Με μνήμες από το αντίστοιχο πραξικόπημα στις αρχές της δεκαετίας του 1960, το οποίο ανέτρεψε τον Νικήτα Χρουστσόφ και έφερε στην εξουσία του Λεονίντ Μπρέζνιεφ, οι πραξικοπηματίες, το μόνο που κατάφεραν ήταν να δώσουν ένα γρήγορο και επαίσχυντο τέλος στον αργό επιθανάτιο ρόγχο της ΕΣΣΔ, η οποία έβλεπε την οικονομία της να καταρρέει, την κοινωνία να διαλύεται και τις ένοπλες δυνάμεις της να μην μπορούν να συνέλθουν από την ήττα στα βουνά του Αφγανιστάν. Οι στρατιώτες των μονάδων που διατάχθηκαν να ανατρέψουν τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ αρνήθηκαν να πυροβολήσουν τον κόσμο, ενώ είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι κανείς δεν βρέθηκε να υπερασπιστεί ένα σύστημα το οποίο ισχυριζόταν πως αντλεί τη δύναμη του από το λαό.
Τότε, διατυπώθηκαν διάφορες ερμηνείες αλλά και θεωρίες, σχετικά με το «τέλος της Ιστορίας» αλλά και τη «νίκη των φιλελεύθερων ιδεών έναντι του ολοκληρωτισμού». Η Δύση πανηγύρισε, η Ρωσία θρήνησε, αλλά ο κόσμος εξακολουθούσε να γυρίζει γύρω από τον εαυτό του με καθημερινή συνέπεια.
Σήμερα, είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, έχουμε την πολυτέλεια να αποτιμήσουμε εκείνα τα γεγονότα που σημάδεψαν το τέλος του 20ού αιώνα, αλλά και καθόρισαν, εν πολλοίς, το είδος, το μέγεθος και την υφή των προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε σήμερα.
Η πρώτη παραδοχή της δικής μας θεώρησης είναι πως μαζί με το τέλος της Σοβιετικής Ένωσης ήρθε και το τέλος του μεταπολεμικού κόσμου, του μοντέλου εκείνου των διεθνών σχέσεων και κατανομής της ισχύος το οποίο ήταν αποτέλεσμα της συμφωνίας των πρώην συμμάχων κατά της χιτλερικής Γερμανίας. Το 1991, ο μεταπολεμικός κόσμος, ο Ψυχρός Πόλεμος, τελείωσε με την εξαφάνιση της μίας πλευράς, κυριολεκτικά.
Πρέπει, επίσης, να σημειώσουμε πως η Ρωσία, με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ υπέστη μια ήττα που συγκρίνεται μόνο με εκείνη της πολεμικής, ενώ, παράλληλα, η τότε ηγεσία της είχε δηλώσει πως είναι έτοιμη να ενταχθεί στους θεσμούς και τις δομές του δυτικού κόσμου και, για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, στην ευρωατλαντική «οικογένεια». Η δεκαετία του 1990 ήταν για την Ρωσία μια εξαιρετικά τραυματική εμπειρία, σε πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό και γεωπολιτικό επίπεδο. Αυτό δημιούργησε την αίσθηση, όχι αβάσιμα, πως δεν μπορεί να αντιπαρατεθεί σοβαρά, εν τούτοις όμως μπορεί να προκαλέσει διάφορους πονοκεφάλους.
Η Δύση, από την άλλη μεριά, θέλησε να επιβάλει μια παγκόσμια νέα τάξη πραγμάτων, η οποία θα στηριζόταν στις δικές της αρχές και αξίες, στην δική της εμπειρία, στις δικές της πολιτισμικές αναφορές. Και το έκανε αυτό, είτε προκαλώντας τοπικούς πολέμους (Ιράκ Ι και Ιράκ ΙΙ) είτε εξεγέρσεις αμφίβολης αποτελεσματικότητας (Αραβική Άνοιξη), είτε αυξάνοντας την ένταση της αντιπαράθεσης στον άξονα της Ευρασίας για να δοκιμάσει αντοχές και αντιδράσεις των οιονεί αντιπάλων της (Γεωργία 2008, Ουκρανία 2014).
Για να είμαστε όμως δίκαιοι, πρέπει να σημειώσουμε πως η προσπάθεια μετατροπής του ΝΑΤΟ σε «παγκόσμιο χωροφύλακα» δεν ευδοκίμησε. Αυτό τουλάχιστον αποδεικνύουν οι περιπτώσεις της πρώην Γιουγκοσλαβίας και του Αφγανιστάν, που θυμίζουν μάλλον την παροιμία για τα σκουπίδια και το χαλί. Πολύ χειρότερα ήταν τα αποτελέσματα της «διάδοσης και της επιβολής της δημοκρατίας» με χαρακτηριστικότερες τις περιπτώσεις της Λιβύης και της Συρίας. Αν κρίνουμε μάλιστα την συμπεριφορά του Ταγίπ Ερντογάν, μετά το πρόσφατο αποτυχημένο πραξικόπημα, πρέπει να εικάσουμε πως για την Τουρκία το ΝΑΤΟ δεν υπάρχει.
Την ίδια στιγμή, η Ρωσία θεωρεί τον εαυτό της θιγμένο, ενώ η χειμαζόμενη οικονομία της έχει ανάγκη από μια νέα ώθηση, η οποία δεν μπορεί να έρθει πλέον από τις εξαγωγές πρώτων υλών, αλλά από εκείνες της πολεμικής βιομηχανίας. Η Κίνα με τη σειρά της τρέφει τις δικές της φιλοδοξίες για παγκόσμια ηγεμονία, ενώ η ισλαμική τρομοκρατία κάνει την Ευρωπαϊκή Ένωση να αναλογίζεται και να αμφισβητεί το μέχρι σήμερα προωθούμενο μοντέλο πολυπολιτισμικότητας.
Στις ΗΠΑ, ολοένα και περισσότερο κερδίζει έδαφος η ψυχολογία του απομονωτισμού, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των επικείμενων προεδρικών εκλογών. Το ίδιο ισχύει και για την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου ολοένα και δυναμώνουν οι φωνές για μια πιο στιβαρή (;) αντιμετώπιση του προσφυγικού προβλήματος, αλλά και της γηγενούς και εισαγόμενης ισλαμικής τρομοκρατίας.
Τα είκοσι πέντε χρόνια που μεσολάβησαν από τη διάλυση της ΕΣΣΔ δεν είναι τίποτα άλλο από μια περίοδο κατά την οποία έχουν πάψει να ισχύουν οι κανόνες κατανομής ισχύος σε τοπικό, περιφερειακό και διεθνές επίπεδο, χωρίς όμως η παγκόσμια κοινότητα να καταφέρει να συνεννοηθεί και να συμφωνήσει για τη θεσμοθέτηση άλλων, νέων, που να ανταποκρίνονται στην πολυπλοκότητα της σύγχρονης πραγματικότητας. Η νέα εποχή που ξεκίνησε το 1991 κινείται πλέον με ιλιγγιώδεις ρυθμούς και η ανάγκη για ένα νέο σύστημα κατανομής ισχύος και ασφάλειας είναι όσο ποτέ άλλοτε αναγκαίο.