Σύνδεση συνδρομητών

Οι τρεις ληστές

Δευτέρα, 25 Δεκεμβρίου 2023 12:24
Δομήνικος Θεοτοκόπουλος (Ελ Γκρέκο), Η προσκύνηση των βασιλέων Μάγων, 1568.
Museo Soumaya Plaza Carso
Δομήνικος Θεοτοκόπουλος (Ελ Γκρέκο), Η προσκύνηση των βασιλέων Μάγων, 1568.

Μια χριστουγεννιάτικη ιστορία

 Το χώμα στο μικρό φαράγγι, το μοναδικό πέρασμα στο κατέβασμα του μονοπατιού που συντόμευε τη διαδρομή από την Ιερουσαλήμ προς τη Βηθλεέμ, είχε βαφτεί κόκκινο από το αίμα των τριών πλούσιων ταξιδιωτών και των υπηρετών τους, που τους είχε ξαφνιάσει η ενέδρα. Οι έξι άνδρες της ένοπλης συνοδείας που είχαν προσλάβει στην Ιερουσαλήμ, με τη σύσταση μάλιστα του αυλάρχη του βασιλιά Ηρώδη, δεν μπήκαν καν στον κόπο να τραβήξουν τα ξίφη τους μόλις είδαν τους τρεις ληστές να ξεπροβάλουν πίσω από κάτι βράχια, αλλά έγιναν καπνός. Οι τρεις πλούσιοι και η μικρή τους συνοδεία δεν πρόλαβαν να συνειδητοποιήσουν τι συνέβαινε πριν οι τρεις ληστές τούς σφάξουν – όπως ο χασάπης το κοσέρ πρόβατο.

Οι τρεις δεν έχασαν χρόνο. Αφού σιγουρεύτηκαν ότι οι πληρωμένοι φύλακες είχαν αποφασίσει να εξαφανιστούν τσεπώνοντας την αμοιβή που οι τρεις πλούσιοι νεκροί είχαν κάνει το λάθος να τους δώσουν πριν φτάσουν στον προορισμό τους, άρχισαν να ψάχνουν μεθοδικά τις αποσκευές του μικρού καραβανιού. Δεν βρήκαν πολλά πράγματα, οι τρεις νεκροί ταξιδιώτες δεν φαίνεται να ήταν έμποροι. Οι μπόγοι περιείχαν ρούχα, ακριβά ρούχα, τις συνηθισμένες προμήθειες για ένα ταξίδι μερικών εβδομάδων, και ένα σωρό παπύρους και τεφτέρια από περγαμηνή γεμάτα με γραφές – στα ελληνικά, στα γράμματα των Ρωμαίων που έμοιαζαν με τα ελληνικά αλλά όπως έλεγαν αυτοί που μπορούσαν να τα διαβάσουν ήταν μια εντελώς διαφορετική γλώσσα, και κάτι λίγα στα αραμαϊκά της περιοχής. Οι πιο πολλοί πάπυροι όμως ήταν γεμάτοι με σύμβολα που έμοιαζαν με ορνιθοσκαλίσματα. Εκτός από τα ακριβά ρούχα των ταξιδιωτών και τους παπύρους και τα τεφτέρια, το πιο πολύτιμο που βρήκαν οι τρεις ληστές στους μπόγους και στις αποσκευές ήταν ένα μικρό κιβώτιο που περιείχε ένα ολόχρυσο ποτήρι, σκαλισμένο με τέχνη και με ένθετες φιγούρες από ελεφαντόδοντο, ένα κουτί γεμάτο θυμίαμα από τον Λίβανο και μια φιάλη με μύρο, το λάδι από το θάμνο που αποκαλούν σμύρνα. Α, και τρία άλογα, μάλλον από την Περσία, και ένα μουλάρι, που κουβάλαγε το μεγαλύτερο μέρος των αποσκευών – αυτή ήταν όλη η λεία.

Οι τρεις προχώρησαν μεθοδικά: Αφαίρεσαν από τα πλούσια τους θύματα τα δερμάτινα στιβάλια –ναι, δεν φορούσαν σανδάλια όπως οι Ρωμαίοι– και τα φόρεσαν, τους πήραν τους πανάκριβους μανδύες και τα σκουφιά τους –ήταν καλοπλεγμένα από ένα παράξενο μαλλί, ιδανικό σκέπασμα του κεφαλιού μες το καταχείμωνο– και ό,τι ρούχο από τα μπαγκάζια θεώρησαν χρήσιμο, φόρτωσαν το κιβώτιο με το θυμίαμα, τη χρυσή κούπα και το μύρο στο μουλάρι, καβάλησαν τ’ άλογα κι εξαφανίστηκαν μέσα στη νύχτα, αφήνοντας τα βουτηγμένα στο αίμα τους πτώματα στο έλεος των όρνεων ή –αν οι νεκροί ήταν τυχεροί– στα χέρια των γύρω χωρικών που θα τους έγδυναν από κάθε τι που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν και μετά θα τους έθαβαν σ’ ένα λάκκο.

