Επιστρέφοντας, λοιπόν, από τη λογοτεχνία στη γεωπολιτική, πρέπει να πούμε τα πράγματα καθαρά: για την Ελλάδα, οι εξοπλισμοί είναι ανάγκη. Ίσως η μεγαλύτερη των τελευταίων δεκαετιών. Είναι όρος επιβίωσης. Ίσως περισσότερο από ποτέ, σε μιαν εποχή όπου ο αναθεωρητισμός, οι διαρκείς αμφισβητήσεις και η ψευδαίσθηση ισορροπιών βρίσκονται σε έξαρση. Η χώρα μας έχει ένα λόγο παραπάνω να ανησυχεί: τον καλό της γείτονα, την Τουρκία, που επενδύει συστηματικά στην επιθετική ρητορική και στη στρατιωτική υπεροψία.
Μετά το 2019, η Ελλάδα υλοποίησε ένα πρωτοφανές πρόγραμμα εξοπλισμών, ανατρέποντας δεδομένα δεκαετιών. Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του δρομολόγησαν αγορές και αναβαθμίσεις οπλικών συστημάτων με ταχύτητα και κλίμακα που δεν είχαν προηγούμενο. Συνολικά, σε βάθος πενταετίας εγκρίθηκε πρόγραμμα άνω των 14 δισεκατομμυρίων ευρώ για την ενίσχυση της Άμυνας. Το αποτέλεσμα είναι ήδη ορατό.
Η Ελλάδα, ύστερα από χρόνια αδράνειας, απέκτησε ξανά αμυντική υπόσταση και αναβαθμισμένη ποιοτικά ανατρεπτική ισχύ. Οι Ένοπλες Δυνάμεις έπαψαν να αποτελούν ένα κουρασμένο υπόλειμμα περασμένων δεκαετιών και μετατράπηκαν σε πραγματικό παράγοντα ισορροπίας, ασφάλειας και σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η Πολεμική Αεροπορία πρωτοστάτησε σε αυτή την αναγέννηση. Η απόφαση για την προμήθεια των Rafale ελήφθη και υλοποιήθηκε με ταχύτητα που θα ζήλευαν ακόμη και οι μεγαλύτερες δυνάμεις. Μέσα σε χρόνο-ρεκόρ, τα πρώτα αεροσκάφη πέταξαν πάνω από το Αιγαίο, σηματοδοτώντας όχι μόνο τεχνολογική αναβάθμιση, αλλά και πολιτική βούληση. Μαζί με τα αναβαθμισμένα F-16 Viper και τα προγράμματα εκπαίδευσης που τρέχουν σε συνεργασία με το Ισραήλ, η Ελλάδα διαθέτει πλέον αεροπορική ισχύ ικανή να ανταποκριθεί σε κάθε πιθανό σενάριο.
Ταυτόχρονα, αξιοποίησε με εξαιρετικά διπλωματικά αντανακλαστικά τη συγκυρία που δημιούργησε η λανθασμένη επιλογή της Τουρκίας να προμηθευτεί τα ρωσικά S-400, η οποία την οδήγησε στον αποκλεισμό από το πρόγραμμα των F-35. Εκεί όπου η Άγκυρα αυτοπαγιδεύτηκε, η Αθήνα κινήθηκε μεθοδικά ενισχύοντας τις σχέσεις της με τη Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, μετατρέποντας μια κρίση ισορροπίας σε ευκαιρία στρατηγικής αναβάθμισης.
Το ίδιο και στη θάλασσα. Το Πολεμικό Ναυτικό περνά στη νέα εποχή με τις φρεγάτες Belharra, που θα τοποθετήσουν τη χώρα σε εντελώς διαφορετικό επίπεδο επιχειρησιακής ικανότητας. Μαζί με τον εκσυγχρονισμό των MEKO και την προμήθεια νέων πυραυλακάτων, η Ελλάδα εξασφαλίζει την παρουσία της σε μια περιοχή όπου η θάλασσα είναι πάντα το μέτρο της ισχύος.
Στο Στρατό Ξηράς, οι αναβαθμίσεις των Leopard 2 και η απόκτηση νέων τεθωρακισμένων οχημάτων μάχης επαναφέρουν το πλεονέκτημα αποτροπής στα σύνορα. Την ίδια στιγμή, η ανάπτυξη και παραγωγή μη επανδρωμένων αεροσκαφών (UAVs) σε συνεργασία με πανεπιστήμια και ιδιωτικές εταιρείες, σηματοδοτεί κάτι πιο ουσιαστικό: την επιστροφή της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας στο προσκήνιο.
Πίσω από τους αριθμούς, όμως, υπάρχει μια βαθύτερη μεταβολή. Για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, η Ελλάδα δεν λειτουργεί αμυντικά από φόβο, αλλά από σχεδιασμό. Δεν περιμένει τις κρίσεις για να αντιδράσει αλλά προετοιμάζεται για να μην υπάρξουν. Η ουσία της αποτροπής είναι να μη χρειαστεί ποτέ να χρησιμοποιήσεις τη δύναμη που διαθέτεις.
Η ειρήνη δεν είναι αυτονόητη απαιτεί σεβασμό, αποφασιστικότητα και γνώση των ορίων. Η χώρα, έπειτα από χρόνια ανασφάλειας, δείχνει να ξαναβρίσκει τη βεβαιότητα ότι μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό της.
Αναγέννηση της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας
Πέρα από τις θεαματικές αγορές μαχητικών και φρεγατών, η μεγάλη τομή της τελευταίας πενταετίας είναι η επιστροφή της Ελλάδας στην παραγωγή. Για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, η χώρα δεν αγοράζει μόνο οπλικά συστήματα, αλλά σχεδιάζει να τα κατασκευάζει. Στο εσωτερικό της μεταμνημονιακής πραγματικότητας, η αμυντική βιομηχανία γίνεται φορέας τεχνολογικής αναγέννησης και εθνικής αυτοπεποίθησης.
