναίσθηση, στη σημαντική εργασία της για την επιλογή των παιδιών από την Ελλάδα που προορίζονταν για υιοθεσία από οικογένειες στις ΗΠΑ στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, η Γκόντα Βαν Στιν έχει κερδίσει τη διαρκή ευγνωμοσύνη όλων εκείνων που ασχολούνται με τη μελέτη της σύγχρονης Ελλάδας», καταλήγει ο Τζον Ιατρίδης στο εισαγωγικό του σημείωμα.   

 

Μια υιοθεσία του Ψυχρού Πολέμου 

Στις 27 Νοεμβρίου 1951 αυτοκτόνησε, στη βίλα Αύρα της Γλυφάδας, η Αικατερίνη Δέλλα, ετών 35, μητέρα της Ιωάννας και της Ολυμπίας Αργυριάδη και ερωμένη του κρατουμένου στη Γενική Ασφάλεια Αθηνών για την υπόθεση του κομμουνιστικού δικτύου κατασκοπείας,  Ηλία Αργυριάδη. Μετά τη σύλληψη του Αργυριάδη και της αυτοκτονία της Δέλλα, η Ευτέρπη Αργυριάδη, κόρη από την πρώτη γυναίκα του Αργυριάδη, είχε αναλάβει να προστατεύσει τις δύο ετεροθαλείς αδελφές της στο σπίτι τους, στη Γλυφάδα. Στις 7 Δεκεμβρίου 1951, μια κοινωνική λειτουργός, που τη συνόδευαν άνδρες της χωροφυλακής, απομακρύνει από την επιτήρηση της Ευτέρπης τις δύο μικρότερες αδελφές της. Επί αρκετές ημέρες, η Ευτέρπη ζητά επειγόντως να μάθει πού βρίσκονται οι μικρότερες ετεροθαλείς αδελφές της χωρίς να πάρει απάντηση. Αργότερα, η Ευτέρπη πληροφορείται ότι είχαν ενταχθεί στο κοινωνικό πρόγραμμα του ΠΙΚΠΑ (Ίδρυμα Κοινωνικής Πρόνοιας και Αντίληψης). 

Καθ’ όλη τη διάρκεια του Απριλίου 1955, το ΠΙΚΠΑ κινεί όλες τις επίσημες και ανεπίσημες διαδικασίες που αφορούν τις δύο κόρες του Αργυριάδη και μεριμνά για τη μακροχρόνια φροντίδα τους και την υιοθεσία τους στο εξωτερικό. Στις 31 Μαρτίου 1955, το ζεύγος Γεώργιος και  Μπέτι Αλευρά από τις ΗΠΑ υποβάλλουν στο Πρωτοδικείο Αθηνών  αίτηση για την υιοθεσία της Ιωάννας και της Ολυμπίας Αργυριάδη. Στις 12 Απριλίου 1955, το ελληνικό δικαστήριο, χωρίς να είναι ενήμερη  η Ευτέρπη Αργυριάδη,  ολοκληρώνει τη διαδικασία για την υιοθεσία τους και αναγνωρίζει τις δύο ετεροθαλείς αδελφές της Ευτέρπης ως θετά παιδιά του ζεύγους Αλευρά. Την 1η Μαΐου 1955, η Ιωάννα και η Ολυμπία Αργυριάδη καταφθάνουν στις ΗΠΑ και γίνονται δεκτές ως υιοθετημένα ορφανά παιδιά  προερχόμενα από την Ελλάδα.     

Στα τέλη της δεκαετίας του 1950, η Ελλάδα ήταν ήδη χώρα αποστολής παιδιών για υιοθεσία στο εξωτερικό  σχεδόν για μια δεκαετία. Μολονότι  οικογένειες από τις ΗΠΑ , στο πλαίσιο της νομοθεσίας για τις  διακρατικές υιοθεσίες, τα πρώτα χρόνια μετά την ειρήνη στην Ευρώπη, είχαν δεχθεί από τη Γερμανία, την Ιταλία και την Ιρλανδία ορφανά του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, το «ελληνικό πρόγραμμα» ήταν το πλέον «δυναμικό». Περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα, η Ελλάδα είχε δεινοπαθήσει λόγω της πολιτικής αστάθειας και της οικονομικής κρίσης της δεκαετίας του 1940, όταν μάλιστα ο τριετής  Εμφύλιος (1946-49) είχε ολοκληρώσει την καταστροφή που είχε αρχίσει με τη ναζιστική Κατοχή. Η εμφύλια σύγκρουση  άφησε πίσω της περίπου 50.000 νεκρούς, 80.000 πολιτικούς πρόσφυγες που κατέφυγαν στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, 700.000 ανθρώπους που υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και τεράστιες υλικές ζημιές.

Στις 22 Μαΐου 1947, ο πρόεδρος Τρούμαν διέθεσε 300 εκατομμύρια δολάρια στην ελληνική κυβέρνηση, στο πλαίσιο του προγράμματος που έγινε γνωστό ως Δόγμα Τρούμαν, «για τη στήριξη των ελεύθερων λαών που αντιστέκονται στην απόπειρα υποταγής από ένοπλες μειονότητες ή από εξωτερικές πιέσεις». Ο Τρούμαν έστειλε επίσης μια αντιπροσωπεία αμερικανών στρατιωτικών συμβούλων για να βοηθήσουν τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις. Σε συνδυασμό με την απώλεια της βασικής υποστήριξης από τη Γιουγκοσλαβία του Τίτο, το 1948, λόγω της διάσπασης με τον Στάλιν, το ΚΚΕ δεν μπορούσε να συνεχίσει τον πόλεμο και οι δυνάμεις του (Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας - ΔΣΕ)  υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τον Γράμμο και να διαφύγουν προς την Αλβανία μετά τις 29 Αυγούστου 1949. Ενώ λοιπόν η Ελλάδα, με την εκπνοή εκείνης της χρόνιας, έδειχνε ότι –επιτέλους– θα απολάμβανε την ειρήνη για πρώτη φορά μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, η ειρήνη που ήλθε ήταν παράξενη και τεταμένη. Μια ειρήνη που τη διαφύλαττε η τυπικά δημοκρατική κυβέρνηση, η οποία όμως επιβίωνε  με την καταστολή, με τις διώξεις της Αριστεράς και με την ένοπλη βία στις παρυφές της κοινωνίας.

