Εγώ ήμουν μία από τις αιτίες που μπήκε στην πολιτική. Εγώ και ο Πάνος Κόκας πήγαμε και βρήκαμε τον Γεώργιο Παπανδρέου πριν από τις εκλογές του ‘64. Στις πρώτες εκλογές του ‘63 ο Ανδρέας δεν εψήφισε. Διότι δεν πίστευε ότι θα κερδίζαμε και δεν ήθελε να χάσει την αμερικανική του υπηκοότητα. Διότι, για να ψηφίσει, έπρεπε να παραιτηθεί από την αμερικανική υπηκοότητα. Στις δεύτερες εκλογές λοιπόν πήγαμε και είπαμε του Γέρου ότι είναι συνταγματική ανωμαλία να έχεις τον γιο σου σύμβουλο χωρίς να έχει μια ιδιότητα, κάνε τον βουλευτή και αν θες κάνε τον και υπουργό. Δεν λέω πως εμείς τον επηρεάσαμε, θα το έκανε πιθανώς και χωρίς εμάς. Αλλά του το ζητήσαμε. Και όταν είχε φύγει λόγω του σκανδάλου Σκιαδαρέση και επανήλθε, εγώ από την Κρήτη έκανα μια δήλωση και είπα ότι «η επιλογή των υπουργών είναι απόλυτο δικαίωμα του πρωθυπουργού». Και άνοιξα τον δρόμο του Ανδρέα για να γυρίσει στην κυβέρνηση. Εγώ δεν έβλεπα τον Ανδρέα ως αντίπαλο. Και ο Ανδρέας εγνώριζε πόσο άνισοι ήταν οι όροι στην εσωτερική αναμέτρηση και γι’ αυτό δεν είχε παρά μόνο μία ελπίδα: να φθάσουν τα πράγματα σε ρήξη, για να μπορεί ν’ ανοίξει ο δρόμος του. Και επέτυχε ακριβώς αυτό που επεδίωξε.
Κωνσταντίνος Μητσοτάκης για τον Ανδρέα Παπανδρέου
Η ελληνική ιστοριογραφία έχει την τάση να βασανίζεται από μια κλειστή και στενή περιοδολόγηση των διαφόρων φάσεων της ανάπτυξης του εθνικού μας κράτους. Για λόγους που έχουν ασφαλώς να κάνουν και με τον κατακερματισμό της επιστημονικής εξειδίκευσης στους καιρούς των πέιπερς και του άγχους των δημοσιεύσεων, το χρονικό συνεχές της ελληνικής ιστορίας μοιάζει μερικές φορές σαν να μη χαρακτηρίζεται από συνέχειες αλλά μόνο από τομές. Όχι, βεβαίως, ότι αυτές δεν υπάρχουν ή ότι πρέπει να υποτιμήσουμε τη σημασία τους, αλλά η συνολική εποπτεία της ιστορίας του νέου ελληνισμού αναδεικνύεται όταν καταφέρουμε να ορίσουμε τις τομές αυτές ως μέρος των συνεχειών, και αντιστρόφως, όταν οι φωτιστούν οι συνέχειες αυτές μέσα από τις ασυνέχειες των φαινομένων. Από αυτή την παθογένεια, πιο πολύ από όλες τις φάσεις των δύο αιώνων πορείας του ανεξάρτητου ελληνικού εθνικού κράτους, υποφέρει η μεταπολίτευση. Αυτή κατά βάση παρουσιάζεται ωσάν να μην έχει καμία σχέση με όσα προηγήθηκαν στην επτάχρονη δικτατορία αλλά και στην πρώτη μεταπολεμική περίοδο. Ωσάν δηλαδή να διαμορφώνει για τον εαυτό της έναν ιστορικό «χώρο» απολύτως διακριτό και ξένο με όσα προηγήθηκαν. Κι ενώ φυσικά μόνο κάποιος αφελής ή πολιτικά ιδιοτελής (κι έχουν βρεθεί οψίμως πολλοί τέτοιοι...) θα έφθανε στο σημείο να αμφισβητήσει το ειδικό βάρος της «στιγμής» 1974, όπου πράγματι συμβαίνει ένας πολιτικός σεισμός, ανατρέποντας πάγια χαρακτηριστικά του πολιτικού συστήματος και των θεσμών του τα οποία ίσχυαν επί δεκαετίες, εκείνο που συνήθως αφήνουμε εκτός είναι τα πρόσωπα. Επιμένοντας, με άλλα λόγια, να επικεντρωθούμε μόνο σε πολιτειακές ή θεσμικές αλλαγές, αγνοούμε τις βιογραφικές συνέχειες των ατομικών υποκειμένων που είναι κάποτε πρωταγωνιστές της ιστορίας και, με κάποιον τρόπο, τη διαμορφώνουν κιόλας. Ωστόσο, οι βιογραφίες δεν αποτελούνται μόνο από όσα ήταν και έκαναν τα υπό μελέτη πρόσωπα, αλλά επίσης από τα παραμορφωμένα είδωλα που κατασκευάστηκαν για εκείνα, ερήμην τους, από τους αντιπάλους τους και από το συλλογικό φαντασιακό. Και είναι εντυπωσιακό να παρατηρεί κανείς σήμερα από απόσταση τόσο τον τρόπο κατασκευής αυτών των ειδώλων, όσο και τη σταδιακή κατάρρευσή τους, όταν πλέον έχουν αλλάξει οι συγκυρίες, έχουν καταλαγιάσει τα πάθη, κι έχουν δικαιωθεί οι παλιότερες επιλογές τους.
Ο θάνατος του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη (Χανιά, 18 Οκτωβρίου 1918 - Αθήνα, 29 Μαΐου 2017), ενός πολιτικού που έφθασε σε ηλικία 99 ετών και υπήρξε ενεργός στην πολιτική ζωή ήδη από την περίοδο του μεσοπολέμου, ενώ παρέμεινε πρόσωπο και σύμβολο αναφοράς για τους σύγχρονους πολιτικούς και πολίτες μέχρι την τελευταία ημέρα του βίου του, αποτελεί ένα εξαιρετικό παράδειγμα για την ανάδειξη του λανθασμένου αυτού αυτοπεριορισμού στα στενά όρια μιας συμβατικής και σχηματικής περιοδολόγησης. Η διαδρομή του ίδιου προσφέρεται ιδανικά για να κατανοήσουμε πώς οι πολιτικές δομές αλληλεπιδρούν και αλληλοεπηρεάζονται από τις πολιτικές βιογραφίες των μεγάλων ανδρών και γυναικών, άνθρωποι οι οποίοι δεν θα ήταν «μεγάλοι» αν δεν έρχονταν στην ζωή με το πάθος και τη φιλοδοξία να αφήσουν το αποτύπωμά τους στην ιστορία. Έχει σημασία να το αναφέρουμε αυτό, διότι η επικρατούσα μεταπολεμική ιστορική ή η πολιτική επιστήμη είχαν την τάση να υποτιμούν το ρόλο των προσώπων στο ιστορικό γίγνεσθαι και να προκρίνουν το ρόλο των απρόσωπων δομών ή των μεγάλων διαρκειών, το ογκώδες ποτάμι των οποίων έπνιγε υποτίθεται με την ορμή του τα αδύναμα υποκείμενα.
