Σύνδεση συνδρομητών

Ο τυμβωρύχος

Σάββατο, 15 Απριλίου 2023 12:12
Piero della Francesca, H Ανάσταση, 1463, fresco, 225x200 εκ
Museo Civico di Sansepolcro
Piero della Francesca, H Ανάσταση, 1463, fresco, 225x200 εκ

Πασχαλινό διήγημα του Νίκου Ψαρρού

Ήταν η νύχτα του Σαββάτου, λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Η πόλη είχε ηρεμήσει, ήταν ούτως ή άλλως Σάββατο και οι πιστοί ήταν στα σπίτια τους είτε σε βαθύ ύπνο, είτε βυθισμένοι στην προσευχή. Την επόμενη θα ξημέρωνε η μέρα του Πάσχα, μια ακόμα μέρα περισυλλογής και εορτασμών. Επιπλέον ο διοικητής της πόλης είχε επιβάλει απαγόρευση της κυκλοφορίας στους δρόμους μετά την δύση του ήλιου – εξ αιτίας των ταραχών των προηγούμενων ημερών που είχαν ευτυχώς καταλαγιάσει μετά την εκτέλεση του δήθεν «βασιλιά» των Ιουδαίων, του γιού ενός μαραγκού που εδώ και τρία χρόνια όργωνε την χώρα με ένα τσούρμο μαθητές κι ακόλουθους και κήρυττε την απιστία τόσο στους παραδοσιακούς νόμους των Ιουδαίων όσο και στον Αυτοκράτορα – τουλάχιστον έτσι έλεγαν οι εχθροί του. Και έλεγαν πως έκανε και θαύματα, θεράπευε άρρωστους και έκανε λογικούς τους τρελούς και το νερό κρασί και μύρια δυο άλλα παράξενα πράγματα.

Αλλά τελικά η θεϊκή του καταγωγή, όπως ισχυριζόταν, δεν τον έσωσε από τον βασανιστικό θάνατο – αν και όπως έλεγαν οι στρατιώτες δεν άντεξε πολύ και τους έκανε την χάρη να έχει πεθάνει όταν την Παρασκευή πριν το Πάσχα κάτι μαθητές του τον κατέβασαν και τον έθαψαν σ’ έναν κήπο εκεί κοντά . Με βασιλικές τιμές – έλεγαν οι φήμες, εκατό λίτρα μύρο είχαν φέρει, κι εκατό πήχες λινό ύφασμα, από το καλό, αυτό που φτιάχνουν στην Σιδώνα της Φοινίκης. Κι αν είχαν φέρει τόσο ακριβά υλικά για ένα σάβανο, ποιος ξέρει τι άλλα δώρα του είχαν φέρει για να τον συνοδέψουν στην άλλη ζωή.

Κι αυτός ήταν ο λόγος που τον είχε φέρει εκεί.

Γιατί η δουλειά του ήταν πολύ ειδική. Ξαλάφραινε του πλούσιους νεκρούς από τα δώρα των ζωντανών, που τους τα έβαζαν ελπίζοντας ίσως σε έναν καλό λόγο γι’ αυτούς όταν ο νεκρός θα συναντούσε του κριτές του κάτω κόσμου. Ή για να απαλύνουν τις τύψεις τους, που έστειλαν τον πλούσιο πατέρα ή θείο ή μητριά μια ώρα αρχύτερα να συναντήσουν τους προγόνους τους για να μπορέσουν και οι τεθλιμμένοι συγγενείς να απολαύσουν λίγο τα πλούτη που τους άφησαν, όσο ακόμα μπορούσαν να ζήσουν μέρες κραιπάλης και άνεσης.

Θεωρητικά ήταν μια επικίνδυνη δουλειά, γιατί το άνοιγμα και η σύληση ενός τάφου ήταν στην Ιουδαία και τη Γαλιλαία και στις γύρω περιοχές που έμεναν οι οπαδοί του Μωυσή ένα έγκλημα πιο βαρύ κι από τον φόνο. Και η τιμωρία ήταν άμεση και φοβερή: σε έκαναν κομμάτια ζωντανό κι άφηναν του κουφάρι σου να το φάνε τα όρνεα και τα σκυλιά. Αλλά στην πράξη το ρίσκο ήταν σχεδόν ανύπαρκτο. Τις νύχτες κανείς δεν πήγαινε στα τεράστια νεκροταφεία της πόλης που ήταν τόσο πολύπλοκα και δαιδαλώδη, που μόνο ειδικοί ήξεραν να οδηγούν τους συγγενείς στους τάφους των δικών τους.

