Κατά τη δεκαετία που πέρασε, ο –κατά γενική ομολογία– δημοφιλέστερος και πλέον επιτυχημένος έλληνας σκιτσογράφος των τελευταίων σαράντα ετών, Αρκάς, είδε το όνομά του να γίνεται αντικείμενο συζήτησης και ανοιχτής αντιπαράθεσης (ακόμα και ξεκάθαρα πολιτικής). Κι αυτό δεν έλαβε χώρα στο πλαίσιο αναζήτησης της –έως και σήμερα απλώς θρυλούμενης[1]– ταυτότητάς του, όπως συνέβαινε στις έως τότε περί του Αρκά συζητήσεις, αλλά προήλθε ως αποτέλεσμα της συνειδητής του απόφασης να πάρει αντιπολιτευτική πολιτική θέση κατά την περίοδο 2015-19, σχεδιάζοντας σκίτσα με ευθείες πολιτικές και επικαιρικές αναφορές. Ο σκιτσογράφος επικρίθηκε από κάποιους για πολιτική μεταστροφή και για συνειδητή χρησιμοποίησή του από συγκεκριμένη πολιτική παράταξη, κατηγορήθηκε για κομματικοποίηση της ώς τότε ευρύτερα κοινωνικής του ματιάς, θεωρήθηκε από άλλες πλευρές ως προδομένος προοδευτικός ιδεολόγος, ενώ τέθηκε ανοιχτά στην κριτική ακόμα και η –βάσει των αριθμών και μόνο μεγάλη– ηλικία του, ως επεξήγηση μιας υποτιθέμενης «συντηρητικής μεταβολής».
Ανεξαρτήτως της πολιτικής συμφωνίας ή διαφωνίας του καθενός και της καθεμιάς μας με τις συγκεκριμένες πολιτικές παρατάξεις και τα πεπραγμένα τους[2], η μεγαλύτερη ένσταση σε μια τέτοια κίνηση έχει πιθανότατα να κάνει εντέλει με το ίδιο το αισθητικό αποτέλεσμα, μια και τα εφήμερα σκίτσα, παρά την αναγκαιότητά τους για τη δημοκρατική πολυφωνία, είναι καταδικασμένα να χάνουν πολύ σύντομα τη συγκεκριμένη σκοπιμότητα και την επαφή με την επικαιρότητα, ενώ, παράλληλα, συχνά γίνονται όπλο προς όφελος επικαιρικών στοχεύσεων των επιμέρους παρατάξεων, όπως συνέβη και στην περίπτωση του δημοφιλούς σχεδιαστή. Πράγματι, το πέρασμα λίγων μόλις ετών τα κατέστησε μάλλον περιθωριακά και δευτερεύοντα στο μεγάλο και πολύπλευρο corpus της πολύχρονης πορείας του Αρκά.
Η κυβερνητική αλλαγή του 2019, ακολούθως, άφησε σε δεύτερη μοίρα[3] αυτό το υποκεφάλαιο της πορείας του σκιτσογράφου[4], με τον Αρκά της τελευταίας πενταετίας να επενδύει, ρίχνοντας σχεδόν όλο του βάρος, σε μια σειρά με πρωταγωνιστές ήρωες μικρής ηλικίας[5] που ξεκίνησε αρχικά ως σάτιρα της πολιτικής ορθότητας και γρήγορα μετεξελίχθηκε σε ένα σύμπαν πολύ ευρύτερο. Με όπλο την άμεση αλληλεπίδραση των social media και του διαδικτύου, αλλά και με την ευκαιρία προσέγγισης βάσει θεματικής και αρκετά μικρότερων ηλικιακά αναγνωστών, ο Αρκάς άνοιξε ομολογουμένως αρκετά τη βεντάλια και το άνυσμα του συγκεκριμένου μικρόκοσμου, έχοντας, όμως, ως τίμημα τόσο μια φθορά κι έναν κορεσμό που φέρνει η επανάληψη παραπλήσιων μοτίβων και καταστάσεων όσο και τη διαμόρφωση της (εσφαλμένης) εντύπωσης περί μιας άνευρης σατιρικά «μονοκαλλιέργειας» της θεματικής και περί ενός τέλματος της ζωντάνιας και της πηγαίας ζωτικής δύναμης με τις οποίες η γραφή του υπήρξε εξαρχής αδιάρρηκτα συνυφασμένη.
