Σύνδεση συνδρομητών

Κοινωνικός λειτουργός στην Ελλάδα του εμφυλίου

Τετάρτη, 24 Απριλίου 2024 15:27
Μάρτιος 1947. Παιδιά από το χωριό Σκάφη της Κοζάνης που έχουν επιστρέψει στα σπίτια τους έπειτα από μια περίοδο παραμονής σε ξενώνα. Με το τσιγάρο στο στόμα, ο πρόεδρος του χωριού.
Τσαρλς Σέμερχορν
Μάρτιος 1947. Παιδιά από το χωριό Σκάφη της Κοζάνης που έχουν επιστρέψει στα σπίτια τους έπειτα από μια περίοδο παραμονής σε ξενώνα. Με το τσιγάρο στο στόμα, ο πρόεδρος του χωριού.

Gonda Van Steen (ed.), The Battle for Bodies, Hearts and Minds in Postwar Greece. Social Worker Charles Schermerhorn in Thessaloniki, 1946-1951, Centre for Hellenic Studies, King’s College London, Publication 23, Routledge, London 2024, 284 σελ.

Ο Τσαρλς Σέρμερχορν ήταν ένας αμερικανός κοινωνικός λειτουργός που από το 1946 ώς το 1951, ως απεσταλμένος της Υπηρεσίας Αρωγής και Αποκατάστασης των Ηνωμένων Εθνών (UNRRA), εργάστηκε στην Ελλάδα, τα δύσκολα χρόνια της μεταπολεμικής περιόδου και του αδυσώπητου εμφυλίου. Όσο βάθαινε ο εμφύλιος, με βάση τη Θεσσαλονίκη, και υπό αντίξοες συνθήκες, αποστολή του ήταν η αντιμετώπιση του υποσιτισμού και η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης παιδιών στη Βόρεια Ελλάδα και των οικογενειών τους. Στα απομνημονεύματά του, που εκδίδονται με την επιμέλεια της Γκόντα Βαν Στιν, καταγράφει το κλίμα της εποχής, τις δυσκολίες και τις ελπίδες του, ενώ δεν παραλείπει να σχολιάσει την πολιτική κατάσταση, τον ιδεαλισμό αλλά και τη βία των κομμουνιστών, τη συχνή αδυναμία των ελληνικών δεξιών κυβερνήσεων να παρέμβουν υπέρ των αδυνάτων και την ανικανότητα ή τη διαφθορά στο ελληνικό Δημόσιο. [ΤΒJ]

Αφιερωμένο στη μνήμη της Μάτη Έγκον - Ξυλά (1935-2020)[1],

της οποίας η ευγένεια και η γενναιοδωρία άγγιξαν τόσες πολλές ζωές.

Είθε να συνεχίσεις να περπατάς μέσα στην ομορφιά.

Ο Αμερικανός Τσαρλς Μάξτον Σέρμερχορν (Charles Maxton Schermerhorn, 1901-1965) φοίτησε στο Θεολογικό Σεμινάριο του Princeton στις αρχές της δεκαετίας του 1920 και έγινε κοινωνικός λειτουργός κατά τη δεκαετία του 1930. Το 1946 η Υπηρεσία Αρωγής και Αποκατάστασης των Ηνωμένων Εθνών (UNRRA) τον έστειλε στην Ελλάδα, αλλά λίγο αργότερα προσλήφθηκε από το Ίδρυμα Εγγύς Ανατολής στη Θεσσαλονίκη (Near East Foundation – NEF) και από τη UNICEF (Διεθνές Ταμείο Επείγουσας Βοήθειας των Ηνωμένων Εθνών για τα Παιδιά) , όπου ήταν ο μόνος πολίτης (γηγενής Έλληνας ή ξένος) o οποίος διηύθυνε ανθρωπιστικές εκστρατείες διανομής τροφίμων σε 170 πόλεις και χωριά της βόρειας Ελλάδας που είχαν πληγεί κατά τη διάρκεια του Β΄Παγκόσμιου Πολέμου και, μετά την απελευθέρωση, από τον ελληνικό εμφύλιο. Κατά την επιστροφή του στις ΗΠΑ μετά το 1951 –την εποχή που ο λεγόμενος μακαρθισμός βρισκόταν στο απόγειό του–, ο Σέρμερχορν φέρεται να μπήκε σε «μαύρη λίστα», με αποτέλεσμα να μην μπορεί να εργαστεί στο αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών. Οπότε στη συνέχεια ασχολήθηκε επαγγελματικά ως κοινωνικός λειτουργός στην Καλιφόρνια μέχρι το θάνατό του το 1965.

 

Με πίστη στo New Deal    

Τον Ιούλιο του 2021, μια συζήτηση που ξεκίνησε από τον Ντέιβιντ Σέρμερχορν (David Schermerhorn), τον φίλο του Αντονι Μπερνιέ (Anthony Bernier) και την καθηγήτρια Γκόντα Βαν Στιν (Gonda Van Steen[2]), εστιάστηκε στην επεξεργασία και στην έκδοση των απομνημονευμάτων και του αρχείου του Τσαρλς Σέρμερχορν. Ο Τσαρλς, ή Τσάρλι, εργάσθηκε στην Ελλάδα τα πρώτα κρίσιμα μεταπολεμικά χρόνια, επικεντρώνοντας τις προσπάθειές του στην παροχή βοήθειας στα παιδιά. Ο Ντέιβιντ, ο γιος του Τσαρλς, μοιράστηκε τις ζωηρές εντυπώσεις από τις εμπειρίες του πατέρα του, και σε εκείνη τη συνάντηση του Ιουλίου 2021 ελήφθη η απόφαση για την επεξεργασία και τη δημοσίευση των χειρογράφων του Σέρμερχορν. Λίγο καιρό αργότερα, τα Schermerhorn Papers βρήκαν «φιλόξενο σπίτι» στη Βιβλιοθήκη του  Κρατικού Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας, Σακραμέντο (Συλλογή Τσακόπουλου,  Tsakopoulos Hellenic Collection).

Όπως μας είπε η καθηγήτρια Βαν Στιν, η επιμέλεια του αρχείου του Τσαρλς Σέρμερχορν παρουσίασε μερικές απροσδόκητες προκλήσεις. Το πρώτο μέρος, περίπου το ένα τρίτο του συνόλου των εγγράφων, είναι σε σχετικά καλή κατάσταση και αναφέρεται στο πρώτο πλήρες έτος διαμονής του στην Ελλάδα. Το υπόλοιπο αρχειακό υλικό περιέχει αρκετές επαναλήψεις, μη ενσωματωμένες ημερολογιακές καταχωρίσεις, χειρόγραφες σημειώσεις και προσωπική αλληλογραφία, συμπεριλαμβανομένων των επιστολών που έγραψε η σύζυγος του Τσάρλι, Βάντα (Wanda) –σκόρπια αποσπάσματα από δημόσιες ομιλίες και πιο επίσημες δημοσιεύσεις– και άλλο ακατέργαστο υλικό, όπως παραφρασμένες αναφορές για την αποστολή του στην Ελλάδα.