Βέβαια στην περίπτωση του νεκρού βασιλιά τα πράγματα ήταν κάπως διαφορετικά γιατί ο τάφος του ήταν μόνος μέσα σε έναν κήπο με δέντρα. Από την άλλη μεριά ήταν όμως νύχτα Σαββάτου, πριν το Πάσχα και οι δρόμοι με διαταγή του Ρωμαίου κυβερνήτη ήταν άδειοι. Ακόμα και τα καπηλειά και τα πορνεία που μαζευόντουσαν οι ξένοι άπιστοι, οι ειδωλολάτρες και οι Φοίνικες που προσκυνούσαν τον Βάαλ και άλλους παράξενους θεούς ήταν κλειστά. Και καθώς ήταν περασμένα μεσάνυχτα οι περιπολίες των Ρωμαίων είχαν σταματήσει και οι στρατιώτες είχαν εκμεταλλευτεί την ευκαιρία που τα πορνεία δεν είχαν άλλους πελάτες.

Ακόμα κι ο καιρός ήταν ευνοϊκός μαζί του: Ο ουρανός ήταν καλυμμένος από βαριά σύννεφα που δεν άφηναν ούτε μια αχτίδα του αχνού φεγγαριού να φτάσει στην γη.

Ο μαντρότοιχος ήταν χαμηλός, οπότε δεν χρειάστηκε καν να παραβιάσει την πύλη. Προσέχοντας να μην κάνει περιττούς θορύβους και με τα πόδια του τυλιγμένα σε λινάτσες για να μην τραυματιστεί από καμιά πέτρα ή κανένα αγκάθι στο σκοτάδι άρχισε να κινείται αργά προς τον τάφο. Ξαφνικά πάγωσε: Ανάμεσα στα δέντρα διέκρινε την λάμψη μιας φωτιάς και γύρω της μερικούς στρατιώτες που έπιναν κι έπαιζαν ζάρια. Αυτό δεν το είχε υπολογίσει. Ο κυβερνήτης είχε αφήσει μια φρουρά στον τάφο, ίσως γιατί φοβόταν ότι οι πιστοί του βασιλιά θα πήγαιναν να κλέψουν το σώμα του; Ίσως γιατί πράγματι ήταν θησαυροί κρυμμένοι στον τάφο; Ήταν έτοιμος να εγκαταλείψει το εγχείρημά του και αθόρυβα όπως είχε μπει να βγει από τον κήπο και να εξαφανιστεί από την περιοχή μέχρι τα πράγματα να ηρεμήσουν, όταν ένοιωσε την γη να τρέμει κάτω από τα πόδια του και άκουσε έναν υπόκωφο θόρυβο… Σεισμός; Εδώ πάνω στον βράχο; Ο θόρυβος δυνάμωσε, και πλέον δεν μπορούσε να σταθεί. Τα δέντρα κουνιόντουσαν τόσο δυνατά που κλωνάρια και καρποί άρχισαν να πέφτουν στο χώμα. Οι στρατιώτες, όπως ήταν μεθυσμένοι, πανικοβλήθηκαν. Ένας φεύγοντας έπεσε μέσα στην φωτιά και αμέσως λαμπάδιασε. Οι άλλοι προσπάθησαν να τον σβήσουν με τα παγούρια τους και έναν κουβά νερό από ένα πηγάδι. Τα κατάφεραν, σβήνοντας και την φωτιά και ο κήπος βυθίστηκε σε μαύρο σκοτάδι. Ο στρατιώτης που είχε πιάσει φωτιά άρχισε να τρέχει πανικόβλητος προς την έξοδο με τους συντρόφους του στο κατόπι να προσπαθούν να τον ηρεμήσουν. Ένας σκόνταψε κι έπεσε στο χώμα χτυπώντας το κεφάλι του σε μια πέτρα. Ένας άλλο χτύπησε σε έναν κορμό κι έπεσε κι αυτός αναίσθητος. Οι άλλοι χάθηκαν μέσα στην νύχτα και οι φωνές τους έσβησαν σιγά σιγά. Ο σεισμός κόπασε και στον κήπο απλώθηκε τάφου σιωπή.