Oι αποκλεισμοί, οι διώξεις και οι εκτοπίσεις αμαύρωσαν τις ζωές σημαντικής μερίδας Ελλήνων τα χρόνια που ακολούθησαν τη λήξη του Εμφυλίου. Ιδιαίτερα οξύ ήταν το πρόβλημα των ορφανών. Το 12% των παιδιών στην Ελλάδα είχε χάσει τον έναν ή και τους δύο γονείς στη διάρκεια του πολέμου ενώ, στα τέλη του 1949, ο αριθμός των ορφανών  της εμφύλιας σύγκρουσης υπολογιζόταν σε 340.000. Το ήδη ασταθές σύστημα κοινωνικής πρόνοιας ήταν αδύνατο να ανταποκριθεί στις προκλήσεις μιας κοινωνίας σημαντικό ποσοστό των παιδιών της οποίας είχαν εγκαταλειφθεί και ήταν απροστάτευτα. Στο οικογενειακό επίπεδο, συγγενείς που θα μπορούσαν σε καλύτερες εποχές να φροντίσουν για τα ορφανά αδυνατούσαν να προσφέρουν βοήθεια και, όπως σημείωναν ξένοι παρατηρητές στην Αθήνα, «η φτώχεια στα χωριά είναι απίστευτη».

Μετά τον πόλεμο και την εμφύλια σύρραξη, πολλές ελληνικές οικογένειες δεν ήταν σε θέση να προσφέρουν τον ίδιο βαθμό προστασίας όπως την περίοδο πριν από τη ναζιστική κατοχή, με αποτέλεσμα το μετεμφυλιακό κράτος να διεκδικήσει για τον εαυτό του το ρόλο του «απόλυτου προστάτη των ελληνοπαίδων». Η εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση μπορούσε να χρησιμοποιεί τα ορφανά ως σύμβολο της αφοσίωσής της στη μάχη κατά του κομμουνισμού. Αυτή η αντίληψη «της ιδιοκτησίας των παιδιών» από τη μεριά του κράτους, μαζί με τον αντικομμουνισμό, ήταν η  ιδεολογική βάση για τις υιοθεσίες από την Ελλάδα με προορισμό τις ΗΠΑ.

Δεδομένου ότι οι κυβερνήσεις της Δεξιάς και του Κέντρου, αλλά και το ΚΚΕ μαζί με τις οργανώσεις της Αριστεράς, δεν διέθεταν πόρους για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες  όλων των παιδιών της «χειμαζόμενης χώρας», αναπτύχθηκαν τρόποι κοινωνικής πρόνοιας που συμβάδιζαν λίγο πολύ με τις  ιδεολογικές τοποθετήσεις των αντιμαχόμενων παρατάξεων. Με τις ευλογίες της βασίλισσας Φρειδερίκης οι βασιλόφρονες και τα αστικά κόμματα  δημιούργησαν τις «παιδουπόλεις» για την προστασία και την εκπαίδευση των ορφανών, ενώ σημαντικός αριθμός παιδιών, με τη βοήθεια των ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού και του ΚΚΕ, εκκενώθηκαν και μεταφέρθηκαν στις χώρες του ανατολικού συνασπισμού -  μια επιχείρηση που η «εθνικόφρων» παράταξη την είχε χαρακτηρίσει «παιδομάζωμα», για να γίνεται ο παραλληλισμός με την εξαναγκασμένη απομάκρυνση των παιδιών των Ελλήνων από τους Τούρκους κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας.  

 

Το αμερικανικό σχέδιο «Θετών Γονέων»

Η ζήτηση για υιοθετημένα παιδιά στις ΗΠΑ αυξήθηκε σημαντικά στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1940, όταν δηλαδή η  Ευρώπη αντιμετώπιζε μια ανυπέρβλητη κρίση, καθώς οι κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών χωρών ήταν υποχρεωμένες να φροντίσουν για τη διατροφή και τη στέγαση εκατομμυρίων ανθρώπων που είχαν ξεριζωθεί από τις πατρογονικές τους εστίες κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και τα δύσκολα χρόνια που επακολούθησαν.

Εκείνη την περίοδο, τα Μαζικά Μέσα Ενημέρωσης στις ΗΠΑ, με κάθε ευκαιρία, αναδείκνυαν τη μοίρα των προσφύγων, με ιδιαίτερη έμφαση στα παιδιά, κάνοντας έκκληση στους αμερικανούς πολίτες να βοηθήσουν όπου μπορούσαν. Η «πολιτιστική εντολή» για αρωγή στους άπορους της Ευρώπης ενισχύθηκε στη διάρκεια των πρώτων ετών του Ψυχρού Πολέμου, με αποτέλεσμα να επηρεαστούν οι μεταναστευτικές πολιτικές και να διαμορφωθούν οι αντιλήψεις της αμερικανικής κοινωνίας για τα απροστάτευτα παιδιά. Τα «ορφανά του πολέμου» έγιναν σύμβολο της «ευρωπαϊκής απελπισίας» που μετατράπηκε σε «κραυγή» για την παροχή βοήθειας από τις ΗΠΑ, με τις αμερικανικές οικογένειες να επιζητούν την υιοθέτηση παιδιών από το εξωτερικό.  

