«Τα τραγούδια των Αλβανών είναι επί το πλείστον, ηρωικά και ερωτικά, σε ομοιοκατάληκτους, θαυμάσιους στίχους. Οι Αλβανοί εκφράζουν νοήματα και αισθήματα, λακωνικά, ζωηρά και απλά, οδηγούμενοι από τη φύση, τον άριστον τού παντός δάσκαλον, χωρίς να διαθέτουν ποιητάς και γραμματικούς…».
Κοσμάς Θεσπρωτός
Από το βιβλίο του: «Γεωγραφία της Αλβανίας», Γιάννενα 1831
Επισκέφτηκα την Ελλάδα για πρώτη φορά τον Οκτώβριο του 1985, μαζί με τον αλβανό συγγραφέα Ανδρέα Βάρφη. Ήμασταν σταλμένοι απ’ την Εταιρεία Λογοτεχνών Αλβανίας, για να συμμετάσχουμε σε Διεθνές Συνέδριο Ποιητών που θα διεξαγόταν στην Κέρκυρα.
Η καλή μας τύχη το έφερε να περάσουμε πρώτα από την Αθήνα, για να πάρουμε από την εκεί αλβανική πρεσβεία οδηγίες για το πώς θα έπρεπε να συμπεριφερθούμε στο συνέδριο. Και προπαντός, πώς ν’ αποφύγουμε τις συναντήσεις, τις χειρονομίες και την ανταλλαγή βλεμμάτων με ποιητές απ’ την Αμερική και τη Σοβιετική Ένωση, άσπονδων εχθρών της μικρής μας σοσιαλιστικής χώρας.
Το ταξί απ’ το αεροδρόμιο του Ελληνικού μάς άφησε λίγα μέτρα πιο πέρα απ’ την πρεσβεία, να πάρουμε μιαν ανάσα και να αγναντέψουμε την Αθήνα. Από τους πρόποδες του Λυκαβηττού, ο συνταξιδιώτης και ομότεχνός μου, έριξε ένα βλέμμα στην Ακρόπολη και, σα να θυμήθηκε κάτι, άρχισε να απαγγέλει:
Κάστρο πάνω στην Αθήνα
σαράντα χιλιάδες σε σφίξαν
Γκούρας και γιος κάνουν μάχη.
Στέλνει ο Γκούρας ένα γράμμα
έλ’ αμέσως Καραϊσκάκη!
Τι με κύκλωσε ο τούρκος
δεν το δίνω εγώ το κάστρο
ως που μια σταλιά αίμα να ’χω…
– Τι είναι αυτό Ανδρέα; Πρώτη φορά τ’ ακούω…
– Αλβανικό τραγούδι για την πολιορκία της Ακρόπολης το 1826.
– Και πώς βρέθηκε εδώ, στην καρδιά της Ελλάδας;
Χαμογέλασε. Δεν γνωρίζεις καλά την αλβανική λαογραφία. Υπάρχουν πολλά τραγούδια, όχι μόνο για το ’21, αλλά και για τον Ιταλοελληνικό πόλεμο του ’40.
– Μα τι αποφασιστικότητα είναι αυτή; Παλικάρι αυτός ο Γκούρας!
– Αρβανίτικο κεφάλι γιατρέ! Ήταν πολύ σκληροί πολεμιστές. Λένε πως θάφτηκε κάτω απ’ τα τείχη της Ακρόπολης μαζί με την οικογένειά του και δεν παραδόθηκε.
Την άλλη μέρα πήραμε τ’ αεροπλάνο για την Κέρκυρα. Ένα απόγευμα βρεθήκαμε μπροστά στον Άγιο Σπυρίδωνα. Αφού μιλήσαμε για τα θαύματα και τις λιτανείες, ο Ανδρέας ήταν απ’ τα χωριά της Χειμάρρας, στις απέναντι ακτές, στύλωσε το βλέμμα του στο ναό και άρχισε να σιγομουρμουρίζει:
Στη γιορτή του Άη Δημήτρη
είδα εκεί στου Σταμπολίτη
τις κυράδες στο κατώφλι
άσπρες σαν τ’ αυγού το τσόφλι.
Άλλες να μοιρολογάνε
κι άλλες νιες να τραγουδάνε
για τους νιους που πολεμούσαν
και το κάστρο προσπαθούσαν
απ’ τον τούρκο να το σώσουν
και την πόλη να γλυτώσουν…
– Τι είναι πάλι αυτό; Θα με τρελάνεις!
– Αλβανικό τραγούδι για την πολιορκία της Κέρκυρας απ’ τους Τούρκους το 1716. Σχεδόν τρακόσια χρόνια πριν…
– Μα αυτό έχει μεγάλη ιστορική αξία, να το πούμε στους Κερκυραίους ποιητές. Θα το χαρούν, θα είναι έκπληξη…
Μια μέρα πριν απ’ την επιστροφή στην Αλβανία, ένας σπουδαίος άνθρωπος, ο Γιάννης Γιαννόπουλος που γνωρίσαμε τυχαία στα Γιάννενα, μας ξενάγησε στο Κάστρο και στη λίμνη της Κυρα-Φροσύνης.