Το βιβλίο που κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο Routledge εξετάζει μια μοναδική κρίση στα μέσα του εικοστού αιώνα με πολυδιάστατες εκφάνσεις, ως μια ηθική, υλική, κοινωνική και θεσμική καταστροφή που κινητοποίησε μια ετερόκλητη ομάδα δρώντων, από νέες οργανώσεις ανθρωπιστικής βοήθειας μέχρι εκπροσώπους του Τύπου, από ένστολους των ενόπλων δυνάμεων μέχρι εξαθλιωμένους παλιννοστούντες πρόσφυγες, από νεόκοπους σύγχρονους ιεραπόστολους μέχρι ξένους διπλωμάτες και ειδήμονες οικονομολόγους. Το σημαντικό επίτευγμα του Σέρμερχορν ήταν η αλληλεπίδραση που είχε με όλους αυτούς, αναζητώντας κοινό έδαφος στο δύσκολο έργο της προσπάθειας να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης των παιδιών και των αγροτικών οικογενειών στην Ελλάδα. Σε αυτή την προσπάθεια, ο Σέρμερχορν συνειδητοποίησε επίσης ότι η εξωτερική βοήθεια μπορούσε εύκολα να γίνει εργαλείο πολιτικής εξουσίας και σκοπιμότητας.

Ο Τσαρλς Μάξτον Σέρμερχορν, αμερικανός κοινωνικός λειτουργός με έντονη πίστη και δέσμευση στα ιδανικά του New Deal του Ρούζβελτ, είχε αναλάβει την αποστολή να βοηθήσει τους φτωχούς αγροτικούς πληθυσμούς κυρίως της βόρειας Ελλάδας μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτή η περιοχή αντιμετώπιζε ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες, που τις προκαλούσαν προβλήματα όπως η αποδημία, η βία και η οικονομική κατάρρευση λόγω της Κατοχής και του εμφυλίου. Ο Σέρμερχορν έφτασε στη χώρα το 1946, όταν οι αγρότες ζούσαν σε ακραία φτώχεια, χωρίς προοπτικές για το μέλλον. Αντιλήφθηκε αμέσως τη δύσκολη κατάσταση των παιδιών στα χωριά, για τα οποία τα χρόνια του εμφυλίου ήταν ιδιαίτερα δύσκολα. Πολλοί αγρότες –Μικρασιάτες πρόσφυγες στην πλειονότητά τους–, για να αποφύγουν την έμφυλη βία, είχαν ξαναγίνει και πάλι πρόσφυγες –«εσωτερικοί πρόσφυγες» αυτή τη φορά–, αναζητώντας την ασφάλεια στις πόλεις.

γκοντα3

Με επίκεντρο τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο, τα απομνημονεύματα του Σέρμερχορν  που επιμελήθηκε η καθηγήτρια Βαν Στιν παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για αυτούς που μελετούν τον Ψυχρό Πόλεμο, τις θερμές περιφερειακές ζώνες των πολέμων «δι’ αντιπροσώπων» και τις καταστροφικές κοινωνικές επιπτώσεις των συγκρούσεων που μαίνονται σε περιοχές κρυμμένες από τη δημόσια θέα. Η παγκόσμια ιστορία των ανθρωπιστικών κρίσεων είναι ένα αναπτυσσόμενο πεδίο έρευνας. Και όσον αφορά τα καθ΄ ημάς, ο Σέρμερχορν ήταν ο πρώτος που τοποθέτησε τα παιδιά και τους αγρότες της Ελλάδας, οι οποίοι άφησαν πίσω τους ελάχιστες προσωπικές αφηγήσεις για τα δρώμενα και τις αντιξοότητες της περιόδου, στο επίκεντρο αυτής της επείγουσας και πάντα επίκαιρης συζήτησης.

Ο Σέρμερχορν έμεινε πέντε χρόνια στην Ελλάδα. Πρώτα εργάστηκε για την ελληνική αποστολή της UNRRA στην Πελοπόννησο, με έδρα την Καλαμάτα. Στη συνέχεια ανέλαβε περιφερειακός προϊστάμενος για την πρόνοια στην Αθήνα ώς το τέλος του 1946, όταν η UNRRA στην Ελλάδα διαλύθηκε. Στη συνέχεια, προσελήφθη από τον Λερντ Άρτσερ του Ιδρύματος Εγγύς Ανατολής (NEF) για να διευθύνει τη λειτουργία ενός παιδικού ξενώνα στη Φλώρινα, κοντά στα τότε γιουγκοσλαβικά σύνορα. Του ανατέθηκε επίσης να ολοκληρώσει και να επιβλέψει τη λειτουργία των λεγόμενων «ελβετικών στρατώνων» κοντά στη Βέροια, όπου θα φιλοξενούνταν επιπλέον 600 παιδιά, θύματα του πολέμου. Ο Σέρμερχορν μετέφερε την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη και έκανε τακτικά ταξίδια με τζιπ στη Φλώρινα. Πήγαινε επίσης στα ορεινά χωριά με φορτηγό ή μουλάρι, αν οι δρόμοι ήταν αδιάβατοι, για να εντοπίσει παιδιά που υποσιτίζονταν, προσπαθώντας να τα μεταφέρει στον ξενώνα της Φλώρινας. Εν τω μεταξύ, ο εμφύλιος μαινόταν, όλο και πιο θανατηφόρος.

Το χάος του εμφυλίου πολέμου δεν επέτρεψε να χρησιμοποιηθούν ποτέ οι Ελβετικοί Στρατώνες (Swiss Barracks). Ωστόσο, ώς τα μέσα του 1947, ο ξενώνας στη Φλώρινα συνέχισε να λειτουργεί και εκατοντάδες παιδιά από τα φτωχότερα χωριά διασώθηκαν από την πείνα. Στη συνέχεια, ο κλιμακούμενος εμφύλιος κατέστησε αδύνατη τη συνέχιση του προγράμματος του ξενώνα. Τότε ο Σέρμερχορν, από αγάπη για τον ελληνικό αγροτικό πληθυσμό, πήγε να εργαστεί για το νεοσύστατο
Διεθνές Ταμείο Εκτάκτου Ανάγκης των Ηνωμένων Εθνών για τα Παιδιά (UNICEF), ως διαχειριστής για τη Βόρεια Ελλάδα. Τα επόμενα δύο χρόνια, έζησε τις πιο σκοτεινές ώρες της εμφύλιας εμπόλεμης σύγκρουσης. Με τη βοήθεια αξιωματικών του στρατού, τοπικών αξιωματούχων, επισκόπων, ιερέων, προέδρων χωριών και γονιών δημιούργησε κέντρα για τη σίτιση 350.000 παιδιών στη Μακεδονία, με τρόφιμα που προμηθεύονταν από τα κράτη-μέλη των Ηνωμένων Εθνών.

Ως εκπρόσωπος της UNRRA, ο Σέρμερχορν αντιμετώπισε σοβαρές δυσκολίες στις προσπάθειές της να ανακουφίσει πληθυσμούς θύματα των πολέμων. Οι δυσκολίες αυτές προέκυπταν από τις πολύπλοκες και ασταθείς συνθήκες που επικρατούσαν. Η Ελλάδα βίωνε πολιτική αναταραχή, με το ξέσπασμα του ελληνικού εμφυλίου πολέμου το 1946. Η σύγκρουση μεταξύ κομμουνιστικών και αντικομμουνιστικών δυνάμεων προσέθεσε ένα επιπλέον επίπεδο πολυπλοκότητας στις επιχειρήσεις της UNRRA. Ο οργανισμός έπρεπε να κινηθεί προσεκτικά στο πολιτικό τοπίο για να διασφαλίσει την αποτελεσματική και αμερόληπτη διανομή της βοήθειας, παρά τις φατρίες εντός της χώρας.