Κατά της πολιτικής ορθότητας
Πράγματι, ορισμένοι όψιμοι αναγνώστες του Αρκά φαίνεται πως εξεπλάγησαν βλέποντάς τον τους τελευταίους μήνες να προωθεί διαδικτυακά μια νέα του σειρά υπό τον τίτλο Ο Ιεροεξεταστής, φτάνοντας στο σημείο να τον κατηγορήσουν για σεξουαλικοποίηση του λόγου του, ακατάλληλα και προκλητικά σκίτσα καθώς και για προσβολή των ιερών και των οσίων. Πέραν της άγνοιας κάθε προέλευσης και παράδοσης της σάτιρας από την αριστοφανική αρχαιότητα, τον αναγεννησιακό Ραμπελαί μέχρι και την πρώιμη νεωτερικότητα, μια τέτοια απόφανση αποδεικνύει περίτρανα και βασική άγνοια της ώς τώρα πορείας και των σημείων αναφοράς του ίδιου του δημιουργού. Μέσα στις δεκαετίες τής, έστω και ετεροβαρούς, μείζονος παρουσίας του, ο σχεδιαστής έχει προβεί με εξαιρετική μαεστρία τόσο σε καυστικές επιθέσεις σε θρησκευτικές αγκυλώσεις, εμμονές, φαρισαϊσμούς και προκαταλήψεις (Η ζωή μετά) όσο και σε αμιγώς σεξουαλικά σατιρικά σκίτσα, με το ζωικό βασίλειο να λειτουργεί στην περίπτωση αυτή ως αντανάκλαση των ανθρώπινων παθών, των μοντέρνων εγκλωβισμών και των πολλαπλά φαλκιδευμένων βαλβίδων επιβολής, κυριαρχίας και εκτόνωσης (Καστράτο, Ο κόκκορας, Ξυπνάς μέσα μου το ζώο κ.ά.). Από την άλλη, επανήλθε ταυτόχρονα και η κριτική περί ενός Αρκά που αδυνατεί να προσαρμοστεί στις επιταγές της εποχής κι επιμένει με ένα χιούμορ πιο καυστικό από τα όρια της πολιτικής ορθότητας που το αποστεωμένο σήμερα επιτάσσει.
Παρατηρούμε, λοιπόν, πως ο Αρκάς έχει τοποθετηθεί ανάμεσα στις μυλόπετρες της μάχης για το λεγόμενο «woke» φαινόμενο[6] και την πολιτική ορθότητα, με τη μία, ασαφώς «προοδευτική» και αναφερόμενη σε αμερικανοκίνητα ρεύματα, πλευρά να τον εγκαλεί για σεξισμό, πατριαρχικές αντιλήψεις, μισογυνισμό και χονδροφοβία και την άλλη, υπερσυντηρητική και νεομεσαιωνικά θρησκόληπτη, να τον μέμφεται για επίθεση εναντίον της θρησκείας, της παράδοσης και της πίστης για τα ίδια ακριβώς σκίτσα!
Ποιος είναι, όμως, ο περί ου ο λόγος Ιεροεξεταστής και πού κινείται; Δίχως να κατονομάζει ανοιχτά την Ισπανία ως χώρα αλλά φωτογραφίζοντάς την, ο Αρκάς δομεί έναν (εξαιρετικά καλαίσθητο οπτικά) υστερο-μεσαιωνικό / πρώιμα νεωτερικό κόσμο, με αρκετές τις αναλογίες και τις αντανακλάσεις με τις σχέσεις εξουσίας, την υποκρισία και τα ανθρώπινα πάθη τού σήμερα. Ο πρωταγωνιστής του μικρόκοσμου αυτού, υψηλόβαθμος Καθολικός Ιεροεξεταστής και ισότιμος με τους «κοινωνικά ισχυρούς» μα δυστυχείς του σύμπαντος του Αρκά, όπως τον Καρχαρία από τα Επικίνδυνα Νερά, τηρεί μια υποτιθέμενη σοβαροφάνεια και κοινωνική ευπρέπεια, καθώς κι έναν θρησκευτικό τυπολατρικό φαρισαϊσμό, ενώ στην πραγματικότητα ζει πλουσιοπάροχα και παλεύει με τα εσωτερικά του, αχαλίνωτα πάθη, καθώς και με το φόβο του πειρασμού και της θεϊκής τιμωρίας. Απηχώντας δευτερογενώς τον Φρόλλο της Παναγίας των Παρισίων του Βίκτωρος Ουγκώ, κανοναρχείται από ένα ακόρεστο και καταστρεπτικό πάθος για μια αισθησιακή νεαρή μάγισσα που τον προκαλεί ακατάπαυστα κατά τη διάρκεια των βασανιστηρίων, δίχως όμως να εκπληρώνει την επιθυμία του – παίζοντας, έτσι, το μοναδικό παιχνίδι που είναι σε θέση να την κρατήσει στη ζωή και να μην την οδηγήσει στην πυρά. Το πάθος του Ιεροεξεταστή, ωστόσο, δεν έχει απόληξη την τραγωδία παρά την εξ αντανακλάσεως γελοιοποίηση του προτύπου και της συνυφασμένης μ’ αυτό δύναμης και εξουσίας που έχει μια υποτιθέμενη μεταφυσική αναφορά αλλά στην πραγματικότητα στέκει παντελώς ανίκανη μπροστά στη μη ευόδωση των στόχων της.
