Σύνδεση συνδρομητών

Τα ψάρια θα γελούν κι οι γλάροι θα χαμογελούν

Πέμπτη, 13 Ιανουαρίου 2022 00:22
«Είμαι ελεύθερη σαν εκείνο το πουλί, μπορώ να πετάξω όπου θέλω, στο Ντουράνγκο, στο Ακαπούλκο, στη Μοζαμβίκη, στην Black Diamond Bay, τη Lily Pond Lane και τη Savanna-la-Mar».
Πέννυ Νουτσοπούλου
«Είμαι ελεύθερη σαν εκείνο το πουλί, μπορώ να πετάξω όπου θέλω, στο Ντουράνγκο, στο Ακαπούλκο, στη Μοζαμβίκη, στην Black Diamond Bay, τη Lily Pond Lane και τη Savanna-la-Mar».

Ο Μπάμπης Αργυρίου, ένας άνθρωπος δοσμένος στη μουσική, δεν είναι πια εδώ. Ανακοινώθηκε ο πρόωρος θάνατός του, από κορωνοϊό. Ο κόσμος της μουσικής και ο κόσμος της λογοτεχνίας τον λάτρευαν. Μαγεύτηκε πολύ νωρίς από τη μουσική και συμπέρανε πως ήρθε στον κόσμο για να προσηλυτίζει κι άλλους στη λατρεία της. Όμως του άρεσε να κλείνει κάπου κάπου το κασετόφωνο και να σκαρώνει ιστορίες. Όταν μεγάλωσε, άρχισε να γράφει την άποψή του για δίσκους και όταν παραμεγάλωσε, έγραψε δυο μυθιστορήματα με ήρωες παθιασμένους με τη μουσική ("Έχω όλους τους δίσκους τους" (2013) και "Προτιμώ τα παλιά τους" (2015)) κι ένα με διηγήματα, το "Άλμπουμ διασκευών" (2019). Το διήγημα που ακολουθεί γράφτηκε για το Books' Journal, και δημοσιεύτηκε στο τεύχος 97, τον Απρίλιο 2018. Διαβάστε έναν ρέκτη της μουσικής κι έναν δεξιοτέχνη της γραφής.

«Μην το πολυσκέφτεσαι, είναι εντάξει», είπε ο Ρόμπερτ στην Ντόλυ για να κάμψει τις αντιρρήσεις της. Θα την πήγαινε με τρένο στο βουνό του Σαν Μπερναντίνο για να περάσουν μια νύχτα μαζί, μακριά από τους ανθρώπους και τον πολιτισμό τους. Έκρυψε τα πονηρά κίνητρά του και της μίλησε για μαγευτικά τοπία, καταρράκτες που σε δροσίζουν ώς το μεδούλι, μεθυστικές μυρωδιές και εικόνες που κόβουν την ανάσα με το μαχαίρι.

Μπήκαν στο σταθμό των τρένων, έβγαλαν εισιτήρια αλερετούρ, κάθισαν στον ξύλινο καναπέ απέναντι από έναν εύσωμο που είχε αποκοιμηθεί ενώ το τρανζιστοράκι στα χέρια του έπαιζε την «Μπαλάντα του τσιλιβήθρα». Βγήκαν στην αποβάθρα και ο Ρόμπερτ έσκυψε για να δέσει τα κορδόνια από τις δερμάτινες μπότες που είχε αγοράσει σ’ ένα ταξίδι του στην Ισπανία. «Το αργό τρένο έρχεται», φώναξε η Ντόλυ κι έδειξε το σημείο με το δάχτυλο. Μέχρι να σηκωθεί ο Ρόμπερτ, το τρένο είχε στρίψει και κρυφτεί πίσω από τα δέντρα. «Είσαι σίγουρη πως είναι το αργό; Αν ανεβούμε στο intercity θα χρειαστεί να πληρώσουμε από 2,99 δολάρια επιπλέον», είπε το αγόρι. 