Γράφει ο Σέρμερχορν:   

Ένα βράδυ στο Λονδίνο μίλησα με έναν αξιωματούχο της UNRRA που είχε ταξιδέψει σε όλη την Ευρώπη με εποπτική ιδιότητα. Μου περιέγραψε μια πολύ αποθαρρυντική εικόνα και μου πρότεινε να κανονίσω να με στείλουν αμέσως πίσω στην πατρίδα. Προέβη σε διάφορους ισχυρισμούς: οι Βρετανοί και οι Ρώσοι χρησιμοποιούσαν τις προμήθειες της UNRRA για να νικήσουν ή να επιβάλουν πολιτικό κύρος ή πλεονέκτημα οπουδήποτε στην Ευρώπη – έβλεπαν τους Αμερικανούς ως κορόιδα. Στην Ελλάδα, τα τρόφιμα σάπιζαν στις αποβάθρες αντί να δίνονται σε ανθρώπους που θα μπορούσαν να αντιταχθούν στους βασιλικούς οι οποίοι υποστηρίζονταν από τους Βρετανούς. Οι μαύρες αγορές τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ιταλία ήταν γεμάτες από προμήθειες της UNRRA, ενώ οι άνθρωποι εκτός της πρωτεύουσες λιμοκτονούσαν. Η UNRRA ήταν διοικητικά επιβαρυμένη παντού. Το μεγαλύτερο μέρος του προσωπικού στην Αθήνα και στη Ρώμη αρνιόταν να πάει στις επαρχίες όπου η ζωή ήταν δύσκολη. Προτιμούσαν να παραμείνουν στις πρωτεύουσες όπου οι εργάσιμες ημέρες ήταν σύντομες και η ζωή πιο ευχάριστη. Οι επαρχίες στερούνταν προσωπικού, διοικητικών εφοδίων και βασικών μέσων μεταφοράς, ενώ οι πρωτεύουσες διέθεταν άφθονα οχήματα για να μεταφέρουν το προσωπικό από και προς τα γραφεία τους και να το πηγαίνουν σε ταξίδια αναψυχής. Το Αρχηγείο δεν ενδιαφερόταν για τα προβλήματα των υπηρεσιών αρωγής της UNRRA στις επαρχίες, όπου οι εργαζόμενοι δούλευαν 17 ώρες την ημέρα, 7 ημέρες την εβδομάδα. Αλλά αυτός ο αξιωματούχος της UNRRA παραδέχτηκε ότι ήταν δυνατόν να κάνει κανείς καλή δουλειά, αν ήταν αποφασισμένος.

Και συνεχίζει:

Μίλησα επίσης με αρκετούς αμερικανούς αξιωματικούς του στρατού που επέστρεφαν στις Ηνωμένες Πολιτείες μετά τη θητεία τους στην Ευρώπη. Όλοι τους ήταν πλήρως απογοητευμένοι με οτιδήποτε αφορούσε τη μεταπολεμική αναδιοργάνωση στην Ευρώπη. Επίσης χλεύαζαν κάθε μορφή ιδεαλισμού, πεπεισμένοι ότι η Ρωσία και η Μεγάλη Βρετανία έπαιζαν παιχνίδια εξουσίας. Οι αμερικανικές αρχές, ισχυρίζονταν, παραπατούσαν σαν τυφλοί σε ένα σοκάκι, προσπαθώντας κυρίως να βοηθήσουν τη Βρετανία να παίξει το παιχνίδι της. Όλη αυτή η κριτική δεν με ενοχλούσε ιδιαίτερα. Ήμουν πεπεισμένος ότι ο Θεός με είχε επιλέξει να κάνω μια δουλειά στην Ελλάδα και ότι θα  έστρωνε τον δρόμο  μου χωρίς προσκόμματα.[3]

Ο όλεθρος που προκάλεσε ο πόλεμος είχε αφήσει στην Ελλάδα κατεστραμμένες υποδομές, γεγονός που δυσχέραινε την αποτελεσματική μεταφορά και διανομή οποιασδήποτε βοήθειας από όπου και αν προερχόταν. Οι απομακρυσμένες και πληγείσες από τον πόλεμο περιοχές δημιουργούσαν ιδιαίτερες υλικοτεχνικές προκλήσεις, απαιτώντας καινοτόμες λύσεις για να φτάσει η βοήθεια σε όσους την είχαν ανάγκη. Οι οργανώσεις παροχής βοήθειας είχαν να αντιμετωπίσουν την έλλειψη υποδομών μεταφοράς, κατεστραμμένους δρόμους και άλλα εμπόδια που δυσχέραιναν την έγκαιρη παράδοση των προμηθειών αρωγής. Υπήρχε μεγάλη ανάγκη για την παροχή άμεσης ανακούφισης με τη μορφή τροφίμων και στέγης, αλλά και  για βιώσιμες λύσεις για την επανεγκατάσταση και την επανένταξη των εκτοπισμένων και των προσφύγων στο κοινωνικό σύνολο.

Η Ελλάδα, εκτός των άλλων, ήταν ευάλωτη και σε εκτεταμένες ασθένειες λόγω των ανθυγιεινών συνθηκών και της ανυπαρξίας υπηρεσιών υγείας. Έπρεπε να εφαρμοστούν προγράμματα υγείας κατά της εξάπλωσης των ασθενειών, για την παροχή ιατρικής βοήθειας και τη βελτίωση της υγιεινής. Απαιτούνταν συντονισμένες προσπάθειες και πόροι. Η άμεση ανάγκη για ανθρωπιστική βοήθεια ήταν τεράστια και οι οργανώσεις αρωγής έπρεπε να ιεραρχήσουν τις παρεμβάσεις του με βάση τους διαθέσιμους πόρους. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να ληφθούν δύσκολες αποφάσεις για το πού και το πώς θα δινόταν η βοήθεια ώστε να έχει το μεγαλύτερο δυνατό αντίκτυπο. Τελικά, πάντως, το έργο της UNRRA και της UNICEF, αλλά και της NEF, συνέβαλε καθοριστικά στην αποτροπή μιας ανθρωπιστικής καταστροφής και έθεσε τις βάσεις για την ανάκαμψη της χώρας. Η ικανότητα των οργανώσεων παροχής βοήθειας να ελίσσονται στην πολύπλοκη πολιτική κατάσταση, να ξεπερνούν τα υλικοτεχνικά εμπόδια και να αντιμετωπίζουν τις πολύπλευρες ανάγκες του πληθυσμού έδειξε τη σημασία της διεθνούς συνεργασίας και των ανθρωπιστικών προσπαθειών σε μετασυγκρουσιακά περιβάλλοντα.

