Σύνδεση συνδρομητών

Πένθιμος Απρίλης

Δευτέρα, 24 Μαϊος 2021 16:51
Αφίσα αγνώστων, σχολιαστική του αλβανικού κράτους επί Εμβέρ Χότζα (προσαρμογή).
Προσαρμογή: ατελιέ The Books' Journal
Αφίσα αγνώστων, σχολιαστική του αλβανικού κράτους επί Εμβέρ Χότζα (προσαρμογή).

Διήγημα από τον Θωμά Σ. Στεργιόπουλο

Όταν το πρωί εκείνο του Απριλίου η κρατική τηλεόραση μετέδωσε την είδηση του θανάτου, οι άνθρωποι δεν πίστευαν στα μάτια και τ’ αυτιά τους. Κανείς δεν τολμούσε να ρωτήσει το γείτονα, το διπλανό. Δε γνώριζε πώς θα εκλάμβανε την ερώτηση. Στην παραθαλάσσια πόλη του Νότου, η πλατεία και οι δρόμοι άδειασαν. Όλοι φοβόντουσαν το συναπάντημα και τα βλέμματα των συμπολιτών τους, λες κι ήταν αγερικά.

Οι ελάχιστοι που κυκλοφορούσαν ήταν βιαστικοί και σιωπηλοί σα σφίγγα. Μια αδιαπέραστη μάσκα, όπου κανείς δεν μπορούσε να μαντέψει τα αισθήματα του άλλου, κάλυπτε τα πρόσωπα. Ένα τεράστιο βουβό θέατρο παίζονταν σ’ ολόκληρη τη χώρα.

Τα καφενεία άδειασαν, στα εστιατόρια κανείς δε ζητούσε κρασί, παρά μόνο νεράκι. Οι γάμοι αναβλήθηκαν και όσοι είχαν την ατυχία να πεθάνουν τις μέρες εκείνες κηδεύτηκαν με ελάχιστους συγγενείς. Η χώρα και ο λαός ζούσαν το άλλο μεγάλο πένθος. Το θάνατο του Ηγέτη.

Σε γραφεία και υπηρεσίες οι υπάλληλοι κάθονταν με σταυρωμένα χέρια. Τι κι αν ήταν άνοιξη, η κίνηση στην πόλη σταματούσε νωρίς. Άδεια η προκυμαία. Τα μοναδικά γραφεία όπου εργάζονταν πυρετωδώς ήταν η Κομματική Επιτροπή και η Ασφάλεια που τις χώριζε ένα δρομάκι. Οι οδηγίες από πάνω ήταν ξεκάθαρες. Μετά το θάνατο του Ηγέτη, ο λαός έμοιαζε να ’χει ορφανέψει. Οι εχθροί όμως αποθρασύνθηκαν. Άρχιζαν να ρίχνουν τις μάσκες, να βγαίνουν απ’ το καβούκι τους όπως τα σαλιγκάρια μετά τη βροχή. Επαγρύπνηση και πάλι επαγρύπνηση!

Τα γκαρσόνια είχαν πάρει οδηγίες να καταγράψουν όσους ζητούσαν ποτά. Στα εστιατόρια οι χαφιέδες ξεροστάλιαζαν ώρες. Έμπαινες μέσα και τους καταλάβαινες αμέσως από το δήθεν αδιάφορο ύφος και την αφηρημάδα μπροστά στο ποτήρι με το νερό. Το ότι οι εχθροί άρχισαν να σαλεύουν, δεν υπήρχε αμφιβολία. Οι επισκέψεις ανάμεσά τους αυξήθηκαν αισθητά και ο τρόπος που ντύνονταν προκαλούσε το κοινό αίσθημα. Τα ανοιχτά χρώματα, το λευκό και το γαλάζιο ήταν οι σημαίες που έστελναν το σήμα της χαιρεκακίας τους. Πολλοί ήταν εκείνοι που εκφράζανε τη χαρά τους κάνοντας σεξ κάθε νύχτα. Οι πληροφορίες από τα εργοτάξια και τα κέντρα εργασίας, μιλούσαν για πρόσωπα κομμένα και αποχαυνωμένα, με μαύρους κύκλους γύρω στα μάτια.