Μετά από μερικές ώρες περιπλάνηση στην περιοχή για να μπερδέψουν τα ίχνη τους, έφτασαν στο κρησφύγετό τους, μια σπηλιά στους βράχους που δεσπόζουν πάνω από τη Νεκρά θάλασσα. Είχε πανσέληνο και το φεγγάρι καθρεφτιζόταν στα νερά και έστελνε τις ανταύγειες τους στη σπηλιά. Είχε τόσο φως που δεν χρειαζόταν να ανάψει κανείς φωτιά για να δει. Άπλωσαν τη λεία στην είσοδο της σπηλιάς κι άρχισαν να εξετάζουν τι τους είχε φέρει η τύχη.

Ο ένας από τους τρεις, ένας Νούβιος δραπέτης σκλάβος, ήξερε να διαβάζει. Τον είχαν πουλήσει παιδί σε έναν Αλεξανδρινό έμπορο βιβλίων και βιβλιοθηκάριο της περίφημης Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας κι έτσι το αφεντικό του του έμαθε να διαβάζει και να γράφει ελληνικά, λατινικά και τη γλώσσα που μίλαγαν στην Αίγυπτο. Από μια παράξενη ορμή άρπαξε και ένα σάκο με έγγραφα που είχε περασμένο από τον ώμο του ο ένας από τους ταξιδιώτες. Στη σπηλιά κοίταξε λίγο τις περγαμηνές και τους παπύρους, αλλά το βλέμμα του το τράβηξε ένα γράμμα που έφερε τη βασιλική σφραγίδα του Ηρώδη. Ήταν γραμμένο σε τρεις γλώσσες, αραμαϊκά, λατινικά και ελληνικά, και επρόκειτο για μια διαταγή προς όλες τις φρουρές του βασιλείου αλλά και τα ρωμαϊκά φυλάκια –το είχε προσυπογράψει και σφραγίσει και ο Ρωμαίος διοικητής της φρουράς της Ιερουσαλήμ– να βοηθήσουν τους τρεις «πρέσβεις», όπως τους αποκαλούσε το κείμενο, με κάθε μέσο στην «αποστολή» τους, που ήταν η αναζήτηση ενός νεογέννητου βασιλιά ή πρίγκιπα ή τέλος πάντων ενός βασιλικού μωρού –  εδώ το κείμενο γινόταν λίγο μπερδεμένο.

Οι άλλοι δυο ληστές κατάγονταν ο ένας από τη Συρία, ένας λιποτάκτης του βοηθητικού σώματος που είχαν οργανώσει οι Ρωμαίοι από ντόπιους, και ο άλλος από ένα ασήμαντο χωριό της Γαλιλαίας που είχε βγει στο κλαρί επειδή είχε σκοτώσει ένα φοροεισπράκτορα. Οι τρεις τους λυμαίνονταν την περιοχή ανάμεσα στην Ιερουσαλήμ και τις γύρω πόλεις μέχρι την Ιεριχώ αλλά και πιο πέρα – μέχρι τη Νεκρά θάλασσα είχε φτάσει η φήμη τους. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής, ασύλληπτοι παρ’ όλες τις προσπάθειες, ακόμα και των Ρωμαίων. Χτύπαγαν σαν φαντάσματα, γρήγορα κι αθόρυβα, πάντα σε μέρη απόμερα, πάντα ξέροντας το δρόμο που θα έπαιρναν κυρίως μικρές ομάδες ταξιδιωτών χωρίς μεγάλη προστασία. Ανάμεσα στους ντόπιους κυκλοφορούσαν φήμες ότι μπορούσαν να διαβάσουν τις διαδρομές στα άστρα, ότι έκαναν ξόρκια, ότι μπορούσαν να δουν το μέλλον. Για τους χωρικούς ήταν «Οι Τρεις Μάγοι» και για να τους εξευμενίσουν –και να κρατούν την περιοχή ελεύθερη από φοροεισπράκτορες του βασιλιά και άλλους υπαλλήλους της αυλής– τους άφηναν αραιά και που σε κανέναν απόμερο βράχο λίγο φαγητό, κρασί ή ρούχα.

