Σύνδεση συνδρομητών

Τάκης Θεοδωρόπουλος: «Είμαι συντηρητικός» (συνέντευξη)

Παρασκευή, 20 Σεπτεμβρίου 2024 13:30
Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος. Ιούλιος 2024.
Ντίνα Κουμπούλη
Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος. Ιούλιος 2024.

Τάκης Θεοδωρόπουλος, Ελεύθερος σκοπευτής, Μεταίχμιο, Αθήνα 2024, 272 σελ.

Τον σημάδεψαν μυθιστορηματικοί ήρωες όπως ο Φιλέας Φογκ, ο Ντ’ Αρτανιάν και ο Τρελαντώνης. Τον αναστάτωσε ο Ντοστογιέφσκι, που τον διάβασε παιδί, χωρίς καλά καλά να τον καταλαβαίνει. Τα χρόνια της χούντας εκπαιδεύτηκε στον μαρξισμό. Αργότερα, στη Γαλλία, μαζί με τους κλασικούς του μυθιστορήματος, ανακάλυψε και τους κλασικούς της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, τους ιστορικούς, τους τραγικούς και τους φιλοσόφους, κυρίως τον Πλάτωνα – αλλά με πολλή ευχαρίστηση ασχολήθηκε και με τον Ιπποκράτη. Θεωρεί κορυφαίο συγγραφέα τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, και όχι μόνο για τη συμβολή του στην εθνική αυτογνωσία, και θα ήθελε να διδάσκεται η καθαρεύουσα για να μπορούν και οι νεότεροι να διαβάζουν τον Βιζυηνό και τον Παπαδιαμάντη. Μια συνομιλία με τον Τάκη Θεοδωρόπουλο.

Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος ήταν και συνεχίζει να είναι ένας από τους ελάχιστους συγγραφείς που συγκρούεται. Ούτε τα βιβλία του ούτε τα άρθρα του που δημοσιεύει στην Καθημερινή αναζητούν τις συναινέσεις του σιναφιού. Ο Θεοδωρόπουλος δεν λειαίνει τα γραπτά του, θαρρείς και μερικές φορές επιδιώκει τη φασαρία. Κι όμως. Ούτε ιδιόρρυθμος είναι ούτε καθ’ έξιν καβγατζής. Απλώς, επέλεξε οι δημόσιες παρεμβάσεις του να επισημαίνουν κομφορισμούς, ευκολίες, πόζα και δημόσιες σχέσεις και να επιδιώκουν διορθώσεις.

Δεν είναι προσωπικό. Δεν επιτίθεται στους δήθεν, δεν είναι ένας Ίακχος που απαιτεί την εφαρμογή σαβουάρ βιβρ. Επιτίθεται σε ένα κυρίαρχο μοντέλο καλλιτεχνών και ανθρώπων των γραμμάτων που, με τον τρόπο τους, καλλιεργούν τη ρηχότητα και την προφάνεια, σε βάρος της βαθιάς γνώσης και της κατανόησης της ζωής. Ο Θεοδωρόπουλος συγκρούεται επειδή διεκδικεί καλύτερους εκπαιδευτικούς θεσμούς, σχολεία που να μαθαίνουν στα παιδιά γράμματα, καθηγητές που δεν κάνουν δημοσιοϋπαλληλίκι αρκούμενοι να βγάζουν παπαγάλους. Ταυτόχρονα, διεκδικεί τη σε βάθος κατανόηση του κόσμου, πέρα από την ευκολία με την οποία τον εξηγούν και τον διατάσσουν τα ΜΜΕ και τα κόμματα, οι ιδεολογίες και οι μηχανισμοί επικοινωνίας. Και ως συγγραφέας, διεκδικεί την απελευθέρωση της δουλειάς του από τα κλισέ, από την τακτοποιημένη ανάγνωση συνήθως ενός κυρίαρχου προοδευτισμού, που στην ουσία είναι λόγος καθεστωτικός, λόγος εφησυχασμού.

Με αφορμή την έκδοση του νέου βιβλίου του Τάκη Θεοδωρόπουλου, Ελεύθερος σκοπευτής, που είναι μια περιήγηση στη ζωή του μέσω των βιβλίων που διάβασε, συναντηθήκαμε ένα μεσημέρι με σκοπό να μιλήσουμε για βιβλία. Όχι τόσο για τους τίτλους που διάβασε αλλά, ιδίως, για τη σχέση των βιβλίων με την πνευματική περιπέτεια της ζωής του. Η συνομιλία μας εξελίχθηκε όπως προσωπικά ανέμενα. Με τα βιβλία –κάποια βιβλία– που τον διαμόρφωσαν σε πρώτο πλάνο και τους λόγους που έχουν αυτή τη θέση και, βέβαια, για την καταλυτική σημασία του μυθιστορήματος στην κατανόηση του κόσμου. Με συχνές παρεκβάσεις που σχολιάζουν το πνευματικό κλίμα των καιρών, τις ιδεολογικές φενάκες που κυριάρχησαν σε διάφορες περιόδους, τις πλάνες που έγιναν καθεστώς. Με αναφορές σε λίγα πρόσωπα που συνέβαλαν στην πνευματική ενηλικίωσή του και σε επίσης λίγα περιστατικά. Και με κάποιες εκρήξεις για νοοτροπίες που πάνε πίσω την ελληνική κοινωνία, που σηματοδοτούν απώλειες του νοήματος και υποχωρήσεις από την πολυπλοκότητα της ζωής, μάλλον αναπόδραστες. Μοιραία, η συζήτηση έφτασε στο νόημα της προόδου, στη σημασία των συντηρητικών ιδεών που συντηρούν συντηρητικές νοοτροπίες και στην ανάγκη οι κοινωνίες, για να αυτοπροστατεύονται, να θέτουν όρια.

Η συνομιλία μας άρχισε από τα πρώτα παιδικά χρόνια κι από τα πρώτα διαβάσματα – από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960. Κι από το πρώτο βιβλίο που έπεσε στα χέρια του Τάκη Θεοδωρόπουλου:

To πρώτο βιβλίο που διάβασα ήταν O δεκαπενταετής πλοίαρχος του Ιουλίου Bερν, σε εκείνες τις παλιές εκδόσεις, τις κόκκινες, που έχουν μέσα και τα σκίτσα. Μεταφρασμένος σε μια καθομιλουμένη καθαρεύουσα. Αλλά η αλήθεια είναι ότι από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου κάτι διαβάζω. Μπορεί να είναι Μικρός Ήρως, μπορεί να είναι Μικρός Σερίφης, μπορεί να είναι κόμικς – και οπωσδήποτε διαβάζω εφημερίδες. Μάλιστα, με ένα φίλο μου στο σχολείο βγάζαμε μια εφημερίδα μεταξύ μας. Μεγάλωσα, ξέρεις, σε ένα σπίτι που υπήρχαν βιβλία και το διάβασμα ήταν καθημερινή συνήθεια. Οι γονείς μου δεν ήτανε λόγιοι, δεν ήταν ξερωγώ καθηγητές πανεπιστημίου, ήταν και οι δύο τραπεζικοί υπάλληλοι. Ήταν όμως καλλιεργημένοι, κυρίως η μητέρα μου, η οποία διάβαζε συνέχεια μυθιστορήματα. Απ’ αυτή κληρονόμησα την αγάπη για το μυθιστόρημα. Άφησα έτσι πίσω τα παιδικά παραμύθια που δεν μου άρεσαν ποτέ ενώ αμέσως με τράβηξαν τα λεγόμενα παιδικά μυθιστορήματα. Σ’ αυτά βρήκα τον εαυτό μου. Μάλιστα στα 11 έγραψα κι ένα διήγημα γουέστερν.

