Η Αθήνα, πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, στο ξεκίνημα του 20ού αιώνα ήταν μια μικρή πόλη, που πριν λίγα χρόνια είχε υποστεί το σοκ της ήττας στον πόλεμο του 1897, καθώς και της πτώχευσης, και προσπαθούσε ν’ ανακάμψει. Πάντως ήταν αναπτυσσόμενη πόλη με αρκετά δημόσια κτίρια, ενώ είχε πληθυσμό περί τους 128.000 κατοίκους. Πλούσιες και ισχυρές οικογένειες της διασποράς μετακινούνταν προς την πόλη.
Η πλατεία Συντάγματος με τα ανάκτορα και τα μεγάλα ξενοδοχεία και οι γύρω δρόμοι είχαν διαμορφωθεί και ασφαλτοστρωθεί. Ο ατμοκίνητος σιδηρόδρομος που ένωνε την Αθήνα με τον Πειραιά είχε γίνει ηλεκτρικός. Γραμμές τραμ εξυπηρετούσαν τις αστικές συγκοινωνίες, ενώ οι κάτοικοι είχαν τη δυνατότητα να μισθώσουν ιδιωτική άμαξα για τη μετακίνησή τους.
Οι εφημερίδες ήταν τα μόνα καθημερινά μέσα ενημέρωσης του πληθυσμού για τα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά συμβάντα στην πόλη, στην Ελλάδα και στον κόσμο. Η συνταρακτική είδηση που αναφέρθηκε παραπάνω απασχόλησε σε μακροσκελή ρεπορτάζ όλες τις αθηναϊκές εφημερίδες, στα φύλλα της 28ης και 29ης Ιουνίου 1905. Αφορούσε την αυτοκτονία της Ραλλούς, δευτερότοκης κόρης του στρατηγού Κωνσταντίνου Σμολένσκη, τέως υπουργού Στρατιωτικών και ήρωα του πολέμου του 1897[ii], και της Χαρίκλειας Μελά, κόρης του Λέοντος Μελά, συγγραφέα και εξέχοντος μέλους τής παλαιάς, μεγάλης και ισχυρής, ελληνικής ιστορικής και πνευματικής οικογένειας των Μελάδων[iii].
Καθώς η πράξη της Ραλλούς είχε όλα τα στοιχεία μιας θεατρικής τραγωδίας, τα καθημερινά φύλλα είχαν τη δυνατότητα να διευρύνουν και να στολίσουν τα ρεπορτάζ τους με μυθώδεις περιγραφές των συμβάντων, να προσθέσουν σχόλια και εικασίες, δημιουργώντας λαϊκά αναγνώσματα, προσέχοντας όμως να μη θιγούν οι σχέσεις των εκδοτών με τον στρατηγό Σμολένσκη.
Ταυτόχρονα, πριν ακόμη ταφεί, η Ραλλού έγινε θρύλος, αφού οι άνθρωποι του νεκροταφείου και οι γυναίκες που έπλυναν το σώμα της, το έντυσαν, το στόλισαν και το θρήνησαν, πίστευαν και διέδιδαν ότι η νεκρή δάκρυζε. Οι απλοί άνθρωποι την αγάπησαν αμέσως, δεχόμενοι ότι αφού δεν είχε ελευθερία διάλεξε το θάνατο.
Στα πολλαπλά ρεπορτάζ υπάρχουν διαφορετικές πληροφορίες και εικασίες για το πώς η αυτόχειρ προμηθεύτηκε το πιστόλι, αν το αγόρασε και από ποιο κατάστημα, αν άφησε επιστολές στις δύο αδελφές της πριν φύγει από το σπίτι της μεγαλύτερης ή αν τις έστειλε με κάποιον που έπαιξε το ρόλο του ταχυδρόμου, καθώς και ποιο ήταν το παρελθόν των σχέσεών της με τον πατέρα της.
Εκεί που φυσικά γίνονται οι πιο έντονες εικασίες είναι ο λόγος της αυτοκτονίας, αφού οι ρεπόρτερ δεν είχαν πρόσβαση σε όλες τις επιστολές της Ραλλούς.