Αφού περίμενε για μια ώρα σαν άγαλμα μέσα στο σκοτάδι και διαπίστωσε ότι κανείς δεν ήρθε για να ψάξει για τους στρατιώτες που κείτονταν σαν νεκροί, πλησίασε τον τάφο. Σχεδόν δεν έβλεπε τίποτα στο σκοτάδι, αλλά σ’ αυτό ήταν συνηθισμένος. Ψηλάφισε το μνήμα και με έκπληξη διαπίστωσε ότι η ταφόπλακα είχε κουνηθεί από τον σεισμό: Ο τάφος έχασκε ανοιχτός και από μέσα του έβγαινε μια αχνή αναλαμπή. Ένα λυχνάρι έκαιγε ακόμα, αφημένο από την προηγούμενη μέρα. Ο τάφος – στην πραγματικότητα ένα δωμάτιο λαξευμένο στον βράχο – ήταν γεμάτος από την βαριά μυρωδιά του μύρου που τον ζάλιζε. Στο αχνό φως του λυχναριού είδε στο μισοσκόταδο πράγματι δυο-τρεις αμφορείς γεμάτους με βάλσαμο, ένα τόπι από λινάρι που είχε περισσέψει, έναν λαξευμένο λουτήρα, ένα ξύλινο κιβώτιο γεμάτο με λιβάνι ακριβό, κι ένα σκαμνί που πάνω του είχαν αφήσει ένα αγκάθινο στεφάνι. Στο χώμα ήταν πεσμένο ένα ξύλινο ποτήρι και στο πλάι του, πάνω στο λαξευτό πέτρινο δάπεδο του τάφου ένας κατάλευκος λινός χιτώνας – διπλωμένος με φροντίδα – κι ένα ζευγάρι καινούργια σανδάλια.

Απόρησε. Κοίταξε γύρω του ψάχνοντας για τον νεκρό. Πάγωσε. Το νεκροκρέβατο ήταν άδειο! Και πλάι του στο δάπεδο ήταν πεταμένα κομμάτια από το λινό σάβανο, ακόμα ποτισμένα με το βαρύ μύρο. Μαρμάρωσε από τον φόβο. Ένοιωσε την ανάγκη να βγει από τον τάφο και να τρέξει να κρυφτεί, αλλά δεν μπορούσε να κάνει βήμα. Η βαριά μυρωδιά του μύρου θόλωνε τον νου του. Είδε τον λαξευτό λουτήρα και σκέφτηκε να πλύνει λίγο το πρόσωπό του με κρύο νερό μπας και συνέλθει. Βγήκε από τον τάφο, πήρε τον κουβά που ήταν πεταμένος πλάι στα αποκαΐδια, πήγε στο πηγάδι, τον γέμισε και έριξε το νερό στον λουτήρα. Έπλυνε το πρόσωπό του με το κρύο νερό και μετά– κάτι τον έπιασε, δεν ήξερε τι – έβγαλε τα βρώμικα ρούχα του, και έπλυνε το σώμα του. Μετά φόρεσε τον λευκό χιτώνα και τα σανδάλια και ξάπλωσε στο δροσερό δάπεδο του τάφου, ακόμα λίγο ζαλισμένος.

Ξαφνικά τινάχτηκε καθώς μια ηλιαχτίδα έπεσε στο πρόσωπό του. Τον είχε πάρει ο ύπνος εκεί στο δάπεδο του τάφου, πλάι στον λουτήρα και το άδειο νεκροκρέβατο και ο ήλιος είχε ανέβει ήδη αρκετά στον ουρανό. Από τον κήπο άκουσε φωνές να πλησιάζουν – τον έπιασε τρόμος. Σε λίγες στιγμές θα ανακάλυπταν ότι ο τάφος ήταν ανοιχτός, ο νεκρός εξαφανισμένος κι αυτός ντυμένος σ’ έναν ακριβό λινό χιτώνα και καινούργια σανδάλια. Η μοίρα του είχε σφραγιστεί.

Κοίταξε προσεκτικά από την ανοιχτή είσοδο του τάφου και είδε τρεις γυναίκες να πλησιάζουν, ντυμένες με ρούχα πένθους και κρατώντας καλάθια. Μάλλον θα είχαν έρθει για να περιποιηθούν τον νεκρό, όπως ήταν το έθιμο, με μύρα. Τις παρατήρησε, ακόμα δεν τον είχαν δει, και διαπίστωσε ότι δεν τους συνόδευε κανένας άντρας – ούτε στρατιώτες. Ένιωσε την αναλαμπή μιας ελπίδας.

Βγήκε από τον τάφο και ορθώθηκε μπροστά τους την στιγμή που έφταναν μπροστά στο ανοιχτό μνήμα και κοίταζαν σαστισμένες. Πριν προλάβουν να αντιδράσουν τις ρώτησε:

-Γιατί ήρθατε εδώ;

-Ήρθαμε να μυρώσουμε τον νεκρό, του απάντησε η μεγαλύτερη από τις τρεις.