Εκεί με περίμενε το τελευταίο μάθημα απ’ το φίλο μου τον Ανδρέα και το αλβανικό τραγούδι. Καθώς περιφερόμασταν στα μπεντένια, έριξε ένα βλέμμα στη λίμνη και άρχισε ν’ απαγγέλλει:
Γιάννενα ένα τέταρτο της Ισταμπούλ
να βγει η λίμνη και να σας πνίξει!
Εγώ σας έχτισα, εγώ σας έφτιαξα
και δε σας χάρηκαν ούτε τα παιδιά μου.
Ήταν το πικρό παράπονο και ο λυγμός του Αλή Πασά, καθώς αγνάντευε απ’ το νησί, για τελευταία φορά τη θρυλική πόλη, πριν από τον αποκεφαλισμό του. Το δημοτικό τραγούδι είχε σώσει αυτό που δεν κατέγραψε η ιστορία: την πιο ανθρώπινη, την πιο τραγική στιγμή του φοβερού βεζύρη.
Τα τρία αυτά ιστορικά τραγούδια, ήταν η αφορμή και το ερέθισμα να ψάξω το αλβανικό τραγούδι και τις σχέσεις του με την Ελλάδα και την ιστορία της.
Γεννημένος και μεγαλωμένος μέσα σε κλίμα καχυποψίας για την Ελλάδα και βιώνοντας το κυνήγι των μαγισσών που εξαπέλυε κάθε τόσο η αλβανική ασφάλεια στα χωριά της ελληνικής μειονότητας, βρέθηκα μπροστά σε μια άλλη πραγματικότητα. Η Ελλάδα ήταν ο «προνομιούχος» τόπος του αλβανικού τραγουδιού. Είναι κάτι που δε συμβαίνει με τους άλλους λαούς με τους οποίους γειτνιάζουν οι Αλβανοί.
Το 1991, εγκαταστάθηκα στην Αθήνα, αναγνώρισα το πτυχίο μου και πήγα να κάνω το «αγροτικό» μου στα Καρδάμυλα της Χίου. Δουλειά από το πρωί έως το βράδυ πάνω σ’ ένα μηχανάκι, για να μεγαλώσω τα παιδιά μου, αλλά και εκδρομές τις Κυριακές, στα Μαστιχοχώρια, στο Πυργί, στη Βολισσό και στ’ αρχοντικά του Κάμπου. Μια Κυριακή, με μια παρέα φίλων, επισκεφτήκαμε το Μοναστήρι του Αγίου Μηνά. Στις κατακόμβες του σώζονται οι κάρες από τους σφαγιασθέντες Χιώτες που ζήτησαν σωτηρία και καταφύγιο εκεί το 1821. Συγκλονίστηκα απ’ τα λείψανα της οθωμανικής βαρβαρότητας και ζήτησα απ’ τους φίλους μου να μου δώσουν βιβλία με μαρτυρίες απ’ τον όλεθρο του νησιού των καραβιών, της μαστίχας και των λεμονιών. Πράγματι, το βιβλίο του λαογράφου Στυλιανού Βίου έσωσε αρκετές κραυγές από τους αδικοσκοτωμένους. Ο πραγματικός θεός που λατρεύεται στο νησί δεν είναι ο άγιος Ισίδωρος και η αγία Μαρκέλλα. Ο Άγιος Κανάρης είναι! Η πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας ήταν ένα κατόρθωμα που θυμίζει τις τιτανομαχίες της ελληνικής μυθολογίας. Αν και πέρασαν διακόσια χρόνια, το δέος για τον μεγάλο ήρωα του ’21 δεν έχει μειωθεί καθόλου. Καθώς είχα αρχίσει να γράφω το πρώτο μου βιβλίο για τη Χίο και τα Καρδάμυλα, έψαχνα να βρω κάποιο δημοτικό τραγούδι για τον όλεθρο και την ιερά εκδίκηση. Δεν υπήρχε. Ο μεγάλος πόνος και η καταστροφή είχαν παγώσει τη λαϊκή ψυχή. Κι ένα απόγευμα, καθώς ξεφύλλιζα κάποια αλβανική ανθολογία, έπεσα πάνω σ’ ένα τραγούδι εβδομήντα στίχων, που περιέγραφε την τρομερή σφαγή. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Δεν ήταν τραγούδι, χρονικό ήταν, ρεπορτάζ, ανταπόκριση από το δράμα του νησιού. Αρκούσε αυτό το τραγούδι για να μας δώσει όλο το φάσμα του ολέθρου και της εκδίκησης που ακολούθησε. Αν και «γραμμένο» από Αλβανό μισθοφόρο, ξεχειλίζει από οργή για τον σουλτάνο. Ένα αίσθημα συμπόνιας για τα αθώα θύματα πνέει μέσα του.
Το νησί κάψαν, ρημάξαν
τους ανθρώπους όλους σφάξαν
μαύρη γη πίσω αφήσαν
και να φύγουνε κινήσαν.
