Προχθές διατύπωσα την άποψη ότι πέραν καθεαυτών των υπηρεσιών –προληπτικών, διαγνωστικών, θεραπευτικών και αποκατάστασης– το σύστημα υγείας, αλλά και το ασφαλιστικό σύστημα περίθαλψης, παρέχουν μια άυλη υπηρεσία, τη μείωση της αβεβαιότητας των πολιτών. Αυτό επιτυγχάνεται με την υπόσχεση ότι τη δύσκολη στιγμή το δεύτερο θα καλύψει τη χρηματοδοτική ανάγκη, ενώ το πρώτο θα λύσει το πρόβλημα.
Μεγάλο μέρος της χρησιμοποίησης ιατρικών υπηρεσιών οφείλεται σ’ αυτή την ανάγκη και όχι στην ασθένεια. Αυτό γίνεται φανερό από τη μεγάλη μείωση της ζήτησης στα νοσοκομεία 50-75%, στην πρωτοβάθμια περίθαλψη, στα κέντρα υγείας πάνω από 75% και στον ιδιωτικό τομέα 50-90%, κατά την περίοδο αυτή. Δίχως εμφανή –επί του παρόντος– επιβάρυνση των δεικτών υγείας.[i]
Πολλές φορές τη βεβαιότητα παρέχει ο τρόπος επίλυσης των ιατρικών προβλημάτων, που προσομοιάζει με αρχέγονη τελετουργία, όπου τα μαγικά μαντζούνια και τα θυμιάματα έχουν υποκατασταθεί από πολύπλοκες και περίεργες τεχνολογικά συσκευές και πολλές και διάφορες εξετάσεις, καθώς και με τις ακατανόητες από το μεγάλο κοινό ονομασίες των εξετάσεων αυτών, πολλές φορές στα αγγλικά. Συμμετέχει σ’ αυτή την τελετουργία η συνειδητή ή η ασυνείδητη προσπάθεια των πολιτών να ταυτοποιήσουν, να παρακολουθήσουν, να κατανοήσουν και τελικά να εξοικειωθούν με τις αδιαλείπτως νεοεισαγόμενες υψηλής τεχνολογίας εξετάσεις. Κατά τον Ιβάν Ίλιτς, η ανανέωση της ιατρικής τεχνολογίας τρέχει πιο γρήγορα και από αυτή των οπλικών συστημάτων.
Η ραγδαία εισαγωγή τεχνολογίας των τελευταίων δεκαετιών λειτούργησε κυρίως σε αυτό το επίπεδο και όχι στην άνοδο των μετρήσιμων δεικτών υγείας, όπως το προσδόκιμο ζωής, αφού αυτό κυρίως αποδίδεται σε μη ιατρικούς παράγοντες, π.χ. στη ζώνη ασφαλείας και στο κράνος για τη θνησιμότητα των νέων ή στη διακοπή καπνίσματος για τους πιο ηλικιωμένους. Αλλά και οι ιατρικοί παράγοντες που βελτίωσαν αυτό το δείκτη σχετίζονται κυρίως με τον έλεγχο της υπέρτασης, ο οποίος επετεύχθη με παλιά διουρητικά φάρμακα και απλώς βελτιώθηκε με νέα τεχνολογικά φάρμακα. Για να είμαστε δίκαιοι όμως, στο επίπεδο νοσηρότητας και ποιότητας ζωής επέδρασαν καθοριστικά τα νέας τεχνολογίας αντικαταθλιπτικά.
Αν αποδίδω καλά τα διαβάσματά μου, σύμφωνα με τον Μισέλ Φουκώ η μείωση του αισθήματος αβεβαιότητας στους πολίτες σχετικά με την υγεία τους είναι σημαντικός παράγων όσον αφορά την άσκηση ηγεμονίας από τις ελίτ.
Στη μετά κορωνοϊό εποχή, οικοδομήθηκε μια περίεργη βεβαιότητα, στο κοινό, κυρίως μέσω του δημόσιου λόγου, από κλινικούς γιατρούς, γενετιστές, λοιμωξιολόγους, πολιτικούς υγείας, επιδημιολόγους – και κατ’ εξοχήν από τον καθηγητή Σωτήρη Τσιόδρα. Αυτή η βεβαιότητα είναι πρωτοφανής και δεν έχει καμία σχέση με την παραπάνω. Ίσως στηρίζεται στην ανάγκη του ανθρώπου την ώρα του κινδύνου να πιαστεί από κάτι.
Οι απαντήσεις που δίνονται, σχεδόν σε όλες τις ερωτήσεις, έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: «αυτό δεν το γνωρίζουμε, για το θέμα γίνεται έρευνα» – είτε αφορούν το πότε θα υπάρξει φάρμακο ή εμβόλιο, το πότε θα σταματήσει η πανδημία, αν η ασθένεια καταλείπει σοβαρή ανοσία ή μόνιμες βλάβες, αν μπορεί να υπάρξει επαναμόλυνση, ποια είναι η θνησιμότητα, αν το καλοκαίρι θα επιδράσει, αν θα υπάρξει δεύτερο κύμα, αν η χλωροκίνη είναι καλή ή κακή, αν, αν...
Οι γιατροί –που, φυσικά, αγωνίζονται να μάθουν από κλινικές παρατηρήσεις και κυρίως από επείγουσες, μικρές και δύσκολες έρευνες–, αν και αβέβαιοι, παρέχουν την απαιτούμενη βεβαιότητα σε μας, μάλλον κάτω από τον απλό αλλά λογικό συλλογισμό: είμαστε σε καλά χέρια, μας σκέφτονται, μπορεί να μην ξέρουν ακόμη αλλά προσπαθούν, κάνουν ό,τι μπορούν, θα τα καταφέρουν, είναι οι καλύτεροι. Συλλογισμό που τον ενισχύουν η ειλικρίνεια, η αφοσίωση και η ακάματη προσπάθεια όχι μόνο των γιατρών αλλά και όλων των εργαζομένων, καθώς και η λεπτομερής και προσεκτική διαχείριση μαζί με τα προσεκτικά και κυρίως επιτυχή μέτρα Δημόσιας Υγείας.