Η Ψωροκώσταινα του Κώστα Μητσοτάκη. Γελοιογραφία του Κώστα Μητρόπουλου, που δημοσιεύθηκε τον Ιούλιο του 1965 και σχολίαζε επικριτικά τη συμμετοχή του «αποστάτη» στην κυβέρνηση Νόβα. Από το λεύκωμα του Κώστα Μητρόπουλου Ποτέ πια, με 88 γελοιογραφίες που είχαν δημοσιευθεί στο Βήμα και στον Ταχυδρόμο την περίοδο Ιουνίου – Οκτωβρίου 1965. Κώστας Μητρόπουλος
Η κατασκευή ενός «Εφιάλτη»
Κι όμως, η πολιτική αντιπαράθεση της δεκαετίας του 1980 χαρακτηρίστηκε καταλυτικά από δύο πρόσωπα που όχι μόνο ήλκυαν την πολιτική τους καταγωγή από την προδικτατορική περίοδο των επίσης φορτισμένων και προσωποποιημένων συγκρούσεων, αλλά έδειχναν σαν να ξεκαθάριζαν καθυστερημένα λογαριασμούς που εκκρεμούσαν τότε τρεις δεκαετίες. Το παρελθόν υπάρχει ωστόσο πάντα με δύο τρόπους: ως ιστοριογραφία στην οποία (κανονικά) δεν εμπλέκεται η πολιτική ιδεολογία, αλλά και ως εργαλείο κατασκευής ειδώλων και φαντασμάτων για τις ανάγκες της τρέχουσας πολιτικής αντιπαράθεσης. Και εδώ, θέλω να εστιάσω κυρίως στη δεύτερη (κατα)χρήση του παρελθόντος.
Όπως είναι γνωστό, η αντιδεξιά τακτική του Ανδρέα Παπανδρέου τη δεκαετία του 1980 επένδυσε πάρα πολύ στην ανάσυρση των σκελετών από την ντουλάπα της δεκαετίας του 1960. Μάλιστα, βρήκε στο πρόσωπο του Μητσοτάκη τον τέλειο αντίπαλο όταν αυτός ανέλαβε, το 1984, την προεδρία της Νέας Δημοκρατίας. Οι εφιάλτες έπρεπε οπωσδήποτε να επιστρέψουν και να φορέσουν το πρόσωπο του νέου αρχηγού της «Δεξιάς», του «Αποστάτη» που είχε προδώσει, υποτίθεται, την κεντρώα παράταξη το 1965, και την επένδυση που είχε κάνει μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας σε εκείνη την πολυπόθητη αλλαγή. Το στρατήγημα του Ανδρέα λειτούργησε πολύ αποτελεσματικά, και το προσωνύμιο του «Εφιάλτη» που αποδόθηκε στον Μητσοτάκη, μαζί και με άλλα προπαγανδιστικά ψεύδη που ανέλαβε να διασπείρει ο φιλοπασοκικός Τύπος τότε, και κυρίως η ναυαρχίδα του, η Αυριανή, βρήκε αμέσως μεγάλο ακροατήριο. Έχει σημασία να καταλάβουμε γιατί.
Η ανακαινισμένη εικόνα του αποστάτη, και μαζί ενός ανθρώπου δήθεν με δόλια και σκοτεινά χαρακτηριστικά (γκαντέμη, κυνικού, με κρύο αίμα, αδίστακτου και κορακοζώητου) που κατασκευάστηκε εκείνο το διάστημα και που συνόδευε για πολλά χρόνια έκτοτε τον Μητσοτάκη δεν ήταν ένα απλό παιχνίδι της αντιδεξιάς προπαγάνδας. Πατούσε πάνω σε ένα ολόληρο πολιτικό αφήγημα που είχε χτιστεί από τον Ανδρέα για το ΠΑΣΟΚ και τον ιστορικό του ρόλο στη μεταπολίτευση. Το ΠΑΣΟΚ εμφανιζόταν ως ευθεία συνέχεια της λεγόμενης «δημοκρατικής παράταξης», η καταγωγική μήτρα της οποίας στον ελληνικό 20ό αιώνα ήταν ο βενιζελισμός. Σύμφωνα πάντα με το μύθο, η συνέχεια αυτή εκφράστηκε μεταπολεμικά από το Κέντρο στο οποίο προσχώρησαν και οι βενιζελογενείς πολιτικοί που είχαν επιβιώσει από τη λαίλαπα του πολέμου, της κατοχής και του εμφυλίου, ένας εκ των οποίων ήταν και ο Μητσοτάκης, μικρανιψιός άλλωστε ο ίδιος του Ελευθερίου Βενιζέλου. Η άνοδος του Κέντρου και του επίσης βενιζελογενούς Γεωργίου Παπανδρέου στην εξουσία, το 1963, μετά από πολλά χρόνια δεξιάς ηγεμονίας, προβαλλόταν συνεπώς ως η μεγάλη ευκαιρία της «προοδευτικής παράταξης» να πάρει τη ρεβάνς της από τη «συντηρητική» παράταξη που ήταν ταυτισμένη, όπως και στο διχασμό του μεσοπολέμου, με το βασιλιά και, γενικώς, με τον μόνιμα σκοτεινό ρόλο του Παλατιού στην ελληνική πολιτική ζωή, ήδη από τον 19ο αιώνα. Κι όμως, αυτή τη μεγάλη ευκαιρία βρέθηκε να την τορπιλίσει ένας κατ’ εξοχήν βενιζελικός, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, με την αποχώρησή του από την Ένωση Κέντρου, το 1965, μπλεγμένος ο ίδιος με τις μηχανορραφίες του Θρόνου κατά του Γέρου της Δημοκρατίας.