Ο Νούβιος φώναξε τους δυο συντρόφους του και τους εξήγησε το περιεχόμενο της βασιλικής διαταγής. Μόλις άκουσαν τα μαντάτα οι άλλοι δυο πάγωσαν.

– Την πατήσαμε, είπε ο Σύρος. Αν ήταν υπό την προστασία του βασιλιά, ακόμα πριν βγει ο ήλιος η περιοχή θα ‘χει γεμίσει στρατιώτες που θα τους ψάχνουν. Πρέπει να ξεφορτωθούμε το κιβώτιο και τα άλογα – πριν την αυγή.

–  Τα ζώα θα τα ξαποστείλουμε, δεν τα χρειαζόμαστε, είπε ο φονιάς του φοροεισπράκτορα. Αλλά είναι κρίμα να πετάξουμε το θησαυρό, όσο μικρός κι αν είναι. Το θυμίαμα και το μύρο θα φέρουν κάτι αν τα πουλήσουμε σ΄ έναν από τους γνωστούς μας στην Ασκαλώνα ή στη Γιάφα. Κι εκεί, στο παζάρι, μπορούμε να ξεφορτωθούμε και τους μανδύες, το σκουφί όμως θα το κρατήσω και τα στιβάνια – κάνει κρύο αυτό το χειμώνα.

–  Ναι, αλλά τώρα δεν μπορούμε να κινηθούμε, τους θύμισε ο Νούβιος. Ο τόπος σε μερικές ώρες θα ‘χει γεμίσει στρατιώτες. Καλύτερα να κρύψουμε το θησαυρό κάπου που δεν θα φανταστούν να ψάξουν κι όταν περάσει η μπόρα θα πάμε στη Γιάφα ή στην Ασκαλώνα και στο παζάρι που δεν ρωτάει κανείς πού βρήκες αυτό που πουλάς…

–  Ναι, αλλά πού θα βρούμε κρυψώνα τόσο γρήγορα; ρώτησε ο Σύρος.

– Θα σας πω σε λίγο, του είπε ο Νούβιος. Βγήκε από την σπηλιά κι ανέβηκε στην κορυφή της πλαγιάς. Από πάνω του απλωνόταν όλος ο ουρανός με τ’ αστέρια του, το φως του φεγγαριού το έκρυβε ένας βράχος. Η χειμωνιάτικη ατμόσφαιρα ήταν καθαρή σαν κρύσταλλο κι ο ουρανός από πάνω του έμοιαζε με πολυέλαιο σαν αυτούς που κρέμονταν στον Ναό στην Ιερουσαλήμ.

«Οι χωριάτες μας λένε μάγους κι αστρογνώστες», σκέφτηκε. «Ας δούμε σήμερα μπας κι αυτή η φήμη μας βγει σε καλό». Κοίταξε το ουρανό και τ’ αστέρια κι ένιωσε κάτι να τραβά τη ματιά του προς την κατεύθυνση της Βηθλεέμ.

–  Πάμε πίσω στη Βηθλεέμ, είπε στους συντρόφους του. Κάτι μου λέει ότι εκεί θα βρούμε μια καλή κρυψώνα για το θησαυρό. Οι άλλοι δυσανασχέτησαν –στο στόμα του λιονταριού μας πας, είπε ο φονιάς από τη Γαλιλαία–, αλλά τελικά μετά από μια μικρή λογομαχία η γνώμη του Νούβιου επικράτησε. Φόρεσαν πάλι τους κλεμμένους μανδύες και τα παράξενα σκουφιά, φόρτωσαν το κιβώτιο σ’ ένα άλογο –το μουλάρι θα τους καθυστερούσε πολύ, αυτό το έλυσαν και το άφησαν να πάει στην ευχή του Θεού– και ξεκίνησαν καλπάζοντας προς τη Βηθλεέμ.

Πλησιάζοντας –θα ήταν γύρω στις δύο μετά τα μεσάνυχτα και το κρύο είχε αρχίσει να γίνεται τσουχτερό–  είδαν από μακριά ένα λαμπρό άστρο αλλά σχεδόν να ακουμπά στη γη.

– Αυτό είναι το σημάδι, φώναξε ο Νούβιος, πάμε εκεί. Εκεί όπου το αστέρι ακουμπά το χώμα θα κρύψουμε το θησαυρό και τα ρούχα, και θα πάμε με τα άλογα στη Γιάφα, θα φτάσουμε την αυγή και θα μείνουμε στα καπηλειά  του λιμανιού. Εκεί δεν θα μας βρει κανείς.