Από την άνοιξη του 1947 έως το καλοκαίρι του 1948, ο Ντουάιτ Γκρίσγουολντ ήταν επικεφαλής του αμερικανικού προγράμματος στρατιωτικής και οικονομικής βοήθειας, διάρκειας ενός έτους, προς την Ελλάδα (AMAG). Μεταξύ των θεμάτων που τον απασχολούσαν τότε ήταν και η τύχη των παιδιών που απειλούνταν με εξαφάνιση. Οι συνομιλίες που είχε με εκπροσώπους των ελληνικών κυβερνήσεων δεν απέκλειαν τον μαζικό εγκλεισμό των εγκαταλελειμμένων παιδιών σε ιδρύματα παιδικής φροντίδας, ενώ παράλληλα ήταν υπό εξέταση και το ενδεχόμενο των υιοθεσιών από οικογένειες στην Ελλάδα.

Στις 25 Ιουνίου 1948, οι Ηνωμένες Πολιτείες εκδίδουν το νόμο περί «εκτοπισμένων ατόμων» (Displaced Persons Act – DPA, νόμος 774). Αυτή η νομοθετική πράξη-ορόσημο προσπαθεί να επιταχύνει τη μεταπολεμική ανοικοδόμηση της Ευρώπης και επιτρέπει να γίνουν δεκτοί στις ΗΠΑ περίπου 400.000 πρόσφυγες για μία περίοδο τεσσάρων ετών. Ο νόμος για τα «εκτοπισμένα άτομα» συμβάλλει στη μετεγκατάσταση στις ΗΠΑ παιδιών που γεννήθηκαν στη Γερμανία και την Αυστρία, οι πατέρες των οποίων ήταν Αμερικανοί. Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, τα ορφανά από την Ελλάδα δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για ειδικές άδειες παραμονής στις ΗΠΑ μέχρι το καλοκαίρι του 1950, όταν ο νόμος 744 παρατείνεται και τροποποιείται. Ο νόμος 555 της 16ης Ιουνίου 1950 επιταχύνει την ανακούφιση των ορφανών πολέμου από πρόσθετες χώρες, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται η Ελλάδα.

Ήδη από τις αρχές του Δεκεμβρίου 1948, καθώς πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, ο μεγάλος δημοσιογραφικός οργανισμός της Αμερικής Newspaper Alliance είχε απευθύνει  έκκληση στους  άτεκνους Αμερικανούς  να σπεύσουν να χαρίσουν στα παιδιά που είχαν χάσει τους γονείς τους  στον πόλεμο «τη ζεστασιά μιας προστασίας», με τη βεβαιότητα ότι θα χάριζαν και οι ίδιοι στον εαυτό τους μια μεγάλη χαρά. «Γιατί ένα παιδί φέρνει πάντοτε σ’ ένα σπίτι την ευτυχία και τον ήλιο...». Το χειμώνα της χρονιάς εκείνης, ενώ ο Εμφύλιος στην Ελλάδα συνεχιζόταν, ο αμερικανικός δημοσιογραφικός οργανισμός ενημέρωνε το ελληνικό κοινό μέσω δημοσιεύματος της εφημερίδας Τα Νέα, ότι επτά χιλιάδες ορφανά πολέμου στην Ευρώπη ανέμεναν  να υιοθετηθούν από Αμερικανούς  με βάση το «Σχέδιο Θετών Γονέων». Τα ορφανά αυτά θα προέρχονταν από την Αγγλία , τη Γαλλία, την Ιταλία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, την Πολωνία και την Τσεχοσλοβακία. «Εις αυτά θα προστεθούν προσεχώς μικρά θύματα του εμφυλίου πολέμου εις την Ελλάδα», σημείωναν Τα Νέα.   

 

Τα μικρά θύματα του Εμφυλίου

Τον Αύγουστο του 1949, κατά τη συζήτηση ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής του Κογκρέσου επί του νομοσχεδίου για τη μετανάστευση στις ΗΠΑ των «εκτοπισμένων προσώπων», ο αντιπρόεδρος της Ελληνικής Περιθάλψεως, Γεώργιος Ξανθάκης, κατέθεσε ότι, στην Ελλάδα, «εκ της δράσεως του συμμοριτισμού υπάρχουν 700 χιλιάδες πρόσφυγες, τριάκοντα χιλιάδες ορφανά ηλικίας κατωτέρας των 18 ετών και άλλα 260 χιλιάδες ημιορφανά  απωλέσαντα έναν εκ των γονέων των». Τότε, ο αντιπρόεδρος της Ελληνικής Περιθάλψεως  είχε κάνει την εισήγηση να δοθεί άσυλο στις ΗΠΑ σε 50 χιλιάδες πρόσφυγες και ορφανά από την Ελλάδα κατά την  επόμενη διετία. Τα έξοδα μεταφοράς θα τα κατέβαλλαν είτε η αμερικανική κυβέρνηση είτε διάφορες φιλανθρωπικές οργανώσεις. Σύμφωνα με τον Ξανθάκη, η Αυστραλία είχε ήδη προσφερθεί να δεχθεί 3.000 έλληνες πρόσφυγες. 

Την περίοδο 1951-52, 1.246 ορφανά ελληνόπουλα, παιδιά και έφηβοι, υιοθετούνται κυρίως από ζευγάρια Ελληνοαμερικανών. Η Επιτροπή των Ηνωμένων Πολιτειών για τη Φροντίδα των Παιδιών της Ευρώπης (USCOM), ένας ημικρατικός  μη κερδοσκοπικός οργανισμός εξουσιοδοτημένος από το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ για τη μετανάστευση των ορφανών από τις ευρωπαϊκές χώρες, είχε εν τω μεταξύ αναγνωρίσει στην ΑΧΕΠΑ (Αμερικανική Ελληνική Εκπαιδευτική Προοδευτική Ένωση) το δικαίωμα να επιληφθεί του ζητήματος των υιοθεσιών από την Ελλάδα. Παρά τα ποικίλα προβλήματα που ανέκυψαν στην πορεία, η ΑΧΕΠΑ, παράλληλα με το άλλο της κοινωνικοεκπαιδευτικό έργο, συνέχισε να λειτουργεί ως ο κύριος δίαυλος μεταφοράς παιδιών στις ΗΠΑ έως τα μέσα της δεκαετίας του 1950, ανεξάρτητα από την USCOM. 