Εδώ φυσικά έβγαιναν εκτός σχήματος πολλά και κρίσιμα δεδομένα, όπως ότι οι μετακινήσεις πολιτικών και πολιτευτών από το ένα κόμμα στο άλλο αυτή την περίοδο (κόμματα άλλωστε στελεχών και όχι μαζικά, ακόμη τότε) ήταν σχεδόν ο κανόνας και όχι η εξαίρεση· ότι ο Γεώργιος Παπανδρέου βαρυνόταν επίσης με λάθη στη διαχείριση της σύγκρουσής του με το Παλάτι, στην προσπάθειά του να μην αφήσει εκτεθειμένο δικαστικά το γιο του εξαιτίας της υπόθεσης ΑΣΠΙΔΑ· και ότι, τέλος, υπονομευτής εκείνης της κεντρώας κυβέρνησης και του ίδιου του πατέρα του υπήρξε και ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος ηγούνταν από την αρχή σχεδόν μιας σκληρής εσωκομματικής αντιπολίτευσης από τα αριστερά, που πίεζε ιδίως για ρήξεις με το Παλάτι και ο οποίος διακρινόταν, έτσι κι αλλιώς, από μια μόνιμη αμφιθυμία απέναντι στη μορφή του πατέρα του ήδη από την παιδική του ηλικία, κάτι το οποίο συνεχίστηκε και μάλλον ενισχύθηκε τα χρόνια της επιστροφής του στην Ελλάδα, όπως γνωρίζουμε καλά από τους μετέπειτα βιογράφους του[1]. Όχι ότι ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης δεν βαρυνόταν με ευθύνες για τη διαχείριση εκείνης της κρίσης, τις οποίες άλλωστε είχε αργότερα παραδεχτεί δημοσίως[2]. Αλλά επρόκειτο οπωσδήποτε για ερμηνευτική αυθαιρεσία να θεωρούνται εκείνες οι βασιλικές κυβερνήσεις ως η αιτία της απριλιανής δικτατορίας το 1967[3].
10 Μαΐου 1985. Η εφημερίδα Αυριανή του Γεωργίου Κουρή, την οποία ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε αποκαλέσει υπόδειγμα δημοσιογραφίας, δημοσιεύει πρωτοσέλιδα φωτογραφία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη εν μέσω δύο Γερμανών, ισχυριζόμενη ότι έτσι αποδεικνύεται πως ο αρχηγός της ΝΔ, στην Κατοχή, ήταν συνεργάτης των ναζί. Ακραία μαύρη προπαγάνδα, που όμως εκμεταλλεύτηκε την πόλωση της εποχής και τα διοχετευμένα από το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου στερεότυπα για τον πολιτικό αντίπαλό του, ώστε το συγκεκριμένο φύλλο να πουλήσει 230.000 αντίτυπα και να χρησιμεύσει ως «επιχείρημα» αντιμητσοτακικής πολεμικής για πολλά χρόνια κατόπιν. Αρχείο The Books’ Journal
Σε κάθε περίπτωση, όμως, αυτό ήταν συνοπτικά το παπανδρεϊκό αφήγημα, το οποίο προφανώς επιχειρούσε μια δική του πολιτική παραμυθία προσαρμοσμένη στις ανάγκες της υψηλής αντιπαράθεσης της δεκαετίας του 1980, ανασυνθέτοντας με αυθαίρετους όρους το προδικατορικό παρελθόν. Και θα πρέπει να σημειωθεί επιπροσθέτως ότι αυτό το αντιμητσοτακικό αφήγημα έβρισκε σιωπηρές αποδοχές και σε μια πιο παραδοσιακή πτέρυγα της ΝΔ η οποία ποτέ δεν είδε ως αυθεντικό «δεξιό» τον ίδιο και απλώς ανεχόταν τον νέο αρχηγό ως «αντι-Ανδρέα», ως τον μόνο ικανό δηλαδή να εξασφαλίσει την πολυπόθητη νίκη απέναντι στον Παπανδρέου[4]. Ωστόσο, αυτή η εργαλειοποίηση του παρελθόντος δεν είχε καμία σχέση με τις ιστορικές περιόδους τις οποίες ο επικεφαλής και ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ χρησιμοποιούσε ως καμβά για την εκδίπλωση του επιχειρήματός του. Οι πολιτικές συνέχειες του 20ού αιώνα είχαν διακοπεί απότομα και ριζικά τόσο κατά την περίοδο 1936-1946, όσο και με την απριλιανή χούντα του 1967. Η περίοδος που ξεκινούσε μετά την κάθε ρήξη έθετε το πολιτικό παιχνίδι σε τελείως νέα βάση, και όριζε τις διαχωριστικές τομές με τελείως διαφορετικό τρόπο. Έτσι, ο διχασμός βενιζελικών και φιλοβασιλικών του μεσοπολέμου δεν είχε καμία σχέση με το δίπολο: εθνικόφρων αντικομμουνιστική δεξιά παράταξη (η οποία μπορούσε να περιλαμβάνει και πρώην βενιζελικούς) και κομμουνιστές (μαζί και «συνοδοιπόροι»), στην πρώτη μεταπολεμική περίοδο. Όπως φυσικά, δεν είχε καμία σχέση με το δίπολο, Δεξιά-αντιδεξιά, γύρω από το οποίο οργανώθηκε η πολιτική αντιπαράθεση της δεκαετίας του 1980, και ιδιαίτερα το δίπολο: σοσιαλισμός-νεοφιλελευθερισμός, πάνω στο οποίο επιχειρήθηκε να δομηθεί (με πρωτοβουλία άλλωστε του ΠΑΣΟΚ) η προεκλογική σύγκρουση ιδίως των εκλογών του 1985, στις οποίες ήταν για πρώτη φορά αντιμέτωποι «ο Ανδρέας με τον Κώστα».
Οι συγκυρίες είχαν λοιπόν αλλάξει άρδην, τα πρόσωπα-σύμβολα όμως των παλιών πολιτικών αντιπαραθέσεων παρέμεναν παρόντα και το ανακατασκευασμένο παρελθόν τους θα τους κυνηγούσε για πάντα. Ο Μητσοτάκης, που ερχόταν τώρα, υποτίθεται, με νεοφιλελεύθερη και θατσερική ατζέντα, η οποία κυριαρχούσε εκείνη τη στιγμή σε ΗΠΑ και Μεγάλη Βρετανία, δεν ήταν ένα οποιοδήποτε πρόσωπο, ένας απλός πρώην φιλελεύθερος βενιζελικός. Αυτή ιδίως η ταυτότητα του φιλελεύθερου έπρεπε να πληγεί στο νεοελληνικό φαντασιακό κι έπρεπε να καταδειχτεί πάση θυσία ότι δεν παρέπεμπε πια στο βενιζελισμό, του οποίου ο Μητσοτάκης ήταν σαρξ εκ της σαρκός και απ’ ευθείας νόμιμος κληρονόμος, αλλά στο μέγιστο «πολιτικό κακό» το οποίο ενσάρκωνε ένας μέγας «Εφιάλτης», κάποιος «προδότης», ο «άρχων του σκότους».