Για όλα αυτά, είναι σημαντική η μαρτυρία του Σέρμερχορν σε μια καταγραφή, στα τέλη του 1946:  

Ο λαός είχε λεηλατηθεί πρώτα από τους Γερμανούς και αργότερα από τον ΕΛΑΣ. Ή είχαν αναγκαστεί να πουλήσουν περιουσιακά στοιχεία και αγαθά απλά και μόνο για να έχουν χρήματα να αγοράσουν τρόφιμα σε υπερβολικές τιμές στη μαύρη αγορά. Σχεδόν κάθε οικογένεια είχε αναγκαστεί να αναζητήσει και να αρπάξει κάθε δυνατό πόρο προκειμένου τα μέλη της να παραμείνουν ζωντανά, καταστέλλοντας κάθε πειρασμό να σκεφτεί κανείς την ευημερία οποιουδήποτε άλλου. Επίσης, η κατάσταση επιδεινώθηκε από την προπαγάνδα που οι Σύμμαχοι είχαν διακινήσει στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της Κατοχής: είχαν υποσχεθεί ότι, μόλις έφταναν, θα έφερναν τρόφιμα, ρούχα και προμήθειες. Σε επαρκείς ποσότητες για να καλυφθούν οι ανάγκες όλων. Αλλά ποτέ δεν υπήρχαν επαρκή αποθέματα για να εξασφαλιστεί ένα γενικό συσσίτιο για τον πληθυσμό. Εξάλλου, οι μεταφορές δεν επαρκούσαν για να σταλεί ένα δίκαιο μερίδιο των προμηθειών στις απομακρυσμένες περιοχές.[4]

 

«Δεν υπάρχει ελληνική κυβέρνηση»

Το έργο του Σέρμερχορν στην Ελλάδα διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη διάσωση και στη βελτίωση της ζωής των παιδιών, από τα πιο ευάλωτα θύματα της καταστροφής μετά τον Πόλεμο. Ως εκπρόσωπος οργανώσεων παροχής βοήθειας υλοποίησε μια σειρά. Σε μια καταγραφή του Μαΐου 1947, υπογραμμίζει στο ημερολόγιό του:

Δεν υπάρχει ελληνική κυβέρνηση. Υπάρχουν μόνο μια χούφτα πλούσιοι παλιοί πολιτικοί που προσπαθούν μανιωδώς να κρατηθούν στην εξουσία και να στείλουν τα χρήματά τους σε κάποια ξένη χώρα. Εμείς λειτουργούμε τους ξενώνες της ΝΕF, εμείς ταΐζουμε τα παιδιά, αλλά είναι μια τραγική επιχείρηση: δύο μήνες μετά την επιστροφή στα σπίτια τους, αυτά τα παιδιά βρίσκονται στην ίδια κατάσταση όπως όταν πρωτοήρθαν. Έχω ταξιδέψει εκατοντάδες χιλιόμετρα σε όλη τη βόρεια Ελλάδα, μακριά από χαραγμένους δρόμους και έχω δει μερικά τραγικά πράγματα. Η κατάσταση επιδεινώνεται γρήγορα, σύντομα θα είναι τόσο άσχημη όσο όταν έφτασε η UNRRA. Αμερική και Βρετανία, με τον παραλυτικό φόβο τους για τη Ρωσία, υποστηρίζουν μια εγκληματική κυβέρνηση, έτσι ρίχνουν την Ελλάδα στην αγκαλιά των κομμουνιστών.[5]

Ο Σέρμερχορν και οι συνεργάτες του έβλεπαν τα ελληνόπουλα κατά κάποιον τρόπο ως «άδεια δοχεία», ευγνώμονα υποκείμενα σωτήριας δράσης που έπρεπε αναγκαστικά να έρθει απ’ έξω. Τα παιδιά αυτά πληρούσαν τις προϋποθέσεις «ευγενούς θυματοποίησης», περισσότερο από τους γονείς τους που ήταν και αυτοί θύματα. Η προστασία τους, εκτός των άλλων, έδινε ελπίδα για το μέλλον. Η μοίρα των παιδιών, επομένως, αποτελούσε παγκόσμια ευθύνη. Όσο για τον Σέρμερχορν, εξακολουθούσε να βλέπει αυτό το καλύτερο μέλλον ως άρρηκτα συνδεδεμένο με το στόχο των ΗΠΑ να διασωθούν όσο το δυνατόν περισσότερα παιδιά. Αλλά ήταν και προσωπικό του στοίχημα, γι’ αυτό και ο ίδιος πραγματοποίησε προσωπικές διασώσεις, όπως όταν η οικογένειά του υιοθέτησε ανεπίσημα μια ομάδα ελληνόπουλων.

Τα προγράμματα σίτισης παιδιών του Σέρμερχορν αποτέλεσαν στοιχείο μιας πολύ ευρύτερης εικόνας των προσπαθειών ανθρωπιστικής βοήθειας και ανασυγκρότησης, με πολύπλοκες κοινωνικές, πολιτιστικές, ιστορικές και πολιτικές προϋποθέσεις. Παρά τις ελλείψεις της, τα αποτελέσματα της εργασίας του Σέρμερχορν και των συνεργατών του στη χώρα μας αποδεικνύουν ότι η βοήθεια ήταν εφικτή.

Ίσως το πιο σημαντικό πρόβλημα των παιδιών στη μεταπολεμική Ελλάδα ήταν ο υποσιτισμός. Τα προγράμματα διανομής τροφίμων αποσκοπούσαν στην παροχή βασικής διατροφής για την πρόληψη και τη θεραπεία του. Η UNRRA  μοίραζε κυρίως γάλα, εμπλουτισμένα δημητριακά και άλλα θρεπτικά εφόδια για να διασφαλίσει ότι τα παιδιά λάμβαναν τα ζωτικά θρεπτικά συστατικά που ήταν απαραίτητα για την ανάπτυξή τους. Επίσης, η UNRRA εργάστηκε για τη δημιουργία και την υποστήριξη εγκαταστάσεων υγειονομικής περίθαλψης, συμπεριλαμβανομένων κλινικών και νοσοκομείων, με έμφαση στην παιδιατρική περίθαλψη. Η οργάνωση παρείχε φάρμακα, ιατρικό εξοπλισμό και εκπαιδευμένους επαγγελματίες υγείας για να διασφαλίσει την ολοκληρωμένη φροντίδα των παιδιών.

Επίσης, πολλά παιδιά στην Ελλάδα είχαν μείνει ορφανά ή είχαν χωριστεί από τις οικογένειές τους λόγω του πολέμου. Η UNRRA ανέλαβε τη φροντίδα των ορφανών παιδιών, δημιουργώντας ορφανοτροφεία και παρέχοντας ουσιαστική υποστήριξη. Καταβλήθηκαν προσπάθειες για τον εντοπισμό και την επανένωση των οικογενειών, όποτε αυτό ήταν δυνατό, και όταν η επανένωση δεν ήταν δυνατή η οργάνωση εργάστηκε για να διασφαλίσει τη φροντίδα και την προσοχή στα ορφανά.

