Με μεγάλη χαρά πληροφορηθήκαμε ότι ο Χρήστος Οικονόμου είναι ο πρώτος συγγραφέας που θα τιμηθεί με ένα νέο διεθνές λογοτεχνικό βραβείο, το Chowdhury Prize in Literature, το οποίο θέσπισαν από κοινού τα USC (University of California) Dornsife, Kenyon College και το Ιδρυμα Subir and Malini Chowdhury, στο Λος Αντζελες. Το βραβείο, που συνοδεύεται από χρηματικό έπαθλο ύψους 20.000 δολαρίων, απονέμεται στον Χρήστο Οικονόμου καθώς, όπως επισημαίνεται στην επίσημη γραπτή ανακοίνωση του USC Dornife College of Letters Arts and Sciences, «το έργο του κινείται στο χώρο μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού, σε ένα τοπίο όπου το δημόσιο δεν μπορεί παρά να εισχωρήσει στο ιδιωτικό. [...] Η γλώσσα του είναι εναλλάξ άμεση και λυρική με μια απτή αίσθηση, με μια “σάρκινη” έκφραση της ατμόσφαιρας και των χαρακτήρων. Είναι αξιοθαύμαστη με κάθε έννοια του όρου».
Στην αμερικανική εφημερίδα Los Angeles Times (15/2/2022) διαβάζουμε ότι το βραβείο θα απονεμηθεί σε ειδική τελετή στο USC στις 21 Απριλίου, μια μέρα πριν από την έναρξη του φεστιβάλ βιβλίου της εφημερίδας, η οποία θα απονείμει τα δικά της λογοτεχνικά βραβεία. Μαθαίνουμε επίσης ότι, τον περασμένο Ιούνιο, ένα διήγημα του Χρήστου Οικονόμου δημοσιεύθηκε στo Yale Review, την επιθεώρηση του Πανεπιστημίου Γέιλ. Σημειωτέον ότι οι εξαιρετικές συλλογές διηγημάτων του με τίτλο Το καλό θα έρθει από τη θάλασσα (Πόλις, 2014) και Κάτι θα γίνει θα δεις (Πόλις, 2010) έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά από την Karen Emmerich και κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Archipelago.
Με αφορμή την κυκλοφορία της συλλογής διηγημάτων του Χρήστου Οικονόμου, Οι Κόρες του Ηφαιστείου (Πόλις 2017, σημειώναμε στο Books’ Journal (τχ. 84, Ιανουάριος- Φεβρουάριος 2018) τα εξής:
«Γραμμένο το 2017, οι Κόρες του Ηφαιστείου είναι απολύτως το βιβλίο της εποχής του. Και παρότι η ατμόσφαιρά του είναι συχνά ονειρική, η πρόσδεση των πολλών και διαφορετικών ηρώων του στην πραγματικότητα και τη σημερινή εποχή είναι αδιαμφισβήτητη και ειλικρινής.
Οι Κόρες του Ηφαιστείου είναι το βιβλίο του 2 μ.κ.κ., του δεύτερου έτους μετά τα κάπιταλ κοντρόλ, όπως βαφτίζει ο συγγραφέας το χρόνο στο διήγημα “Νεράιδες στο ορυχείο”. Γυναίκες που έχασαν τις δουλειές τους στο ορυχείο συναντιούνται για να ξαναβρεθούν μαζί, με πρόσχημα να δουν τις νεράιδες στη λίμνη του πρώην ορυχείου. Μιλούν για τις δύσκολες ζωές τους αλλά είναι σε θέση να προβληματίζονται και για τη δυστυχία του κόσμου. Οι τρεις φίλες, γυναίκες λαϊκές, εκφράζουν θέσεις που τσακίζουν το πολιτικώς ορθό “Όλοι αυτοί [οι φανατικοί μουσουλμάνοι] έχουν πρόβλημα να φάνε κρέας, αλλά δεν έχουν κανένα πρόβλημα να βάζουνε βόμβες και να σκοτώνουνε μικρά παιδάκια. Η χορτοφαγία τούς μάρανε τους σατανάδες” (σελ.101-102).
Είναι γεγονός ότι ο Χρήστος Οικονόμου παρεκκλίνει, όπως σημειώνεται και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, από το αμιγώς ρεαλιστικό πλαίσιο των προηγούμενων βιβλίων του, Το καλό θα ’ρθει από τη θάλασσα (Πόλις, 2014) και Κάτι θα γίνει θα δεις (Πόλις, 2010).