 

Ξαναδιάβασες αργότερα τον Ιούλιο Βερν;

Τον διάβαζα με πάθος, τα πρώτα χρόνια από μεταφράσεις και μετά στα γαλλικά. Και τώρα ακόμα ξαναδιαβάζω μερικά βιβλία του, πολύ ωραία, όπως το Ταξίδι στο κέντρο της Γης, o Μιχαήλ Στρογκώφ και Ο γύρος του κόσμου σε 80 ημέρες.

 

Ε, αυτά πρέπει να τα είχες διαβάσει και στα Κλασσικά Εικονογραφημένα, που έδωσαν πρόσβαση στους νέους στη λογοτεχνία.

Βέβαια, και στα Κλασσικά Εικονογραφημένα. Ήταν μια εποχή κι ένας κόσμος που η φαντασία δεν είχε πού να ξεδώσει, δεν υπήρχε καν τηλεόραση. Είχαμε το ραδιόφωνο και το έντυπο, ό,τι είδους έντυπο μπορεί να βάλει το μυαλό σου.

 

Είναι όλα αυτά αναγνώσματα που μπορούν να σε διαμορφώσουν;

Σε αυτή την ηλικία δεν νομίζω ότι έχεις αντίληψη της διαμόρφωσης. Απλώς κάνεις αυτό που σ’ αρέσει. Προσωπικά, κάποια στιγμή έπεσα στα βαριά σε αρκετά μικρή ηλικία. Διάβασα Ντοστογιέφσκι πολύ μικρός, στα 14. Φυσικά, δεν κατάλαβα τίποτα. Αλλά μου άρεσε πάρα πολύ, διότι αυτό που με τράβηξε στους Αδελφούς Καραμαζόφ ήταν ότι όλοι είναι σε μόνιμη αναταραχή. Ιδανική διαπίστωση για την πλήξη της εφηβείας. Διότι η εφηβεία είναι φοβερά πληκτική ηλικία, ο χρόνος περνάει αργά, ή μάλλον τουλάχιστον τότε περνούσε αργά. Δεν είχες και πολλά να κάνεις.

 

Το βιβλίο, δηλαδή, ήταν η βασική πρόσβασή σου στον πραγματικό κόσμο;

Ήταν ωραία η αίσθηση να διαβάζεις. Θυμάμαι, στα 14 μου, ένα ολόκληρο καλοκαίρι το πέρασα ξαπλωμένος στο κρεβάτι, σε βαθμό που να ανησυχήσει η μάνα μου ότι κάτι έχω, ότι δεν είμαι στα καλά μου. Κράτησα αυτό τον κόσμο που είναι σε μόνιμο αναβρασμό. Στον Ντοστογιέφσκι ποτέ δεν μπαίνει κανείς στο δωμάτιο χτυπώντας την πόρτα και λέγοντας καλησπέρα… Ορμάει, βάζει τα κλάματα, βάζει τα γέλια, τσακώνεται, γίνεται ένας χαμός. Αυτόν το χαμό κράτησα. Κι αυτός ο χαμός είναι η βάση του μυθιστορήματος. Αυτό μου έχει μείνει μέχρι σήμερα: ότι το μυθιστόρημα συλλαμβάνει τον κόσμο, μια χαώδη πραγματικότητα στην οποία προσπαθεί να βρει τα νήματα για να την οργανώσει - ώς ένα σημείο. Γι’ αυτό το μυθιστόρημα είναι μια μορφή αναρχική. Δεν έχει κανόνες συμπεριφοράς. Εξαιτίας αυτού θεωρώ ότι τα μαθήματα δημιουργικής γραφής είναι χωρίς νόημα, το μυθιστόρημα δεν έχει κανόνες κατασκευής. Σε όλους τους αιώνες του ανθρώπινου πολιτισμού, όλες οι τέχνες είχαν δασκάλους: η ζωγραφική, η μουσική, το θέατρο, ο χορός… Η γραφή δεν είχε ποτέ δασκάλους.

 

Οι συγγραφείς είναι αυτοδίδακτοι; Λίγο αυθαίρετο δεν είναι αυτό;

Δεν είναι αυτοδίδακτοι. Αλλά ο μόνος δάσκαλος της γραφής είναι η ανάγνωση.

 

Εκτός από τον Ντοστογιέφσκι, τι άλλο διάβασες εκείνη την περίοδο; Σχολικά διάβαζες;

Τα σχολικά ποτέ δεν με συγκίνησαν. Το ευτύχημα ήταν ότι η λογοτεχνία ήταν, για την εποχή μας,  λίγο ώς πολύ υποχρεωτική. Διάβασα πολύ λοιπόν τους έλληνες συγγραφείς. Ιδίως τη «Γενιά του ’30»: Βενέζης, Καραγάτσης, Τερζάκης, Μυριβήλης. Και αρκετή ποίηση. Και είδα θέατρο. Με μάγεψαν οι Όρνιθες του Κουν που τους είδα στην επανάληψή τους, στην οδό Μαυροματαίων. Ακόμη κουβαλάω μέσα μου την εντύπωση, εκτός από την υπέροχη μουσική του Χατζιδάκι και την φωνή του φίλου Ηλία Λογοθέτη να τραγουδάει το «ω καλή μου ξανθιά». Το θέατρο είναι παρουσία, όμως την αξία του τη συνειδητοποιείς από το ψυχικό αποτύπωμα που σου αφήνει ως απουσία. Όταν σκέφτομαι την κορύφωση της τέχνης μού έρχονται στο μυαλό αυτή η παράσταση, η Ενάτη του Μπετόβεν και οι Αδελφοί Καραμαζόφ. Ίσως και ο Παρθενών που ακόμη προσπαθώ να καταλάβω γιατί με συγκινεί.

 

Το σχολείο έδινε κατευθύνσεις;

Το γεγονός ότι είχα μερικούς δασκάλους οι οποίοι καταλάβαιναν και σέβονταν την αγάπη μου για τη λογοτεχνία και δεν με πρήζανε πολύ με τα μαθήματα με βοήθησε πολύ. Από κει και πέρα, τα πράγματα ήρθαν λίγο ώς πολύ από μόνα τους.

