Η έναρξη και η πορεία του ρωσοουκρανικού πολέμου από το 2014 διαμορφώθηκε κυρίως από το γεγονός ότι η Ρωσία διαθέτει όπλα μαζικής καταστροφής ενώ η Ουκρανία όχι. Παραδόξως, αυτή η κατάσταση που επιτρέπει τον πόλεμο, νομιμοποιείται, κωδικοποιείται και διατηρείται από μία από τις πολιτικά σημαντικότερες και, με 191 υπογράφοντα κράτη, πιο ολοκληρωμένες πολυμερείς συμφωνίες του σύγχρονου διεθνούς δικαίου. Η Συνθήκη Μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων του 1968 επιτρέπει στη Ρωσία, ως επίσημο κράτος πυρηνικών όπλων, να κατασκευάζει και να αποκτά ατομικές κεφαλές. Ταυτόχρονα, η Συνθήκη Μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων απαγορεύει ρητά στην Ουκρανία, ως επίσημο κράτος χωρίς πυρηνικά όπλα, να κάνει το ίδιο. Οι μη πυρηνικοί σύμμαχοι της Ουκρανίας –από τον Καναδά στη Δύση έως την Ιαπωνία στην Ανατολή– δεσμεύονται ομοίως, από τη Συνθήκη, καθώς και από τις συμβάσεις για τα χημικά και βιολογικά όπλα, από την ιδιότητά τους ως αμιγώς συμβατικές στρατιωτικές δυνάμεις.
Στο δεύτερο άρθρο της, η Συνθήκη Μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων αξιώνει για όλα τα 191 κράτη που την έχουν υπογράψει, εκτός από πέντε, μεταξύ των οποίων και η Ουκρανία, ότι «κάθε μη πυρηνικό κράτος-μέλος της Συνθήκης αναλαμβάνει την υποχρέωση να μη λαμβάνει από οποιονδήποτε μεταβιβάζοντα τη μεταφορά πυρηνικών όπλων ή άλλων πυρηνικών εκρηκτικών μηχανισμών ή τον έλεγχο τέτοιων όπλων ή εκρηκτικών μηχανισμών άμεσα ή έμμεσα, να μην κατασκευάζει ή να αποκτά με άλλον τρόπο πυρηνικά όπλα ή άλλους πυρηνικούς εκρηκτικούς μηχανισμούς και να μην επιδιώκει ή λαμβάνει οποιαδήποτε βοήθεια για την κατασκευή πυρηνικών όπλων ή άλλων πυρηνικών εκρηκτικών μηχανισμών»[1]. Η Συνθήκη εμπόδιζε έτσι, τόσο την αποτροπή της Ουκρανίας, όσο και την άμυνα της Ουκρανίας έναντι του επίσημου κράτους-κατόχου πυρηνικών όπλων, της Ρωσίας.
Το Μνημόνιο της Βουδαπέστης του 1994 ως παράρτημα της Συνθήκης Μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων
Ακόμη πιο περίεργο είναι ότι το αναδυόμενο μετασοβιετικό ουκρανικό κράτος διέθετε, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, το τρίτο μεγαλύτερο οπλοστάσιο πυρηνικών κεφαλών στον κόσμο – κληρονομιά από τη Σοβιετική Ένωση που είχε διαλυθεί τον Αύγουστο-Δεκέμβριο του 1991. Αμέσως μετά την απόκτηση της ανεξαρτησίας της Ουκρανίας, ο αριθμός των ατομικών της όπλων ήταν, για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, μεγαλύτερος από το άθροισμα των όπλων μαζικής καταστροφής της Κίνας, της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου μαζί. Οι περισσότεροι Ουκρανοί και πολλοί ξένοι παρατηρητές παραδέχονται τώρα ότι ήταν αφελές εκ μέρους του Κιέβου να απαλλαγεί, στα μέσα της δεκαετίας του 1990, όχι μόνο από το μεγαλύτερο μέρος, αλλά και από το σύνολο του πυρηνικού υλικού, της τεχνολογίας καθώς και των συστημάτων εκτόξευσης.[2] Τουλάχιστον, ήταν απερίσκεπτο να μην απαιτήσει ως αντάλλαγμα έναν αξιόπιστο μηχανισμό προστασίας, όπως η ένταξη στο ΝΑΤΟ ή ένα σύμφωνο αμοιβαίας βοήθειας με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ακόμη χειρότερα, πολλές ουκρανικές πυρηνικές κεφαλές, πύραυλοι, βομβαρδιστικά κ.λπ. δεν καταστράφηκαν στην Ουκρανία, αλλά μεταφέρθηκαν –από όλες τις χώρες– στη Ρωσία.