Προτεραιότητα για την UNRRA συνιστούσε η προληπτική υγειονομική περίθαλψη, συμπεριλαμβανομένων των προγραμμάτων εμβολιασμού. Επίσης, εκτός από τη γενική διανομή τροφίμων, η UNRRA υλοποιούσε συχνά στοχευμένα προγράμματα διατροφικής υποστήριξης για βρέφη και μικρά παιδιά. Αυτή η προσπάθεια περιελάμβανε την παροχή βρεφικών τροφών, συμπληρωμάτων διατροφής και εξειδικευμένη φροντίδα για έγκυες και θηλάζουσες μητέρες. Η οργάνωση αντιμετώπιζε παράλληλα τις βασικές ανάγκες των παιδιών παρέχοντας ένδυση και στέγη. Η εξασφάλιση ότι τα παιδιά είχαν επαρκή ρουχισμό για τις διάφορες καιρικές συνθήκες και πρόσβαση σε ασφαλή στέγαση ήταν απαραίτητη για τη συνολική ευημερία τους.

Συνοπτικά, η UNRRA αντιμετώπιζε τις άμεσες ανάγκες σε τρόφιμα, υγειονομική περίθαλψη και στέγη, ενώ παράλληλα επικεντρωνόταν στη μακροπρόθεσμη ευημερία των παιδιών μέσω της εκπαίδευσης, της ψυχοκοινωνικής υποστήριξης και των προσπαθειών επανένωσης των οικογενειών.

 

«Ευγένεια, καλοσύνη, θάρρος και πίστη»   

Ο Σέρμερχορν ήταν αποφασισμένος να αναδείξει την ανθεκτικότητα των Ελλήνων που αγωνίζονταν να επιβιώσουν με περιορισμένους πόρους σε έναν πολιτικά περίπλοκο χώρο. Προσέγγισε κριτικά και τη διακυβέρνηση της χώρας και την κομμουνιστική βία στην ύπαιθρο, εκφράζοντας την αμφιβολία του για τη διαδικασία ελέγχου της  διανομής βοήθειας σε αυτούς που την είχαν ανάγκη. Γράφει:

Έπειτα από ένα μήνα στην Ελλάδα, είχα αρχίσει να αγαπώ τους ανθρώπους. Θαύμαζα το θάρρος, την ευγένεια και την αποφασιστικότητά τους να προωθήσουν τα καλά πράγματα της ζωής. Ένιωθα απόλυτη οικειότητα ακόμη και όταν καθόμουν σε ένα τραπέζι για καφέ με μια παρέα που δεν μιλούσε αγγλικά. Μου φάνηκε ότι ήταν περισσότερο φυσιολογικό για μένα να βρίσκομαι στη Σπάρτη παρά στην Ουάσιγκτον. Πριν φύγω από τις ΗΠΑ, είχα πει ότι ήθελα να γνωρίσω και να καταλάβω τον ελληνικό λαό. Είχα σκεφτεί ότι αυτό θα απαιτούσε χρόνο και προσπάθεια και μελέτη και ανοχή. Αλλά η γλώσσα της συντροφικότητας είναι τόσο απλή και φυσική και η κατανόηση ήρθε γρήγορα. Ώς το τέλος του πρώτου μήνα, είχα έλληνες φίλους στην Αθήνα, στην Καλαμάτα και στη Σπάρτη των οποίων την παρέα απολάμβανα. Υπήρχαν εκείνοι που περιφρονούσαν τους Έλληνες και δεν προσπαθούσαν να κρύψουν τα συναισθήματά τους, άλλοι υιοθετούσαν το πατρονάρισμα των επαγγελματιών καλοθελητών. Αυτοί οι άνθρωποι είχαν λίγη ικανοποίηση από τη δουλειά τους ή από το χρόνο τους στην Ελλάδα, και τους λυπήθηκα. Οι ανάγκες ήταν πολύ μεγάλες. Εκατοντάδες χωριά είχαν καεί, σχεδόν όλη η βιομηχανία, οι μεταφορές, και η επικοινωνία είχαν καταστραφεί. Αλλά υπήρχε ευγένεια, καλοσύνη, θάρρος, και πίστη. Υπό το πρίσμα αυτών των θαυμάσιων ιδιοτήτων, οι μύγες στη σούπα ή οι κοριοί στο κρεβάτι, ή τα καθυστερημένα τηλεφωνήματα, ή οι δύσβατοι δρόμοι, όλα αυτά, ήταν λεπτομέρειες.[6]

Πάντως, ο Σέρμερχορν δεν είχε τα ίδια καλά αισθήματα για τις κρατικές δομές. Είχε καταλάβει καλά ότι οι εκπρόσωποι των δημόσιων ιδρυμάτων αδυνατούσαν να επιλύουν τα προβλήματα που πολλές φορές οι ίδιοι προκαλούσαν. Επίσης, αντιλήφθηκε γρήγορα τα δεδομένα της εποχής. Όπως πολλοί από τους σύγχρονούς του, δεν είχε προβλέψει ότι η ανάγκη ανθρωπιστικής βοήθειας θα είχε ακόμα πιο επείγουσα σημασία στα τέλη της δεκαετίας του 1940 παρά τους μήνες μετά την απελευθέρωση. Οι Γερμανοί εγκατέλειπαν τον ελλαδικό χώρο από τον Οκτώβριο του 1944, αλλά στη χώρα είχαν μείνει οι βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις ώς την άνοιξη του 1947, όταν το Δόγμα Τρούμαν σημάδεψε τη «μεταβίβαση» της Ελλάδας από τη βρετανική στην αμερικανική επιρροή. Παράλληλα, μια σειρά από κυβερνήσεις, υπηρεσιακές ή προσωρινές αλλά πάντως συντηρητικές, προσπαθούσαν να αποκαταστήσουν την τάξη σε μια κατεστραμμένη και διχασμένη χώρα.

Τον Δεκέμβριο 1947, το ελληνικό κράτος του οποίου ηγούντο κυβερνήσεις της Δεξιάς απαγόρευσε επίσημα το Κομμουνιστικό Κόμμα και εντατικοποίησε τις αντικομμουνιστικές διώξεις. Η ελληνική κομμουνιστική Αριστερά είχε αποκτήσει μια ευρεία βάση λαϊκής υποστήριξης στις αρχές της δεκαετίας του 1940, όταν οι δυνάμεις της και οι συμπορευόμενες με αυτές οργανώσεις είχαν ηγηθεί της αντίστασης κατά των ναζί. Ωστόσο, αυτή η υποστήριξη ατόνησε στη διάρκεια του εμφυλίου, όταν οι κομμουνιστές αντάρτες κατέφυγαν στη λεηλασία για να επιβιώσουν, αλλά και σε θανάσιμες τρομοκρατικές τακτικές.

Οι κυβερνήσεις στην Αθήνα δημιούργησαν κέντρα ασφαλείας κατά τη διάρκεια της εμφύλιας σύρραξης στις πόλεις της βόρειας Ελλάδας. Στόχος ήταν να εκκενωθούν τα χωριά τα οποία χρησίμευαν ή θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως βάσεις εφοδιασμού για τους κομμουνιστές αντάρτες. Οι «ανταρτόπληκτοι» ή «συμμοριόπληκτοι» χωρικοί, όπως αποκαλούνταν, ήταν υπό την προστασία των επιτρόπων του Ταμείου της Βασίλισσας Φρειδερίκης, το οποίο διαχειριζόταν ένα δίκτυο τοπικών επιτροπών. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίο, αυτοί οι επίτροποι ήταν συνήθως οι πρώτες επαφές του Σέρμερχορν ο οποίος δεν φάνηκε εντυπωσιασμένος από τις ικανότητες και την αποτελεσματικότητα των περισσότερων απ’ αυτούς.