 

Στο βιβλίο σου κάνεις αναφορές στο σχολείο. Θυμάσαι την πρώτη τάξη στο γυμνάσιο και το πρώτο μάθημα των αρχαίων, το κείμενο «Πιστεύω τω φίλω». Ήταν η έναρξη της ενασχόλησής σου με τα αρχαία κείμενα;

Στην αρχή, τα αρχαία ελληνικά μου φαίνονταν κάτι εξωτικό. Επειδή βεβαίως το να μάθεις αρχαία απαιτούσε μια πειθαρχία, αυτό με γοήτευε. Αλλά επειδή είμαι μάλλον απείθαρχος, με γοήτευε μέχρι να το βαρεθώ. Δεν με ενδιέφεραν τα αρχαία. Άρχισαν όμως να με ενδιαφέρουν χάρη σε έναν δάσκαλό μου, τον Κρίτωνα Πανηγύρη, ο οποίος είχε την ευφυΐα και το ταλέντο να συνδυάζει τη διδασκαλία των αρχαίων με τον σύγχρονο κόσμο, δηλαδή με αυτά που θα ενδιέφεραν ένα παιδί τότε 14 ετών. Συγχρόνως, είχα την τύχη να γνωρίσω και έναν άλλο δάσκαλο. τους αναφέρω και τους δύο στο βιβλίο, ο οποίος έκανε γαλλικά. Γαλλικά είχα ξεκινήσει από τα 5 μου, αλλά ούτε αυτά με γοήτευαν στην αρχή. Μετά πήγα στο Γαλλικό Ινστιτούτο, όπου βαριόμουν. Κι ύστερα ήρθε στη ζωή μου ο Πέτρος Παπαδόπουλος, ιστορική φυσιογνωμία του Γαλλικού Ινστιτούτου, έχουν περάσει από τα χέρια του γενιές ολόκληρες συνομηλίκων μας. Τον Παπαδόπουλο τον είχε διώξει το Γαλλικό Ινστιτούτο, κατ’ εντολή της χούντας, γιατί ήταν στη Δημοκρατική Άμυνα. Μάλιστα, τη δεκαετία του 1990 έγινε μια τελετή στην οποία το Ινστιτούτο του ζήτησε συγγνώμη για τον τρόπο που του είχε συμπεριφερθεί. Ο Παπαδόπουλος τότε έκανε ιδιαίτερα για να ζήσει. Κι ο πατέρας μου έψαχνε κάποιον να μου κάνει ιδιαίτερα. Έρχεται λοιπόν μια μέρα και αρχίζουμε να μιλάμε με τον Παπαδόπουλο. Τότε μου λέει: «καλά, κατάλαβα. Δεν θα σε πρήξω με γραμματικές και συντακτικό. Πάρε αυτό να διαβάσεις». Και μου ’δωσε τον Ξένο του Αλμπέρ Καμύ. Αυτό αμέσως άλλαξε τη σχέση μου και με τα γαλλικά. Στη συνέχεια, ήρθε η σειρά της Ελπίδας του Μαλρώ – έτσι συνέχισα διαβάζοντας γαλλική λογοτεχνία απ’ το πρωτότυπο.

 

Τι θυμάσαι από τον Ξένο του Καμύ;

Τα πάντα. Θυμάμαι τον Μερσώ, θυμάμαι τι είπε στον αστυνομικό όταν τον ρώτησε «γιατί πυροβόλησε τον μαύρο στην παραλία»,  απάντησε «δεν ξέρω, είχε ήλιο». Εκεί βλέπεις και την αρχή του παραλόγου. Δεν υπάρχει αιτιολογία στο έγκλημα. Αλλά βέβαια έκτοτε τον έχω ξαναδιαβάσει.

 

Πώς θυμάσαι τα βιβλία;

Καταρχάς, θυμάμαι ελάχιστα υποθέσεις, τις ιστορίες από μόνες τους. Θυμάμαι χαρακτήρες.  Θυμάμαι και το γενικό ρεύμα που παρασύρει την αφήγηση, αυτό έχει εγγραφεί περισσότερο μέσα μου. Και κάπως έτσι έχω κατατάξει τους συγγραφείς. Είναι δηλαδή άλλο το ρεύμα που παρασύρει π.χ. τον Ντοστογιέφσκι, άλλο το ρεύμα που παρασύρει τον Φλωμπέρ. Η σχέση μου με το μυθιστόρημα γεννά πια μια βεβαιότητα. Το μυθιστόρημα δεν είναι φτιαγμένο από λέξεις, είναι φτιαγμένο από κάτι άλλο το οποίο το υπηρετούν οι λέξεις. Μια αόρατη ύλη κυκλοφορεί ανάμεσα στις λέξεις και οι λέξεις είναι εκεί για να την υπηρετήσουν. Γι’ αυτό και καλός μεταφραστής είναι αυτός ο οποίος συλλαμβάνει αυτό το ρεύμα, ακόμα κι αν σε μερικές λέξεις πέφτει έξω ή τις παρερμηνεύει.

 

Πότε απέκτησες πρόσβαση σε περισσότερα βιβλία;

Είχα την τύχη να είμαι στο Κολλέγιο. Και μέσα στο ωρολόγιο πρόγραμμα είχαμε, κάθε βδομάδα, 2 ώρες βιβλιοθήκη. Εκεί μπορούσες να κάνεις ό,τι ήθελες. Να διαβάσεις για την επόμενη μέρα, να ετοιμάσεις τα μαθήματα ή να πάρεις κάποιο από τα βιβλία που ήταν γύρω σου. Τα μαθήματα τα βαριόμουν, οπότε διάβαζα. Κυρίως λογοτεχνία. Και κάποιες αρχές φιλοσοφίας.

 

Και φυσικά εφημερίδες και περιοδικά;

Σαν τρελός. Άλλωστε, ο πατέρας μου αγόραζε καθημερινά εφημερίδα αλλά και περιοδικά – τον Ταχυδρόμο ή τις Εικόνες.

 

Ήταν κι η περίοδος που κυοφορούσε τη χούντα…

Όταν έγινε η χούντα τελείωνα την πρώτη γυμνασίου. Μετά, μέσα στη χούντα, ήρθε η περίοδος των μαρξιστικών σπουδών, όπως λένε. Εκεί δηλαδή άρχισε η μύηση από διάφορους συμμαθητές, κυρίως μεγαλύτερους, οι οποίοι με καθοδηγούσαν. Τότε, βασικά, ο εκδοτικός οίκος Θεμέλιο ήταν η βάση των μαρξιστικών βιβλίων, τα οποία μου έφαγαν αρκετό χρόνο από τη ζωή μου, δεν μπορώ να πω ιδιαιτέρως δημιουργικό. Αλλά τότε ο μαρξισμός ήταν απαραίτητος για τις παρέες, αλλιώς σε θεωρούσαν ψώνιο.

 

Θυμάσαι τίτλους που διάβασες;

Ε, ναι. Καταρχάς Λένιν: Κράτος και επανάσταση, Τι να κάνουμε. Και Μαρξ: Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, τον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου – ολόκληρο. Έχω κάποια μαρξιστική παιδεία, γι’ αυτό καταλαβαίνω και τις αδυναμίες των μαρξιστών. Ε, και συγχρόνως είχα αρχίσει τότε να διαβάζω τον Σαρτρ και για τον υπαρξισμό, ήταν και της μόδας τότε...

 

Εκτός από το μαρξισμό υπάρχει και η λογοτεχνία. Διάβασες και μαρξιστική λογοτεχνία;

Η λογοτεχνία ξέφευγε πάντα από την ιδεολογία. Και δεν με θυμάμαι ποτέ στη ζωή μου να μην έχω κάποιο ανοικτό μυθιστόρημα δίπλα μου.