Και σα να μην έφταναν όλοι αυτοί οι κακοί οιωνοί, να και οι τρελοί της πόλης μας! Αν εξαιρέσεις τον Πέτρο ο οποίος σχεδίαζε τη γέφυρα που θα ένωνε την πόλη μας με την Κέρκυρα και ήταν σκυθρωπός και αμίλητος, όλοι τους το είχαν ρίξει στο τραγούδι. Ο Φέιζος με το ακορντεόν γύριζε στην προκυμαία παίζοντας ονειρικές μελωδίες και το βαλς του Δούναβη. Ο Φίκιος, ένας κρεμανταλάς που έκανε το χαμάλη και το λούστρο, περιφέρονταν από το πρωί στους δρόμους τραγουδώντας τον ίδιο ερωτικό σκοπό:

Χατιτζέ, ορ Χατιτζέ

Τι όμορφη που είσαι!

Δυο τρεις αστυνομικοί προσπάθησαν να τους συνετίσουν. Έγιναν προτάσεις να τους κλείσουν ένα δυο μήνες στο τρελοκομείο της Αυλώνας, όμως οι οικείοι τους αρνήθηκαν πεισματικά λέγοντας πως ήταν ακίνδυνοι και δεν είχαν καταλάβει πως η χώρα βίωνε εθνικό πένθος. Ζούσαν στον κόσμο τους.

Όμως ο μεγαλύτερος συνωμότης ήταν ο καιρός! Ο Ηγέτης απεβίωσε στην καρδιά της άνοιξης, τον Απρίλιο! Αλλιώς ήταν αν έφευγε το φθινόπωρο ή το χειμώνα, με τη μελαγχολία της φύσης και τον συννεφιασμένο ουρανό. Πώς όμως να συγκρατήσεις την άνοιξη που αγνοούσε το πένθος και εισέβαλλε από παντού; Η θάλασσα είχε βάλει τα γιορτινά της. Ήταν ένα μενεξεδένιο χρώμα λες κι είχαν αδειάσει μέσα της όλο το λουλάκι της γης. Και σα να μην έφτανε το γαλάζιο, στο πρώτο αεράκι πετούσε κάτι κάτασπρες γιρλάντες σαν δέντρο ανθισμένο. Τα πεύκα ντυμένα στα πράσινα ροβολούσαν απ’ τη βουνοπλαγιά, ενώ τα σπάρτα σα ζηλόφθονες γυναίκες είχαν ντυθεί στα κίτρινα. Στους ανθόκηπους, στα μπαλκόνια και στα παράθυρα, οι μενεξέδες, οι μολόχες, ο βασιλικός και τα τριαντάφυλλα γέμιζαν ευωδιές την πόλη. Οι αγριοκαστανιές που πλαισίωναν το σκυθρωπό και βαρύ κτίριο της Ασφάλειας είχαν φουντώσει, ενώ οι μπουκαμβίλιες στο δρόμο ανάμεσα στην Κομματική Επιτροπή και την Ασφάλεια είχαν αναλάβει το ρόλο του πιο αδίστακτου προβοκάτορα: όλες είχαν ντυθεί στα κόκκινα!

Ενώ οι βετεράνοι και οι κομμουνιστές ίδρωναν και πλάνταζαν μέσα στα σκουρόχρωμα και μαύρα σακάκια, οι νέοι και οι νέες δεν τους χωρούσαν τα σπίτια.  Η προκυμαία με τη γνωστή περατζάδα, ύστερα από την ερήμωση των πρώτων ημερών, άρχισε να λουλουδιάζει και πάλι με χρώματα και νεανικά κορμιά. Καβγάδες ξεσπούσαν ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά. Στις λαϊκές συγκεντρώσεις, προπαγανδιστές και βετεράνοι ξεστόμιζαν πύρινους λόγους και κατηγορούσαν τα νιάτα για εκφυλισμό. Πώς γίνεται να βγαίνει κανείς με άσπρο πουκάμισο και κόκκινο φουστάνι όταν στα μάτια του λαού μας τα δάκρυα ακόμα δεν έχουν στεγνώσει; Η αναβολή των γάμων, αν και φαίνονταν εξαρχής ως μια συναινετική πράξη, δεν άργησε να δημιουργήσει διαφωνίες και καβγάδες που πήγαιναν να διαλύσουν αρραβώνες και ζευγάρια. Αρκετοί ήταν εκείνοι που είχαν μετανιώσει και η παρατεταμένη ατμόσφαιρα πένθους ήταν η καλύτερη ευκαιρία να το σκάσουν.