Η τακτική αυτή έπιασε σε πολύ μεγάλο βαθμό, οι ψευδο-ταυτίσεις λειτούργησαν, τα προσωπεία κατασκευάστηκαν για να μείνουν και η ιδεολογική ηγεμονία της αντιδεξιάς συνεχίστηκε, έτσι, αδιάλειπτα, ακόμη και αφ’ ότου η εξουσία πέρασε το 1990 στα χέρια της ΝΔ και του Μητσοτάκη – και τούτο παρ’ ότι η κρίση του 1989 θα περίμενε κανείς ότι θα αναδείκνυε αυτές τις αδιέξοδες ιδεολογικές κατασκευές.
1990-93: οι βάσεις της νέας μεταπολίτευσης
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη του 1990-93 ήρθε λοιπόν πολύ καθυστερημένα, ίσως 30 χρόνια πιο μετά από ό,τι είχε φανταστεί κι ελπίσει ο ίδιος ο κρητικός πολιτικός, ο οποίος τη δεκαετία του 1960 και πριν από την είσοδο του Ανδρέα στην ενεργό πολιτική, το 1964, θεωρούνταν ο φυσικός διάδοχος του Γέρου στην ηγεσία του χώρου (ήταν βουλευτής ήδη από το 1946 και είχε διατελέσει υφυπουργός Οικονομικών του Σοφοκλή Βενιζέλου ήδη από το 1951). Η περίοδος 1990-93 δεν είχε τραβήξει μέχρι πρόσφατα την προσοχή της ιστορικής ή έστω της δημοσιογραφικής έρευνας, παρά μόνο περιστασιακά. Και οι λόγοι είναι μάλλον ποικίλοι – αναφέρω έναν-δύο σημαντικούς: η κυβέρνηση Μητσοτάκη ήταν το μοναδικό κυβερνητικό διάλειμμα, και μάλιστα σύντομο, σε μια 23ετία αλλεπάλληλων κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ, φυσικά μαζί με τις πολύ πιο βραχύβιες κυβερνήσεις συνεργασίας του 1989. Ήταν μάλλον αναμενόμενο να συμπιέζεται στη μέγγενη της κυβερνητικής μονοκρατορίας του αντίπαλου κόμματος, παρ’ ότι το εκλογικό της ποσοστό (σχεδόν 47%) με το οποίο είχε έρθει στην κυβέρνηση ήταν το δεύτερο υψηλότερο που έχει επιτύχει ποτέ κόμμα της μεταπολίτευσης. Ήταν επίσης μια κυβέρνηση που δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει το έργο της, ούτε καν την προβλεπόμενη κυβερνητική θητεία της. Θεωρητικά, θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι σημερινοί ψηφοφόροι –όχι μόνο στην Ελλάδα– είναι εξαιρετικά ανυπόμονοι για κυβερνητικά αποτελέσματα και δεν έχουν πρόβλημα να τιμωρούν τα κόμματα εξουσίας για την πραγματική ή την υποτιθέμενη αποτυχία τους εναλλάσσοντάς τα στην κυβέρνηση της χώρας. Αλλά νομίζω ότι, ιδίως στο ελληνικό παράδειγμα, δεν αρκεί η απλή χαλαρή κομματική ταύτιση ενός μέρους του εκλογικού σώματος και οι ψυχολογικές του μεταστροφές για να εξηγήσει γιατί η κυβέρνηση Μητσοτάκη συνάντησε τόσες φανατικές αντιδράσεις, τόσο από την τότε αξιωματική αντιπολίτευση όσο και από τις διάφορες συντεχνίες και ομάδες συμφερόντων.
Δεν υπάρχει ο χώρος για να είμαι πιο αναλυτικός αλλά, κωδικοποιώντας τα, θεωρώ ότι η κυβέρνηση εκείνη ήρθε αντιμέτωπη με ορισμένα μεγάλα καρκινώματα από τα οποία πάσχει η πολιτική και η κοινωνία στο μεγαλύτερο μέρος της μεταπολίτευσης, και τα οποία αποτελούν το καθοριστικό πλαίσιο εντός του οποίου επωάστηκε η κρίση – και η ίδια η κυβέρνηση αυτή υπήρξε θύμα τους: είναι η κουλτούρα του λεγόμενου εθνολαϊκισμού που μετεξελίχθηκε σε αυτό το ιδιαίτερο μόρφωμα τη δεκαετία του 1980· είναι η μετατροπή του κράτους σε στρεβλά κορπορατιστικό (δηλαδή κυρίως ένα κράτος που μοιράζει εύνοιες, με ιδιοτελή και άδικο τρόπο, σε επαγγελματικές ομάδες και συντεχνίες, υπονομεύοντας συνεπώς το δημόσιο συμφέρον)· είναι η εμμονή στον κρατισμό και στην προσοδοθηρία: η τάση δηλαδή της ελληνικής κοινωνίας να επενδύει σε αντιπαραγωγικές δραστηριότητες που εξασφαλίζουν όμως σταθερό εισόδημα ακόμη και με μη νόμιμο, και σίγουρα με παρασιτικό, τρόπο είναι μια πολιτική κουλτούρα που ευνοεί και τρέφεται από την πόλωση ενώ απεχθάνεται την αναζήτηση συναινέσεων, όπως κι ένα πνεύμα διαρκούς αντίστασης στις μεταρρυθμίσεις (αυτό το τελευταίο είναι τόσο πασίδηλο που δεν χρειάζεται καν περαιτέρω σχόλιο)· τέλος, είναι μια ιδεολογική απέχθεια στον «(νεο)φιλελευθερισμό», η οποία όπως είδαμε αναλυτικά ενισχύθηκε συνειδητά από την αντιδεξιά πασοκική ηγεμονία μεταπολιτευτικά, δαιμονοποιώντας έννοιες και πρακτικές όπως η αγορά, οι ιδιωτικοποιήσεις, το επιχειρείν, οι ιδιωτικές επενδύσεις και η χρηστή δημοσιονομική διαχείριση. Μάλιστα, έχει ενδιαφέρον ότι αυτά τα χαρακτηριστικά, με παραλλαγές, τα συναντάμε και στις λεγόμενες ελίτ και στην κοινωνία. Δηλαδή, και στους κυβερνώντες και στους κυβερνωμένους, και στους ισχυρούς και στους πιο αδύναμους, άλλωστε για να χορέψεις τανγκό χρειάζονται πάντα δύο, ως γνωστόν, και ειδικά στην ελληνική περίπτωση το σφιχταγκάλιασμα στο χορό αυτό ήταν τόσο δυνατό που ήταν φυσικό να συμπαρασυρθούν όλοι μαζί στον γκρεμό. Ήταν δηλαδή ένας χορός οιονεί θανάτου, στον οποίο τελικά είναι δύσκολο, μάλλον αδύνατο, να διακρίνεις το θύτη από το θύμα.