 

Τα λογοτεχνικά βιβλία που διάβαζες τα αγόραζες;

Ασφαλώς τα αγόραζα. Μέναμε τότε στην πλατεία Αμερικής και υπήρχε στη γειτονιά ένα μικρό βιβλιοπωλείο στο οποίο οι γονείς μου είχαν ανοίξει μια καρτέλα όπου πήγαινα, έπαιρνα και το πλήρωναν με το μήνα. Τότε θυμάμαι να αγοράζω και να διαβάζω Καζαντζάκη. Εννοείται ότι ήταν απαραίτητο διάβασμα, άλλωστε με είχε γοητεύσει.

 

Τα ΒΙΠΕΡ, τα βιβλία τσέπης του Πάπυρου, τα πρόλαβες;

Ναι, αλλά στην αρχή. Τα πρώτα. Σολζενίτσιν και Σολωμός και Βιζυηνός και Σουρής και την ιστορική σειρά. Βέβαια τα ΒΙΠΕΡ είναι για μένα ένας σταθμός. Ήταν βλέπεις η πρώτη δουλειά για την οποία πληρώθηκα στη ζωή μου, βεβαίως αργότερα. Ήταν η μετάφραση 10 βιβλίων με τις περιπέτειες του επιθεωρητή Μαιγκρέ του Ζωρζ Σιμενόν για τα ΒΙΠΕΡ. Τις μεταφράσεις τις είχαν αναθέσει στη μάνα μου και εκείνη μου έδωσε να το κάνω εγώ. Είχα περάσει ωραία τότε γιατί δεν τα διάβαζα πριν τα μεταφράσω. Και η μετάφραση είχε ενδιαφέρον για να δω πώς θα είναι το τέλος.

 

Σπουδαίος ο Σιμενόν. Θυμάμαι δημοσίευε ιστορίες σε συνέχειες, μέσα στη χούντα, η Βραδυνή. Επί τη ευκαιρία, στη χούντα τι εφημερίδες διάβαζες;

Το Βήμα και Τα Νέα. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο. Άλλωστε ο πατέρας μου ήταν παπανδρεϊκός. Δεν ήταν ποτέ κομμουνιστής αλλά ήταν αριστερός. Εξάλλου υπήρχε και συγγένεια με τον Κώστα Σημίτη, ο πατέρας του ήταν πρώτος ξάδελφός του. Θυμάμαι τότε Τα Νέα, την πρώτη σελίδα της, που είχε κάτω κάτω τα Ιστορικά του Γεωργίου Ρούσσου και πάνω δεξιά το σκίτσο του Φωκίωνα Δημητριάδη. Αυτά με γαλούχησαν. Ο πατέρας μου πήγαινε κάθε Κυριακή στο Χίλτον για να αγοράσει τον Οbserver.  Για να δει τι γίνεται. Και βέβαια, ακούγαμε Ντόιτσε Βέλε, Παρίσι, BBC, όλα αυτά, στα βραχέα κύματα του ραδιοφώνου.

 

Κι όταν τελείωσες το σχολείο έφυγες για το Παρίσι;

Έφυγα το 1973, όταν συνέλαβαν τον Σταύρο Τσακυράκη. Γιατί εγώ ήμουν, υποτίθεται, ο παράνομος μηχανισμός. Τύπωνα τις προκηρύξεις στον πολύγραφο του Κολλεγίου. Eπειδή ήμουν αρχισυντάκτης της μαθητικής εφημερίδας, είχα τη χρήση του πολύγραφου. Και μαζί με την εφημερίδα τύπωνα και προκηρύξεις. Παρελάμβανα, θυμάμαι, τη μεμβράνη με το δακτυλογραφημένο κείμενο και μετά παρέδιδα σε μια αθλητική τσάντα τις προκηρύξεις στον Σταύρο Ιωαννίδη, συναντιόμασταν στη Φωκίωνος Νέγρη. Βέβαια, είχα φύγει προσωρινά από το προηγούμενο καλοκαίρι, είχα πάει στη Φλωρεντία να σπουδάσω ζωγραφική. Ευτυχώς, κατάλαβα γρήγορα ότι δεν έχω ταλέντο, τα παράτησα λοιπόν και ησύχασα και εγώ και η ζωγραφική.

 

Δεν είσαι ο μόνος. Έχω ακούσει ότι και ο Τάκης Λαμπρίας είχε κάνει το ίδιο. Είχε ξεκινήσει να σπουδάζει ζωγραφική αλλά φοβούμενος ότι σε όλη του τη ζωή θα είναι μέτριος ζωγράφος τα παράτησε και πήγε και σπούδασε νομικά.

Έτσι με έχει πληροφορήσει ο Τατσόπουλος. Εγώ βέβαια σπούδασα λογοτεχνία.  Κοίτα πώς συνέβησαν τα πράγματα. Το καλοκαίρι του 1973, μετά το δημοψήφισμα του Παπαδόπουλου, εγώ ήμουνα διακοπές στη Σκύρο. Τότε έπιασαν τον Τσακυράκη στον Μόλυβο. Όταν επέστρεψα στο πατρικό με την τότε φίλη μου, το μάτι της έπεσε στο Βήμα που διάβαζε ανελλιπώς ο πατέρας μου και μου λέει: «πιάσανε έναν φοιτητή στο Μόλυβο, στη Μυτιλήνη». Λέω «τι λες παιδάκι μου;». Σκέπτομαι μετά, μα κανένας δεν με ειδοποίησε; Κανένας. Αρχίζω και παίρνω διάφορα τηλέφωνα, όλοι μέναμε τότε με τους γονείς μας. Οι περισσότεροι είχαν πάει διακοπές. Εντέλει βρήκα τον Σταύρο Πετσόπουλο – τον σημερινό εκδότη της Άγρας. Μου λέει: «πού είσαι;»,  λέω «σπίτι»,  «έρχομαι». Έρχεται σπίτι. Στο μεταξύ έχω ραντεβού με τον Γεράσιμο Κουζέλη, καθηγητή της κοινωνιολογίας σήμερα, μπροστά στο Παναθηναϊκό Στάδιο, να πάρουμε οδηγίες. Συναντιόμαστε λοιπόν, μέσα Αυγούστου, έρημη η Αθήνα τον Αύγουστο, κι είμαστε εμείς οι τρεις μπροστά στο Παναθηναϊκό Στάδιο και βλέπουμε ένα αυτοκίνητο να σταματάει και να αλλάζει οδηγό. Τρομάξαμε. Αδίκως. Ήταν σχολή οδηγών. Μου λέει ο Κουζέλης: αφού έχεις διαβατήριο σήκω φύγε. Έφυγα. Ο Σταύρος πάλι δεν πρόλαβε, τον σταμάτησαν στα σύνορα.

 

Και έτσι κατέληξες οριστικά στο Παρίσι;

Έπειτα από ένα πέρασμα από την Ιταλία, για να συναντήσω τον Κώστα Κωτούλα, υπεύθυνο των οργανώσεων του ΚΚΕ εσωτερικού για την Ιταλία – ήταν ελάχιστοι αλλά είχαν βαρύγδουπους τίτλους. Πάντως, κατόπιν βρίσκομαι στο Παρίσι σε μια εποχή όπου είναι ζωντανά ακόμα τα ίχνη του Μάη του ’68.