Αι Αθήναι εικάζουν ότι το αίτιο είναι άγνωστο πράγμα που προκαλεί τον βουβό σπαραγμό της οικογένειας Σμολένσκη, ενώ η Ακρόπολις θεωρεί αίτιο την άτεγκτη συμπεριφορά του πατέρα της και τη σχετική αδιαφορία του. Δεν δημιουργήθηκε όμως εντύπωση και δεν συζητείται ότι η Ραλλού πάει ν’ αυτοκτονήσει και να μπει στον τάφο της μητέρας της, μιας Μελά, θεωρώντας ανυπόφορο τον πατέρα της, έναν Σμολένσκη.
Αρχείο Γιώργου Ζεβελάκη
Το πορτρέτο της αυτόχειρος Ραλλούς Σμολένσκη, από την εφημερίδα Ακρόπολις, 29 Ιουνίου 1905.
Στη συνέχεια, δημοσιεύεται μια σύνθεση από τα μεγάλα ρεπορτάζ και τα σχόλια των αθηναϊκών εφημερίδων:[iv] Άστυ, Σκριπ, Χρόνος Ακρόπολις, Εμπρός, Εστία της 28ης/6/1905 και Ακρόπολις της 29ης/6/1905:
Η Ραλλού στο Νεκροταφείο
Ιδού υπό τίνας συνθήκας εγένετο η τραγική αυτοκτονία, ήτις αποτελεί από χθες το αντικείμενον όλων των συνδιαλέξεων:
Η δεσποινίς Ραλλού Σμολένσκη έμενεν εις το σπίτι του γαμβρού της κ. Γκινοπούλου, συζύγου της πρεσβυτέρας αδελφής της. Ο πατήρ της, στρατηγός κ. Σμολένσκης, παραθερίζει εις το Φάληρον μετά της τρίτης μικροτέρας κόρης του, αλλ’ η αυτοκτονήσασα προ πολλού είχεν εγκαταλείψει την πατρικήν στέγην.
Λόγοι οικογενειακοί, επί των οποίων εκ σεβασμού δεν θέλομεν να επιμείνωμεν, ηνάγκαζον φαίνεται την ατυχή κόρην να παραμένη και να φιλοξενήται εις τη οικία του γαμβρού της. […]
Την 11.30 π.μ. ώραν εις την μεγάλην είσοδον του Α’ Νεκροταφείου εστάθη μία άμαξα, της οποίας κατήλθε, ελαφρά πηδήσασα, μία νέα λευκοενδεδυμένη μ’ ένα παναμά απλούν εις την μελανόκωμον κεφαλήν και έχουσα καλυμμένον υπό κυανούν πέπλον το πρόσωπον. Την είδον οι ολίγοι μαρμαρογλύπται, οι οποίοι έξωθι του Νεκροταφείου πελεκούν τα κοσμούντα τους τάφους μάρμαρα, ν’ ανοίγη κομψόν χρηματοφυλάκιον και να πληρώνη τον αμαξηλάτην[v] προς τον οποίον είπε κάτι. Τι είπεν, οι τεχνίται δεν ήκουσαν. Εκ χειρονομίας όμως, την οποία έκαμεν, εννόησαν ότι παρήγγειλεν εις αυτόν ν’ απέλθη, ως όντως απήλθεν αμέσως. […]
Η άγνωστος εις τους αφελείς ανθρώπους του νεκροταφείου, οι οποίοι έχουν συνηθίση να βλέπουν μετ’ αδιαφορίας τας επισκέψεις τόσων ανθρώπων καθ’ εκάστην εις τους τάφους των προσφιλών των προσερχομένους, δεν έδωκαν περαιτέρω προσοχήν εις την κυρίαν, η οποία μόνη εισήλθεν εις το νεκροταφείον και έλαβεν την αριστερόθεν τω εισερχομένω ανωφερή ατραπόν.
Την είδον κατευθυνομένην υπό τας κυπαρίσσους και κάμπτουσαν προς τ’ αριστερά πάλιν, προς τον λόφον επί του οποίου ευρίσκονται τα περίβλεπτα μαυσωλεία. Οι άνθρωποι του νεκροταφείου εγνώριζον, ότι όπισθεν του μαυσωλείου της οικογενείας Σχλήμαν υψούται στήλη απέριττος, ορίζουσα το μέρος του οικογενειακού τάφου των Σμολένσκηδων, αλλά κανείς δεν εσκέφθη ότι η νεαρά γυνή και ο τάφος εκείνος είχον συνδυασμόν τινα.