Δίπλα στον Ιεροεξεταστή, ως πιστός σύντροφος και ταυτόχρονα ως ατομιστής αριβίστας που κοιτά μονάχα το ατομικό του συμφέρον, στέκει ο απρόσωπος δήμιος Μπερδούγος (με εμφανείς εδώ τις γλωσσικές αναφορές στην ισπανική γλώσσα), ο οποίος επικάθεται πλάι σε δεκάδες δευτεραγωνιστές του έργου του Αρκά που λειτουργούν ως «ατακαδόροι» και παράλληλα ως αντανακλάσεις και προβολές του ίδιου του σχεδιαστή, τονίζοντας την αληθινή και κυνική όψη των πραγμάτων που κρύβεται πίσω από την υπερφίαλα δομημένη επιφάνεια. Εκτός από τη (φοβερή ομολογουμένως) χημεία των δύο αυτών χαρακτήρων που δομεί, ο Αρκάς πλάθει μια εποχή με επιστήμονες, αιρετικούς, μάγισσες, επισκόπους και τις σεξουαλικά ακόρεστες γεροντοκόρες αδερφές τους, εξοχικά, καθεδρικούς, εκκλησίες, κάστρα και καλύβες, τοποθετώντας τον αναγνώστη μέσα σε ένα σύμπαν πειστικό και αυθύπαρκτο, ένα σύμπαν που καταρρέει ωστόσο με πάταγο μέσα από τη σκληρή και ανελέητη σάτιρα κατά θεσμών, παθών και της γενικευμένης υποκρισίας.
Μια σειρά αφήνει εκκρεμότητες
Δεν είμαστε φυσικά σε θέση να γνωρίζουμε το πώς (και αν) θα εξελιχθεί Ο Ιεροεξεταστής κατά τα προσεχή έτη, το πόσο θα διαπλατυνθεί ο κόσμος του ή το ποιοι χαρακτήρες πρόκειται να τον πλαισιώσουν[7]. Η ιδιαίτερη διαδικτυακή απήχηση της σειράς, που η αντικειμενική πραγματικότητα των ψυχρών αριθμών αποδεικνύει, αποτελεί δίκοπο μαχαίρι, μια και μπορεί κάλλιστα να οδηγήσει και σε κορεσμό, όπως η πρόσφατη περίπτωση της Ρόζας απέδειξε, αν και το παρελθόν του Αρκά αποτελεί εχέγγυο για τη δυνατότητα των διαφόρων project του να μακροημερεύσουν δίχως να απωλέσουν τη γενεσιουργό ζωτικότητά τους.
Με την ώς τώρα παρουσία του, πάντως, ο Καθολικός αγέλαστος ιερέας που άγεται και φέρεται από πάθη ορμέμφυτα και καταπιεσμένα, έρχεται να σταθεί ισότιμα δίπλα σε κορυφαίους ήρωες του σύμπαντος του δημοφιλούς γελοιογράφου κι έχει ήδη κερδίσει επάξια τη θέση του πλάι στα «κλασικά» έργα του, μια και αναμφίβολα συνιστά την πιο φρέσκια, κεφάτη και συγχρόνως καυστική και δηκτική ματιά του Αρκά εδώ και πολύ καιρό.
Ας ελπίσουμε η σημερινή και διμέτωπη «Ιερά Εξέταση» που περιγράψαμε να μην τον οδηγήσει σύντομα ούτε στην «πυρά» ούτε σε κανενός είδους «δήλωση μετανοίας»…
[1] Με μια συγκεκριμένη θεωρία εξ αυτών να φαίνεται ομολογουμένως ως η πειστικότερη.
[2] Ο γράφων, μάλιστα, προσπαθεί συνειδητά να τοποθετηθεί αμερόληπτα, παρότι έχει υπάρξει μέλος πολιτικού κόμματος κατά το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής του.
[3] Άραγε διαπαντός ή προσωρινά;
[4] Επιλογή για την οποία ο Αρκάς δέχτηκε, επίσης, κριτική.
[5] Πρόκειται για τη σειρά Η Ρόζα που μετρά (ώς τώρα) 25 αυτοτελείς τόμους, ξεπερνώντας σε έκταση κάθε άλλη δουλειά του Αρκά μέχρι σήμερα.
[6] Ο τίτλος εντός πολλών εισαγωγικών, καθώς αποτελεί και «κατηγορία - ομπρέλα» και, εντέλει, ετεροκαθορισμό ετεροβαρών και, συχνά, ανοιχτά αντιπαρατιθέμενων μεταξύ τους, αιτημάτων.
[7] Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, έχει ήδη λάβει χώρα διαδικτυακά μια διεύρυνση χαρακτήρων που κινείται στο ίδιο μήκος κύματος και κλίματος.