 

Τι δυσκολίες αντιμετώπισες στο Παρίσι;

Ήμουνα νέος. Οι δυσκολίες σε αυτή την ηλικία είναι σχεδόν φυσιολογικές, πρέπει να μάθεις κανείς να φροντίζει τον εαυτό του. Δεν δυσκολεύονται όσοι φεύγουν από το σπίτι για να σπουδάσουν κάπου αλλού;  Τον πρώτο χρόνο συγκατοίκησα με τον Τεύκρο Μιχαηλίδη ο οποίος ήταν καλός συγκάτοικος γιατί μαγείρευε, έστελνε δέματα με πίτες και η μάνα του. Γράφτηκα στη σύγχρονη λογοτεχνία, ακριβέστερα στη συγκριτική λογοτεχνία, όπου είχα ως κύριο κορμό λογοτεχνία και ως δευτερεύοντα γλωσσολογία και θεατρολογία. Ωραία πέρασα, δεν μπορώ να πω. Είχα την τύχη να είμαι σε ένα πανεπιστήμιο, στη Ναντέρ, στο πανεπιστήμιο απ’ όπου ξεκίνησε ο Μάης του ’68, αλλά είχε διατηρήσει την πανεπιστημιακή αυστηρότητα. Στη σχολή μου δεν υπήρχε κανένας Έλληνας με αποτέλεσμα να κάνω αμέσως παρέα με Γάλλους – δηλαδή υπήρχαν δύο ακόμα Έλληνες αλλά δεν ήμασταν στην ίδια κατεύθυνση, ο Μπάμπης Παπαδημητρίου, ο μετέπειτα δημοσιογράφος, που σπούδαζε οικονομικά και τσακωνόμασταν στην καφετέρια γιατί αυτός ήταν ΚΚΕ, και ο Νικηφόρος Παπανδρέου ο οποίος έκανε θεατρολογία. Τότε άρχισε η μεγάλη περιπέτεια με τη Γαλλία η οποία κράτησε πολλά χρόνια και έχει δύο πτυχές. Η πρώτη ήταν η διδακτέα ύλη. Στη Ναντέρ είχε ενταχθεί στο εγκύκλιο πρόγραμμα των σπουδών όλη η κουλτούρα αλλά και η σαβούρα του Μάη του ’68, και η λογοτεχνική σαβούρα, που ήταν το νέο μυθιστόρημα, που υπέφερα να το διαβάσω, δεν καταλάβαινα γιατί δεν μου αρέσει αλλά ξέρεις πως είναι, αν δεν σου αρέσει μια μόδα πρέπει να τα βάλεις όχι με τη μόδα αλλά με τον εαυτό σου. Για να καταλάβεις, τέσσερα χρόνια έκανα λογοτεχνία και δεν αναφέρθηκε ποτέ το όνομα του Καμύ ούτε του Μαλρώ. Βέβαια, κάναμε κλασικούς. Κάναμε Λακλώ, κάναμε Μπαλζάκ, κάναμε Τολστόι, θέλω να πω υπήρχε αυτό το υπόβαθρο το οποίο και με βοήθησε να προχωρήσω παρακάτω. Εκεί συνειδητοποίησα τη δεύτερη πτυχή: συνειδητοποίησα πόση σημασία έχει και για τη σύγχρονη λογοτεχνία και για τη σύγχρονη σκέψη η αρχαία ελληνική σκέψη.  

 

Ανακάλυψες, δηλαδή, μέσω Γαλλίας τα αρχαιοελληνικά κείμενα;

Την Ελλάδα την αγάπησα στη Γαλλία. Όταν έφυγα από εδώ, τα αρχαία ελληνικά ήταν για μένα ένα βάρος που είχε σχέση με τη χούντα, με τον συντηρητισμό. Εκεί κατάλαβα ότι αυτό δεν έχει καμία σχέση με την πραγματική σκέψη των αρχαίων Ελλήνων. Ακόμα και στα μαθήματα σύγχρονης λογοτεχνίας οι αναφορές από τους σοβαρούς καθηγητές στους αρχαίους Έλληνες ήταν συνεχείς. Ντράπηκα μια μέρα που μια καθηγήτρια είπε κάτι από τη μυθολογία και μου είπε: «εσείς θα το ξέρετε αυτό, ως Έλληνας». Δεν το ήξερα και τότε σκέφτηκα: εδώ κάτι πρέπει να κάνω. Και έκτοτε δεν σταμάτησα…

 

Πώς μπήκες στην αρχαιοελληνική σκέψη; Τα πρώτα κείμενα που διάβασες συστηματικά ήταν του Πλάτωνα;

Ο Πλάτων έχει ένα μεγάλο ατού: δεν είναι συστηματικός φιλόσοφος. Δεν είναι Αριστοτέλης ούτε Καντ. Είναι, θα έλεγα, περισσότερο δοκιμιογράφος. Ξεκίνησα να διαβάζω Πλάτωνα στα γαλλικά, σε εκδόσεις τσέπης. Διάβαζα ακόμα και στο μετρό. Δεν καταλάβαινε πολλά αλλά, και εκεί, βρήκα αυτό που είχα βρει στον Ντοστογιέφσκι. Αυτή τη σωκρατική ευστροφία, η οποία ανακατεύει τον κόσμο. Ο κόσμος στα πλατωνικά κείμενα δεν τελεί εν ηρεμία, είναι σε μόνιμη αναταραχή, πυρετώδης. Επιπλέον, ο Πλάτων έχει το μεγάλο προτέρημα της αφηγηματικής δεινότητας. Είναι δηλαδή γοητευτικός και ως ανάγνωσμα. Ε, μετά τον Πλάτωνα, είπα ότι ήρθε καιρός πλέον από τη μελέτη της σύγχρονης λογοτεχνίας να περάσω στη μελέτη της κλασικής. Επειδή ήμουνα γραμμένος θεατρολογία, έκανα τη διπλωματική μου στον Αριστοφάνη. Το θέμα ήταν η «Εισαγωγή του σώματος της γυναίκας στην πόλη των Αθηνών μέσα από τις κωμωδίες του Αριστοφάνη». Όταν την υποστήριξα, η καθηγήτρια μού είπε: «δεν κατάλαβα πολλά, αλλά παρ’ όλα αυτά σας βάζω λίαν καλώς γιατί ήταν εξαιρετικό». Έτσι μπόρεσα και πέρασα στο τμήμα του Πιερ Βιντάλ-Νακέ, στην Ανώτατη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών του Παρισιού, όπου δίδασκε και ο Ζαν-Πιερ Βερνάν, σπουδαίος ελληνιστής, που ναι μεν είχε φύγει για το Collège de France αλλά ήταν ο ιδρυτής του τμήματος, η σκέψη του ήταν παρούσα. Εγώ είχα τον Βιντάλ-Νακέ και τη Νικόλ Λορώ, που ήταν η άμεση επόπτριά μου. Και το θέμα που είχα ήταν: Η γυναίκα και η νόσος στους τραγικούς. Θέμα με βιβλιογραφία μηδέν, ό,τι πρέπει για να βάλεις μετά υποψηφιότητα για το πανεπιστήμιο. Πέρασα ένα χρόνο διαβάζοντας Ιπποκράτη. Τον έχω διαβάσει όλον, γι’ αυτό μπορώ και κάνω τώρα ομιλίες στην Εταιρεία Ογκολόγων Παθολόγων Ελλάδας.