Το τρένο σταμάτησε καπνίζοντας, ξεφυσώντας και στριγκλίζοντας. Το ζευγάρι πλησίασε στη σκάλα και περίμενε να κατεβεί μια οικογένεια με το μοσχαράκι της. «Το πρωί έριχνε βροχή με τους κουβάδες και τώρα φυσάει αυτός ο ηλίθιος αέρας», είπε η Ντόλυ, το κορίτσι με τα θλιμμένα μάτια που άφησε τη βορεινή επαρχία για το Νότο, όπου έλπιζε να γνωρίσει κάποιον που θα την έβρισκε ακαταμάχητη, με δέρμα σαν μετάξι, πρόσωπο καθαρό σαν γυαλί και μάτια όπου το σεληνόφως θα επέλεγε να κολυμπήσει. Ο Ρόμπερτ είχε μόλις παρατήσει τη δουλειά στη φάρμα μιας δύστροπης οικογένειας και βάδιζε προς την πόλη όταν είδε μια Μπιούικ να χτυπά τη νεαρή με το ζεστό πανωφόρι. Έτρεξε κοντά και τη βοήθησε να σηκωθεί. «Είσαι καλά;» τη ρώτησε με αγωνία καθώς εκείνη σκούπιζε το γόνατό της. «Εντάξει είμαι, λίγο μάτωσα μόνο». Ήταν γλυκομίλητη, είχε δέρμα στο χρώμα του χαλκού, αθωότητα αμνού και απαλότητα μικρού ελαφιού, έμοιαζε με σπάνιο λουλούδι απ’ αυτά που δεν χαρίζονται στη γιορτή του Βαλεντίνου. 

Έτσι γνωρίστηκαν, από μια ιδιοτροπία της μοίρας. 

Πριν πάρουν το τρένο παρακολούθησαν μαζί μια υπαίθρια συναυλία ενός 78χρονου με το συγκρότημά του ο οποίος ανέβηκε στη σκηνή χωρίς ούτε μια καλησπέρα, κατέβηκε χωρίς καληνύχτα και δεν είχε να πει τίποτα μεταξύ των τραγουδιών· ούτε ένα «περνάτε καλά;» ή «αυτό το τραγούδι το έγραψα πριν μισό αιώνα και το έχω σκυλοβαρεθεί, αλλά θα το παίξω επειδή μου το ζητάτε». Ο Ρόμπερτ συγκράτησε δυο στίχους του: «Κάποτε νοιαζόμουν, αλλά τα πράγματα έχουν αλλάξει». «Θέλω μόνο να σας πω ότι η Κόλαση είναι η γενέτειρα της γυναίκας μου». 

Στο τρένο που έτρεχε προς τα νότια, ο κουρασμένος Ρόμπερτ έγειρε στο παράθυρο και τον πήρε για λίγο. Πρόλαβε να ονειρευτεί τους φίλους που έχασε και ξύπνησε θλιμμένος. Ένας γέρος συνταξιδιώτης ρώτησε αν προορισμός τους ήταν η δική του πόλη. Είπε τ’ όνομά της, βρίσκονταν στη μεξικανική πλευρά των συνόρων. «Κάποτε αγαπούσα μια όμορφη στην πόλη σου, με κυματιστά μαλλιά μέχρι το στήθος· αναρωτιέμαι αν με θυμάται ακόμα», είπε ο Ρόμπερτ. Σώπασε για λίγο, το απλανές βλέμμα του πρόδιδε κατάδυση στη σκοτεινή θάλασσα της νοσταλγίας. Μετά απάντησε στην ερώτηση: «Πηγαίνουμε στο βουνό, θ’ ανάψουμε φωτιά και θα κοιμηθούμε στο δάσος ακούγοντας τα κογιότ». «Να βρείτε καταφύγιο για τη θύελλα», είπε ο γέρος. Ο νέος σκέφτηκε ότι, μολονότι οι εποχές έχουν αλλάξει, οι άνθρωποι έμειναν ίδιοι, έχουν εύκολη τη συμβουλή, λύσεις για τα προβλήματα των άλλων αλλά όχι για τα δικά τους. Ο γέρος ζήτησε να μάθει το όνομα και την ηλικία του. «Το όνομά μου δε σημαίνει τίποτα και η ηλικία μου ακόμα λιγότερα», του απάντησε. 