Αναλαμβάνοντας την εξουσία, η κυβέρνηση Μητσοτάκη βρέθηκε ενώπιον μιας πραγματικότητας που έχει ενδιαφέρουσες αναλογίες με τη δική μας: την απειλή μιας κρατικής χρεοκοπίας, πολιτική αστάθεια ως αποτέλεσμα της πόλωσης αλλά και της απονομιμοποίησης της πολιτικής (από εκεί και μετά, η κοινωνία χάνει όλο και περισσότερο το ενδιαφέρον της για την πολιτική), κυβερνήσεις συνεργασίας εντελώς πρωτόγνωρες, έξαρση του εθνολαϊκισμού, διόγκωση της διαπλοκής, αποκάλυψη μεγάλων σκανδάλων, διεθνείς ανακατατάξεις μεγάλου βεληνεκούς ιδίως στην ευρωπαϊκή ήπειρο (στην ανατολική Ευρώπη και στα Βαλκάνια), είσοδος σε μια νέα οικονομική εποχή κατά την οποία άρχισε να αμφισβητείται όλο και πιο έντονα –ακόμη και από την ίδια τη σοσιαλδημοκρατία– το κεϋνσιανό παράδειγμα.
Κατά μία έννοια, από το 1990 και μετά και ώς σήμερα, η χώρα και το πολιτικό σύστημα διαχειρίζεται το ίδιο πρόβλημα: την προετοιμασία του κράτους και της κοινωνίας για τη συμμετοχή της στο νέο παγκοσμιοποιημένο σύστημα που οικοδομούνταν ήδη από τότε.
Στην κυβέρνηση Μητσοτάκη έλαχε ο κλήρος να σηκώσει το βάρος της απαρχής αυτής της δύσκολης πορείας, στη βάση ενός φιλελεύθερου πραγματισμού, στην εσωτερική κι εξωτερική πολιτική της. Πίστεψε απαρασάλευτα στην ευρωπαϊκή ιδέα και επένδυσε στην Ευρώπη του Μάαστριχτ, που γεννιόταν εκείνη τη στιγμή. Πέτυχε δημοσιονομική εξυγίανση σε σύντομο χρονικό διάστημα. Προσπάθησε να προχωρήσει σε ιδιωτικοποιήσεις (παρ’ ότι συνάντησε τρομερές αντιδράσεις από τα οργανωμένα συνδικαλιστικά και τα «διαπλεκόμενα» επιχειρηματικά συμφέροντα, τα οποία με αφορμή τον ΟΤΕ έριξαν και την κυβέρνηση). Έβαλε τις βάσεις της προσέγγισης με το Ισραήλ και την Τουρκία, ενώ επένδυσε αρχικά σε μια συναινετική προσέγγιση ως προς την ονομασία της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, ασχέτως αν αυτή η γραμμή υπονομεύτηκε εν τέλει από το εσωτερικό της κυβέρνησης αλλά και από την εθνικιστική εξαλλοσύνη που ήταν τότε διάχυτη στην ελληνική κοινωνία, ιδίως της βόρειας Ελλάδας. Θα πρέπει να προσθέσουμε σε αυτό τον ελλιπή κατάλογο τη δική του συμβολή στην εισαγωγή της ιδιωτικής ραδιοτηλεόρασης στην Ελλάδα (οι «δικοί του» δήμαρχοι στην Αθήνα, τον Πειραιά και τη Θεσσαλονίκη ήταν που ίδρυσαν το 1987 τους πρώτους δημοτικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς, όπως και η συγκυβέρνηση ΝΔ και Συνασπισμού υπό τον Τζαννή Τζαννετάκη ήταν που εισήγαγε τον σχετικό νόμο για την ιδιωτική τηλεόραση, το 1989), κάτι που ταίριαζε στη φιλελεύθερη αντίληψή του για τον δημόσιο διάλογο. Όπως, επίσης, και το πάγιο ενδιαφέρον προσωπικά του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στην άρση του εμφυλιακού πνεύματος και στο γεφύρωμα των αντιθέσεων με την Αριστερά[5], με την οποία άλλωστε συγκυβέρνησε στη βραχύβια κυβέρνηση Τζαννετάκη, πιο πριν, το 1989[6]. Άλλωστε, ο Μητσοτάκης δεν παρασύρθηκε ποτέ σε διχαστικές κορώνες κανενός είδους, ούτε καν τη στιγμή της δολοφονίας του γαμπρού του, Παύλου Μπακογιάννη από την τρομοκρατική οργάνωση 17 Νοέμβρη (στις 26 Σεπτεμβρίου 1989), προχωρώντας αντιθέτως σε μια δήλωση τότε στην Βουλή που έμεινε στην ιστορία ως πρόπυπο ψυχραιμίας και γενναιότητας[7].