Όμως η μαεστρία του έγκειται ακριβώς σε αυτήν την παρέκκλιση: αφηγείται ιστορίες στις οποίες μοιάζουν να πρωταγωνιστούν αλαφροΐσκιωτοι άνθρωποι οι οποίοι ωστόσο είναι δραματικά αληθινοί. Πόσο αλαφροΐσκιωτη μπορεί να είναι μια ψυκτικός την οποία στέλνουν να επισκευάσει ένα παμπάλαιο ψυγείο στο Νοσοκομείο Παίδων όπου κινδυνεύει να χαλάσει το γάλα στα μπιμπερό των μωρών; Η περιγραφή των συνθηκών του νοσοκομείου, που όπως λέει η ηρωίδα “Ελληνοφοβία. ξενοφοβία μωροφοβία – μια ώρα εδώ πέρα είναι αρκετή για να τα πάθει κανείς όλα” (σελ. 133), είναι τόσο ρεαλιστική, όσο ωμός είναι και ο ρατσισμός: “οι Ρομά” γίνονται “βρομά”, “Ζούγκλα έγινε η Ελλαδίτσα μας, θα μας φάνε ζωντανούς οι Ισλαμαμπάντ και τα ισλαμαμπαντάκια” (σελ. 140). Πόσο αλαφροΐσκιωτος μπορεί να είναι ένας άνεργος που δεν τολμά να ομολογήσει στη γυναίκα του ότι έχασε τη δουλειά του και αναρωτιέται μήπως γραφτεί σε σεμινάριο δημιουργικής γραφής για να γράφει διηγήματα μπονζάι (!), πριν “δει την ψυχολόγο ομαδικής ψυχοθεραπείας για ανέργους που είναι γύρω στα σαράντα και έχει ως συνήθως ασυνήθιστο όνομα, Αδαμία, ή Ζαμπία, ή Ρηγώ, στην οποία ξεφεύγει καμιά αγγλικούρα –κανένα empathy, κανένα compassion– και η οποία δηλώνει στην κάμερα της ΕΡΤ αγαπώ τους ανθρώπους και θέλω να προσφέρω” (σελ. 165). Πόσο αλαφροΐσκιωτη μπορεί να είναι η κόρη δίπλα στον ετοιμοθάνατο πατέρα που του διηγείται ιστορίες για ένα δωδεκάχρονο αγόρι, τον Ανατολή, που ταξίδεψε με το μαγικό χαλί ώς την Ελλάδα; Πόσο αλαφροΐσκιωτη μπορεί να είναι η τρίχρονη Κάσσια που παραστέκει τη μαμά της, αναίσθητη –ή νεκρή;– στον καναπέ και προσπαθεί, πλάθοντας ζυμαράκια, να της φτιάξει δόντια γιατί τα δικά της έσπασαν.
Κανείς από τους ήρωες και τις ηρωίδες του βιβλίου δεν είναι αλαφροΐσκιωτος. Ούτε καν ο άγγελος που συνομιλεί στα ουράνια με τον Πέτρο και την αγαπημένη του, ούτε η εγγονή του Στάλιν που εμφανίζεται παραμονή Χριστουγέννων στα γραφεία ενός ειδησεογραφικού σάιτ και ζητάει από τη δημοσιογράφο βάρδιας να τη σώσει από τον Πούτιν, ούτε το ζευγάρι στις διακοπές σε νησί, το οποίο χάνει τον ύπνο του εξαιτίας του γείτονα που παίζει κιθάρα μες στη νύχτα και στον εκνευρισμό του προσπαθεί να μαντέψει την καταγωγή του κιθαρωδού: με απίστευτο χιούμορ, ο άνδρας –διά χειρός Οικονόμου– λέει στην κοπέλα του ότι ο μυστηριώδης μουσικός της νύχτας μπορεί να είναι “πρόσφυγας-επενδυτής”, κατά τη ρήση κυβερνητικού αξιωματούχου “Υπουργός μαλάκας ψάχνει για πρόσφυγες επενδυτές” (σελ.177).
Οι ήρωες του Οικονόμου είναι τόσο αληθινοί όσο και το καλό που θέλουν να πράξουν. Ο συγγραφέας μάς προσφέρει ένα ανεκτίμητο δώρο αντιστρέφοντας το γνωστό “η ελπίδα πεθαίνει τελευταία”, με το “η ελπίδα ανασταίνεται πάντα τελευταία”, δημιουργεί ένα τεράστιο απόθεμα ελπίδας χωρίς να καταφεύγει σε μεσσιανισμούς. Θυμίζοντάς μας επιπλέον ότι αυτή η ελπίδα περνά και μέσα από τη μαγεία της ανάγνωσης: “διαβάζω σημαίνει ρίχνω άγκυρα σε βαθιά νερά και το διάβασμα είναι η τρίτη διάσταση του δισδιάστατου ανθρώπου” (σελ. 50). Όπως το έχει πει και η Αμερικανίδα Τζόαν Ντίντιον, “λέμε στους εαυτούς μας ιστορίες, για να ζήσουμε”».