Μα στου γυρισμού το δρόμο
βρήκαν του Θεού το νόμο
από τον Καπετάν Κανάρη
που ήρθε εκδίκηση να πάρει.
Μες της νύχτας την αγκάλη
λάμνοντας αγάλι - αγάλι
με μια βάρκα, μια σανίδα
πάει κολλάει στη ναυαρχίδα
με μπουρλότο την τινάζει
και ο τόπος λαμπαδιάζει!
Αυτά τα σπουδαία τραγούδια και το κλίμα της καχυποψίας για τους Αλβανούς, που «όλα τα εγκλήματα και τις κλοπές στην Ελλάδα μετά το ’90, τα είχαν πράξει αυτοί και κανένας άλλος», τότε που τ’ αλβανόπουλα επέστρεφαν λευκά τα τετράδια των εκθέσεων με θέμα την Πατρίδα, αποφάσισα να σκύψω πάνω στο αλβανικό τραγούδι και να το κάνω γνωστό στην Ελλάδα.
Να περάσω ένα μήνυμα κατανόησης για το λαό και τη χώρα που γεννήθηκα και αντρώθηκα. Είμαι από κείνους που πιστεύουν πως δύο είναι οι τρόποι προσέγγισης και γνωριμίας των λαών: το εμπόριο και ο πολιτισμός. Στα Βαλκάνια συνεχίζουν να υπάρχουν αόρατα τείχη που εμποδίζουν τους λαούς να γνωριστούν και να κοιτάξουν ο ένας τον άλλο στα μάτια. Και πάνω απ’ όλα, δεν μπορούμε να συμβιώσουμε, ξύνοντας κάθε τόσο τις πληγές που κάποτε άνοιξε ο ένας στον άλλον. Χρειάζεται κατανόηση του «ενός» προς τον «άλλον» και κατανόηση της ιστορίας και του πολιτισμού του. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να καταπολεμήσουμε τους εθνικισμούς και τη μισαλλοδοξία. Να ζήσουμε ως καλοί γείτονες!
Κάπως έτσι γεννήθηκε μέσα μου η σκέψη να κάνω γνωστά στην Ελλάδα και στους Έλληνες τα τραγούδια των βόρειων γειτόνων. Μετά από αρκετά χρόνια, κατάφερα να μεταφράσω μια ανθολογία με αλβανικά τραγούδια. Κυκλοφόρησε απ’ τις εκδόσεις Ροές το 2007 και φέρνει τον τίτλο: Κάποιοι τραγουδούν δίπλα μας. Στο έργο αυτό ο αναγνώστης θα βρει τραγούδια από όλο το φάσμα της αλβανικής δημοτικής ποίησης.
Εκείνο που με ξάφνιασε ήταν ο μεγάλος αριθμός τραγουδιών για την Ελλάδα και τους Έλληνες. Η εμφάνιση αλβανικών τραγουδιών με θέμα τους Έλληνες αρχίζει από την πολιορκία της Κέρκυρας το 1716, από τους Τούρκους, κορυφώνεται στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης του ’21 και φτάνει ώς το Έπος του ’40.
Θα ήθελα να σταθώ στα τραγούδια του ’21. Μέσα απ’ την πινακοθήκη του αλβανικού τραγουδιού περνάνε όλες οι μεγάλες μορφές των ηρώων της Επανάστασης: Υψηλάντης, Κολοκοτρώνης, Ανδρούτσος, Καραϊσκάκης, Μπουμπουλίνα, Κανάρης, Κατσαντώνης, Μάρκος Μπότσαρης… Ο λαϊκός ποιητής τραγουδάει την παλικαριά και τ’ ανδραγαθήματά τους. Παίρνει τα ονόματά τους και τα μετατρέπει σε εγκωμιαστικά επίθετα γυναικών και κοριτσιών. Όταν ο Αλβανός βλέπει, να περνάει μια ωραία και περήφανη γυναίκα, αναφωνεί:
Σιγά μωρ’ Κατσαντώνισσα!
Απέραντος είναι ο θαυμασμός για τους Σουλιώτες.
Κόρη με μέτωπο σουλιώτικο
Με έκαψε ο σεβντάς σου.
Μέσα στα τραγούδια αυτά για το ’21, διασταυρώνονται και αλλάζουν χαιρετισμούς από τη μια μεριά της Ελλάδας στην άλλη, καπεταναίοι και κλεφταρματολοί, ως σταυραετοί της Λευτεριάς:
Αϊτοί που φτερουγίζετε, πουλάκια που πετάτε
Απ’ τ’ Άγραφα που φεύγετε, στη Λάκα Σούλι αν πάτε
Πηγαίνετε στον Μπότσαρη, το Μάρκο το Σουλιώτη
Πέστε του χαιρετίσματα από τον Κατσαντώνη!
Έχει ένα επικό μεγαλείο το τραγούδι αυτό και φανερώνει την ομοψυχία, το σεβασμό και τη λεβεντιά που είχαν πάνω τους οι θρυλικές αυτές μορφές.