Η ανάγκη της τεκμηρίωσης του κυβερνητικού έργου
Τελικά, όπως είπαμε, η κυβέρνηση αυτή έμεινε μόνο τρία χρόνια στην εξουσία και έπεσε απότομα πριν ολοκληρώσει τον κύκλο της. Και νομίζω πως το γεγονός ότι μια κυβέρνηση που είχε έρθει στην εξουσία με τόσο εντυπωσιακό εκλογικό ποσοστό δεν κατάφερε να ανανεώσει την κυβερνητική της θητεία στις εκλογές του 1993 είναι σαφές δείγμα ότι ορισμένες από τις αναγκαίες ρήξεις της δεν ήταν έτοιμη να τις ακολουθήσει η κοινωνία, παρ’ ότι ήταν ξεκάθαρο ότι θα ξανάβρισκε τα προβλήματα μπροστά της, και μάλιστα μεγεθυμένα. Ακολούθησε μια κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου, με έναν ηγέτη σκιά του εαυτού του που μόνο τυπικά κυβερνούσε, παρ’ όλο που πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι είχε πλέον αντιληφθεί την ανάγκη για τον εξευρωπαϊσμό της χώρας και δεν στάθηκε εμπόδιο σε αυτή την πορεία. Εν συνεχεία, η πρώτη πρωθυπουργική θητεία του Κώστα Σημίτη έδειξε σαφώς να έχει πλήρη συνείδηση της πρόκλησης αυτής, ιδίως σε ό,τι αφορά τη δημοσιονομική προσαρμογή για τη συμμετοχή της χώρας στη νεότευκτη ευρωζώνη, αλλά και στις μεγάλες ιδιωτικοποιήσεις – εξ ου και στο βιβλίο Μπροστά από την εποχή της. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, 1990-1993 (εκδόσεις του Βιβλιοπωλείου της Εστίας και Ίδρυμα Κωνσταντίνος Κ. Μητσοτάκης, 2013) αναγνωρίζεται ανοικτά η συμβολή της στην κατεύθυνση αυτή. Ήταν ένας στρατηγικός στόχος που, όσο κι αν βάλλεται προσφάτως και ευκαιριακά, υπό την επήρεια της κρίσης μετά το 2010, δεν νομίζω ότι υπάρχουν σοβαρά επιχειρήματα που να την αμφισβητούν. Η χώρα κατάφερε να αποτελέσει εξ αρχής μέλος της ισχυρότερης οικονομικής ζώνης στον κόσμο, κομμάτι ενός εγχειρήματος που δεν είχε ξαναδεί ο σύγχρονος κόσμος. Και είναι αλήθεια ότι, μετά τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό της δεκαετίας του 1980, οι βάσεις για την αντιστροφή τής πορείας αυτής ετέθησαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Ήταν, με άλλα λόγια, μια περίοδος μεταιχμιακή για την Ελλάδα και την Ευρώπη, και η χώρα μας φάνηκε να καταφέρνει να ανεβεί στο ίδιο τρένο με τα υπόλοιπα ισχυρά μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης – ίσως στο τελευταίο βαγόνι, ως συνήθως, αλλά πάντως συνεπιβάτης στο ίδιο ταξίδι. Και ήταν για πρώτη φορά στην ιστορία της που το παρόν και το μέλλον της ήταν τόσο ταυτισμένο με εκείνο της υπόλοιπης ηπείρου. Το τι συνέβη στην Ελλάδα από εκεί και μετά, όταν η χώρα κλήθηκε να χτίσει πάνω στην επιτυχία του ευρώ, είναι σίγουρα αντικείμενο μιας άλλης συζήτησης. Αλλά είναι βέβαιο ότι χάθηκε μεγάλη ευκαιρία να αξιοποιηθεί η καλή κληρονομιά της δεκαετίας του 1990 και των κυβερνήσεων Μητσοτάκη που έθεσε τις βάσεις των μεταρρυθμίσεων, του ώριμου Παπανδρέου που στα δημοσιονομικά τουλάχιστον δεν ανέτρεψε αυτή την πορεία και του Σημίτη που προετοίμασε στην πράξη τη χώρα για την είσοδο στην ευρωζώνη.
Παραμένει, ωστόσο, ζωντανή μια ακόμη σημαντική παρακαταθήκη από την περίοδο της δεκαετίας του 1990. Προφανώς, πολλά από εκείνα που αναβάλαμε ή αρνηθήκαμε να κάνουμε τότε καλούμαστε να τα εφαρμόσουμε σήμερα, με πολύ μεγαλύτερο κόστος. Αλλά είναι όλο και περισσότεροι οι πολίτες, ιδίως της γενιάς των σημερινών 40άρηδων-50άρηδων, που απέκτησε ακριβώς τότε σαφέστερη πολιτική αυτοσυνείδηση, οι οποίοι, χάρη σε τούτη την «πολιτική διαπαιδαγώγηση», έχουν απόλυτη κατανόηση των καταστροφικών επιπτώσεων του εθνολαϊκισμού και του κρατισμού, όπως και πλήρη αντίληψη της αξίας των μεταρρυθμίσεων, εκείνων που πήρε την πρωτοβουλία τότε η κυβέρνηση Μητσοτάκη να ξεκινήσει. Είναι εν τέλει εκείνοι οι οποίοι αντιστέκονται σήμερα στις ακραίες λογικές και κρατούν το καράβι να μη βυθιστεί.
***
Για έναν ιστορικό επιστήμονα, το ζητούμενο δεν είναι μόνο η αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας –ένα ούτως ή άλλως σημαντικό καθήκον–, είναι και η ενίσχυση της εθνικής αυτογνωσίας. Είναι ιδιαίτερα κρίσιμο αυτό σε σχετικά καινούργια εθνικά κράτη όπως το ελληνικό, όπου συχνά πρυτανεύει μια αίσθηση εθνικής αυταρέσκειας και περιούσιου λαού – καλλιεργώντας έτσι ζωτικές ψευδαισθήσεις που είναι δύσκολο να αμφισβητηθούν. Η ιστορική έρευνα μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στην αμφισβήτησή τους, ιδίως όταν έχει στη διάθεσή της πηγές που, σημειωτέον, δίνουν ιδιαίτερη έμφαση και στα λεγόμενα σκληρά δεδομένα, στα νούμερα δηλαδή. Τα νούμερα τα οποία στη χώρα η οποία επινόησε τα Greekstatistics έχουμε την τάση να τα υποτιμούμε – όταν δεν τα έχουμε διαμορφώσει «δημιουργικά» κατά το δοκούν, προηγουμένως. Υπ’ αυτή την έννοια, είναι σημαντικό να μελετήσει κανείς και το βιβλίο με την πολιτική παρακαταθήκη της κυβέρνησης Μητσοτάκη που αναφέρθηκε προηγουμένως. Το βιβλίο είχε μάλιστα παρουσιαστεί στο Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, στις 25 Φεβρουαρίου 2013 (συμμετείχαν στο πάνελ ο έχων και την επιμέλειά του, πρώην υπουργός Ι. Παλαιοκρασσάς, οι πολιτικοί επιστήμονες Νίκος Μαραντζίδης και Γιώργος Παγουλάτος, ο δημοσιογράφος Πάσχος Μανδραβέλης και ο υπογράφων), σε μια κατάμεστη αίθουσα με χιλιάδες κόσμου που είχαν πάει εκεί για να αποτίσουν φόρο τιμής στην τελευταία δημόσια εμφάνιση του, τότε 95 ετών, πρώην πρωθυπουργού[8]. Πρόκειται για τη μοναδική πλήρη και τεκμηριωμένη αποτίμηση κυβερνητικής θητείας που έχει εκδοθεί ποτέ στη σύγχρονη πολιτική ιστορία μας, αποτέλεσμα σχετικής πρωτοβουλίας του Ιδρύματος Κωνσταντίνος Κ. Μητσοτάκης. Ουδείς άλλος πρωθυπουργός –με την εξαίρεση του Κώστα Σημίτη που μας έχει καταθέσει πλήθος βιβλίων και τεκμηρίων για τον πολιτικό του βίο και τις κυβερνήσεις των οποίων ηγήθηκε– έχει δείξει ανάλογο ενδιαφέρον για μια αποτίμηση του κυβερνητικού του έργου, βασισμένη σε στοιχεία και συγκεκριμένα δεδομένα. Πρόκειται για μια διαφορετική από την εν Ελλάδι συνηθισμένη αντίληψη ενός «συνταξιούχου» πρωθυπουργού, ο οποίος θέτει ενώπιον της κοινωνίας τον απολογισμό του και ζητά να κριθεί με βάση αυτόν, χωρίς φόβο και πάθος.