Εκεί ηργάζοντο άλλοι μαρμαρογλύπται, οι οποίοι εστράφησαν όταν ήκουσαν το ελαφρόν βάδισμα της αγνώστου και την παρετήρησαν. Εκείνη προσεποιήθη αδιαφορίαν και παρακάμψασα επανήλθε προς τα κάτω και εξηκολούθησε τη πορείαν της διά της ατραπού της φερούσης το όνομα του ποιητή των Μνημοσύνων, Βαλαωρίτου.
Κρότος πιστολίου
Μετ’ ολίγον, από ρυτήρος ελαύνουσα[vi], κατέφθασεν εις το νεκροταφείον μία άμαξα. Βιαστικοί επήδησαν εξ αυτής είς κύριος τεσσαρακοντούτης περίπου, άνευ πίλου, και μία κυρία επίσης άνευ πίλου και με αμφίεσιν του οίκου. Ήσαν περιφρόντιδες και ως έσπευδον τον πρώτον που συνήντησαν άνθρωπον, και ήτο ούτος ο θυρωρός Κωνσταντίνος Νικολάου, τον ηρώτησαν εν σπουδή καταδηλούση την ταραχήν των.
– Είδατε καμμίαν νέαν; Είδατε;
– Ναι, απήντησεν ο θυρωρός, αφελώς, μία με άσπρα. Πάει κατ’ απάνω, προσέθηκε δεικνύων προς την ανωφερή ατραπόν.
– Πω, πω, Θεέ μου, είπεν η κυρία και μετά του κυρίου έσπευσαν προς τα επάνω.
Εκείνην την στιγμήν αντελήφθησαν οι του νεκροταφείου ότι κάτι συνέβαινε και ηκολούθησαν τα δύο άγνωστα πρόσωπα. Επίσης και δύο αμαξηλάται έσπευσαν και αυτοί ακολουθούντες.
Ο ιερεύς Παναγιώτης Παναγιωτόπουλος, φορών το πετραχήλιόν του και κρατών το θυμιατήριον, από του οποίου ανεδίδετο η ευωδία του μοσχολιβάνου, ευρέθη προ του σπεύδοντος ομίλου. Ο ιερεύς παρετήρει τους ερχομένους μετά τινος περιεργείας, αλλά πριν συνέλθη του εφώναξαν.
– Παππά, παππά, μην είδατε καμμίαν νέαν απ’ αυτού;
Ο παππάς δεν είχεν απαντήση και ηκούσθη κρότος πιστολίου, ο οποίος συνετάραξεν όλους.
– Ω, δυστυχία μου, είπεν η κυρία και εκλονίσθη έτοιμος να καταπέση.
Οι άνδρες και ο ιερεύς ακόμη έτρεξαν προς διαφόρους διευθύνσεις.
Είχον δρομαίως διασχίσει εις αρκετήν απόστασιν την οδόν Βαλαωρίτου, ότε φρικτόν θέαμα παρέστη προ των οφθαλμών των.
Προς το άνω μέρος της οδού ταύτης κείται ο τάφος του Δημ. Ζέπου, κάτωθεν δε αυτού και ολίγον προς τα αριστερά ο οικογενειακός τάφος Ιω. Κομπότη, σχηματίζων μετά του πρώτου επί επικλινούς εδάφους γωνία εντελώς αθέατον.
Εντός του κοιλώματος της γωνίας ταύτης έκειτο εξηπλωμένον το σώμα της αναζητουμένης νέας εν στάσει αναπαύσεως.
Η κεφαλή αυτής φέρουσα εισέτι τον μεγάλον ψάθινον πίλον της με το πρόσωπον εστραμμένο προς την είσοδον του νεκροταφείου, εστηρίζετο επί της μαρμαρίνης βάσεως του κιγκλιδώματος του τάφου Κομπότη.