Η λεηλασία της υπαίθρου από τους κομμουνιστές εντάθηκε τον Ιούλιο του 1949, όταν ο στρατάρχης Τίτο έκλεισε τα ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα. Ήταν ένα ισχυρό πλήγμα για τον Ελληνικό Δημοκρατικό Στρατό, ο οποίος είδε τη λογιστική του υποστήριξη να περιορίζεται δραματικά. Αλλά ακόμη και πριν απ’ αυτό το σημείο ανατροπής, ο Σέρμερχορν είχε παρατηρήσει ιδιαίτερα την καταστροφή που είχαν προκαλέσει οι κομμουνιστές, για παράδειγμα, στην πόλη της Νάουσας, τον Ιανουάριο του 1949. Στα απομνημονεύματά του αναφέρεται στις μάχες του Γράμμου και του Βίτσι από τα μέσα Ιουνίου ώς το τέλος Αυγούστου 1949, αλλά δεν επικεντρώνεται ιδιαίτερα στην παύση των εχθροπραξιών – απόδειξη ότι το πραγματικό τέλος του εμφυλίου δεν ήταν τόσο εύκολα αναγνωρίσιμο τότε, όσο είναι για τους μεταγενέστερους παρατηρητές με το πλεονέκτημα της ύστερης γνώσης.

Ο υποστηριζόμενος από τις ΗΠΑ Εθνικός Στρατός είχε εμπλακεί στις τελικές και νικηφόρες επιχειρήσεις του εναντίον του κομμουνιστικού Δημοκρατικού Στρατού με αποτέλεσμα να προκληθούν ξανά καταστροφές στη βόρεια Ελλάδα. Ο Σέρμερχορν κριτικάρει τα δίκτυα βοήθειας και διανομής τροφίμων, τα οποία η σύγκρουση είχε αφήσει ακόμη πιο αδύναμα, καθώς και την τοπική διαφθορά, τη γραφειοκρατία και την εμφανή αντικομμουνιστική προπαγάνδα. Δεν φείδεται κριτικής για την ανώτερη ηγεσία της UNRRA και δεν κρύβει τη δυσαρέσκειά του, π.χ., για το γεγονός ότι μεγάλες ποσότητες τροφίμων, ρουχισμού και άλλων βασικών ειδών απέμεναν να σαπίζουν σε ελληνικές αποθήκες επί μήνες ή και επί χρόνια μετά την άφιξή τους. Ορισμένα από τα τρόφιμα  πήγαν τελείως χαμένα ενώ οι άνθρωποι πεινούσαν και ανθούσε η μαύρη αγορά.

Πολλοί αξιωματούχοι με ενεργό ρόλο στη διανομή της ανθρωπιστικής βοήθειας την προσέφεραν με πολιτική υστεροβουλία, σε βάρος των διασυνδεδεμένων οικογενειών με την Αριστερά – ή αυτών που εκτιμούνταν ότι είχαν διασύνδεση με την Αριστερά. Οι ανισότητες στη διανομή της βοήθειας προκάλεσαν συναισθηματικού τύπου αντιδράσεις, τις οποίες εκμεταλλεύτηκαν επικοινωνιακά οι κομμουνιστές. Συνεχείς φόβοι ότι τα αμερικανικά τρόφιμα θα κατέληγαν στην ελληνική μαύρη αγορά, καθώς και περιοδικές αναφορές γι' αυτό το ενδεχόμενο, ταλάνισαν τα προγράμματα βοήθειας, τα οποία, παρ' όλα αυτά, μπορούν να χαρακτηριστούν επιτυχημένα.

Ο Σέρμερχορν αποκήρυξε όλες τις καταχρηστικές πρακτικές και σκιαγράφησε τους απλούς Έλληνες αντιμέτωπους με ανυπέρβλητες δυσκολίες. Γι’ αυτόν, οι αγροτικοί πληθυσμοί δεν είχαν άμεσες προοπτικές για καλύτερες συνθήκες διαβίωσης και εργασίας. Ως ιδεαλιστής, που πίστευε στην ισότητα και σε μια παγκόσμια προσέγγιση για την ειρήνη, κατέβαλε προσπάθειες για να κατανοήσει όλες τις πλευρές που εμπλέκονταν άμεσα ή έμμεσα στον ελληνικό εμφύλιο και επανειλημμένα εξέφρασε την κριτική του προς τον λεγόμενο «αμερικανικό ρεαλισμό».

 

Αιχμάλωτος των ανταρτών

Τι παρακινεί έναν άνθρωπο να περάσει έξι χρόνια πολεμώντας στα βουνά; Η αγάπη για την ελευθερία; Ο ιδεαλισμός; Η περιπέτεια; Το μίσος; Η εκδίκηση; Αυτά αναρωτιέται ο Σέρμερχορν. Και όταν οι αντάρτες του ΕΛΑΣ τον συνέλαβαν αιχμάλωτο, αυτόν και δύο από τους συνεργάτες του, τον Φεβρουάριο 1947, ενώ πήγαιναν προς τη Φλώρινα, περίπου οκτώ χιλιόμετρα έξω από την Έδεσσα, στο τέλος δεν του έμεινε μια αρνητική εμπειρία. «Μου άρεσε ο καπετάνιος Μαύρος [στη δικαιοδοσία του οποίου ανήκε μετά τη σύλληψή του] και ένιωθα άνετα μαζί του», έγραψε. Παρατίθεται παρακάτω απόσπασμα από τη μαρτυρία του:

Όσο μιλούσε [ο Μαύρος], άλλοι άντρες έμπαιναν στη συζήτηση για να εκφράσουν τις απόψεις τους. Αντίθετα, σχεδόν κανένας άνδρας του Εθνικού Στρατού δεν είχε ιδέα γιατί πολεμούσε. Οι άνδρες του λοχαγού ήξεραν γιατί πολεμούσαν. Τα μάτια τους έλαμπαν όταν μιλούσαν για το σκοπό τους. Είτε έκαναν λάθος είτε όχι για τους στόχους και τις μεθόδους τους, δεν μπορούσα να το κρίνω εκείνη τη στιγμή. Εγώ απλώς παρατήρησα ότι ήταν πρόθυμοι να υποφέρουν την πείνα, την έκθεση στους κινδύνους και το θάνατο. Αν δεν υπήρχαν επαναστάτες όπως αυτοί ανά τους αιώνες, η ατέρμονη καταπίεση και η σκλαβιά θα ήταν η μοίρα της ανθρωπότητας. Οι επαναστάτες μπορεί να μην κερδίσουν την ενεργό μάχη, αλλά συμβάλλουν στην ευαισθητοποίηση των υψηλών κλιμακίων, έτσι ώστε, τελικά, η ανθρωπότητα να κερδίζει όλο και περισσότερη ελευθερία. Προσπάθησα να φανταστώ τον εαυτό μου να συμμετέχει με αυτούς τους άνδρες στον αγώνα για τα ιδανικά τους. Θα με αηδίαζαν οι βίαιες τακτικές τους; Θα συνειδητοποιούσα ότι ο αγώνας παραπλανήθηκε από μια άλλη Μεγάλη Δύναμη, και όλα αυτά στο όνομα του ιδεαλισμού; Η ιστορία θα αποκαλύψει τις απαντήσεις.[7]