Αντί για μια συμμαχία που θα μπορούσε να το προστατεύσει, το Κίεβο έλαβε, σε αντάλλαγμα για τον εθελοντικό πυρηνικό αφοπλισμό του, μια γραπτή εγγύηση ασφαλείας από τη Μόσχα που υποσχόταν, στο διαβόητο πλέον Μνημόνιο της Βουδαπέστης, να σεβαστεί την κυριαρχία και την ακεραιότητα της Ουκρανίας. Στην τελευταία σύνοδο κορυφής της Διάσκεψης για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη, πριν μετατραπεί σε ΟΑΣΕ, στην πρωτεύουσα της Ουγγαρίας, τον Δεκέμβριο του 1994, η Ρωσική Ομοσπονδία, οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο υπέγραψαν με την Ουκρανία το μοιραίο «Μνημόνιο για τις εγγυήσεις ασφαλείας σε σχέση με την προσχώρηση της Ουκρανίας στη Συνθήκη για τη Μη Διάδοση των Πυρηνικών Όπλων».[3] Το σύντομο έγγραφο αντιγράφει δύο παρόμοια μνημόνια που είχαν σχεδιαστεί ειδικά για τους μετασοβιετικούς κατόχους τμημάτων του ατομικού οπλοστασίου της πρώην ΕΣΣΔ – την Ουκρανία, τη Λευκορωσία και το Καζακστάν. Όντας οι λεγόμενες «κυβερνήσεις θεματοφύλακες» της Συνθήκης για τη μη διάδοση των πυρηνικών όπλων, η Μόσχα, η Ουάσιγκτον και το Λονδίνο έγιναν το 1994 και εξακολουθούν να είναι σήμερα οι εγγυητές των συνόρων αυτών των τριών πρώην ρωσικών αποικιών και σοβιετικών δημοκρατιών.
Στα τρία Μνημόνια της Βουδαπέστης, οι χώρες-θεματοφύλακες της Συνθήκης Μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων διαβεβαίωσαν το Κίεβο, το Μινσκ και το Αλμάτι/Αστάνα ότι δεν θα ασκήσουν πίεση ούτε θα επιτεθούν στις τρεις μετασοβιετικές χώρες. Η υπόσχεση αυτή δόθηκε από τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Ρωσική Ομοσπονδία ως αντάλλαγμα για τη συμφωνία της Ουκρανίας, της Λευκορωσίας και του Καζακστάν να απαλλαγούν από όλες τις στρατιωτικές πυρηνικές τους δυνατότητες και να ενταχθούν στο καθεστώς μη διάδοσης των πυρηνικών όπλων ως κανονικά μη πυρηνικά κράτη. Η Κίνα και η Γαλλία, ως τα άλλα δύο επίσημα κράτη που διαθέτουν πυρηνικά όπλα στο πλαίσιο της Συνθήκης, εξέδωσαν χωριστές κυβερνητικές δηλώσεις, με τις οποίες διαβεβαίωναν επίσης την Ουκρανία, τη Λευκορωσία και το Καζακστάν για το σεβασμό των συνόρων τους. Πρόσφατα, η ιστορία αυτή περιγράφηκε με αριστοτεχνικό τρόπο από τη διακεκριμένη ιστορικό της πυρηνικής τεχνολογίας του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, Mariana Budjeryn, στο βραβευμένο βιβλίο της Inheriting the Bomb: The Collapse of the USSR and the Nuclear Disarmament of Ukraine (Johns Hopkins University Press 2022).
Διαβεβαιώσεις ή εγγυήσεις ασφαλείας;
Για να είμαστε ακριβείς, οι αγγλόφωνοι τίτλοι των τριών μνημονίων της Βουδαπέστης μιλούν μόνο για «εγγυήσεις ασφαλείας» των κυβερνήσεων-θεματοφυλάκων της Συνθήκης Μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων για την Ουκρανία, τη Λευκορωσία και το Καζακστάν. Αυτή η γλωσσική λεπτομέρεια θεωρείται μερικές φορές πως σημαίνει ότι οι υποσχέσεις που δόθηκαν από την Ουάσιγκτον, τη Μόσχα και το Λονδίνο στο Κίεβο, το Μινσκ και την Άλμα Άτα/Αστάνα το 1994 ήταν μόνο εν μέρει υποχρεωτικές. Έτσι, λέει η ιστορία, η πρόδηλη παραβίαση της εικοσαετούς συμφωνίας της Ρωσίας με την Ουκρανία, όταν η Ρωσική Ομοσπονδία προσάρτησε την Κριμαία το 2014, και πολλές παρόμοιες ενέργειες της Μόσχας, είναι υποτίθεται μόνο μικρές παραβιάσεις κάποιων παρωχημένων πλέον διαβεβαιώσεων και της λογικής του καθεστώτος μη διάδοσης.
Ωστόσο, οι επίσημες μεταφράσεις των Μνημονίων που είναι πιο σημαντικές σήμερα –δηλαδή η ρωσική και η ουκρανική έκδοση του εγγράφου– διαφέρουν αισθητά από το αγγλικό πρωτότυπο. Οι ρωσικές και ουκρανικές επικεφαλίδες του Μνημονίου της Βουδαπέστης μιλούν για «εγγυήσεις ασφάλειας», δηλαδή στα ρωσικά για «o garantiiakh bezopasnosti» και στα ουκρανικά για «pro harantii bezpeky». Οι ρωσικές και ουκρανικές μεταφράσεις της φράσης «για τις εγγυήσεις ασφάλειας» στην αγγλική έκδοση του Μνημονίου της Βουδαπέστης, δηλαδή «o zavereniiakh bezopasnosti» ή «pro zavirennia bezpeky», δεν εμφανίζονται στους τίτλους της ρωσικής και της ουκρανικής έκδοσης του Μνημονίου.