Το 1951, ο σχετικός αμερικανικός νόμος προέβλεπε ρητά ότι μόνο δύο κατηγορίες ορφανών μπορούσαν να μεταναστεύσουν στις ΗΠΑ. Η πρώτη κατηγορία περιλάμβανε 5.000 ορφανά από τη Δυτική Γερμανία, την Αυστρία, την Ιταλία και την Ελλάδα. Τα παιδιά αυτά έπρεπε να είχαν γεννηθεί μετά το 1932 και να είχαν φύγει από τα σπίτια τους λόγω εχθρικής δράσης. Στην κατηγορία αυτή συγκαταλέγονταν και τα ορφανά του ελληνικού Εμφυλίου. Στη δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνονταν άλλα 5.000 παιδιά κάτω των 10 ετών από 18 ευρωπαϊκές χώρες, ανεξάρτητα εάν ήταν θύματα πολεμικής δράσης. Και στις δύο κατηγορίες, πριν δοθεί η άδεια εισόδου στις ΗΠΑ, έπρεπε να έχει προηγηθεί ολόκληρη διαδικασία για να εξακριβωθεί από τις αρμόδιες αμερικανικές αρχές της κάθε πολιτείας όπου διέμενε το ζεύγος που θα είχε την ευθύνη για το ορφανό αν μπορούσε να του προσφέρει υγιεινή και ανθρώπινη ζωή. 

Για τα ορφανά ελληνόπουλα, η ΑΧΕΠΑ έπρεπε να εγγυηθεί ότι θα αναλάμβανε τη συντήρησή τους στην περίπτωση που τα πρόσωπα που είχαν προσφερθεί να τα υιοθετήσουν για οιονδήποτε λόγο δεν ήταν σε θέση να το κάνουν. Όπως είχε επισημάνει τον Οκτώβριο του 1951, σε ομιλία του στην Αθήνα, ο Γεώργιος Πόλος, ένας εκ των ιδρυτών της ΑΧΕΠΑ, χωρίς την εγγύηση της οργάνωσης θα έπρεπε να κατατεθεί εγγύηση 5.000 δολαρίων, πράγμα αδύνατο για τον μέσο έλληνα ομογενή. Η ελληνοαμερικανική οργάνωση επεδίωκε να υιοθετηθούν όλα τα ελληνόπουλα από «ελληνικά σπίτια» και γι’ αυτό ο αριθμός των παιδιών που είχαν μεταναστεύσει ώς τότε στις ΗΠΑ ήταν μικρός. Σύμφωνα με τον Πόλο, η ΑΧΕΠΑ  ζητούσε περίπου 350 δολάρια για τη μετανάστευση του κάθε παιδιού. Από αυτά, 50 δολάρια πήγαιναν στην Οργάνωση Προστασίας, 40 και πλέον δολάρια χρησίμευαν για τα έξοδα των υπαλλήλων της ΑΧΕΠΑ και 10 δολάρια θα πήγαιναν στη δημιουργία ταμείου για τη συντήρηση των παιδιών τα οποία ενδεχομένως να αντιμετώπιζαν δυσκολίες. Επίσης, 40 δολάρια προορίζονταν για την παραμονή των παιδιών σε ένα παιδικό κέντρο στη Νέα Υόρκη για μια εβδομάδα, 35 δολάρια για ρούχα και 50 δολάρια για έξοδα της συνοδού. Η συνοδός, που έπρεπε να κάνει ολόκληρο ταξίδι από τις ΗΠΑ  στην Ελλάδα για να παραλάβει τα ορφανά, έπρεπε να έχει άδεια από την Επιτροπή Εκτοπισμένων Προσώπων και να είναι ειδικά εκπαιδευμένη. Τα υπόλοιπα χρήματα αφορούσαν τα ναύλα.                   

Στις 7 Αυγούστου 1953, ο πρόεδρος Αϊζενχάουερ υπογράφει το νόμο περί Aρωγής των Προσφύγων. Η ισχύς αυτού του νόμου, που ήταν γνωστός και ως «Πρόγραμμα για τα Ορφανά», έληγε στις 31 Δεκεμβρίου 1956. Ο νόμος σηματοδοτούσε την αυξανόμενη τάση να διακρίνονται τα υιοθετημένα παιδιά από άλλους πρόσφυγες και μετανάστες, από τότε μάλιστα εδραιώθηκε η διακρατική υιοθεσία ως εμπιστευτική διαδικασία χωρίς κάποια συγγενική χροιά με «σφραγισμένη» μάλιστα –απόρρητη– αρχειοθέτηση. Σύμφωνα με το «Πρόγραμμα για τα Ορφανά», περισσότερα από 500 παιδιά από την Ελλάδα εισήλθαν στις ΗΠΑ. Ανάμεσά τους και τα δύο κορίτσια Αργυριάδη.

Στις 27 Ιανουαρίου 1954, το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ αναγνωρίζει επίσημα την Επιτροπή Ανακούφισης για τους Πρόσφυγες της ΑΧΕΠΑ (Ahepa Refugee Relief Committee), η οποία, με πρόεδρο τον Λίον Λάμπερσον, ετοιμάζεται να «ενσωματώσει» πολλά παιδιά από την Ελλάδα σε οικογένειες Αμερικανών και Ελληνοαμερικανών. Ο πρόεδρος της ΑΧΕΠΑ επεκτείνει περαιτέρω τη συμμετοχή της οργάνωσης στο πρόγραμμα που προέβλεπε η αμερικανική νομοθεσία του 1953 για τους πρόσφυγες (Refugee Relief Act), δίνοντας προτεραιότητα στις υιοθεσίες δι’ αντιπροσώπου (by-proxy) πριν την αναχώρηση των παιδιών από την Ελλάδα. Άλλοι υψηλόβαθμοι αξιωματικοί της ΑΧΕΠΑ, Έλληνες στην Ελλάδα με δημόσια απήχηση και Ελληνοαμερικανοί στις ΗΠΑ με επιρροή ακολουθούν τα βήματα του Λάμπερσον και ξεκινούν μια προσοδοφόρα επιχείρηση μαύρης αγοράς σε ελληνικές υιοθεσίες, που έχουν «πελάτες» από όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά που προκαλούν ιδιαίτερα το ενδιαφέρον σε ζευγάρια της Ανατολικής Ακτής. 