Τρείς μήνες μετά την αιχμαλωσία του από τους αντάρτες, που κράτησε μόνο λίγες ώρες, και έπειτα από τη συνομιλία του με τον καπετάνιο Μαύρο και τους άνδρες του, ο Σέρμερχορν, σε επιστολή του με ημερομηνία 16 Μαΐου 1947 προς τον Άγγλο Τζάκ Σάικς, πρώην εκπρόσωπο της UNRRA στη Λαμία και στο Καρπενήσι, γράφει:

Η καημένη η Ελλάδα είναι πολύ διαφορετική από τότε που έφυγες. Σπαράσσεται από εμφύλιες διαμάχες, από τα βουλγαρικά σύνορα μέχρι την άκρη της Πελοποννήσου – κανένα τμήμα της δεν έχει γλιτώσει. Οι συνθήκες επιδεινώνονται ραγδαία και οι κάτοικοι των χωριών είναι απελπισμένοι. Εκατοντάδες χωριά έχουν εκκενωθεί από τον εθνικό στρατό και οι κάτοικοι διασκορπίστηκαν. Οι καλλιέργειες μένουν αφύλακτες και τα κοπάδια εγκαταλείπονται ή κατάσχονται από το στρατό. Οι άνθρωποι πεινούν και κρυώνουν. Οι τιμές είναι υψηλότερες από ποτέ και συνεχίζουν να αυξάνονται. Ελάχιστα τρόφιμα ή ρούχα διανέμονται, ακόμη και όταν οι αποθήκες κρατούν τεράστιες ποσότητες αποθέματα που απέμειναν από την UNRRA. Δεν θα υπάρξουν καλοκαιρινές κατασκηνώσεις για τα παιδιά φέτος. Η κινητικότητα είναι τόσο περιορισμένη που δεν επιτρέπεται καν σε ανθρώπους από τη Θεσσαλονίκη να μετακινηθούν και να πάνε έξω στην ύπαιθρο.[8]

 γκοντα2

1950: η ελπιδοφόρα δεκαετία

Την άνοιξη του 1951, ο Τσαρλς, η σύζυγός του Βάντα και τα τρία τους παιδιά επιβιβάστηκαν στο Orient Express στη Θεσσαλονίκη για να ξεκινήσουν ένα άνετο ταξίδι επιστροφής στην πατρίδα τους, στις ΗΠΑ. Ο Σέρμερχορν ανέλαβε διευθυντής του κοινοτικού κέντρου Plaza στο Λος Άντζελες. Είχε αρχίσει να γράφει τα απομνημονεύματά του πριν από τη μετεγκατάστασή του στη Θεσσαλονίκη. Δούλεψε για να τα ολοκληρώσει κατά διαστήματα μέχρι το 1986, όταν απεβίωσε. Λίγο πριν από το θάνατό του, τα παρέδωσε στο γιο του Ντέιβιντ, ο οποίος τα «περιέθαλψε» για περισσότερες από τρεις δεκαετίες, επιδιώκοντας τη δημοσίευσή τους.

Τα απομνημονεύματα του Τσαρλς Σέρμερχορν είναι ένας μικρόκοσμος της αντιμετώπισης των κοινωνικών και των οικογενειακών προκλήσεων τα πρώτα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου στην Ελλάδα. Αφιέρωσε τον εαυτό του στην υπηρεσία των ελληνόπουλων και επιδίωξε να κατανοήσει βαθύτερα τη χώρα κατά τη διάρκεια της πενταετούς παραμονής του. Το έργο του είναι πολύτιμο για τους μελετητές που ενδιαφέρονται για τον Ψυχρό Πόλεμο, τον αντικομμουνισμό, τη μεταπολεμική εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, το Σχέδιο Μάρσαλ και τα προγράμματα οικονομικής βοήθειας. Επιπλέον, ρίχνει φως σε ποικίλες ψυχοκοινωνικές πτυχές, όπως η ανάπτυξη του παιδιού, η διαμόρφωση της ταυτότητας, η (μετα)μνήμη και το τραύμα. Ο Σέρμερχορν έδωσε έμφαση στις συμπεριφορές της αμερικανικής ανθρωπιστικής βοήθειας, διερεύνησε την ελληνική κοινωνική και οικογενειακή ιστορία των μέσων του 20ού αιώνα και ανέδειξε τις διαρκείς συνέπειες του αντικομμουνισμού στην κοινωνική πρόνοια στη μεταπολεμική Ελλάδα.

Για τον Τσαρλς Σέρμερχορν, η  Ελλάδα  μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο βρέθηκε ανάμεσα στην αμερικανική παρέμβαση και στην κρυφή ατζέντα της Μόσχας. Στο γραπτό του, προειδοποιεί για το βαθμό στον οποίο η γεωπολιτική ειδικά της βόρειας Ελλάδας θα συμπλεκόταν με το παγκόσμιο σενάριο του Ψυχρού Πολέμου. Υπό αντίξοες συνθήκες, επιδίωξε τουλάχιστον η αποστολή του να είναι επωφελής. Προσπάθησε να εξαλείψει τις κοινωνικές και τις οικονομικές ανισότητες και να συμβάλει στην ανάπτυξη του βιοτικού επιπέδου των οικογενειών της υπαίθρου.

Αυτό το όραμα ενέπνευσε το αφηγηματικό πλέγμα της γραφής του. Είναι το ιστορικό μιας αποστολής εκσυγχρονισμού μιας κοινωνίας που έχει μείνει πίσω. Για τον εκσυγχρονισμό της χρησιμοποιήθηκαν αποτελεσματικές στρατηγικές που επικεντρώνονταν στη βελτίωση της κοινωνικής ευημερίας, της δημόσιας υγείας και των υποδομών, ενώ στόχος ήταν και η οικονομική και πολιτική σταθερότητα. Ως «πεζός στρατιώτης της ιστορίας», ο Τσαρλς Σέρμερχορν θεώρησε ότι το ελάχιστο που μπορούσε να κάνει ήταν να βοηθήσει στην ανακούφιση των ευάλωτων παιδιών. Η προσπάθειά του, που συνέβαλε στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον, απέδωσε καρπούς.

Ο Τσαρλς Σέρμερχορν μοιράστηκε τις απόψεις του για την απαραίτητη σχέση μεταξύ της ευημερίας των παιδιών, της δημόσιας υγείας και της σταθερότητας ενός κράτους έπειτα από μια μεγάλη κρίση. Είχε επίγνωση π.χ. των καταστροφικών δημογραφικών επιπτώσεων της ελονοσίας, ενός φυσικού εχθρού που για αιώνες ήταν σοβαρό πρόβλημα της βόρειας Ελλάδας. Σκιαγράφησε μια ιστορία επισφαλούς πολιτικής, αλλά και συχνών αναμετρήσεων με σκληρά φυσικά περιβάλλοντα, και εμπλούτισε αυτή την ιστορία με σύντομες αναφορές στις εξελίξεις στις θετικές αλλά και στις κοινωνικές επιστήμες. Η μεταπολεμική αποκατάσταση της Ελλάδας αποδείχθηκε επικό εγχείρημα. Τα απομνημονεύματα του Σέρμερχορν, ιστορία εν τη γενέσει της, στην ουσία μας αφήνουν μια αίσθηση της Ελλάδας του εικοστού αιώνα εν τη γενέσει της.  Η βαθιά κατανόηση της Ελλάδας εμπλούτισε τις γνώσεις του για την Αμερική του Ψυχρού Πολέμου, η οποία θα είχε επωφεληθεί από την έκθεση σε ένα έργο σαν το δικό του αν μόνο είχε εκδοθεί εγκαίρως, υπογραμμίζει η καθηγήτρια Βαν Στιν.  