 

Τι έμαθες από τον Ιπποκράτη που να αφορά τα δικά σου, μη ιατρικά ενδιαφέροντα;

Ο Ιπποκράτης έχει ένα χαρακτηριστικό το οποίο τον φέρνει κοντά στους τραγικούς. Αντιλαμβάνεται την ανθρώπινη ύπαρξη ως σύνθεση αντιφατικών στοιχείων. Έχει πολύ ενδιαφέρον η θεωρία των χυμών που εισηγείται. Η ισορροπία ανάμεσα στους χυμούς, λέει ο Ιπποκράτης, οδηγεί στην υγεία. Κατά τη θεωρία των χυμών, το θερμό π.χ. με το ψυχρό, στοιχεία τα οποία κανονικά πρέπει να συγκρούονται το ένα με το άλλο, όταν συγκεράνυνται σε ένα σώμα δημιουργούν την υγεία. Αυτό τον φέρνει πάρα πολύ κοντά στη σκέψη των τραγικών, που λένε ότι εδωπέρα έχουμε να κάνουμε με μια ανθρώπινη υπόσταση, η οποία είναι σε σύγκρουση με τον εαυτό της. Με ενδιαφέρουν δηλαδή περισσότερο τα φιλοσοφικά του κείμενα και η φιλοσοφική διάσταση της σκέψης του. Είναι εντυπωσιακό. Ο Ιπποκράτης ζει τον ίδιο αιώνα με τους τραγικούς και τους ιστορικούς, τον πέμπτο αιώνα, ο Πλάτων είναι μεταγενέστερος. Εκεί βέβαια ανακάλυψα ότι δεν κάνω για το Πανεπιστήμιο. Το βαριέμαι.

 

Και τι έκανες;

Έγινα δημοσιογράφος. Έχοντας αποφασίσει οριστικά ότι θέλω να γίνω συγγραφέας και όχι καθηγητής Πανεπιστημίου – είναι δύο δουλειές, δύο επιτηδεύματα, δύο τέχνες τελείως διαφορετικές μεταξύ τους. Βεβαίως, ο συγγραφέας είναι ανασφαλής απασχόληση, δεν έχει κάτι σταθερό και σίγουρο, γι’ αυτό κάλυψα την ασφάλεια μέσω της δημοσιογραφίας.

 

Πού δούλεψες;

Η πρώτη δουλειά που έπιασα ήταν στη Libération. Βέβαια δεν ήταν πραγματική δουλειά. Έγραφα κομμάτια και με πλήρωναν με το κομμάτι. Μαθαίνω όμως ότι ο Τάκης Λαμπρίας επανεκδίδει στην Ελλάδα τη Μεσημβρινή. Έστειλα μια επιστολή και ένα βιογραφικό που, όπως καταλαβαίνεις, στα 27 μου, δεν ήταν κάτι σπουδαίο. Έβαλα όμως στο φάκελο και ένα άρθρο, δείγμα γραφής, για τη σχέση Ελλάδας και Ευρώπης, που είχε τίτλο «Ο Ζορμπάς δεν ζει πια εδώ». Μια βδομάδα μετά με πήρε τηλέφωνο ο Λαμπρίας και μου λέει «Θέλω να συνεργαστούμε». Έτσι άρχισα συνεργασία με τη Μεσημβρινή. Σε ένα χρόνο με είχε κάνει διαπιστευμένο ανταποκριτή στο Παρίσι. Και κάποια στιγμή επέστρεψα στην Ελλάδα.

 

Ως δημοσιογράφος;

Η δημοσιογραφία μου άρεσε, εξακολουθεί να μου αρέσει επειδή μου αρέσει η γρήγορη γραφή, αυτή είναι η γοητεία της. Ο Σαρτρ έλεγε ότι καλή δημοσιογραφία είναι η στιγμή που ο δημοσιογράφος είναι αντιμέτωπος με το γεγονός και βρίσκει κάποια σημασία εκείνη τη στιγμή. Αλλά επειδή είμαι κατά βάθος συντηρητικός, είχα ανάγκη από κάποιες σταθερές στη ζωή μου. Όχι οικονομικές, διότι αυτές τις είχα καλύψει – είχα κάνει κι έναν καλό γάμο…  Εννοώ πνευματικές σταθερές. Και εδώ εμφανίζεται πλέον η σχέση μου με την αρχαία Ελλάδα, η ουσιαστική μου σχέση πια.

 

Αφιερώθηκες στη μελέτη του Πλάτωνα, όχι από ακαδημαϊκό πόστο. Μεγάλο ρίσκο.

Άρχισα να διαβάζω Πλάτωνα από το πρωτότυπο και να ανακαλύπτω ότι, σ’ αυτή τη ρευστότητα στην οποία ζούμε, χρειάζεσαι σταθερές. Κάπου πρέπει να πατήσεις, δος μοι πα στω και ταν γαν κινήσω. Έκτοτε τον Πλάτωνα δεν τον εγκατέλειψα. Ξέρω, εξαιτίας αυτής της επιλογής κάποιοι με θεωρούν αρχαιολάτρη. Δεν είμαι. Αρχαιολάτρης είναι αυτός που θέλει να ντυνόμαστε με χλαμύδες. Εμένα αυτό που με ενδιαφέρει στον κλασικό κόσμο είναι η σχέση του με τον σύγχρονο. Η δυναμική προοπτική δηλαδή που δημιουργείται ανάμεσα σε αυτά που ζούμε σήμερα και στις μαρτυρίες των ανθρώπων που έζησαν αυτά που έζησαν στην εποχή τους. Αυτό είναι το μεγάλο κληροδότημα των Ελλήνων. Τα γραπτά μνημεία τους. Η αρχαία Ελλάδα δεν είναι αφηρημένα ιστορικά γεγονότα. Ό,τι υπήρξε είναι κάτι που μπορείς να το πάρεις εσύ τώρα, να το δεις μπροστά σου και να το κρίνεις σαν να είναι κάτι σύγχρονο. Να δεις σε τι σε αφορά και σε τι δεν σε αφορά –σε πολλά δεν σε αφορά– και σε τι μπορεί να σε βοηθήσει.

 

Είμαστε πια στη δεκαετία του 1980. Νομίζω ότι ήταν η εποχή που ήσουν βαθιά στη δημοσιογραφία.

Η δημοσιογραφία με οδήγησε στον Κοσκωτά, αλλά πριν γίνει Κοσκωτάς ο Κοσκωτάς. Όταν ακόμα ήταν ένα παιδί σεμνό το οποίο δεν πολυμιλούσε και δεν είχε αγοράσει τον Ολυμπιακό. Δούλευα με τον Παύλο Μπακογιάννη στο περιοδικό Ένα και οι σχέσεις μας ήταν πολύ καλές, αν και ήμαστε δύο τελείως διαφορετικοί χαρακτήρες. Αλλά με πίεζε ο τότε πεθερός μου, ο οποίος είχε μια εμπορική επιχείρηση λιπασμάτων,  να πάω στην επιχείρησή του. Κάποια στιγμή η πίεση με έκαμψε οπότε πήγα στον Μπακογιάννη και του εξήγησα ότι πρέπει να φύγω. Και τότε με παίρνει ο Κοσκωτάς και μου λέει, «μη φύγεις, θέλω να μου κάνεις ένα πολιτιστικό περιοδικό». Έτσι έγινε Το Τέταρτο με τον Μάνο Χατζιδάκι.