Στις 5 Οκτωβρίου 1955, η πρώτη μεγάλη ομάδα, περίπου δώδεκα υιοθετημένα παιδιά, αναχωρεί από την Αθήνα με την υποστήριξη της Διεθνούς Κοινωνικής Υπηρεσίας των ΗΠΑ (International Social Service – ISS) και φτάνει αεροπορικώς στη Νέα Υόρκη μέσω Φρανκφούρτης. Η άφιξη της ναυλωμένης πτήσης –Flying Tigers– προηγείται περίπου εννέα μήνες από τις οργανωμένες πτήσεις με ορφανά από την Ελλάδα που είχε προγραμματίσει η ΑΧΕΠΑ. Σύντομα ακολουθούν περισσότερες αφίξεις στην Ανατολική Ακτή, με την «ευγενική χορηγία» της ISS, συνήθως με μικρότερο αριθμό παιδιών για υιοθεσία.

Τον Αύγουστο του 1956, η ΑΧΕΠΑ αποφασίζει να τερματίσει τις εργασίες της Επιτροπής Προσφύγων, έπειτα από τα προβλήματα που προέκυψαν σε ορισμένες περιπτώσεις ελληνικών υιοθεσιών στις ΗΠΑ που, σύμφωνα με τους επικριτές της Επιτροπής και τις κατηγορίες κατά του Λάμπερσον, είχαν σχέση με την κατάχρηση εξουσίας και την εκμετάλλευση των παιδιών σε βαθμό που θα μπορούσε να θεωρηθεί εγκληματικός.  

Επικαλούμενος τον νόμο της 11ης Σεπτεμβρίου 1957 με τον οποίο αυξάνεται το ηλικιακό όριο των ορφανών που γίνονται αποδεκτά στις ΗΠΑ και αθετώντας την απόφαση της ΑΧΕΠΑ για τον τερματισμό των εργασιών της Επιτροπής Ανακούφισης Προσφύγων, ο ανώτατος πρόεδρος της οργάνωσης, Κωνσταντίνος Βερίνης, επαναδιορίζει τον Μιχάλη Τσάπαρη, συνεργάτη του Λάμπερσον στην Αθήνα, ζητώντας του να αναζητήσει «κατάλληλα ορφανά» σε βρεφοκομεία και ιδρύματα, καθώς και σε οικογένειες στην Ελλάδα. Ώς τον Ιούνιο του 1961, όταν έληξε η ισχύς του νόμου του 1957, είχε ολοκληρωθεί η μετεγκατάσταση στη Βόρεια Αμερική άλλων 1.360 παιδιών που είχαν γεννηθεί στην Ελλάδα. 

 

Η μαύρη αγορά βρεφών 

Σύμφωνα με τους ασχολούμενους με τη μαύρη αγορά βρεφών, άνω των 35 εκατομμυρίων δολαρίων διέθεταν κάθε χρόνο οι εμπλεκόμενοι στην αγοραπωλησία παιδιών, που είχε γίνει μια από τις πλέον επικερδείς εμπορικές επιχειρήσεις. Ζεύγη άτεκνων Αμερικανών πλήρωναν για ένα παιδί ποσά κυμαινόμενα από 1.100 έως και 2.500 δολάρια. Το πιο μελανό σημείο στην όλη υπόθεση ήταν ότι τύποι του υποκόσμου ήταν αναμειγμένοι στο εμπόριο αυτό – ήταν τόσο επικερδές. Το εμπόριο βρεφών δεν ήταν βέβαια αποκλειστική υπόθεση των ΗΠΑ, διότι διεξήγετο σε διεθνή κλίμακα, όπως ανέφεραν τα δημοσιεύματα των εφημερίδων. Τουλάχιστον μισή δωδεκάδα χώρες αντιμετώπιζαν το ίδιο με τις ΗΠΑ πρόβλημα. Ανάμεσα τους περιλαμβάνονταν και μερικές από τις μεγαλύτερες χώρες της Ευρώπης.            

Τον Αύγουστο του 1958, ο Γιώργος Δουρής, δημοσιογράφος και μέλος της ΑΧΕΠΑ από τη Νέα Υόρκη, παρουσιάζει  μια πρώτη καταδικαστική έκθεση για τις καταχρηστικές πρακτικές του Λάμπερσον στο συνέδριο της οργάνωσης στη Βοστώνη. Η έκθεση αγνοείται, αλλά ο Δουρής επιμένει, τη στιγμή μάλιστα που μια επίσημη έρευνα για το ζήτημα βρίσκεται σε εξέλιξη: στην έρευνα πρωτοστατεί ο Έρνεστ Μίτλερ.