Αίμα δε αχνίζον εισέτι ανέβλυζεν από τριγωνικής πληγής του δεξιού της κροτάφου και αυλακώνον το πρόσωπό της επλημμύριζε το κοίλωμα του εδάφους.
Η δεξιά χειρ της ερριμμένη επί του προσώπου της εκάλυπτε διά του αντιβραχίονος κατά το ήμισυ την κεφαλήν της, κρατούσα εν τη παλάμη καινουργές απαστράπτον υπό τας ακτίνας του ηλίου μικρόν περίστροφον συστήματος Γκολτς.
Η αριστερά χειρ υπεβάσταζε το ασπαίρον σώμα της νεάνιδος. Εις το υπερκείμενον δε του κοιλώματος ύψωμα επί συντριμμάτων μαρμαρίνου σταυρού, εφ’ ου εσώζετο μόνον το όνομα αγνώστου ξένου προφανώς νεκρού, MAX. F… ονόματι, και παρά την ρίζαν κυπαρίσσου ήτο τοποθετημένον το αλεξήλιον, το κιβώτιον και το πορτμονέ (με 5-6 δραχμάς και μίαν επιστολήν), τα οποία εκράττει εισελθούσα η νεάνις […].
Το τραύμα
Η Ραλλού φαίνεται ότι ηυτοκτόνησε με μεγάλην ψυχραιμίαν και τούτο αποδεικνύεται εξ αυτού του περιστρόφου το οποίο διά να πλήξη καθέτως, ως συνέβη εις την αυτοκτονήσασαν, απαιτεί στιβαράν χείρα.[…]
Η επιστολή
Η επί του χάρτου σημείωσις ήτο γεγραμμένη διά μολυβδίδος με αρκετά σταθεράν χείρα και πολύ ευανάγνωστος […]
Η επιστολή δεν διηυθύνετο προς κανένα, έγραφε δε περίπου τα εξής:
«Είμαι θυγάτηρ του στρατηγού Κ. Σμολένσκη.
»Αυτοκτονώ, απελπισθείσα πλέον και μη δυναμένη να υποφέρω την διαγωγήν τού πατρός μου ήτις κατέστη πλέον ή απάνθρωπος.
»Επιθυμώ να μη μεταφερθώ εις την οικίαν μου, αλλά να μείνη το πτώμα μου εδώ».
Έφερε δε κάτωθεν των γραμμών αυτών ολογράφως την υπογραφήν της αυτόχειρος.
«Ραλλού Κ. Σμολένσκη».
Οι τελευταίες περιποιήσεις
Περί την 5ην απογευματινήν ώραν, μία άμαξα εφ’ ης επέβαινεν φίλος της οικογενείας Βίκτωρος Μελά,[vii] θείου της αυτόχειρος, εκόμισε εις το Νεκροταφείον φέρετρον δρύινον εφ’ ου ετοποθετήθη η σορός της πολυκλαύστου κόρης, αφ’ ου προηγουμένως εκαθάρισαν και έπλυναν διά μύρων γυναίκες τινές αποσταλείσαι επί τούτω υπό της οικογενείας Μελά και ενέδυσαν αυτήν δι’ άλλης αμφιέσεως επίσης λευκής.
Είς δε πέπλος μεταξωτός αραχνοΰφαντος εχρησίμευσεν ως νεκρικό σάβανον καλύψας το σώμα αυτής από κεφαλής μέχρι ποδών. Κυρίαι, συγγενείς και φίλοι της προσφιλούς και λατρευτής νεάνιδος επεσκέπτοντο μέχρι νυκτός την νεκράν, εναποθέτουσαι ομού με τον τελευταίον ασπασμόν άνθη επί της σορού της.
Μετ’ ολίγον το φέρετρον εκαλύφθη υπό ίων και ρόδων, τα οποία στεφανούντα το αγνόν και παρθενικόν πρόσωπόν της επλημμύρουν το δωμάτιον της οστεοθήκης από άρωμα.
Το δακρυσμένο πτώμα
Το πτώμα μεταφερθέν υπό δύο ευζώνων εις το οστεοφυλακείον […].
Μία κήρινος ωχρότης είχε χυθή εις το ωραίον πρόσωπον της νεκράς, το οποίον έχει διατηρήσει ακόμη την πικρίαν των τελευταίων στιγμών.