Το αστέρι τελικά αποδείχτηκε ότι ήταν το φως από μια φωτιά που έκαιγε σε μια στάνη λαξευμένη σ’ ένα βράχο. Πλησιάζοντας οι τρεις ληστές αντίκρισαν μια παράξενη σκηνή: Ένα ζευγάρι καθόταν γύρω από μια φάτνη όπου μέσα της κοιμόταν πάνω στ’ άχυρα ένα φασκιωμένο μωρό. Το ζευγάρι φαινόταν νιόπαντρο, μα ήταν κάπως παράταιρο. Ο άντρας φαινόταν τουλάχιστον είκοσι χρόνια μεγαλύτερος από τη γυναίκα, κάτι που δεν ήταν συνηθισμένο στους κατοίκους της περιοχής. Παντρεύονταν νέοι, γύρω στα δεκαοχτώ με είκοσι, άντρας και γυναίκα – με προξενιό που το έκλειναν οι γονείς. Ένα ζευγάρι με τόσο μεγάλη διαφορά ηλικίας ήταν κάτι σπάνιο – βασικά άγγιζε το σκάνδαλο.

Αλλά δεν ήταν το αταίριαστο ζευγάρι το μόνο παράξενο. Στη στάνη επικρατούσε μια απόκοσμη ησυχία, τα ζώα που ήταν εκεί κοιτούσαν το μωρό βλοσυρά και κανένα δεν έκανε προσπάθεια να πάει να φάει το σανό. Και όχι μόνο τα γελάδια και τα πρόβατα που ήταν εκεί. Ήταν και τρία σκυλιά που αντί να αλυχτούν ή να κοιμούνται ή να κάνουν αυτά που κάνουν τα σκυλιά όταν δεν έχουν τίποτα άλλο να κάνουν καθόντουσαν σε στάση προσοχής στα πισινά τους πόδια, σαν να περίμεναν το παράγγελμα του αφεντικού τους. Εκτός από το ζευγάρι με το μωρό και τα ζώα στη στάνη ήταν και τρεις ή τέσσερις βοσκοί, που κι αυτοί καθόντουσαν ή στέκονταν σιωπηλοί στο σκοτεινό μέρος της στάνης, σχεδόν αόρατοι και κοίταζαν –με σεβασμό; με κατάνυξη;– το μωρό που κοιμόταν γαλήνια μέσα στην πρόχειρη κούνια του.

Ένας από τους βοσκούς τούς πήρε είδηση καθώς πλησίαζαν και τους ρώτησε ποιοι είναι και τι θέλουν νυχτιάτικα. Αν ψάχνουν μέρος να κοιμηθούν να πάνε αλλού, η στάνη είναι γεμάτη όπως βλέπουν και δεν έχει χώρο για ξένους, όσο καλοντυμένοι κι αν είναι. Κι αφού είναι καλοντυμένοι να πάνε την πόλη, εκεί θα βρουν έναν ξενοδόχο που δεν θα διστάσει να πετάξει στο δρόμο ένα φουκαρά ταξιδιώτη για να δώσει το δωμάτιό του σε τρεις καλοβαλμένους κυρίους – παρ’ όλο που δεν μυρίζουν ανάλογα με την τάξη τους. Η φασαρία στην είσοδο τράβηξε την προσοχή και του πατέρα, που άφησε το πλευρό της νεαρής του γυναίκας και κινήθηκε προς τους τρεις κρατώντας ένα ραβδί με μολυβένια άκρα σαν όπλο. Και οι άλλοι βοσκοί ξύπνησαν από την έκστασή τους και κινήθηκαν απειλητικά προς το μέρος των τριών, που για κάποιον παράξενο λόγο δεν αντέδρασαν όπως ήταν μαθημένοι από τα τόσα χρόνια στο κλαρί και στη ζωή του ληστή: βίαια, τραβώντας τα μαχαίρια και κόβοντας λαρύγγια.

– Κανένας λόγος για ανησυχία, είπε ο Νούβιος. Ήρθαμε για καλό. Είμαστε τρεις περιπλανώμενοι σοφοί από την Ανατολή, εδώ αυτός είναι ο Κασπάρ από τη  Συρία –και έδειξε τον λιποτάκτη–, ο άλλος εκεί είναι ο Μελχιόρ από την Περσία –δείχνοντας το φονιά–  κι εγώ είμαι ο Βαλθάσαρ από τη Βαβυλώνα – μη σας μπερδεύει το χρώμα μου, κατάγομαι από αρχαίο σόι ιερέων και ιεροφαντών, που έχει τις ρίζες του στους μακροκέφαλους Σουμέριους. Ψάχνουμε τον νέο βασιλιά των Ιουδαίων, να, εδώ έχω κι ένα συστατικό γράμμα με τη σφραγίδα του βασιλιά και του Ρωμαίου διοικητή που το επιβεβαιώνει.