Στα αλβανικά τραγούδια για το ’21 θα βρούμε σχεδόν όλες τις μεγάλες μάχες των Ελλήνων με τους Τούρκους. Την πολιορκία του Μεσολογγίου, τη μάχη του Δραγατσανίου στη Βλαχιά με τον Ιερό Λόχο του Υψηλάντη. Τη φονική μάχη της Αράχωβας. Την πολιορκία της Ακρόπολης, την επική αναμέτρηση στο Καρπενήσι, όπου ο Μάρκος Μπότσαρης αποφάσισε ν’ ανακόψει την καταιγίδα των Αλβανών μισθοφόρων με αρχηγό τον Καραμαχμούτ Πασά της Σκόδρας, που κατέβαινε να πνίξει στο αίμα, ως άλλος Ιμπραήμ, την Ελληνική Επανάσταση. Εκεί που ο αετός του Σουλίου βρήκε ηρωικό θάνατο.
Το κοινό αίσθημα που κυριαρχεί στα αλβανικά τραγούδια για το ’21, είναι ο θαυμασμός και η συμπάθεια για τους Έλληνες. Υπάρχουν όμως και τραγούδια που ο λαϊκός ποιητής, καταγράφει ως ψυχρός χρονογράφος τα γεγονότα της Επανάστασης. Ένα τέτοιο τραγούδι περιγράφει το θάνατο του Καραϊσκάκη:
Καραϊσκάκη με δέκα χιλιάδες
Σηκώθηκες και πήγες στην Αθήνα
Να ταρακουνήσεις την Τουρκιά
Έκανες του κεφαλιού σου
Την Τουρκιά δεν ταρακούνησες
Και έχασες το κεφάλι σου.
Είναι παράξενο το τραγούδι αυτό. Μέσα στην ψυχρότητά του, ο λαϊκός ποιητής που ίσως να ήταν ανάμεσα στους μισθοφόρους των Τούρκων, απευθύνεται στον ίδιο τον Καραϊσκάκη και αφήνει να φανεί κάτι από την αποκοτιά του, χαρακτηριστικό του ατρόμητου αυτού πολεμιστή και στρατηγού του ’21. Είναι γνωστό απ’ την ιστορία ότι συχνά προκαλούσε τους Τούρκους και δεν τους υπολόγιζε.
Υπάρχουν λεπτομέρειες και συμβάντα στα αλβανικά τραγούδια, που φανερώνουν πως ο λαϊκός ποιητής βρίσκονταν μέσα στα γεγονότα και στις μάχες. Φέρνουν στο φως άγνωστες πτυχές των ηρώων του ’21. Μια τέτοια λεπτομέρεια ήταν ο θαυμασμός και η μεγαλοψυχία της Μπουμπουλίνας για τον Αλβανό Μπέη, Μουσταφά Κιαφζέζη, αρχηγό των μισθοφόρων στη μάχη της Αράχωβας. Ιστορικές πηγές αναφέρουν ότι ήταν πανύψηλος, λεβεντοκαμωμένος και ατρόμητος πολεμιστής.
Στην Αράχωβα, στη βρύση
βάρεσαν μπέη γαϊτανοφρύδη.
Να χαρείς μωρ’ Μπουμπουλίνα
το Μουστάμπεη σκοτώσαν!
»Μη μου λέτε τέτοια λόγια
τον λυπάμαι σαν παιδί μου.
Ζωντανό αν μου τον φέρναν
θα τον είχα πάρει άντρα
να ’πιανα απ’ αυτή τη φάρα.
Μέσα στην πολυμορφία του αλβανικού τραγουδιού θα ήθελα να σταθώ σε δυο ξεχωριστές κατηγορίες που έχουν άμεση σχέση με την Επανάσταση του 1821 και τους μετέπειτα αγώνες των Ελλήνων για εθνική ολοκλήρωση. Είναι τα τραγούδια των νιζάμηδων και εκείνα των μισθοφόρων.
Τα τραγούδια των νιζάμηδων αποτελούν το πιο σπαρακτικό κεφάλαιο του αλβανικού τραγουδιού τα χρόνια της τουρκοκρατίας. Νιζάμηδες αποκαλούσαν τους νεοσύλλεκτους που το τουρκικό κράτος στρατολογούσε από τους μουσουλμάνους υπηκόους της αυτοκρατορίας.