Το τρένο σταμάτησε σ’ ένα σταθμό με λίγα σπίτια γύρω του. Ο Ρόμπερτ σκέφτηκε ότι σε λίγο θα ξεκινήσει πάλι αφήνοντας πίσω τον συγκεκριμένο τόπο. Όμως έτσι είναι η ζωή, το παρόν γίνεται παρελθόν, οι πρώτοι έσονται τελευταίοι, η φρουρά αλλάζει, ο τρόπος σκέψης αλλάζει, άλλοτε βρίσκεις ανταπόκριση και άλλοτε αγαπάς επί ματαίω, μερικές φορές νομίζεις ότι έχεις όλη τη ζωή μπροστά σου και άλλες δεν έχεις χρόνο ούτε για να σκεφτείς. Ο γέρος άρχισε τις ιστορίες. Ο πατέρας του ήταν παράνομος και καταζητούμενος, η αδερφή του δεν ήξερε να διαβάζει αλλά προέβλεπε το μέλλον, η μάνα του ήταν μυστηριώδης και σκοτεινή με καρδιά μεγάλη σαν ωκεανό, αυτός όταν μεθούσε περπατούσε σαν πάπια και βρομούσε σαν κουνάβι αλλά με το ποτό αλφάδιαζε το κεφάλι του και χαλάρωνε το μυαλό του. Κάποτε αναγκάστηκε να πυροβολήσει το καταδικασμένο πόνι του και να πάρει καινούργιο. Μια άλλη φορά οι αρχές τον κατηγόρησαν για κάτι που δεν έκανε και του πήρε καιρό να ξεμπλέξει. Στον πλούσιο ιδιοκτήτη που τους πέταξε στο δρόμο είχε πει: «δεν σου αξίζει το αίμα που τρέχει στις φλέβες σου. Όσα και να βγάλεις δεν αρκούν για ν’ αγοράσεις την ψυχή σου». Η Ντόλυ τον άκουγε σιωπηλή· απ’ την πείνα δεν μπορούσε ούτε να χαμογελάσει. Το τρένο δεν έλεγε να ξεκινήσει. «Μήπως ξέρεις τι περιμένουμε, σενιόρ;», ρώτησε ο Ρόμπερτ. 

Όταν σηκώθηκαν από τις θέσεις τους για να κατέβουν ο γέρος τούς καμάρωσε για τελευταία φορά. «Σας εύχομαι να μείνετε για πάντα νέοι», είπε και συμπλήρωσε «No llores, mi querida, dios nos vigila». «Κατάλαβες τι σήμαινε το τελευταίο;» ρώτησε το αγόρι. «Δεν μιλάω ισπανικά», είπε το κορίτσι. 

Από την καντίνα του σταθμού αγόρασαν ντόνατ και καφέδες για το δρόμο. Βγήκαν στον αυτοκινητόδρομο 61. Ο Ρόμπερτ θυμήθηκε τη μέρα που βρήκε τις κάλτσες του γεμάτες βατραχάκια. Ο αέρας τούς ανακάτευε τα μαλλιά, τα αυτοκίνητα περνούσαν βιαστικά δίπλα τους, μερικοί ανυπόμονοι οδηγοί είχαν ανάψει και τα φώτα τους. Ένας κοπρίτης σκύλος τους πήρε στο κατόπι. «Αν με θέλεις για τη νύχτα, θα με φορτωθείς και το πρωί», σκέφτηκε η χαιρέκακη Ντόλυ. Όταν έφτασαν στις παρυφές του βουνού αναρωτήθηκε: «Πόσα χρόνια αντέχει ένα βουνό πριν διαβρωθεί και σκορπίσει;» και λίγο μετά «πόσους δρόμους πρέπει να περπατήσει μια γυναίκα ώσπου να πάψουν να την θεωρούν παραστρατημένη;» 