Οι βοσκοί –και τα σκυλιά τους που είχαν κι αυτά αρχίσει να γρυλλίζουν ενοχλημένα– ηρέμησαν. Μόνο ο πατέρας κοίταζε δύσπιστος.

– Ποιον βασιλιά; Εδώ δεν υπάρχει κανένας βασιλιάς, μόνο η γυναίκα μου, εγώ και το μωρό μας, τους είπε. Αδειάστε μας τη γωνιά και ξεκουμπιστείτε, και πείτε στο βασιλιά και τον Ρωμαίο διοικητή πως δεν βρήκατε κανέναν βασιλιά των Ιουδαίων, μόνο ένα μωρό δυο ημερών και την εξαντλημένη μάνα του, στο δρόμο για τη Ναζαρέτ, για την απογραφή του αυτοκράτορα. Φεύγουμε με το πρώτο χάραμα…

– Καλά. Ό,τι πεις, του απάντησε ο Νούβιος. Αλλά να, πάρε για το μωρό και τη γυναίκα σου τους μανδύες μας, θα τους χρειαστείτε, κάνει κρύο. Και αφήνουμε κι αυτό το κιβώτιο, έχει κάτι δώρα που θα δίναμε στο βασιλιά, μα αφού δεν τον βρήκαμε μπορεί να τα πάρει και το μικρό – για προίκα, είθε να τα βρει όλα καλά στ ζωή του. Να σας ζήσει, εμείς θα κινήσουμε για την Αλεξάνδρεια, θέλουμε να δούμε τη Μεγάλη Βιβλιοθήκη και να μιλήσουμε με τους σοφούς εκεί. Όσο για το βασιλιά και τον Ρωμαίο διοικητή, δεν θα πάμε πίσω στην Ιερουσαλήμ, φεύγουμε κατευθείαν για τη Γάζα κι από κει θα πάρουμε το καράβι για την Αλεξάνδρεια.

Άφησαν τα πράγματα στα πόδια του πατέρα και απομακρύνθηκαν γρήγορα, τραβώντας τα άλογα πίσω τους.

Όταν ήταν γύρω στα πεντακόσια βήματα μακριά ο Σύρος ξέσπασε:

– Τρελάθηκες; είπε στον Νούβιο. Τι βλακείες είναι αυτές για την Αλεξάνδρεια; Και γιατί τους έδωσες το θησαυρό; Τώρα πώς θα τον ξαναπάρουμε;

– Ξεχάστε θησαυρό και πλιάτσικο, είπε ο Νούβιος, που ούτε από τη Βαβυλώνα ήταν ούτε τον έλεγαν Βαλθάσαρ. Σε λίγες ώρες ο τόπος θα έχει γεμίσει στρατιώτες που θα ψάχνουν τους τρεις που καθαρίσαμε, εμάς και τον νέο βασιλιά. Αφήνοντας τα πράγματα σ’ αυτούς σώζουμε το τομάρι μας. Όσο για την Αλεξάνδρεια, είναι η πόλη με τις μεγάλες ευκαιρίες, κανείς δεν μας γνωρίζει εκεί, κανείς δεν ρωτάει από πού βαστάει η σκούφια σου –α, τα σκουφιά να τα πετάξουμε και τα στιβάνια επίσης– και όλο και κάτι θα βρούμε εκεί. Εγώ θα κοιτάξω να βρω μια θέση κλητήρα στη βιβλιοθήκη, εκεί μεγάλωσα, εσύ σαν παλιός στρατιώτης θα βρεις κάποιον που θα χρειάζεται έναν σωματοφύλακα σε λογική τιμή κι ο φίλος μας ο φονιάς – έ, αυτόν θα τον βάλουμε κολαούζο σε κανένα μπαρμπουτάδικο. Και τις νύχτες, η Αλεξάνδρεια έχει πολλά σκοτεινά σοκάκια και πολλούς λεφτάδες που γυρνάνε απρόσεχτοι και μεθυσμένοι στα σπίτια τους. Όλο και κάτι θα πέσει σε μας από το τραπέζι των πλουσίων. Και αν πράγματι το μωρό είναι ο νέος βασιλιάς, πού ξέρεις, ίσως μας θυμηθεί μια μέρα…

Οι άλλοι δεν είπαν τίποτα, καβάλησαν τα άλογα και σιωπηλοί κίνησαν για τη Γιάφα…

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.