Ήταν οι νέοι που φορούσαν την «καταραμένη στολή», όπως την αποκαλεί το δημοτικό τραγούδι. Μια στολή που είχε «κολλήσει» πάνω τους, διότι τη φορούσαν για πέντε έως εφτά χρόνια. Οι στρατιώτες αυτοί έσπειραν κυριολεκτικά τα κόκαλά τους σε όλη την επικράτεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Παντού όπου η Τουρκία πολεμούσε. Εκεί όπου οι καταπιεσμένοι λαοί εξεγείρονταν και άδραχναν τα όπλα για λευτεριά. Μέσα απ’ τα τραγούδια αυτά αναδύεται ο θυμός των νεοσύλλεκτων για την αναγκαστική στρατολόγηση και η αγανάκτησή τους για τον ίδιο τον σουλτάνο. Μια θλίψη, ένα αίσθημα νοσταλγίας για την πατρίδα, το σπίτι, τα παιδιά, τη γυναίκα και τη μάνα κυριαρχεί στα τραγούδια αυτά. Τα χρωματίζει με ένα πένθος που βαραίνει τις ψυχές. Στο χάρτη των τραγουδιών αυτών συναντούμε και ελληνικά ονόματα. Ξεχωρίζει ο Μοριάς, ο τόπος που άρχισε η Ελληνική Επανάσταση.
Ω, Μοριά, μαύρε Μοριά
Μας ρημάζεις τα χωριά…
Μαυροντύθηκαν μανάδες
Τσακιστήκαν πατεράδες
Αδερφάδες κι αδερφάκια
Μείναν μόνα στα κονάκια
Κι οι γυναίκες μείναν χήρες
Που τους άντρες τους, τούς πήρες.
Αν ρωτάτε πώς περνούμε,
Μ’ άλογο παστό δειπνούμε
Κι έχουμε οι δόλιοι στρώμα
Τις κοτρόνες και το χώμα.
Το φεγγάρι το κοιτάμε
Και τη μάνα μας πονάμε
Βλέπουμε στο ρέμα πέρα
Και πονάμε τον πατέρα.
Τα τραγούδια των μισθοφόρων, αφηγούνται τ’ ανδραγαθήματα και τους πολέμους των Αλβανών πασάδων, μπέηδων και σπαχήδων, ταυτισμένων με τους Οθωμανούς κατακτητές, που κατέβαιναν στην Ελλάδα να καταστείλουν τις εξεγέρσεις των Ελλήνων και τους αγώνες τους για ελευθερία.
Ο ιστορικός Τόμας Γκόρντον γράφει στην Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως: «Εξισλαμίζοντας τους Αλβανούς, οι Τούρκοι δημιούργησαν στα βόρεια σύνορα της Ελλάδας ένα ορμητήριο, απ’ όπου ξεχύνονταν οι Αλβανοί πασάδες επικεφαλής των μισθοφόρων για να καταπνίξουν κάθε εξέγερση των Ελλήνων εναντίον των Τούρκων».
Από τα Ορλωφικά στην εξέγερση του Μοριά το 1821, στην πολιορκία του Μεσολογγίου, στην επανάσταση του 1878 στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία, έως τους Βαλκανικούς πολέμους και τη μάχη του Μπιζανίου, δίπλα στον τουρκικό στρατό πολέμησαν άτακτα σώματα Αλβανών μισθοφόρων, με δικά τους μπαϊράκια. Το φανατισμό και την αγριότητά τους τον κατέγραψε η ελληνική ιστορία της Επανάστασης του ’21 και τον μνημονεύουν τα ελληνικά τραγούδια. Τα ίδια τα τραγούδια των Αλβανών είναι μάρτυρες της σκληρότητας και της βίας τους απέναντι στους εξεγερμένους Έλληνες.
Ένας Ρωμιός παλιοραγιάς
Μας καυχιέται στο Μοριά
Αν φτάσουμε ώς εκεί
Θα τους κάψουμε σαν καλαμιά!
Θα ήθελα να σταθώ σ’ ένα απ’ τα τραγούδια αυτά. Ίσως το πιο δραματικό. Εκείνο που μιλάει για τη μάχη της Αράχωβας. Το 1826, στους πρόποδες του χιονισμένου Παρνασσού, στην καρδιά του χειμώνα, αναμετρήθηκαν οι Αλβανοί μισθοφόροι, με αρχηγό τον ατρόμητο πολεμιστή Μουστάμπεη, με τους Έλληνες αγωνιστές, αρχηγός των οποίων ήταν ο Γεώργιος Καραϊσκάκης.