 

Πώς ήταν να δουλεύεις με τον Χατζιδάκι;

 Ήταν μια σουρεαλιστική περίοδος της ζωής μου. Σκοτωνόμουν στη δουλειά, επειδή το περιοδικό εγώ το έβγαζα. Ο Χατζιδάκις απλώς ερχόταν κατά τις 3 με 4 το απόγευμα, συνήθως συναντιόμαστε στο GB, στη Μεγάλη Βρεταννία, για να συνεννοηθούμε για την ύλη, κι ήταν πάντα εκεί και ο Γκάτσος. Είναι συγκλονιστική η σχέση του Χατζιδάκι με τον Γκάτσο, τον είχε σαν πατέρα του. Δεν υπήρχε περίπτωση να δημοσιεύσει κάτι ο Χατζιδάκις στο Τέταρτο χωρίς να έχει την έγκριση του Γκάτσου. Εγώ πήγαινα  9 το πρωί στο γραφείο, έφευγα 9 το βράδυ, είχα πεθάνει στη δουλειά αλλά περνούσα ωραία. Ώσπου με έδιωξε ο Κοσκωτάς.

 

Γλίτωσες τις εξελίξεις – ήσουν μακριά όταν ξέσπασε το σκάνδαλο, δεν σε άγγιξε. Αλλά γιατί σε έδιωξε;

Τον Κοσκωτά τον έβλεπα κάθε 15 μέρες και τρώγαμε σε ένα εστιατόριο στην Κριεζώτου, μεσημέρι. Ήταν φανατικός Παναθηναϊκός κι όλο για τον Παναθηναϊκό μιλούσε πριν αγοράσει τον Ολυμπιακό. Εγώ προσπαθούσα να του πω ότι θα χρειάζονταν κάποιες κατευθυντήριες γραμμές για το Τέταρτο που θα είχε και πολιτική αρθρογραφία. Αυτός μου έλεγε: «τον Αποστολάκη τον είδες την Κυριακή;» Κάποια στιγμή μου λέει, «κοίταξε, για το ΠΑΣΟΚ μπορείτε να γράφετε ό,τι θέλετε, αλλά μη θίξετε την οικογένεια Παπανδρέου». Το λέω στον Χατζιδάκι, λέει αυτός «πολύ ωγγγγαίααα» και το πρώτο του σχόλιο ήταν προσωπικά εναντίον του Παπανδρέου. Ε, σε δύο μήνες μου λέει ο Κοσκωτάς «Κοίταξε να δεις, πρέπει να διαλέξεις δεν γίνεται». Του λέω, «Εσύ με πληρώνεις καλά, όμως τον Χατζιδάκι τον ξέρω από μικρός. Δεν μπορώ να του πω τι να κάνει». Δεν τον ήξερα, απλώς ήξερα τα τραγούδια του. Δυο εβδομάδες μετά, με πήρε ο Κοσκωτάς και μου ζήτησε να σταματήσουμε τη συνεργασία, κάτι που για μένα ήταν λυτρωτικό.

 

Και σου έμεινε χρόνος να ξαναγυρίσεις στα αρχαία κείμενα…

Δεν τα εγκατέλειψα ποτέ. Εκτός από τον Πλάτωνα και τους τραγικούς, μάλιστα, διάβασα και τους ιστορικούς, δηλαδή Ηρόδοτο, Θουκυδίδη και Ξενοφώντα. Τώρα διαβάζω Πολύβιο, θέλω να κάνω κάτι για την κατάρρευση της Ελλάδας και την επικράτηση της Ρώμης. Αλλά τότε, ως προσωπικότητα με είχε συγκινήσει ο Ξενοφών. Καταρχάς είχε κάτι τυχοδιωκτικό, όπως όλοι αυτοί - και από αυτή την άποψη μας είναι πολύ οικείοι. Με συγκίνησε και για έναν ακόμα λόγο: πάντα στη μυθιστορηματική μου γραφή με ενδιαφέρουν τα πρόσωπα που κατά κάποιον τρόπο είναι παραμερισμένα η αδικημένα. Ο Ξενοφών ήταν υποτιμημένος, από την άποψη ότι ως ιστορικό τον συνέκριναν με τον Θουκυδίδη και τον έβρισκαν υποδεέστερο και ως φιλόσοφο τον συνέκριναν με τον Πλάτωνα και τον έβρισκαν υποδεέστερο. Παρ’ όλα αυτά, το έργο του Ξενοφώντα σώθηκε στο ακέραιο. Πράγμα που σημαίνει ότι, επί αιώνες, όλοι τον αντέγραφαν, ασχέτως αν θεωρούσαν σημαντικότερο τον Θουκυδίδη ή φιλοσοφικά τον Πλάτωνα. Αυτό κάτι σημαίνει. Ήταν διαμορφωτής και λογοτέχνης… Ο Ξενοφών με έχει επηρεάσει. Ξέρεις, τον ζωγράφο Γιώργο Γαλανό, π.χ., τον κεντρικό ήρωα στο Αδιανόητο Τοπίο, το πρώτο μου μυθιστόρημα που βγήκε το 1991, κι αυτόν τον εμφανίζω υποτιμημένο από την εποχή του.

 

Είναι το μυθιστόρημα που μεταφράστηκε γρήγορα στα γαλλικά.

Ναι. Και δεν πέρασε απαρατήρητο. Πήρα ένα γράμμα από μια αναγνώστρια, Γαλλίδα, η οποία με ρωτούσε μπορεί να δει πίνακες του Γαλανού. Έτσι απέκτησα αυτή τη σχέση με τη Γαλλία, ως συγγραφέας πλέον.

 

Τη σχέση με τα κείμενα της εθνικής αυτογνωσίας και, ιδίως, με την Ιστορία του Παπαρρηγόπουλου, πώς την απέκτησες;

Η αξία του κειμένου του Παπαρρηγόπουλου είναι τέτοια που, όταν αρχίζεις και μπαίνεις μέσα του, αντιλαμβάνεσαι ότι είναι ένας μεγάλος συγγραφέας. Και δεν έχει σχέση με τον μεγαλοϊδεατισμό. Ο Παπαρρηγόπουλος τη Μεγάλη Ιδέα την έκανε έργο. Πράγμα που σημαίνει ότι εξακολουθεί να παραμένει στην κρίση σου. Μπορείς ακόμα και σήμερα αν θες να το προσεγγίσεις. Η Ιστορία του Παπαρρηγόπουλου δεν είναι απλώς μια ιδέα η οποία ενέπνευσε κάποιους. Ο ίδιος άφησε πίσω του ένα μνημείο προσβάσιμο σε όλους. Ο Παπαρρηγόπουλος είναι μεγάλος λογοτέχνης, προσωπικά τον θεωρώ τον σημαντικότερο πεζογράφο του δέκατου ένατου αιώνα, πέρα από το γεγονός ότι διαμόρφωσε την εθνική μας συνείδηση. Διότι ακόμα και σήμερα, υποσυνείδητα, μπορεί να μην αναφερόμαστε στον Παπαρρηγόπουλο αλλά στο σχολείο ακόμα ο Παπαρρηγόπουλος διδάσκεται. Η περιοδοποίησή του της ελληνικής ιστορίας και σήμερα ακόμα διδάσκεται στο σχολείο: αρχαία Ελλάδα, Βυζάντιο, νεότεροι χρόνοι. Και στο κάτω κάτω, δεν έχουμε και πολλούς.