Ο Μίτλερ ήταν δικηγόρος με  επιβλητική παρουσία. Ως βοηθός εισαγγελέα της Νέας Υόρκης, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, έκανε μια σημαντική μυστική έρευνα για τη μαύρη αγορά μωρών, συχνά εμφανιζόμενος ως υποψήφιος θετός πατέρας. Στα μέσα της δεκαετίας του 1950, υπηρέτησε ως ειδικός σύμβουλος στην υποεπιτροπή της Γερουσίας για τη νεανική παραβατικότητα και συνέβαλε στη δίωξη «διακινητών μωρών» από τον Καναδά και την Καλιφόρνια στη Νέα Υόρκη και στο Νιου Τζέρσεϋ. Από  το 1957, η προσοχή του μετατοπίστηκε στις διακρατικές υιοθεσίες από την Ελλάδα. Έπειτα από διαβούλευση με την Κοινοβουλευτική Μεικτή Νομοθετική Επιτροπή της Νέας Υόρκης για το γάμο και το οικογενειακό δίκαιο, εντόπισε δικηγόρους που εκτελούσαν αυτό που φοβόντουσαν πολλοί αξιωματούχοι, τις  μη  εξουσιοδοτημένες υιοθεσίες από την  Ελλάδα. Έτσι παραβιάζονταν τα υγιή πρότυπα των αναγνωρισμένων οργανώσεων κοινωνικής πρόνοιας, εφόσον επέτρεπαν με συνοπτικές διαδικασίες υιοθεσίες παιδιών από την Ελλάδα έναντι αμοιβής στα βρεφοκομεία ή στις βιολογικές τους μητέρες – πλήρωναν τα ζευγάρια που θα υιοθετούσαν τα παιδιά, παρακάμπτοντας όλες τις σχετικές  διαδικασίες που είχαν σχέση με τη μελλοντική ασφάλειά τους. Κατά την άποψη του Μίτλερ, αυτές οι μορφές υιοθεσίας συνιστούσαν πλήγμα στην αξιοπιστία των ΗΠΑ στο εξωτερικό. «Με την αύξηση του αριθμού των παιδιών που προέρχονται από τα χωριά της Ελλάδας, αρχίζει να φαίνεται ότι συμμετέχουμε σε ένα διεθνές κυνήγι μωρών για να καλύψουμε τις επιθυμίες των αμερικανικών ζευγαριών, πολλές από τις αιτήσεις των οποίων έχουν απορριφθεί από τις κοινωνικές υπηρεσίες των ΗΠΑ», γράφει στην έκθεσή του για το ζήτημα ο Μίτλερ.

Ο Μίτλερ έστρεψε περισσότερο την προσοχή του στους ιδιωτικούς φορείς, όπως το γραφείο του δικηγόρου Λίο Λάμπερσον από την Ιντιάνα.  Ο Λάμπερσον, εκείνη την περίοδο, ενεργώντας, είχε βρει αμερικανούς θετούς γονείς για ορφανά παιδιά από την Ελλάδα. Ο Μίτλερ χαρακτήρισε τον Λάμπερσον «μικροεγκληματία», επειδή είχε εκτίσει ποινή φυλάκισης για κλοπή και λαθρεμπόριο, και τον κατηγόρησε ότι έδωσε παιδιά τυχαία, συχνά σε διαφορετικά ζευγάρια θετών γονέων από αυτά που είχαν αρχικά εγκριθεί από τα ελληνικά δικαστήρια. Ο Μίτλερ απέδωσε την «ύπουλη πρακτική» των ανεξάρτητων υιοθεσιών, όπως αυτές που έκανε ο Λάμπερσον, σε τρεις βασικούς παράγοντες: στην έλλειψη εθνικής εποπτείας από το Γραφείο Παιδιών των ΗΠΑ (Children’s Bureau), στην έλλειψη νομοθεσίας για τις διακρατικές υιοθεσίες που δεν επέτρεπε τον έλεγχο του ρόλου των ιδιωτικών φορέων και στην «απελπιστική φτώχεια» πολλών ελληνικών οικογενειών που τις ανάγκαζε «να εγκαταλείψουν» τα παιδιά τους. Ενώ ο Μίτλερ, με την έκθεσή του, απεικόνισε με ακρίβεια το εύρος του προβλήματος, απέτυχε κατά κάποιον τρόπο να εξετάσει το ενδεχόμενο ότι το ισχύον σύστημα όχι μόνο επέτρεπε στα ιδιωτικά συμφέροντα να παρεισφρέουν στην ευημερία και στα δικαιώματα  των παιδιών, αλλά συχνά έδινε προτεραιότητα σε αυτά τα συμφέροντα.

Ο Λάμπερσον ήταν ένα πολύ καλό παράδειγμα γι’ αυτή την κατάσταση των πραγμάτων. Τις υιοθεσίες παιδιών από την Ελλάδα, για λογαριασμό Ελληνοαμερικανών και Αμερικανών στις ΗΠΑ, τις ξεκίνησε ως πρόεδρος της ΑΧΕΠΑ, εγκεκριμένης εθελοντικής οργάνωσης, πρώτα μέσω της Επιτροπής Εκτοπισμένων (Displaced Persons Commission) και, αργότερα, με τη βοήθεια της Επιτροπής Ανακούφισης Προσφύγων (Refugee Relief Commission). Τόσο ο νόμος για τα εκτοπισμένα άτομα όσο και ο νόμος περί ανακούφισης των προσφύγων επέτρεψαν στην ΑΧΕΠΑ να προχωρήσει σε υιοθεσίες ορφανών από την Ελλάδα που είχαν προορισμό τις ΗΠΑ.  Ο Λάμπερσον, τελικά, μεταπήδησε στο χώρο των «εμπορικών υιοθεσιών». Η εμπειρία του με τους πρόσφυγες στο παρελθόν  τον βοήθησε να προσδώσει νομική εγκυρότητα  στις συχνά παράνομες δραστηριότητές του.