Μέσα στο φοβερό κρύο, τον παγωμένο αγέρα και το χιόνι που έπεφτε αδιάκοπα, διεξήχθη μια απ’ τις φονικότερες μάχες της Ελληνικής Επανάστασης, όπου έλαμψε το άστρο του Καραϊσκάκη και η στρατιωτική του ιδιοφυΐα. Οι μισθοφόροι που είχαν έρθει απ’ όλη την αλβανική επικράτεια, και ήταν όπως λέει το τραγούδι «το άνθος της Αρβανιτιάς», πήγαιναν να «χαλάσουν» τους επαναστατημένους Έλληνες. Η διάθεσή τους ήταν άγρια και δύσκολα μπορούσε ν’ ανακόψει κανείς την ορμή τους. Αυτή την αβάσταχτη ορδή που απειλούσε την Ελληνική Επανάσταση ανέλαβε να αναχαιτίσει και να σκορπίσει ο πιο ριψοκίνδυνος, μετά τον Μάρκο Μπότσαρη, καπετάνιος του ’21: ο Γεώργιος Καραϊσκάκης! Τους περικύκλωσε, απέκλεισε κάθε οδό βοήθειας και εφοδιασμού και τους κάλεσε να παραδοθούν, διότι ήταν χαμένοι από χέρι. Ως γενναιόδωρος πολεμιστής και άνθρωπος που είχε μεγαλώσει με τους Αλβανούς και γνώριζε την ανδρεία, το πείσμα και την πολεμική τους αποκοτιά, πρώτα έστειλε αντιπροσωπεία να συνομιλήσουν, για να αποφευχθεί η αιματοχυσία. Παρ’ όλο που είχε αίσθηση της δεινής θέσης στην οποία βρισκόταν, ο τρομερός Μουστάμπεης αρνήθηκε και η σύγκρουση συνεχίστηκε άγρια. Εφτά μερόνυχτα οι αποκλεισμένοι μισθοφόροι, που μάταια περίμεναν βοήθεια απ’ τον Δράμαλη, έτρωγαν χιόνι, πολεμούσαν λυσσαλέα και δεν παραδίνονταν. Μετά από τόσες μέρες απελπισμένης σύγκρουσης με τα γιαταγάνια και τα σπαθιά στα χέρια, αποφάσισαν να διασπάσουν τον ελληνικό κλοιό και να διαφύγουν. Και τότε ακολούθησε το μακελειό. Γέμισε η Αράχωβα κορμιά και σκοτωμένα άλογα.
Γράφει ο Αλέξανδρος Μαμόπουλος στο σπουδαίο βιβλίο του Ήπειρος για τη μάχη της Αράχωβας: «Όταν έλιωσαν τα χιόνια, ο χειμωνιάτικος ήλιος εφώτισε λάφυρα, πολεμικές σημαίες, οστά και σάρκες από άλογα και ανθρώπους, που για ολόκληρες μέρες γυροφέρνανε τα μεγάλα όρνια του Παρνασσού». Ήταν το μακάβριο θέαμα του άδικου αυτού πολέμου. Ανάμεσα στους νεκρούς, ο Μουστάμπεης και ο αδερφός του, άντρες σπάνιας ομορφιάς και αρρενωπότητας, από το ξακουστό τζάκι των Κιαφζέζηδων στην Κολώνια της Νότιας Αλβανίας. Στην Αράχωβα ο Καραϊσκάκης έστησε τρόπαιο με τα κεφάλια των μισθοφόρων, ενώ τα πιο ξακουστά τα έστειλε στην ελληνική κυβέρνηση, με πρώτο εκείνο του Μουστάμπεη. Εικόνες σκληρές κι απάνθρωπες ενός επιβεβλημένου πολέμου.
Αυτή τη φοβερή σπατάλη αίματος και αλόγιστης παλικαριάς ανέλαβε να καταγράψει το αλβανικό τραγούδι. Και τα κατάφερε. Περισσότερο από τραγούδι μοιάζει με πολεμικό ανακοινωθέν. Μέσα στους πενήντα λιτούς στίχους του περνάει όλη η τραγωδία των μισθοφόρων και αναβιώνει μια ένδοξη σελίδα της επανάστασης. Παίρνουμε κάποιους απ’ τους στίχους του συγκλονιστικού αυτού τραγουδιού:
Αθήνα, καημένη Αθήνα
Βγες να ιδείς τι στρατός φτάνει!
Μουστάμπεης και Δράμαλης
Την Αρβανιτιά όλη φέρνουν.
Απ’ την Αθήνα στην Αλαμάνα
Είναι πολλοί καπετάνιοι
Τον Μουστάμπεη τον φοβούνται.
Είναι σα να ακούμε τον τελάλη που ανακοινώνει την είδηση της άφιξης των μισθοφόρων. Μια είδηση που παγώνει το αίμα και βυθίζει σε απόγνωση τους ανθρώπους. Στη συνέχεια ακολουθεί το σκηνικό του πολέμου, η άγρια και απελπισμένη αντίσταση των μισθοφόρων. Η επίγνωση του μαύρου αδιέξοδου και του χαμού όπου τους έμπασε ο αδιάλλακτος, ο σκληροτράχηλος Μουστάμπεης.
Στην Αράχωβα, στη Βρύση
μπαϊράκια μαζευτήκαν.
Όλο βρέχει και χιονίζει
Ο Μουστάμπεης συντάσσει το στράτευμα.
Τι γίνεται ρε Μουστάμπεη;
Εννιά μέρες πολιορκημένοι
Δίχως ψωμί και πολεμοφόδια
Μας σκότωσαν, μας διέλυσαν.
Το φινάλε του τραγουδιού αντηχεί ως μοιρολόι και έκκληση μάνας που δεν μπορεί να κατανοήσει αυτόν τον παράλογο χαμό των παιδιών της.
Ω Κάστρο της Λιβαδειάς!
Πού είναι το παλικάρι της Αρβανιτιάς;
Πού να ξέρω εγώ η δόλια
Στην Αράχωβα το πήρε η μπόρα.