-Ποιον νεκρό;

-Τον Ιησού από την Ναζαρέτ, αυτόν που εκτέλεσαν προχθές εδώ πιο κάτω, στον σταυρό.

-Τον βασιλιά;

Οι γυναίκες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Η μεγαλύτερη παίρνοντας μια βαθιά ανάσα είπε:

-Ναι, αυτόν!

-Ναι, ξέρω ότι τον αυτόν αναζητάτε, τους είπε. Αλλά δεν είναι εδώ, αναστήθηκε, πηγαίντε και πέστε στους ακόλουθους και τους μαθητές του ότι πήγε στην Γαλιλαία. Ξέρουν αυτοί. Εκεί θα τους συναντήσει.

Οι τρεις γυναίκες δεν έφεραν αντίρρηση, ούτε έκαναν άλλες ερωτήσεις. Σιωπηλές, σαν μαγεμένες, μάζεψαν τα πράγματά τους και βγήκαν από τον κήπο. Αυτός περίμενε λίγο και μετά τις ακολούθησε από μακριά φροντίζοντας να μην τον αντιληφθούν. Ο λευκός χιτώνας του μάζευε τις ματιές των περαστικών γι’ αυτό πήρε έναν γκρίζο μανδύα που κρεμόταν για στέγνωμα σ’ ένα σκοινί κατά μήκος του δρόμου και τυλίχτηκε σ΄ αυτόν. Έγινε σχεδόν αόρατος – παλιά μου τέχνη, σκέφτηκε.

Οι τρεις γυναίκες χώρισαν σ’ ένα σημείο, αυτός ακολούθησε την μεγαλύτερη, την είδε να μπαίνει σ’ ένα σπίτι. Απομακρύνθηκε και περιπλανήθηκε στην πόλη που ήδη είχε αρχίσει να γεμίζει κόσμο. Οι ντόπιοι γιόρταζαν το Πάσχα, μια επέτειο, την απελευθέρωσή τους από έναν δυνάστη; Από τον Φαραώ; κάτι τέτοιο. Η ατμόσφαιρα ήταν ήρεμη, τα γεγονότα των περασμένων ημερών φαίνεται να είχαν ξεχαστεί. Ξαναγύρισε στο πανδοχείο που είχε τα πράγματά του, και με ικανοποίηση διαπίστωσε ότι ήταν ακόμα εκεί. Ξάπλωσε στο αχυρένιο στρώμα που είχε νοικιάσει κι αποκοιμήθηκε.

Ξύπνησε αργά, ο ήλιος είχε δύσει, η επόμενη μέρα είχε αρχίσει. Κατευθύνθηκε προς το σπίτι της μεγαλύτερης από τις γυναίκες με τα μύρα, όπως τις ονόμαζε στο μυαλό του.

-Πώς λένε την γυναίκα που μένει σ’ εκείνο το σπίτι; ρώτησε έναν μανάβη που πούλαγε την πραμάτεια του στον δρόμο.

-Μαρία, του απάντησε αυτός κοιτάζοντάς τον με περιέργεια. Τι την θες; Είναι σε πένθος, ποιος είσαι;

-Της φέρνω ένα μήνυμα από τον αφέντη μου, του είπε. Πάρε αυτό για τον κόπο σου και δεν με είδες, και του έδωσε ένα χάλκινο νόμισμα με αξία ενός τετάρτου σέκελ. Ο μανάβης το πήρε, σήκωσε του ώμους και στράφηκε προς έναν άλλο πελάτη που κοίταζε την πραμάτεια του. Την άλλη στιγμή τον είχε ξεχάσει.

Πήγε προς  το σπίτι της Μαρίας, και χτύπησε το παντζούρι που κοίταζε στον δρόμο.

-Ποιος χτυπά, ακούστηκε από μέσα.

-Ο άγγελος του βασιλιά σου, της είπε. Μην ανοίξεις, μην με κοιτάξεις. Σου φέρνω μήνυμα. Μη φοβάσαι. Θα σε συναντήσει.

-Πώς σε λένε; Τον ρώτησε.

-Δανιήλ, της είπε αυτός. Για σένα είμαι ο Δανιήλ, η δύναμη του Θεού.

Από το κλειστό παράθυρο άκουσε την γυναίκα να κλαίει με λυγμούς. Απομακρύνθηκε χωρίς θόρυβο και χάθηκε μέσα στο πλήθος.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.