Η μαζική υπόκλιση της ελληνικής κοινωνίας στην αξία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη (αυτόν που, κάποτε, ενσάρκωνε τον ίδιο το διάβολο στο φαντασιακό ακόμη και προοδευτικών ανθρώπων), με αφορμή το θάνατό του (με μικρές θλιβερές εξαιρέσεις, αντιμετωπίστηκε από όλα τα κόμματα ως «ένας μεγάλος πολιτικός που φεύγει»), δεν είναι καθόλου τυχαία σ’ αυτή τη συγκυρία. Υποδηλώνει αυτή την υπόγεια κοινωνική αλλαγή που συντελείται τα τελευταία χρόνια και παγιώνεται με οριστικό τρόπο μετά και το τέλος των αριστερών ψευδαισθήσεων. Το φιλελεύθερο μεταρρυθμιστικό αίτημα είναι ξανά ισχυρό, ιδίως στα πιο δυναμικά στρώματα, παρ’ ότι υπάρχει προφανώς πάντοτε η «βαθιά» Ελλάδα που αντιστέκεται. Κι αυτό δεν έχει πλέον –όπως δεν είχε και ποτέ σχεδόν στην Ελλάδα– ταξικά χαρακτηριστικά, αλλά μάλλον πολιτισμικά, μια κοινωνική διχοτόμηση που τη συναντούμε και σε άλλες χώρες, όπως στις ΗΠΑ ή τη Γαλλία, προσδιορίζοντας τις νέες πολιτικές ταυτίσεις. Έτσι, εκτός από τα πρόσωπα και τα είδωλα, υπάρχουν και οι πολιτικές κληρονομιές, όπου αυτά τα πρόσωπα τις συμβολοποιούν και τους δίνουν το κύρος για να συνεχίσουν να υπάρχουν.
Διότι δεν μπορεί να υπάρξει πολιτική χωρίς συνέχειες.
ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗ
Δημήτρης Δημητράκος, Κώστας Μητσοτάκης: Πολιτική βιογραφία. Α’ τόμος. 1918-1961. Από την αντίσταση στην πολιτική, Παπαζήση, 1989, 400 σελ.
Θανάσης Διαμαντόπουλος, Κώστας Μητσοτάκης: Πολιτική βιογραφία. Β’ τόμο. 1961-1974: Από τον ανένδοτο στη δικτατορία, Παπαζήση, 1990, 384 σελ.
Νίτσα Λουλέ-Θεοδωράκη, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, Ελληνικά Γράμματα, 1996, 230 σελ.
Σωτήρης Ριζάς, Από την κρίση στην ύφεση: ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και η πολιτική της προσέγγισης Ελλάδας-Τουρκίας, Παπαζήση, 2003, 261 σελ.
Θανάσης Διαμαντόπουλος, Το πορτρέτο ενός ηγέτη. Από την ιστορία του Μητσοτάκη στον Μητσοτάκη της ιστορίας: Μνήμες και σκέψεις από μια 25χρονη γνωριμία, Πατάκη, 2013, 187 σελ.
Ιωάννης Παλαιοκρασσάς (επιμ.), Μπροστά από την εποχή της. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας 1990-1993, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2013, 204 σελ.
[1] Δ.Δ. Χριστοδούλου, «Τα νεανικά χρόνια», στο Β. Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Ο Ανδρέας Παπανδρέου και η εποχή του. Βιογραφικό σχεδίασμα, μελετήματα και μαρτυρίες, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2009, α΄ τόμος, σελ. 9-56, Σπύρος Δραΐνας, Ανδρέας Παπανδρέου. Η γέννηση ενός πολιτικού αντάρτη, Ψυχογιός, Αθήνα 2013, και Θάνος Βερέμης, Ανδρέας Παπανδρέου. Μεγάλες προσδοκίες, Πατάκη, Αθήνα 2017, και το δικό μου, «Ο Ανδρέας Παπανδρέου οδεύοντας προς την εξουσία, 1974-1981», Νέα Εστία, τχ. 1862 (Ιούνιος 2014), σελ. 494-519.
[2] Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε επίσης τη διαρκή επιθυμία να επισκέπτεται και να επεξεργάζεται ξανά και ξανά εκείνο το φορτισμένο παρελθόν, δίνοντας καινούργιες πληροφορίες και διαστάσεις για τα γεγονότα, κάτι που π.χ. απέφευγε να κάνει ο Ανδρέας Παπανδρέου. Όπως είχε παραδεχτεί ο πρώτος το 2001, σε μια από τις πολλές συνεντεύξεις του για το θέμα (συνέντευξη που παρατίθεται και στην ιστοσελίδα του Ιδρύματός του, άρα ενέχει θέση «επίσημης» ερμηνείας): «Έχω μετανιώσει, γιατί θα μπορούσα εκείνη την ώρα να δείξω λιγότερη ευαισθησία απέναντι των εξελίξεων και αντί να πάω να ορκιστώ, να πάω στο Καστρί και να κοιτάξω να συμφιλιώσω και πάλι τον Βασιλέα με τον Γεώργιο Παπανδρέου. Ίσως μπροστά στο φάσμα του απειλουμένου εμφυλίου πολέμου να ήσαν σοβαρότεροι και οι δύο. Διότι και η μια μεριά και η άλλη είχε άδικο. Κατά τη δική μου αντίληψη και το είχα πει τότε εις τον Γέρο, ότι επιτέλους ο Κωνσταντίνος, ο τότε Βασιλεύς ήτο νέος, άπειρος, υφίστατο και κακές επιρροές, σίγουρα υφίστατο κακές επιρροές γύρω του, δεν αναφέρομαι κατ’ ανάγκη στη Βασίλισσα Φρειδερίκη, η οποία κι αυτή είχε ορισμένες φορές ακραίες θέσεις, είχε πολλά προσόντα, αλλά είχε και αδυναμίες που οφείλονται ίσως στην καταγωγή της και στην ψυχολογία την οικογενειακή, αλλά αναφέρομαι και σε πολλούς άλλους, είχε αδυναμίες, είχε ο Βασιλεύς άδικο. Αλλά ο Γεώργιος Παπανδρέου ήταν ένας ώριμος πολιτικός, ο οποίος θα έπρεπε εκείνη την ώρα να δείξει περισσότερη λογική και να παραδεχθεί ότι χρειαζόταν μια μικρή υποχώρηση. Σας είπα, ότι αναγκάστηκε στη συνέχεια να κάνει πολύ μεγαλύτερη για να αποφύγει.», http://www.ikm.gr/19. Πρέπει εξ άλλου να σημειωθεί ότι, παρά τις σκληρές επιθέσεις του Ανδρέα και των ανθρώπων του προς το πρόσωπό του, τόσα χρόνια, ο Μητσοτάκης, μετά την αποχώρησή του από τη μάχιμη πολιτική, αναφερόταν πάντα με αξιοθαύμαστη γενναιοδωρία προς τον παλιό του αντίπαλο, και ουδέποτε με προσβλητικό τρόπο.