Αν και μισθοφόρος, ο λαϊκός ποιητής, που βρέθηκε μέσα σ’ αυτό το μακελειό είχε το θάρρος να κατακρίνει τον αρχηγό του. Αναγνωρίζει την ήττα και την υπεροχή των μαχόμενων Ελλήνων κι αφήνει για τις μελλούμενες γενιές ένα τρανό δίδαγμα: δεν μπορεί να σπαταλάς το αίμα σου σε άδικους πολέμους.
Κλείνοντας θα ’θελα να δώσω τη δική μου ερμηνεία για την ιδιαιτερότητα αυτή της αλβανικής λαογραφίας. Την πληθώρα των τραγουδιών για την Ελλάδα και τους Έλληνες.
Καταρχάς πρέπει να επισημάνουμε ότι οι Αλβανοί είναι πολεμικός λαός που αγαπάει τα άρματα και υποκλίνεται μπροστά στην παλικαριά.
Η Ελλάδα ήταν ανέκαθεν μια δεύτερη πατρίδα για τους Αλβανούς. Η κάθοδος προς το Νότο δεν σταμάτησε ποτέ ανά τους αιώνες. Δεν ήταν μόνο η φτώχεια και η ανέχεια που έστρεψε το κύμα των μεταναστών προς την ελληνική γη. Αλλά και η οικειότητα, τα κοινά αισθήματα με τους Έλληνες για την οικογένεια και την τιμή. Το αρβανίτικο στοιχείο στην ελληνική επικράτεια και η συμμετοχή του στην Ελληνική Επανάσταση και τους αγώνες για λευτεριά ήταν σημαντικός παράγοντας που έθρεψε τα τραγούδια αυτά. Η παρουσία των Αλβανών μισθοφόρων στις συγκρούσεις και τις αναμετρήσεις των Ελλήνων με τους Τούρκους, οι εμπειρίες τους, οι μνήμες και οι ιστορίες που μετέφεραν στα χωριά και στα σπίτια τους, τροφοδοτούσαν συνέχεια το δημοτικό τραγούδι και ενέπνεαν τους ραψωδούς. Προπαντός, στη Νότιο Αλβανία, κάθε γεγονός γίνεται τραγούδι.
Από τα τραγούδια των Αλβανών για την Ελληνική επανάσταση, επιλέξαμε τρία: Το τραγούδι του Υψηλάντη, τη Σφαγή της Χίου και ένα απ’ τα τραγούδια για το σταυραετό του Σουλίου, τον Μάρκο Μπότσαρη. Δε χρειάζεται κανένα σχόλιο. Μιλάνε από μόνα τους. Εκείνο που προκαλεί εντύπωση είναι το τραγούδι, για τη μάχη του Δραγατσανίου. Η μούσα των Αλβανών, είναι παρούσα από την πρώτη μέρα της εξέγερσης των Ελλήνων εναντίον των Τούρκων…
ΤΟΥ ΥΨΗΛΑΝΤΗ
Στα οχτακόσια είκοσι
πέφτει η πρώτη ντουφεκιά.
Είναι ο Υψηλάντ’ Πολίτης
δίπλα του ο Θανάσ’ Πίπης[1].
Πάνω στην Τουρκιά ορμήσαν
και στο Δούναβη τους πνίξαν.
Στην πλαγιά, στο Δραγατσάνι
χάθηκε ο λόχος του Υψηλάντη.
Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΧΙΟΥ
Στην Τουρκιά φιρμάνια βγαίνουν
Φιρμανλήδες κατεβαίνουν
Στην Αρβανιτιά κι αρχίζουν
Στράτευμα να συναθροίζουν.
Τα παιδιά παίρνουν τα πρώτα
Έναν άντρα κάθε πόρτα.
Μαύρο ασκέρι μυρμηγκιάζει
Κι ο Σουλτάνος διατάζει:
– Κιουταχή πασά ετοιμάσου
Να ζωστείς τα άρματά σου!
Και Καρά Αλή Καπλάνη
Βγάλ’ το στόλο απ’ το λιμάνι
Τα νησιά αράδα πάρτε
Και φωτιά παντού σκορπάτε
Να καούν σαν τα ποντίκια
Στη στεριά και στα καΐκια!
Κι ο Καρά Αλή ορμάει
Και τη Χίο την πατάει.
– Έλεος, Καρ’ Αλή Καπλάνη
Το νησί τι σου ’χει κάνει;
Ούτε που ’ξεραν οι Χιώτες
Πως μαζεύονται στρατιώτες
Στην Αρβανιτιά και πάνε
Τους αθώους να πολεμάνε…
Ούτε που ξεσηκωθήκαν
Ούτε που εξεγερθήκαν…
Άνθρωπος Καπλάν αν είσαι
Καλοσύνη λίγη δείξε
Κι αν κρατάς και από σόι
Μην τους κάψεις, είν’ αθώοι…
Κιουταχή, του Σατάν φίλε,
Του Οσμανλή του σκύλου, σκύλε
Ω, καταραμένος να ’σαι!