 

Επιμένεις να μιλάς υπέρ της καθαρευούσης;

Δεν είναι τόσο απλό. Θεωρώ ότι ένα από τα μεγάλα προβλήματα του σχολείου είναι η κατάργηση της καθαρεύουσας. Προς θεού, μην παρεξηγηθώ, δεν λέω να μιλάμε καθαρεύουσα σήμερα. Αλλά αν σκεφτεί κανείς ότι το μεγαλύτερο μέρος της νεοελληνικής γραμματείας έχει γραφτεί στην καθαρεύουσα, καταργώντας τη διδασκαλία της αποκόπτεις τις νεότερες γενιές όχι από τον Πλάτωνα ή τον Ξενοφώντα. Τις αποκόπτεις από τον Βιζυηνό, τον Παπαδιαμάντη ή τον Παπαρρηγόπουλο. Και μετατρέπεις τα ελληνικά σε μια γλώσσα η οποία έχει ιστορικό βάθος όπως η αλβανική. Αυτό νομίζω ότι ήδη το πληρώνουμε.

 

Διορθώνεται;

Πολύ δύσκολα. Γιατί δεν είναι θέμα πολιτικής βούλησης. Είναι θέμα ανθρώπινου δυναμικού. Δεν ξέρω αν στη μέση εκπαίδευση υπάρχουν πλέον καθηγητές –υπάρχουν βέβαια πάντα εξαιρέσεις– οι οποίοι μπορούν να διαβάσουν και να διδάξουν αυτά τα κείμενα.

 

Με τέτοιες θέσεις σε αποκαλούν συντηρητικό.

Γιατί όχι; Δεν το βρίσκω κακό. Οι συντηρητικοί, όχι με την έννοια των Τόρις, εξηγούμαι, δεν είμαι στη Βουλή των Λόρδων, οι συντηρητικοί χρειάζονται σήμερα για να υπενθυμίζουν ότι ο πολιτισμός μας διαθέτει κάποια όρια και ότι αν αυτά τα όρια τα ξεπεράσεις βγαίνεις εκτός των ορίων του πολιτισμού μας. Κοινώς οδηγείσαι σε μια βαρβαρότητα στην οποία δεν ξέρω αν θέλω να ζω – εγώ τουλάχιστον δεν θέλω. Από αυτή την άποψη θεωρώ τον εαυτό μου συντηρητικό, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα υπερασπιστώ το δικαίωμα των ομοφυλόφιλων να συνάπτουν γάμο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα υπερασπιστώ το δικαίωμα στην άμβλωση και όλα αυτά τα κατά κάποιον τρόπο τεχνικά προβλήματα της προόδου. Το θέμα του συντηρητισμού αφορά περισσότερο την παιδεία και πώς ο λεγόμενος προοδευτισμός έχει οδηγήσει την παιδεία, άρα τις νεότερες γενιές, να μην έχουν αντίληψη των ορίων του πολιτισμού μας.

 

Ποια είναι αυτά τα όρια;

Να σου πω ένα όριο, πρόχειρο και εύκολο: η δημοκρατία δεν υπάρχει χωρίς χάραξη ορίων. Στην αρχαία Αθήνα φτιάχνανε στην Πνύκα έναν κύκλο και μπορούσαν να ψηφίσουν όσοι μπαίνανε εκεί μέσα. Η πρώτη κίνηση που κάνει η δημοκρατία για να υπάρξει δεν είναι «μπάτε σκύλοι αλέστε και αλεστικά μη δώστε». Είναι ότι θα ψηφίζουν μόνο αυτοί που πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις: τις προϋποθέσεις του αθηναίου πολίτη. Ε, το ίδιο ισχύει και σήμερα. Όπως εγώ δεν μπορώ να ψηφίσω στη Γαλλία γιατί είμαι Έλληνας, όπως ο Γάλλος δεν μπορεί να ψηφίσει στην Ελλάδα γιατί είναι γάλλος υπήκοος. Να ένα όριο πολύ προφανές.

 

Τι θα είχες να πεις στους νεότερους αναγνώστες που ζουν στην Ελλάδα, μιλάνε και γράφουν ελληνικά και τους αρέσει το διάβασμα;

Θα απαντήσω σ’ αυτή την ερώτηση σε σχέση και με την προηγούμενη. Θα μιλήσω για την ανάγκη να τεθεί ακόμα ένα όριο, ένα πολιτισμικό όριο ανάμεσα σε αυτό που λέμε κλασικό (κάτι το οποίο έχει καταφέρει να ζήσει μέσα σε 2 χιλιετίες) και σ’ αυτό που γράφτηκε μόλις χθες. Δεν μπορείς να το αντιμετωπίσεις με τον ίδιο τρόπο. Αυτό λοιπόν που έχω να πω σε όσους θέλουν να γίνουν αναγνώστες είναι να μην ξεχνάνε τη σημασία των κλασικών. Διότι αυτοί τους δημιουργούν και τους πλάθουν τα κριτήρια και τις αξίες, βάσει των οποίων μπορούν να κρίνουν αυτό που γίνεται σήμερα.

 

Ηλίας Κανέλλης

Δημοσιογράφος, εκδότης του περιοδικού Books' Journal. Σπούδασε κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες και κινηματογράφο. Εξέδωσε και διεύθυνε το περιοδικό Κάμερα, υπήρξε κριτικός κινηματογράφου και αρχισυντάκτης του περιοδικού Αντί, εργάστηκε ως επιφυλλιδογράφος στην Εποχή, στην Ελευθεροτυπία, στην Εξουσία, στην Athens Voice, στο Βήμα, στο Protagon.gr και, τα τελευταία χρόνια, στα Νέα. Για πολλά χρόνια έκανε καθημερινή εκπομπή στον ραδιοφωνικό σταθμό Αθήνα 9,84 ενώ συνεργάστηκε ως πολιτικός αναλυτής με την τηλεόραση της ΕΡΤ. Ίδρυσε και διεύθυνε την εφημερίδα του Φεστιβάλ Αθηνών εφ. Έχει γράψει το βιβλίο Εθνοχουλιγκανισμός: Εκφράσεις της νεοελληνικής ιδεολογίας στους Ολυμπιακούς Αγώνες 2004 της Αθήνας (εκδόσεις Οξύ) και έχει επιμεληθεί τις κινηματογραφικές μονογραφίες Σταύρος Τορνές (με τον Σταύρο Καπλανίδη και, για την ιταλική έκδοση, με την επιπλέον συνεργασία του Sergio Grmek Germani), Κώστας Γαβράς και Σταύρος Τσιώλης. Σε λίγο θα κυκλοφορήσει το βιβλίο του, Το κιτς του ΣΥΡΙΖΑ.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.