Το περί την πληγήν μέρος είνε μελανόν και το μελάνιασμα αυτό εκτείνεται μέχρι του δεξιού οφθαλμού.
Μαύρα μαλλιά χυμένα από το εν και το άλλο μέρος του προσώπου, αποτελούν μεγάλην αντίθεσιν προς την λευκήν ενδυμασίαν του πτώματος και το ωχρόν πρόσωπον.
Άσπρο φόρεμα και λευκό μεταξωτό πέπλο, πέπλο νύμφης, περικαλύπτει σαν λευκό συννεφάκι το πτώμα. […]
Το περίεργον είνε ότι εις ταις «βρύσεις» των ματιών διακρίνονται λάμποντα σαν διαμάντια εις το φως του μικρού κανδυλιού της εκκλησίας δάκρυα.
Το πώς εφάνησαν τα δάκρυα αυτά μετά το πλύσιμον του πτώματος είνε άγνωστον, οι φύλακες δε του Νεκροταφείου διαβεβαίουν ότι, ότε η αυτόχειρ εξέπνεε, εδάκρυσε συγχρόνως, και όταν ανήγειρον το πτώμα να το φέρουν εις την οστεοθήκην θρόμβοι δακρύων κατήρχοντο εκ των οφθαλμών.
Ο Σμολένσκη στο Νεκροταφείο
Ο Σμολένσκης ειδοποιήθη κατά την 1ην μ.μ. εις το Φάληρον υπό του γαμβρού του Γκινοπούλου, κατά τις 2½ δε έφθασεν εις το νεκροταφείον συνοδευόμενος υπό της μικρωτέρας θυγατρός του.
Ο αστυνόμος κ. Λούζης προχωρήσας πρώτος επλησίασε τον στρατηγόν και του ανήγγειλε το συμβάν.
– Το ξέρω! Το ξέρω! Απήντησε ψυχραίμως ο κ. Σμολένσκης και προχωρώντας μετά της θυγατρός του παρεκάλεσε ν’ αποσύρουν τον συγκεντρωμένον κόσμον.
Ο αστυνόμος έδωσε την επιστολήν της κόρης εις τον κ. Σμολένσκην, όστις αναγνώσας αυτήν την έδωσε εις την θυγατέρα του, ήτις εξερράγη εις λυγμούς, ησπάζετο την επιστολήν και την έκρυψε εις το στήθος της.
Ο στρατηγός διηυθύνθη εις το οστεοφυλάκιον και σταθείς προ του εξηπλωμένου πτώματος το εκύτταξεν ολίγα λεπτά.
Κατόπιν χωρίς να φανή ότι συνεκινήθη διόλου έκυψε και ησπάσθη την κόρην του.
Η δεσποινίς Σμολένσκη απαρηγόρητος συνέσφιγγε σπασμωδικώς τας χείρας της και επνίγετο υπό λυγμών. […]
Μια εικόνα
Μία μεγάλη βοή ζωής και έν σπαρακτικόν παράπονον αδικίας ανεδίδετο από το πτώμα της νεκράς λευκοφόρου. Η αντίθεσις μεταξύ του σώματος, από τας γραμμάς του οποίου ακόμη και νεκρού εφαίνετο εκχειλίζουσα η ζωή, και της εικόνος του καταιματωμένου τέλους ήτο ζωηρά και καταπλήσσουσα. Και η πάλη η αγρία μεταξύ ζωής εν πλήρει ανοίξει και θανάτου άκαιρα απειλούντος το σώμα, πάλιν φρικτή και ολιγόχρονος, είχεν την μεγαλοπρέπειαν και το ζωηρόν εν τη φρίκη μεγάλης τραγωδίας.
Η κόρη εξηπλωμένη εκεί όπου έπεσεν, εφαίνετο αναπαυομένη υπό την σκιάν μαδημένης από τα έτη κυπαρίσσου. Και το σώμα της το ηβάζον, παρθένον την περιβολήν και σφριγών εν τη αναπτύξει του και λευκόν εν αγνότητι, διεμαρτύρετο, ενόμιζε κανείς, με την φωνήν του αδικουμένου την διάτορον κατά της κεφαλής της αιματοβρέκτου, ης το πρόσωπον, κρυμμένον υπό τον βραχίονα, εφαίνετο ωσεί αποφεύγον ν’ ατενίση πλέον προς τον ήλιον και προς το φως από μίαν βραδείαν τύψιν αδικήσαντος.