Ωστόσο, παρά τη διεξοδική έρευνα του Μίτλερ για τις διακρατικές υιοθεσίες, η στήριξη της  αμερικανικής κοινής γνώμης αλλά και της πλειοψηφίας των μελών της αμερικανικής Γερουσίας στις «ανεξάρτητες υιοθεσίες», χωρίς τους περιορισμούς και τις γραφειοκρατικές διαδικασίες των εγκεκριμένων φορέων της πολιτείας, είχαν καταστήσει εξαιρετικά δύσκολες τις δικαστικές διώξεις κατά προσώπων όπως ο Λάμπερσον που, για προσωπικό οικονομικό όφελος, είχαν κάνει κατάχρηση του συστήματος. Ουδέποτε απαγγέλθηκαν επίσημα κατηγορίες εναντίον του δικηγόρου από την Ιντιάνα και προέδρου της ΑΧΕΠΑ , ούτε ποτέ του επιβλήθηκε η απαγόρευση  να εμπλέκεται στην «εμπορία μωρών». Μετά τις αιτιάσεις του Μίτλερ, ο Λάμπερσον συνέχισε την καριέρα του ως ειδικός δημόσιος συνήγορος της κομητείας St. Joseph στην πολιτεία της Ιντιάνα, μέχρι να αφυπηρετήσει, στα τέλη της δεκαετίας του 1960.

Η πρακτική των διακρατικών υιοθεσιών μεταξύ Ελλάδας και ΗΠΑ επέτρεψε να δημιουργηθεί ένας χώρος για την ανάπτυξη των εθελούσιων υιοθεσιών.  Αυτό δεν ήταν μόνο αποτέλεσμα της έλλειψης  ομοσπονδιακής νομοθεσίας , όπως υποστήριξε ο Μίτλερ. Σε μεγάλο βαθμό οφειλόταν στο γεγονός ότι ιδιωτικοί οργανισμοί και ιδιώτες είχαν ήδη σημαντική επιρροή στη διαμόρφωση και την εφαρμογή των πολιτικών για την καλή μεταχείριση των παιδιών στις ΗΠΑ. Ωστόσο, η αυξανόμενη δημοτικότητα των ανεξάρτητων υιοθεσιών οδήγησε τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να προστατεύσουν αυτές τις τεχνικά «μη εξουσιοδοτημένες» υιοθεσίες.

Οι θετοί γονείς θεωρούσαν τους εαυτούς τους «πελάτες» οι οποίοι, επιλέγοντας τις υπηρεσίες υιοθεσίας που προτιμούσαν, «αποφάσιζαν με τα δολάριά τους», αντί να υποβληθούν σε ένα δημόσιο σύστημα ελέγχου με αυστηρούς κανονισμούς. Στην πραγματικότητα, αυτή η πρακτική διαιώνιζε  ένα κλιμακωτό σύστημα βασιζόμενο στην ικανότητα των θετών γονέων «να πληρώσουν» και διατηρούσε ένα ασαφές όριο μεταξύ της πώλησης υπηρεσιών για υιοθεσίες και της πώλησης μωρών, μια τάση που παρατηρείται ακόμα και σήμερα στη διεθνή αγορά υιοθεσιών. 

 

Η σύλληψη ενός δικαστή 

Η σύλληψη του επιφανούς μέλους της ΑΧΕΠΑ και  δικαστή της Νέας Υόρκης, Στίβεν Σκόπα, στις 5 Μαΐου 1959, με την κατηγορία της εμπορίας μωρών από την Ελλάδα, έγινε πρωτοσέλιδη είδηση στους  New York Times. Το άρθρο, του Τζακ Ροθ, ενημερωμένο με αποδεικτικά στοιχεία  από την έρευνα του Μιτλερ, ήταν ένα από τα πρώτα δημοσιεύματα στον αμερικανικό Τύπο που αποκάλυπταν το σκάνδαλο των ελληνικών υιοθεσιών στις ΗΠΑ.  Η είδηση κυκλοφόρησε αμέσως στην Ελλάδα, με την ΑΧΕΠΑ και την ελληνοαμερικανική κοινότητα  να βρίσκονται στο στόχαστρο. Ακολούθησαν κι άλλες δημοσιεύσεις για το ίδιο θέμα, όπως η τολμηρή έκθεση του Μίτλερ στην αγγλική γλώσσα, στην κυριακάτικη έκδοση της ελληνοαμερικανικής εφημερίδας Atlantis, σε έξι συνέχειες, από την 1η Νοεμβρίου έως τις 6 Δεκεμβρίου 1959.

Από τον Μάιο έως τον Ιούνιο του 1959 διεξήχθη στη Νέα Υόρκη η δικαστική έρευνα που αφορούσε τις κατηγορίες κατά του Σκόπα. Κατ’ αυτές, ο Σκόπας είχε ενεργήσει, επί πληρωμή για δύο χρόνια, προκειμένου ζευγάρια στη Νέα Υόρκη να υιοθετήσουν νεογνά από την Ελλάδα, χωρίς καμία απολύτως  εξουσιοδότηση. Η κατηγορούσα αρχή υποστήριζε ότι είχε λάβει 75.000 δολάρια από την «πώληση» 30 βρεφών ορφανών πολέμου προερχόμενα από την Ελλάδα. O Σκόπας, ο πρώτος ελληνικής καταγωγής δικαστής της Νέας Υόρκης, λάμβανε 3.500 δολάρια για κάθε βρέφος από διάφορα ζευγάρια Αμερικανών, τα οποία είτε δεν συγκέντρωναν τα απαιτούμενα από το νόμο προσόντα είτε δεν είχαν την υπομονή να περιμένουν την ολοκλήρωση των νόμιμων διατυπώσεων. Ο Σκόπας, 49 ετών τότε, κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων και πριν απαγγελθούν εναντίον του οι κατηγορίες,  παραιτήθηκε από τα δικαστικά καθήκοντά του, έπειτα από σύσταση του δημάρχου της Νέας Υόρκης Ρόμπερτ Βάγκνερ.  Ένα χρόνο αργότερα, οι κατηγορίες κατά του επιφανούς μέλους της ΑΧΕΠΑ  καταρρίφθηκαν και, τον Μάρτιο του 1962, το Εφετείο της Νέας Υόρκης επικύρωσε αυτή την απόφαση. 