Τα απομνημονεύματα του Σέρμερχορν παρουσιάζουν έναν μικρόκοσμο συνεχών επαναδιαπραγματεύσεων με φόντο τις ολοένα και σκληρότερες διαχωριστικές γραμμές του Ψυχρού Πολέμου. Δεν μάσησε τα λόγια του όταν πραγματευόταν τα θέματα των ελληνικών και των εισαγόμενων δομών και των εμποδίων για την παροχή βοήθειας.  Ζύγισε την Αριστερά έναντι της Δεξιάς και το κομμουνιστικό «ιδανικό κράτος» έναντι της δημοκρατίας και της ελεύθερης αγοράς. Το κείμενό του προσφέρει ένα νέο και τολμηρό περιεχόμενο, με το οποίο πρέπει να αναμετρηθούν οι τοπικές κοινότητες κυρίως στη βόρεια Ελλάδα και οι κρατικές και εκκλησιαστικές ιεραρχίες, καθώς και οι ιστορικοί. Τα απομνημονεύματά του αντικατοπτρίζουν την αφοσιωμένη υπηρεσία του προς τα παιδιά της Μακεδονίας, την οποία περιγράφει με μεγάλη λεπτομέρεια. 

Ο Σέρμερχορν αποτύπωσε τις σχέσεις που βαρύνονται από τις διαφορές στους κόλπους της εξουσίας, επηρεασμένες από τις πολύπλευρες εκφάνσεις ιδεολογίας, φύλου και τάξης με τις οποίες σταδιακά εξοικειωνόταν. Με την πάροδο του χρόνου, συμπλήρωσε την ευρύτερη εικόνα της διαρκώς συνεχιζόμενης αρωγής των ΗΠΑ, αλλά, κυρίως, των κατά τα άλλα ανεξερεύνητων περιοχών της ελληνικής κοινοτικής και οικογενειακής ιστορίας των μέσων του εικοστού αιώνα. Τα απομνημονεύματά του προσθέτουν σε αυτούς τους τομείς ενδιαφέροντος την οπτική γωνία ενός παρείσακτου Αμερικανού, η κυβέρνηση του οποίου σκόπιμα έστρεφε το ρεύμα εναντίον των κομμουνιστών ελλήνων ανταρτών – και, συνεπώς, εναντίον της κομμουνιστικής και σοβιετικής κατάληψης ολόκληρης της βαλκανικής χερσονήσου.

Η δυσκολότερη μάχη, όμως, αποδείχθηκε ότι ήταν «για τις καρδιές και τα μυαλά των Ελλήνων». Γράφει επ’ αυτού:

Έχω επισκεφθεί εκατοντάδες ελληνικά χωριά και έχω μιλήσει με εκατοντάδες ανθρώπους. Θαυμάζω και αγαπώ τον ελληνικό λαό και θεωρώ προνόμιο, όχι θυσία, που πέρασα πέντε χρόνια από τη ζωή μου μαζί του […] μια περίοδο τραγωδίας. Με λίγα χρόνια χωρίς πόλεμο, η Ελλάδα θα μπει δικαιωματικά στην οικογένεια των εθνών. Έχω επίσης έρθει σε επαφή με θαυμάσιους ανθρώπους, Έλληνες και ξένους, οι οποίοι είχαν το βλέμμα τους στραμμένο στην Ελλάδα, και οι οποίοι πιστεύουν ακράδαντα ότι, αν συνεχίσουν να εργάζονται σκληρά και να ξεπερνούν τις όποιες αναποδιές, η Ελλάδα θα φτάσει στο πεπρωμένο της.[9]

Λονδίνο 02/12/2023

 

[1] Με καταγωγή από τη Χίο και συγκεκριμένα από τα Καρδάμυλα από όπου ήταν ο πατέρας της Μιχάλης Ξυλάς, η Μάτη στα 12 της χρόνια μετακόμισε με την οικογένειά της στο Λονδίνο όταν ο πατέρας της μετέφερε την έδρα της ναυτιλιακής επιχείρησής του το 1947. Ίδρυσε την Ελληνική Αρχαιολογική Επιτροπή του Λονδίνου όπου συνεισέφερε αποφασιστικά στην προώθηση της Ελληνικής Αρχαιολογίας με διαλέξεις και υποτροφίες. Μαζί με τον φιλέλληνα σύζυγο της Count Nicholas Egon δημιούργησαν το θεσμό της Runciman Lecture στο Κέντρο Ελληνικών Σπουδών του Kings College. Υπήρξε η δωρήτρια του Ομήρειου Πνευματικού Κέντρου προς το Δήμο Χίου. Έντονη ήταν και η έγνοιά της για την προώθηση ελλήνων σολίστ της κλασικής μουσικής την οποία λάτρευε.  Όσοι τη γνώριζαν  μιλούσαν για άνθρωπο σπάνιας ευγένειας και ήθους, έντιμο, χαριτωμένο αλλά και επαναστατικό.

[2] Η Gonda Van Steen κατέχει την έδρα Κοραή της Νεοελληνικής και Βυζαντινής Ιστορίας, Γλώσσας και Λογοτεχνίας στο Τμήμα Κλασικών Σπουδών του King's College του Λονδίνου. Είναι συγγραφέας πέντε βιβλίων: Venom in Verse: Aristophanes in Modern Greece (2000), Liberating Hellenism from the Ottoman Empire (2010), Theatre of the Condemned: Classical Tragedy on Greek Prison Islands (2011), Stage of Emergency: Theater and Public Performance under the Greek Military Dictatorship of 1967-1974 (2015). Το τελευταίο της βιβλίο, Adoption, Memory, and Cold War Greece (Υιοθεσία, Μνήμη και Ελλάδα του Ψυχρού Πολέμου, 2019), ταξιδεύει τον αναγνώστη στο αχαρτογράφητο έδαφος των ελληνικών ιστοριών υιοθεσίας που χαρακτηρίζουν τις πολιτικές και την ιστορία του Ψυχρού Πολέμου.

[3] Gonda Van Steen, ed., The Battle for Bodies, Hearts and Minds in Postwar Greece. Social Worker Charles Schermerhorn in Thessaloniki, 1946-1951, Centre for Hellenic Studies, King’s College London, Publication 23, Routledge London 2024, σ. 42-43   

[4] Ό.π., σ. 85.

[5] Ό.π., σ. 123.

[6] Ό.π., σ. 58.  

[7] Ό.π., σ. 107-8.  

[8] Ό.π., σ. 123.   

[9] Ό.π., σ. 203  

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.