Και ήτο η εικών πένθιμος, και ήτο η εικών φοβερά, και ήτο η εικών μεγαλοπρεπής και επιβλητική, κάτι ως παιάν προς την ζωήν από στόματος νεκρού, κάτι ως κατάρα προς τον θάνατον από στόματος διατηρούντος ακόμη την ζωήν της ύλης.
Τα αίτια της αυτοκτονίας
Όπως προαναφέρθηκε για τους λόγους της αυτοκτονίας της Ραλλούς μόνο εικασίες μπορούν να γίνουν, όπως μάλλον συμβαίνει για κάθε αυτοκτονία. Οι εφημερίδες όμως, καλύπτοντας την επιθυμία των αναγνωστών τους, δίνουν τις δικές τους απαντήσεις. Η Ακρόπολις, στο φύλλο της 29ης Ιουνίου, προσπαθώντας να βρει τα αίτια ξεκινά με μια γενικότητα:
Όταν νοήμονες αυτοκτονούν, η εξήγησις του δράματος είνε μία. Εν τω ζυγίζειν την ζωήν και τον θάνατον, ευρίσκεται εκείνη μεν θάνατος αυτός δε ζωή. Τοιαύτην υποθέτομεν την κεντρικήν ιδέαν ήτις είχε κυριεύσει τον αρρενωπόν εγκέφαλον της δεσποινίδος Σμολένσκη και την ωδήγησε ζωντανήν εις το νεκροταφείον. Όλους τους πηγαίνουν. Αυτή επροτίμησε να πάγη μοναχή της. Και πήγε.
Ακολούθως εκφράζοντας το κοινό αίσθημα, η εφημερίδα παρουσιάζει την αυτοκτονία σαν πράξη ελευθερίας ενός αυτοκυριαρχούμενου ανθρώπου απέναντι στις άτεγκτες πατρικές επιταγές ή, καταφεύγοντας σε παλιότερα άγνωστα επεισόδια, σαν σύγκρουση δύο ίδιων στιβαρών προσωπικοτήτων:
Κόρη στρατιωτικού. Και τι στρατιωτικού. Μονοκόμματου. Αλύγιστου. Πεισματάρη. Άφοβου. Αυτό τα λέγει όλα. Υπάρχουν αγόρια που μοιάζουν μόνο της μητέρας των. Υπάρχουν κορίτσια που είνε ψυχικαί φωτογραφίαι του πατρός των. Η αυτοκτονήσασα είχε και τα φυσικά χαρακτηριστικά εκείνου. Η ομοιότης αύτη η ψυχική, η σωματική, αντί ν’ αποβή πηγή έρωτος, αποβαίνει αφορμή τραγωδίας. Μίσους ίσως. Και πολύ φυσικά. Δεν αγαπιούνται τα όμοια. Τα ανόμοια έλκονται.
Ο πατήρ γεννημένος διά να διατάσση.
Αλλά και η κόρη, σαρξ εκ της σαρκός εκείνου και αίμα εκ του αίματός του, γεννημένη και αυτή διά να διατάσση.
Λοιπόν; Τις θα υπακούη; Όταν και οι δύο διατάσσουν; Χρειάζεται μία λύσις. Χρειάζεται ένας να υπακούη.