Σε δύσκολη κατάσταση βρισκόταν και η τοπική εφημερίδα, Η Νίκη. Η λογοτεχνική της σελίδα αποδείχθηκε πολύ μικρή για να στεγάσει τον πόνο του λαού. Το πρόβλημα του χώρου λύθηκε προσθέτοντας ένα ολόκληρο φύλλο με τίτλο: «Ο λαός πενθεί τον μεγάλο Ηγέτη». Και τότε έγινε κάτι πρωτάκουστο. Μαζί με τα στιχουργήματα των βετεράνων, κομμουνιστών και ποιητών, έφτασαν στην εφημερίδα ποιήματα γραμμένα από πρώην φυλακισμένους και καταδικασμένους. Στη σύνταξη χτύπησε συναγερμός. Τι έπρεπε να κάνουν; Μήπως πρόκειται για φάρσα και συγκαλυμμένη σάτιρα; Πώς γίνεται άνθρωποι που ώς χθες ξερνούσαν χολή για το Κόμμα και τον Ηγέτη, τώρα να πενθούν, να δακρύζουν; Μετά από πολύωρη σύσκεψη στην Κομματική Επιτροπή, ο γραμματέας της προπαγάνδας έκλεισε μ’ ένα επιχείρημα που έπεισε τους πάντες.

– Όχι, δεν ήταν ψεύτικα τα ποιήματα, κι ούτε προσποιούνταν. Η γραμμή του Κόμματος και η σοφία του Ηγέτη μας, κατάφεραν να πείσουν ακόμα και τους εχθρούς! Όμως την Κυριακή το πρωί, όταν οι βετεράνοι και οι κομμουνιστές έβαζαν και έβγαζαν τα γυαλιά και δεν πίστευαν στα μάτια τους, σαν είδαν δίπλα στα τραγούδια τους για τον Ηγέτη τα ονόματα των ορκισμένων εχθρών, ο αρχισυντάκτης της Νίκης αναγκάστηκε να κρυφτεί μέσα στο ντουλάπι που στέγαζε δεμένους τόμους της εφημερίδας. Έτσι κατάφερε να σωθεί από το θυμό και την οργή τους.

Εάν τους εσωτερικούς εχθρούς μπορούσαν να τους ελέγξουν και να τους κατατροπώσουν, το χτύπημα ήρθε απ’ έξω. Μετά το άνοιγμα της Κακαβιάς, από την Κέρκυρα, μια δυο φορές τη βδομάδα, ένα καραβάκι μετέφερε τους πρώτους έλληνες και ξένους τουρίστες στην πόλη μας. Τρεις μέρες μετά το θάνατο του Ηγέτη ήρθε κι έδεσε στο λιμάνι κι ένα τσούρμο περίεργοι τουρίστες ξεχύθηκε στους δρόμους της πόλης. Αφού περιπλανήθηκαν στα άδεια καταστήματα και στους δρόμους, όπου οι άνθρωποι τους απέφευγαν με προσποιητή ευγένεια, το μεσημέρι άραξαν στο ξενοδοχείο Βουθρωτός. Στρώθηκαν φαρδιά πλατιά στις καρέκλες της βεράντας και το πρώτο που ζήτησαν ήταν φρέσκα ψάρια και δροσερά κρασιά. Τα γκαρσόνια μαρμάρωσαν, έχασαν το χρώμα τους, ξεροκατάπιναν. Αμέσως ενημερώθηκε ο αξιωματικός της Ασφαλείας, που το γραφείο του ήταν στο ξενοδοχείο. Όταν άκουσε τις παράλογες απαιτήσεις των τουριστών έγινε μπαρούτι. Δεν υπήρχε αμφιβολία πως πρόκειται για προβοκάτσια. Άκου εκεί να ζητάνε κρασί, τις μέρες του Μεγάλου Πένθους!

Τα ποτά αργούσαν και οι τουρίστες άρχισαν να χάνουν την υπομονή τους. Τα γκαρσόνια μπαινόβγαιναν αμίλητα ενώ ο αξιωματικός της Ασφάλειας έδινε κι έπαιρνε με το τηλέφωνο στ’ αυτί του.

Τι έπρεπε να κάνουν; Απ’ την άλλη μεριά του τηλεφώνου, ο διοικητής της Ασφάλειας έβριζε συνέχεια: Ανάθεμα σε κείνους που άνοιξαν τα σύνορα! Είχαμε ήσυχο το κεφάλι μας. Ούτε τουρίστες κι ούτε ξένους!

– Φοβάμαι πως εάν δεν τους σερβίρουμε, θα βγουν και θα δυσφημήσουν τη χώρα, σύντροφε διοικητά.