Κάθισαν σ’ ένα ξέφωτο και άναψαν φωτιά. Ένα σαξόφωνο πρόσθεσε και το δικό του στο κλάμα του ανέμου, οι καμπάνες σήμαναν την ώρα της εξομολόγησης. «Πες της πως δεν γεννήθηκες για να τη χάσεις», του έλεγαν. «Θέλω να γίνω το μωρό σου απόψε, σε θέλω τόσο πολύ. Ο άντρας μέσα μου μού λέει ότι σε θέλει», είπε ο Ρόμπερτ επιστρατεύοντας όσο θάρρος διέθετε. Τα ζώα, τα πουλιά και τα ερπετά του δάσους κράτησαν την αναπνοή τους περιμένοντας την απάντησή της. Ο κοπρίτης την κοίταζε στα μάτια λες και περίμενε το βραδινό του κόκαλο. «Δεν είσαι αυτός που ψάχνω, Ρόμπερτ, δεν είσαι αυτός που χρειάζομαι. Εγώ θέλω έναν δυνατό για να με προστατεύει, να με σηκώνει όταν πέφτω, να μου φέρνει λουλούδια, να τρέχει όταν τον φωνάζω, έναν που θα ορκιστεί πως δε θα μ’ εγκαταλείψει. Δεν είσαι αυτός που ψάχνω, Ρόμπερτ, εσύ θα με απογοητεύσεις. Το μόνο που θέλω είναι να γίνω φίλη σου». 

Του χαμογέλασε για ν’ απαλύνει την πίκρα του. «Μίλησα σαν παιδί και με κατέστρεψε μ’ ένα χαμόγελο», σκέφτηκε εκείνος. Είχε χτυπήσει την πόρτα του παραδείσου και άκουσε από μέσα μια ευγενική φωνή να τον διαολοστέλνει. Μετάνιωσε, θυμήθηκε την ιησουίτικη έκφραση «γιατί την πέφτεις στην απλή καλόγρια όταν υπάρχει η ηγουμένη;» Και μετά ένιωσε την επιθυμία να της δείξει την άλλη πλευρά του Ρόμπερτ. «Αφού λες ότι δεν σου αξίζω τότε τράβα το δρόμο σου κι εγώ θα τραβήξω τον δικό μου», του ήρθε να της πει αλλά συγκρατήθηκε. Μπορεί να έφαγε απόρριψη αλλά το ενδιαφέρον του δεν έσβησε και δεν ήθελε να τη στενοχωρήσει. Φοβήθηκε ότι θ’ απαντούσε «θα μείνω πολύ μόνη όταν φύγεις» και αυτό θα του έσκιζε την ήδη ραγισμένη καρδιά. Ρώτησε «πώς νιώθεις τώρα που δεν έχεις σπίτι, που είσαι εντελώς άγνωστη στην περιοχή, μακριά απ’ τους δρόμους του γυρισμού;» Τον κοίταξε για λίγο σκεπτόμενη ότι την υποτιμούσε. «Είμαι μεγάλο κορίτσι τώρα», του είπε και του έδειξε το πουλί στην άκρη ενός κλαδιού. «Είμαι ελεύθερη σαν εκείνο το πουλί, μπορώ να πετάξω όπου θέλω, στο Ντουράνγκο, στο Ακαπούλκο, στη Μοζαμβίκη, στην Black Diamond Bay, τη Lily Pond Lane και τη Savanna-la-Mar». 

Κοιμήθηκαν με γυρισμένες τις πλάτες. Ο Ρόμπερτ είδε γύρω στα 115 όνειρα. Σε ένα είδε τον Άγιο Αυγουστίνο φαντάρο. Σ’ ένα άλλο, την Μπριζίτ Μπαρντό, τη Σοφία Λόρεν και την Αννίτα Έκμπεργκ να εύχονται στον πρόεδρο Κέννεντυ ευτυχισμένα γενέθλια στα γαλλικά, ιταλικά και σουηδικά. 