Μετά το 2020, ένα φιλόδοξο σχέδιο τέθηκε σε εφαρμογή και αποφασίστηκε μέρος των κονδυλίων για την άμυνα να κατευθυνθεί στην ανάπτυξη ελληνικών συστημάτων. Ο πόλεμος στην Ουκρανία ανέδειξε τη σημασία της αυτάρκειας και της ευελιξίας και η Ελλάδα το κατάλαβε έγκαιρα. Έτσι, η Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία (ΕΑΒ), σε συνεργασία με πανεπιστήμια και ιδιωτικές εταιρείες, ανέλαβε να ανοίξει νέους ορίζοντες στον χώρο των μη επανδρωμένων αεροσκαφών (UAVs) και των αντι-drone συστημάτων.
Σημαντικότερο επίτευγμα μέχρι σήμερα θεωρείται το σύστημα Κένταυρος της ΕΑΒ, ένα ελληνικής σχεδίασης όπλο ηλεκτρονικού πολέμου, ικανό να εντοπίζει και να εξουδετερώνει εχθρικά drones σε ακτίνα δεκάδων χιλιομέτρων. Οι δοκιμές του το 2022 στην Ερυθρά Θάλασσα στέφθηκαν με επιτυχία. Τα ελληνικής κατασκευής επιθετικά drones εξουδετέρωσαν τους στόχους τους μέσα σε λίγα λεπτά, αποδεικνύοντας ότι η Ελλάδα μπορεί να σταθεί στην αιχμή μιας τεχνολογίας που αλλάζει τα δεδομένα του σύγχρονου πολέμου.
Η επιτυχία αυτή άνοιξε το δρόμο για κάτι ακόμη απαιτητικότερο, όπως η μαζικοποίηση της παραγωγής εγχώριων drone και αντι-drone συστημάτων στο πλαίσιο ενός ευρύτερου προγράμματος εκσυγχρονισμού ύψους 30 δισεκατομμυρίων ευρώ έως το 2036. Ήδη λειτουργεί το Ελληνικό Κέντρο Καινοτομίας Άμυνας (HCDI) με προϋπολογισμό 800 εκατομμυρίων, που φιλοδοξεί να καταστήσει τη χώρα εξαγωγέα τεχνογνωσίας και εξοπλισμών, να επιστρέψει δηλαδή στη διεθνή αγορά όχι ως αγοραστής, αλλά και ως παραγωγός.
Το 2026 αναμένεται να παρουσιαστεί το Αρχύτας, το πρώτο μεγάλο ελληνικό UAV πολλαπλών ρόλων, αποτέλεσμα συνεργασίας της ΕΑΒ με ελληνικά πανεπιστήμια. Παράλληλα, η Altus LSA, σε σύμπραξη με τη γαλλική MBDA, ανέπτυξε το Κέρβερος, ένα κάθετης απογείωσης drone με ικανότητα μεταφοράς βαρέος φορτίου, ακόμη και αντιαρματικών πυραύλων, που έχει ήδη προσελκύσει ενδιαφέρον από το εξωτερικό.
Η Ελλάδα, χωρίς να εγκαταλείπει τις συμμαχίες της, αρχίζει να αποκτά αυτοδύναμη τεχνολογική υποδομή. Επενδύει όχι μόνο στην αγορά έτοιμων λύσεων, αλλά στη δημιουργία δικών της συστημάτων ηλεκτρονικού πολέμου, πυραυλικής τεχνολογίας, αισθητήρων, θωρακίσεων και νέων ψηφιακών εφαρμογών διοίκησης και ελέγχου. Το μεγάλο στοίχημα της αμυντικής θωράκισης της χώρας είναι η μεταμόρφωση μιας ολόκληρης βιομηχανίας.
Αυτό που κάποτε φάνταζε ανέφικτο, να παραχθεί στην Ελλάδα τεχνολογία αιχμής για την άμυνα, σήμερα παίρνει μορφή. Και μαζί του επιστρέφει η αίσθηση ότι η χώρα μπορεί να προστατεύει τον εαυτό της με τα δικά της χέρια.
Ολοκληρώνοντας, αξίζει να το πούμε καθαρά: είναι κρίμα να αδικούμε τους εαυτούς μας μένοντας εγκλωβισμένοι στη νοοτροπία της διαμαρτυρίας και της άρνησης. Είναι κρίμα να μην αισθανόμαστε αυτοπεποίθηση για τα επιτεύγματά μας, για όσα, με κόπο και σχέδιο, καταφέραμε να αλλάξουμε. Είναι κρίμα να αναπνέουμε καθημερινά αυτόν τον τοξικό αέρα του μηδενισμού, που εξισώνει την προσπάθεια με την υποκρισία και τη σιωπή με την αδράνεια.
Και, πάνω απ’ όλα, είναι κρίμα και άδικο να μην μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε τα πλεονεκτήματα της δημοκρατίας μας που μας επιτρέπει να συζητούμε, να διαφωνούμε και να προοδεύουμε ελεύθερα. Γιατί αυτή είναι η μεγαλύτερη δύναμη ενός έθνους: να αμφισβητεί χωρίς να αυτοϋπονομεύεται, να εξελίσσεται χωρίς να απαρνιέται τον εαυτό του.
Το εθνικό συμφέρον δεν έχει ιδεολογία, έχει γλώσσα, πατρίδα, μνήμη και ταυτότητα.