Δεν χρειάζεται τίποτε από αυτά. Χρειάζεται ένα ρεβόλβερ, μέσα σ’ ένα κουτί, τυλιγμένο μέσα σ’ ένα κόκκινο χαρτί. Αυτό τα λύει όλα. Αυτό το ψυχρό ως όφις, το κρύο ως θάνατος, το χαλύβδινο, ως ο χαρακτήρ του στρατηγού Σμολένσκη, αυτό το αθώο εξωτερικώς ως κόρη και διαβολικό από μέσα ως καταστροφή, αυτό κόβει διά μιας όλα τα μετάξια και τα τριχάπτινα και τα υδατμώδη αισθήματα, αυτό καταλύει όλας τας αντιφάσεις και τας αντιλογίας και τα καθήκοντα και τας εξουσίας, με μια αστραπή, με μια φωτιά, αυτό τα λειώνει όλα, αυτό τα παγώνει όλα! […]
Όταν ο κοιμώμενος λέων ξαφνίσθηκε και τις είδε ποίας αστραπάς να έβγαζαν τα μάτια του, ο υιός-κόρη ανέλαβεν αιφνιδίως όλην την γυναικείαν της φύσιν, αλλά και όλον το αρρενωπόν της ήθος, διά να είπη του πατρός:
– Βήμα μη κάνης, πέφτω από το παράθυρο, σκοτώνομαι!
Ο πατήρ εσκότωσε τον στρατιώτην την ώραν εκείνη και ο στρατιώτης πράγματι δεν έκανε βήμα! Ο ωκεανός της πατρικής εξουσίας τον έπνιξε. Του αφήρεσε πάσαν ελευθερίαν κινήσεως. Έμεινε παράλυτος. Ακίνητος. Και από μέσα του ευχαριστημένος. Ευτυχής ίσως. Διότι συγκρατήσας το στρατιωτικόν εντός αυτού θηρίον έσωσε το παιδί του. Την κόρην του! […]
Τι αν ο πατήρ, κολυμβών εις το ατέρμον πέλαγος της στοργής, υπεχώρησε· τι αν εταπεινώθη, τι αν εδέχθη να ζη μακράν αυτού η κόρη του· τι αν υπέγραψεν ειρήνην. Τι αν ηττήθη. Τα ίδια τα πράγματα, η ίδια η φύσις, η αυτή ανάγκη, η αυτή κοινωνία την κόρην, την ανυπότακτον, την αχαλίνωτον, την αγρίαν, την νικήσασαν, την ήθελαν ηττημένην. Και της έδωσαν εις τας παρθενικάς της χείρας το πολύκροτον, που τα πάντα εκμηδενίζει.
Αυτός είνε ο πόλεμος! Η μεγάλη κυβερνώσα αρχή του κόσμου! […]
[i] Την είδηση της αυτοκτονίας της κόρης του Σμολένσκη βρήκε στο Σκριπ ο Γιώργος Ζεβελάκης, ψάχνοντας κάτι άλλο.
[ii] Ο Κωνσταντίνος Σμολένσκη, ως διοικητής στρατιωτικού τμήματος κατά τον λεγόμενο «ατυχή πόλεμο» του 1897 απέκρουσε τις επιθέσεις του τουρκικού στρατού στα στενά του Τυρνάβου επιτυχώς, αλλά διατάχθηκε να υποχωρήσει από τον επικεφαλής του στρατού, διάδοχο, για να μην υπερκερασθεί. Το ίδιο συνέβη ακολούθως στο Βελεστίνο. Ήταν ήρωας ενός χαμένου πολέμου. Θαυμάστηκε κι αγαπήθηκε από τους Έλληνες.
[iii] Μητέρα της Ραλλούς ήταν η Χαρίκλεια Μελά (1858-1898), κόρη του Λέοντος Μελά, εξαδέλφη του Παύλου Μελά και του Δημητρίου Βικέλα.
[iv] Κρατήθηκε η σύνταξη και η ορθογραφία των κειμένων αλλά μεταφέρθηκαν στο μονοτονικό.
[v] Πολλοί αμαξάδες χρησιμοποιήθηκαν από τους εμπλεκομένους εις το συνολικό επεισόδιο. Οι ρεπόρτερ των εφημερίδων τούς βρήκαν και μίλησαν με όλους. Ένας απ’ αυτούς είχε το επώνυμο «Χάρος», ίσως αυτός ο πρώτος.
[vi] Σημαίνει ότι τα χαλινάρια των αλόγων ήταν χαλαρωμένα ώστε να τρέχουν.
[vii] Ο Βίκτωρ Μελάς, γιος του Λέοντος Γ. Μελά, ήταν αδελφός τής μητέρας τής Ραλλούς, Χαρίκλειας.