Βρέθηκε μια σολομώντεια λύση, με τη βοήθεια της Κομματικής Επιτροπής. Θα σερβίρανε ποτά, όμως θα έκλειναν τις πόρτες του ξενοδοχείου. Μεγάλο βάσανο για τα γκαρσόνια να βλέπουν τους τουρίστες ν’ αδειάζουν ένα μετά τ’ άλλο τα μπουκάλια του κρασιού, να τσουγκρίζουν τα ποτήρια και να εύχονται άσπρο πάτο!

Δεν υπήρχε αμφιβολία, οι εχθροί της Αλβανίας γιόρταζαν και προκαλούσαν το λαϊκό αίσθημα. Χαίρονταν για το θάνατο του Ηγέτη! Τι δίκιο που είχαν οι βετεράνοι και όλοι εκείνοι που φώναζαν: μέγα λάθος το άνοιγμα των συνόρων! Ώς τότε οι εχθροί ούρλιαζαν σαν τσακάλια απ’ έξω απ’ τη χώρα, τώρα ουρλιάζουν μέσα στα σπίτια μας!

Αυτό δεν ήταν τίποτα μπροστά στην ελληνική προβοκάτσια που ακολούθησε δυο μήνες μετά το θάνατο του Ηγέτη.

Οι έλληνες τουρίστες απ’ την Κέρκυρα, αφού έφαγαν και ήπιαν, ζήτησαν να χορέψουν. Υπήρχε στην πόλη μας μια καταπληκτική ορχήστρα με πνευστά και ηλεκτρικές κιθάρες. Κι άλλες φορές στην αίθουσα του ξενοδοχείου είχαν γίνει πολύωρα ξεφαντώματα και τα πεντοχίλιαρα έπεφταν βροχή. Γλέντι τρικούβερτο με συρτάκια και ζεϊμπέκικα που παρέσυραν ακόμα και τα γκαρσόνια στο χορό. «Φέρτε μας την ορχήστρα με τα πνευστά και τις ηλεκτρικές κιθάρες», έλεγαν.

Η διευθύντρια του ξενοδοχείου, ανέλαβε τον άχαρο ρόλο να κατευνάσει τα πνεύματα.

– Δε γίνεται, η Αλβανία πενθεί.

– Είμαστε πολιτισμένοι άνθρωποι και ξέρουμε να σεβόμαστε τους γείτονες. Με όσο γνωρίζουμε, οι μέρες του πένθους τελείωσαν.

– Παρ’ όλα αυτά, ο λαός μας συνεχίζει να πενθεί. Δε γίνεται να μη σεβαστούμε το λαϊκό αίσθημα.

Ήταν ανένδοτοι. Έλεγαν πως είχαν πληρώσει αρκετά χρήματα για να επισκεφτούν την Αλβανία. Να φάνε, να πιούνε και να γλεντήσουν χωρίς να προσβάλλουν κανέναν. Το γλέντι και ο χορός δεν είναι προσβολή. Μισή ώρα αργότερα, τους ενημέρωσαν πως οι μουσικοί αρνήθηκαν να παίξουν. Παρ’ όλη την καλή διάθεση, δεν μπορούσαν να τους αναγκάσουν. Λυπούνταν ειλικρινά που δεν κατάφεραν να εκπληρώσουν την επιθυμία τους.

– Δεν πειράζει, αφού δεν θέλετε χρήματα, θα γλεντήσουμε τζάμπα είπαν.

Το τι ακολούθησε δεν περιγράφεται. Μέσα από τις ταξιδιωτικές τσάντες βγήκαν δυο ωραία μπουζούκια και, δέκα λεπτά αργότερα, η Φραγκοσυριανή και το Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας δονούσαν την ατμόσφαιρα. Παρ’ όλο που έκλεισαν τις πόρτες του ξενοδοχείου, η μουσική ξεχυνόταν στη σιγαλιά της νύχτας. Το ξεφάντωμα κράτησε ώς τα μεσάνυχτα. Την άλλη μέρα έλεγαν απίστευτα πράγματα. Σε μπαλκόνια και ταράτσες, νέοι, νέες και ερωτευμένα ζευγάρια χόρευαν με τις ελληνικές μελωδίες.

Έτσι, με αυτή τη μουσική προβοκάτσια, πήρε τέλος η εποχή του μεγάλου πένθους στην πόλη μας. Μια μέρα μετά, κάποιοι κομμουνιστές και βετεράνοι έστειλαν υπόμνημα στον νέο ηγέτη της χώρας ζητώντας να ξανακλείσουν τα σύνορα και το τελωνείο της Κακαβιάς. Μόνο έτσι θα σωζόταν η χώρα και ο λαός μας θα ξανάβρισκε την ψυχική του γαλήνη!

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.