[3] Έχω προσπαθήσει να θεμελιώσω τα πραγματικά αίτια της δικτατορίας του 1967 στον γεωπολιτικό μιλιταρισμό που χαρακτήρισε τον ελληνικό 20ό αιώνα ώς το 1974 στο «Ήταν η απριλιανή δικτατορία αναπόφευκτη; Ο γεωπολιτικός μιλιταρισμός και η μεταπολεμική πολιτική ιστορία της Ελλάδας», πρακτικά συνεδρίου, Η δικτατορία των Συνταγματαρχών και η Αποκατάσταση της Δημοκρατίας, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα 2016, σελ. 51-75.
[4] Βλ. μεταξύ άλλων, Π. Λουκάκος, Η αθέατη όψη. Τύπος και πολιτική στη μεταπολίτευση, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2013.
[5] Πρέπει να πούμε ότι ως πιστός κοινοβουλευτικός που υπήρξε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, επί πέντε δεκαετίες, οι σπουδαιότερες ομιλίες του είναι από εκεί, όπως στη συζήτηση της Βουλής στις 29 Αυγούστου 1989 για την ψήφιση του νομοσχεδίου περί αποτροπής των συνεπειών του εμφυλίου πολέμου, όπου είχε αναφέρει τα εξής: «Η νέα ελληνική πολιτεία έθεσε σε κίνηση διαδικασίες για την αποθεραπεία και των πλέον τραυματικών εμπειριών. Κυρίως όμως δημιούργησε τις προϋποθέσεις για μια νέα πολιτική εποχή στην οποία οι ψυχώσεις, οι προκαταλήψεις και οι διακρίσεις του παρελθόντος δεν θα έχουν πλέον θέση και το εμφύλιο μίσος δεν θα έχει έδαφος για να καλλιεργηθεί. Κανένα μέτρο δεν μπορεί να εμποδίσει την άκριτη ανάξεση πληγών του παρελθόντος με σκοπό μια κοντόθωρη και βραχυπρόθεσμη εκμετάλλευση. Η αναβίωση σκοτεινών μύθων και η απόπειρα προβολής φαντασμάτων δεν υπόκειται σε νόμους. Και δεν ελέγχεται με νόμους η πολιτική ηθική που προσφεύγει στη καπήλευση και την τυμβωρυχία. Ελέγχεται μόνο από την ολοκληρωμένη συνείδηση του πολίτη και από την επίγνωση της σύγχρονης πολιτικής πραγματικότητας και των αυριανών στόχων του έθνους. [...] Κανένα προπατορικό αμάρτημα δεν μπορεί να βαραίνει καμία πολιτική παράταξη και κανένα στίγμα δεν μπορεί να χαρακτηρίζει κανένα πολίτη για τις επιλογές του κατά το παρελθόν, οι οποίες έγιναν με άλλες συνθήκες, με άλλα οράματα και κριτήρια. Για το χθες το λόγο έχει η ιστορία. [...] Χρειαζόμαστε ο καθένας το σεβασμό και την εκτίμηση του άλλου για να προσφέρουμε τον καλύτερο εαυτό μας στη κοινή προσπάθεια. Είναι ανάγκη να αποβάλουμε όσο γίνεται την καχυποψία από την πολιτική και την κοινωνική μας ζωή. Κανείς δεν δικαιούται να αντλεί σαθρά επιχειρήματα από ένα οδυνηρό και οριστικά ξεπερασμένο παρελθόν και να επιχειρεί να στιγματίσει ζωντανές δυνάμεις του εθνικού μας παρόντος. Ο εμφύλιος πόλεμος δεν στοίχισε λιγότερο σε κανέναν. Στοίχισε σε όλους όσο στοίχισε στην Ελλάδα. Και πρέπει όλοι να αναγνωρίσουμε οτι τα πάθη εκείνης της ανώμαλης εποχής υποβίβασαν συνολικά την πολιτική μας σκέψη και στένεψαν τον πολιτικό μας ορίζοντα. Τις αποστάσεις που η κάθε πλευρά κέρδισε από τα γεγονότα εκείνης της εποχής δεν δικαιούται κανένας να τις μηδενίζει».
[6] Βεβαίως, η συγκυβέρνηση αυτή συμφωνήθηκε με κύριο γνώμονα την «κάθαρση», δηλαδή τη δικαστική δίωξη του Ανδρέα Παπανδρέου (και άλλων υπουργών και στελεχών των κυβερνήσεών του) για τα διάφορα σκάνδαλα στα οποία φερόταν να εμπλέκεται, μια απόφαση για την οποία ο Λεωνίδας Κύρκος τουλάχιστον είχε παραδεχτεί αργότερα, το 2006, σε συνέντευξή του στον Αλέξη Παπαχελά, ότι ήταν λάθος τους και ότι παρασύρθηκαν από την πίεση του Τύπου, http://www.kathimerini.gr/270621/article/epikairothta/ellada/eytyxws-poy-den-nikhse-h-epanastash-mas
[7] https://www.youtube.com/watch?v=6LWWz_TQIB0.
[8] Ο Κ. Μητσοτάκης θα ξαναεμφανιζόταν δημοσίως, παρά το πολύ προχωρημένο της ηλικίας του, σε μια συγκέντρωση του “Μένουμε Ευρώπη” στο Σύνταγμα, λίγο πριν το δημοψήφισμα της κυβέρνησης Τσίπρα, τον Ιούλιο του 2015.