Όταν ξύπνησαν το πρωί ο ήλιος είχε από ώρα ανατείλει. Βρήκαν τη φωτιά σβησμένη και το σκύλο χορτάτο. Είχε φάει ένα κοράκι κι ένα αηδόνι, μαύρα και τα δύο. Πήραν το δρόμο της επιστροφής, ξεκούραστοι αλλά λυπημένοι. Περνώντας δίπλα από ένα στεγνό πηγάδι άκουσαν κάποιον να λέει «πρέπει να βρούμε τρόπο να βγούμε από δω μέσα». Πλησίασαν και είδαν στον πάτο δυο ανθρώπους, ο ένας ήταν βαμμένος σαν κλόουν. «Πώς βρεθήκατε εκεί κάτω;» ρώτησε η Ντόλυ. Της απάντησε ο κλόουν. «Αυτός ο στούρνος έκλεψε τα λεφτά του αφεντικού μου στο τσίρκο και πήρε εμένα σαν όμηρο για την περίπτωση που στράβωνε το πράγμα. Αντί να κοιτάζει μπροστά, κοίταζε συνέχεια πίσω από φόβο μήπως μας ακολουθούν». Ο Ρόμπερτ ξερίζωσε ένα μικρό δέντρο και έτεινε τη μια άκρη στο ντουέτο της συμφοράς. Όταν βγήκαν στην επιφάνεια ο κλέφτης είπε στον κλόουν: «Σ’ το είπα ότι δεν υπήρχε λόγος να εξάπτεσαι». «Είσαι φαινόμενο, αυθεντικός μπαγαπόντης», είπε ο κλόουν. 

Η Ντόλυ έκανε ωτοστόπ σε μια Σεβρολέτ και ο Ρόμπερτ την είδε ν’ απομακρύνεται και να βγαίνει για πάντα απ’ τη ζωή του όπως η Σουζ, η Μέιβις, η Τζόαν και η Ντέινα νωρίτερα. Εκείνος προτίμησε πάλι το τρένο. Κοντά στο σταθμό είδε έναν παπά να σκαλίζει τον κήπο του. Πλησίασε και προσφέρθηκε να βοηθήσει. «Ευχαριστώ τέκνον μου αλλά το κάνω και για να γυμνάζομαι, να κρατιέμαι σε φόρμα». «Πάτερ, είσαι σίγουρος ότι υπάρχει Θεός;» «Όχι μόνο υπάρχει αλλά και σώζει». «Από τι σώζει, έχεις να μου δώσεις καμιά λίστα;» «Απ’ όλα σώζει εκτός από τις συνέπειες της ανθρώπινης βλακείας. Αν οδηγείς πιο γρήγορα απ’ την ταχύτητα αντίδρασής σου, αν αγχώνεσαι για ν’ αρέσεις ή για να πλουτίσεις και βγάλεις καρκίνο ή πάθεις εγκεφαλικό, αν δεν φοράς προφυλακτικό, μην περιμένεις να σε σώσει. Αν χτίσεις στον αιγιαλό υποτιμώντας τη δύναμη της φύσης Του, μην περιμένεις να σε γλιτώσει απ’ το τσουνάμι. Μόνο οι σώφρονες έχουν πάντα το Θεό στο πλευρό τους». Ο Ρόμπερτ πρόσεξε ότι η περιφραγμένη αυλή του ήταν γεμάτη με ζώα. Κότες, πάπιες, χήνες, παγώνια, πρόβατα και κατσίκια. «Έχεις πολλά ζώα, πάτερ». «Ναι, και έχω δώσει σε όλα ονόματα». «Γιατί όμως έχεις κατσίκια αφού είναι του διαβόλου;» Ο ποιμένας προβάτων και ψυχών γέλασε με την αφέλεια του νεαρού. «Μεταφορικά τα χρησιμοποίησε ο Χριστός όταν μίλησε για διαχωρισμό αμνών και εριφίων, ευσεβών και ασεβών». «Εγώ θα έβαζα από τη μια τα καλοκάγαθα γαϊδούρια και από την άλλη τα μουλάρια που είναι υβρίδια, δεν γεννάνε, κλωτσάνε και μουλαρώνουν», είπε το αγόρι. «Διαπράττεις το αμάρτημα της ασέβειας και της αμφισβήτησης της σωστής κρίσεως του Κυρίου όταν μιλάς έτσι, τέκνον μου. Φύγε τώρα και άσε με να σκαλίσω». 