Τον Αύγουστο του 1959, έγινε το 37ο συνέδριο της ΑΧΕΠΑ στην Καλιφόρνια. Ένα από τα θέματά του ήταν και η υπόθεση  υιοθεσίας παιδιών από την Ελλάδα η οποία είχε προκαλέσει αναταραχή. Mετά την παραίτηση του Σκόπα από τη θέση του δικαστή της Νέας Υόρκης και τις αποκαλύψεις για το θέμα, η ύπατη Στοά της ΑΧΕΠΑ είχε καταρτίσει ειδική επιτροπή εξέτασης των ευθυνών που ήταν πιθανό να προέκυπταν λόγω των ενεργειών των δύο ύπατων προέδρων της οργάνωσης. Στις ανακρίσεις που είχαν γίνει την εποχή που οι αμερικανικές δικαστικές αρχές εξέταζαν την υπόθεση των υιοθεσιών είχε εξακριβωθεί ότι η ΑΧΕΠΑ δεν έφερε καμία ευθύνη για τις “παρατυπίες” των Λάμπερσον, Σκόπα.  Ωστόσο , η ύπατη Στοά είχε αναθέσει σε εξεταστική επιτροπή να μελετήσει προσεκτικά το όλο ζήτημα. Η επιτροπή ατόνησε λόγω της αδυναμίας των μελών της να κάνουν σοβαρή έρευνα.                  

Σημειώνεται ότι τον Δεκέμβριο του 1962, λίγους μήνες μετά την ολοκλήρωση της δικαστικής έρευνας για τον Σκόπα στις ΗΠΑ, η είδηση για την ανακάλυψη δικτύου εμπορίας παιδιών με κέντρο το βρεφοκομείο του Αγίου Στυλιανού στη Θεσσαλονίκη, σε μεγάλο βαθμό υποβαθμίστηκε από τις ελληνικές εφημερίδες ενώ δεν προξένησε το ενδιαφέρον ούτε των ελληνικών αρχών, παρότι το παράνομο εμπόριο στην Ελλάδα είχε ξεκινήσει με το τέλος του Εμφυλίου. Δύο  χρόνια αργότερα, τον Ιούνιο του 1964, ο διευθυντής και οκτώ υπάλληλοι ή συνεργάτες του ιδρύματος  Άγιος Στυλιανός εμφανίστηκαν ενώπιον του δικαστηρίου με την κατηγορία της  παραποίησης εγγράφων και της κερδοσκοπίας από την πώληση μωρών για υιοθεσία. Παρά τις ομολογίες για τα αδικήματα, επιβλήθηκαν πολύ ελαφρές ποινές και ορισμένοι από τους κατηγορούμενους απαλλάχθηκαν. 

Επισημαίνεται ότι, τον Φεβρουάριο του 1963, ο τρόπος υιοθεσίας στην Ελλάδα, που χαρακτηρίστηκε αναχρονιστικός και απαράδεκτος, αποτέλεσε το αντικείμενο ερώτησης στη Βουλή των βουλευτών της Ένωσης Κέντρου Α. Κοκέβη και Μ. Παπακωνσταντίνου. Οι δύο βουλευτές, επικαλούμενοι και το σκάνδαλο του Αγίου Στυλιανού, τόνισαν ότι ο εφαρμοζόμενος τρόπος οδηγούσε σε υιοθεσίες ασύμφορες για τα υιοθετημένα παιδιά και σε εμπορία βρεφών και απέρριψαν τον ισχυρισμό της κυβέρνησης Κωνσταντίνου Καραμανλή ότι «το θέμα μελετάται γενικώτερον επί διεθνούς επιπέδου επιτροπών». Έκαναν επίσης μνεία των στοιχείων, ότι 4.000 ελληνόπουλα, εξώγαμα και έκθετα, αφήνονταν στην τύχη τους, λόγω εσφαλμένης κάλυψης του θέματος της υιοθεσίας από νομοθετική άποψη. Γι’ αυτό διεκδικούσαν την ψήφιση νόμου για να αλλάξουν τα ισχύοντα.

Ο νόμος 4532, που τελικά ψηφίστηκε στις 17 Αυγούστου 1966, μείωνε το ελάχιστο ηλικιακό  όριο  για υιοθεσίες από έλληνες γονείς από το πεντηκοστό στο τριακοστό πέμπτο έτος της ηλικίας τους και επαναδιατύπωνε την επίσημη προτίμηση της πολιτείας για θετούς γονείς ελληνικής καταγωγής στην περίπτωση υιοθεσιών από το εξωτερικό. Αυτές οι υιοθεσίες έπρεπε να ολοκληρώνονται στο πλαίσιο των κανονισμών που προβλέπονταν από αναγνωρισμένα ιδρύματα ή από επίσημους οργανισμούς. Τέσσερα χρόνια αργότερα, στις 11 Δεκεμβρίου 1970, επί δικτατορίας, το βασιλικό διάταγμα 795 που υπογράφηκε από τον αντιβασιλέα Γεώργιο Ζωϊτάκη όριζε εξουσιοδοτημένες υπηρεσίες, τους οργανισμούς και τα αναγνωρισμένα ιδρύματα μέσω των οποίων έπρεπε να γίνονταν οι διακρατικές υιοθεσίες παιδιών από την Ελλάδα. Οι φορείς αυτοί ήταν το ΠΙΚΠΑ, το Ίδρυμα Μητέρα και τα δημοτικά βρεφοκομεία της Αθήνας, της Πάτρας και της Θεσσαλονίκης.

Σήμερα, επτά δεκαετίες αργότερα, εκατοντάδες ενήλικοι υιοθετημένοι, γεννημένοι στην Ελλάδα, ψάχνουν τις ρίζες τους, με ελάχιστη βοήθεια από το κράτος. Μια επίσημη κρατική μελέτη για ονόματα, καταστάσεις, χαμένα αρχεία, προορισμούς και ειδικά για ευθύνες ακόμα δεν έχει γίνει. Μολονότι η Βαν Στιν προσφέρει όλα τα εργαλεία.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.