Το Θεό δεν τον φοβάσαι;
Σε γυναίκες και παιδάκια
Και μωρά και γεροντάκια
Εδώ βρήκες να ξεσπάσεις
Και αθώους να χαλάσεις;
Το νησί κάψαν, ρημάξαν
Τους ανθρώπους όλους σφάξαν
Μαύρη γη πίσω αφήσαν
Και να φύγουνε κινήσαν.
Μα στου γυρισμού το δρόμο
Βρήκαν του Θεού το νόμο
Απ’ τον καπετάν Κανάρη
Που ήρθε εκδίκηση να πάρει:
Μες στης νύχτας την αγκάλη
Λάμνοντας αγάλι-αγάλι
Με μια βάρκα, μια σανίδα
Πάει, κολλά στη ναυαρχίδα
Με μπουρλότο την τινάζει
Και ο τόπος λαμπαδιάζει!
Πιάστηκαν στον ύπνο ούλοι
Λαχταράει το καραούλι
«Γιαγκίν βαρ, αμάν!» φωνάζει
Πάει το φίδι μάς βουλιάζει!
Κι ο Πασάς ξετρελαμένος
Απ’ τις φλόγες κυκλωμένος
Βάρκα να σωθεί ζητάει!
Σαν τρελός μέσα πηδάει
Και χτυπάει στο κεφάλι.
Με προσπάθεια μεγάλη
Μουαμέτης τον αρπάζει.
Ο Σουλτάνος μαύρα βάζει
Κα φιρμάνι νέο βγάζει.
ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΜΠΟΤΣΑΡΗ
Μελαψό παλικαράκι
Με το μαύρο το μουστάκι
Με το χέρι στο χαρμπί[2] του
Στάθηκε να δει τη γη του.
Στάθηκε συλλογισμένο
Σιωπηλό και πικραμένο
Μάρκο Μπότσαρη τον λένε
Κι έχει έννοιες που τον καίνε.
Άδραξε το καριοφίλι
Κι είπε με σφιγμένα χείλη:
– Όρκο παίρνω, όρκο κάνω
Ή να ζήσω ή να πεθάνω!
Να ζω έτσι δεν αντέχω
Άλλη υπομονή δεν έχω…
Τα συντρόφια του κοιτάει
Τα συντρόφια του μετράει.
Είν’ τριακόσια όλα κι όλα
Κάθε άντρας μια πιστόλα.
Γύρω-γύρω τα μαζώνει
Τις καρδιές τους ξεσηκώνει:
– Ω, γενναία παλικάρια
Ω, συντρόφια μου, λιοντάρια!
Άσπρη μέρα δε θα δούμε
Δε μας πρέπει πια να ζούμε
Δούλοι, σκλάβοι και ραγιάδες
Προσκυνώντας Τουρκαλάδες.
Παλικάρια, σηκωθείτε
Πρέπει το αίμα να τους πιείτε
Θα τους φάμε τους πασάδες
Τους κατήδες, τους αγάδες!
Πάρτε το απάνω χέρι
Και περάστε τους μαχαίρι
Να χαθεί αυτή η φάρα
Που μας ρήμαξε τη χώρα!
Και ο Μάρκος φεύγει, πάει
Τον Πασά αναζητάει
Και δεν είδε τον αράπη
Που τον στόχευε στο μάτι.
Μάρκο Μπότσαρη σαΐνι
Τι κακό αυτό που εγίνη!
– Αρβανίτες μου, πιστοί μου
Παλικάρια, σύντροφοί μου
Στο σταυρό μ’ ήβρε το βόλι
Μαύρισε η πλάση όλη.
Χίμηξαν τα παλικάρια
Οι Σουλιώτες, τα λιοντάρια,
Και στα χέρια τους τον παίρνουν
Λαβωμένο αϊτό τον φέρνουν
Στου Μεσολογγιού την πόλη
Να τον γιάνουν απ’ το βόλι.
Μα του κάκου, είναι χαμένος
Ο αϊτός ο λαβωμένος…
Τον ξεκάνανε οι σκύλοι
Και τον κλαίνε τώρα οι φίλοι.
Μεσολόγγι, πιες φαρμάκι!
Πάει το πρώτο μπαϊράκι…
Πού ’ν’ ο Μάρκος ο Σουλιώτης
Ο γενναίος πατριώτης.
Το τρανό το παλικάρι
Που μαχόταν σαν λιοντάρι
Κι είχε τ’ όπλο στη μια μπάντα
Και σπαθί στο χέρι πάντα;
[1] Ο Θανάσης Πίπης, ήταν υπασπιστής του Υψηλάντη. Το παλικάρι αυτό, που έπεσε ηρωικά στη μάχη του Δραγατσανίου, είχε γεννηθεί στο χωριό Βουνό της Χειμάρρας. Υπάρχει τραγούδι που ιστορεί τ’ ανδραγαθήματά του, καθώς και άλλων πολεμιστών απ’ τα ίδια χωριά της Χειμάρρας που έδωσαν το αίμα τους στην Επανάσταση.
[2] Χαρμπί: κοντομάνικο μαχαίρι.