Βαδίζοντας προς το σπίτι του ο Ρόμπερτ προσπέρασε ένα βενζινάδικο. «Τι έχω να χάσω;» αναρωτήθηκε, έκανε μεταβολή και έψαξε να βρει το αφεντικό. «Μήπως χρειάζεστε υπάλληλο», τον ρώτησε. Το αφεντικό τον έκοψε από πάνω ώς κάτω. Δεν του γέμισε το μάτι. Του έδειξε έναν Εβραίο που καθάριζε ένα παρμπρίζ. «Έχω τον καλύτερο υπάλληλο, έχει βραβευτεί και από τη Mobil για το ταλέντο και την προσφορά του, τι να σε κάνω εσένα;» 

Δοκίμασε την τύχη του και σε μια ελληνική ταβέρνα που βρήκε στο δρόμο του. «Με την ευκαιρία θα μάθω να φτιάχνω και σουβλάκια», σκέφτηκε μπαίνοντας. Ρώτησε έναν κύριο που έπαιζε ντέφι ποιος είναι το αφεντικό, πέρασε δίπλα από τρεις άντρες με ματωμένες ποδιές που χόρευαν χασάπικο και βρήκε πίσω απ’ την ταμειακή τον μίστερ Νικ Παπαντάκις. «Θα σε προσλάβω αν μου πεις στα γρήγορα τις λέξεις κολυμπηθρόξυλο, σκουληκομυρμηγκότρυπα και ξεκαρεκλοποδαριάστηκε», του είπε εκείνος και σκούπισε με το μανίκι το λαδωμένο του σαγόνι. Του αντιπρότεινε να πει χωρίς να λαθέψει tweedle-dee dum to tweedle-dee dee, tweedle-dee dee and tweedle-dee dum και βγήκε πάλι στο δρόμο. Αισθάνθηκε αξιοθρήνητος, σαν φτωχός μετανάστης, μια ανίσχυρη μονάδα του συστήματος που σε θέλει πιόνι στο παιχνίδι των ισχυρών, να παρακαλάς να σου δοθεί μια ακόμα ευκαιρία. Και σαν να μην έφταναν αυτά (κόντρα στην πεποίθηση πολλών), ούτε ο θάνατος σηματοδοτεί το τέλος της ύπαρξης. 

«Πού γυρνούσες γαλανομάτη γιόκα μου;» τον ρώτησε η μητέρα του μόλις μπήκε στο σπίτι. «Μάνα, μάζεψε την μπουγάδα σου. Σε λίγο θα ρίξει βροχή, γερή, πολύ γερή βροχή», είπε ο Ρόμπερτ.

Μπάμπης Αργυρίου

Ξεμυαλίστηκε πολύ νωρίς από τη μουσική και συμπέρανε πως ήρθε στον κόσμο για να προσηλυτίζει κι άλλους στη λατρεία της. Όμως του άρεσε να κλείνει κάπου κάπου το κασετόφωνο και να σκαρώνει ιστορίες. Όταν μεγάλωσε, άρχισε να γράφει την άποψή του για δίσκους και όταν παραμεγάλωσε, έγραψε δυο μυθιστορήματα με ήρωες παθιασμένους με τη μουσική ("Έχω όλους τους δίσκους τους" (2013) και "Προτιμώ τα παλιά τους" (2015)) κι ένα με διηγήματα, το "Άλμπουμ διασκευών" (2019). Πέθανε το 2022.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.