Η Ουάσιγκτον και το Λονδίνο «διαβεβαίωσαν» έτσι, πράγματι, μόνο στην αγγλική έκδοση του Μνημονίου της Βουδαπέστης για την Ουκρανία, ότι δεν θα ασκήσουν πίεση ή επίθεση στη μετασοβιετική χώρα. Αντίθετα, η Μόσχα «εγγυήθηκε» στο Κίεβο, στη ρωσική και στην ουκρανική έκδοση του εγγράφου, την εδαφική ακεραιότητα και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας. Η ρωσική λέξη για τις εγγυήσεις, στην αιτιατική πτώση, διαβάζεται «garantiiakh», ενώ η ουκρανική λέξη για τις εγγυήσεις, στην αιτιατική πτώση, διαβάζεται «harantii». Αν γραφούν με κυριλλικά γράμματα, οι δύο αυτές λέξεις μοιάζουν αρκετά για να βεβαιώσουν ότι η Μόσχα κατανοούσε πλήρως, τον Δεκέμβριο του 1994, ότι έδινε στο Κίεβο εγγυήσεις και όχι απλές διαβεβαιώσεις ασφάλειας.
Ρωσική υπονόμευση της Συνθήκης Μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων πριν από τον πόλεμο
Η Ρωσία άρχισε να παραβιάζει το Μνημόνιο της Βουδαπέστης και τη λογική της Συνθήκης Μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων ήδη πριν από την έναρξη του πολέμου της κατά της Ουκρανίας και την κατάληψη της Κριμαίας τον Φεβρουάριο του 2014. Για παράδειγμα, η Ρωσία προσπάθησε να παραβιάσει την κρατική επικράτεια και τα σύνορα της Ουκρανίας, το 2003, με ένα μονομερές και τελικά αποτυχημένο έργο υποδομής που προσέγγισε το ουκρανικό νησί Τούζλα[4] στα στενά του Κερτς στη Μαύρη Θάλασσα. Δέκα χρόνια αργότερα, η Μόσχα προσπάθησε να αποτρέψει την επικείμενη σύναψη από το Κίεβο μιας ήδη μονογραφημένης συμφωνίας σύνδεσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Όλο το 2013, άσκησε έντονη οικονομική και πολιτική πίεση στο Κίεβο – ένα είδος συμπεριφοράς που απαγορεύεται ρητά από το τρίτο άρθρο του Μνημονίου της Βουδαπέστης[5].
Ίσως αξίζει επίσης να υπενθυμίσουμε ότι η Ρωσία άρχισε ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, πολύ πριν αρχίσει να ανεβαίνει το άστρο του Πούτιν στη ρωσική πολιτική, να παραβιάζει εμφανώς τη λογική του καθεστώτος μη διάδοσης στον μετασοβιετικό χώρο. Η Μόσχα το έκανε αυτό σε σχέση με ένα άλλο ευρωπαϊκό κράτος-διάδοχο της ΕΣΣΔ, τη Δημοκρατία της Μολδαβίας, η οποία δεν έλαβε Μνημόνιο της Βουδαπέστης, αλλά, όπως και η Ουκρανία, προσχώρησε στη Συνθήκη Μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων ως κράτος χωρίς πυρηνικά όπλα το 1994. Εκείνη τη χρονιά, το Κισινάου υπέγραψε επίσης συμφωνία με τη Μόσχα για την αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων από τη Μόσχα και τη διάλυση της μη αναγνωρισμένης, υποστηριζόμενης από τη Μόσχα, «Δημοκρατίας της Υπερδνειστερίας-Μολδαβίας»[6] στην ανατολική Μολδαβία. Τριάντα χρόνια αργότερα, καμία από αυτές τις υποχρεώσεις της Ρωσίας, κράτους με πυρηνικά όπλα, έναντι του μη πυρηνικού κράτους της Μολδαβίας δεν έχει εκπληρωθεί.
Μια παρόμοια ιστορία συνεχίζεται, από τα τέλη της δεκαετίας του 2000, στη Γεωργία, η οποία είχε επίσης προσχωρήσει, το 1994, στη Συνθήκη ως κράτος χωρίς πυρηνικά όπλα. Στο τέλος του πενθήμερου ρωσογεωργιανού πολέμου τον Αύγουστο του 2008, η Ρωσία υπέγραψε με τη Γεωργία συμφωνία κατάπαυσης του πυρός, το λεγόμενο «Σχέδιο Σαρκοζί», που υποχρέωνε τη Μόσχα να αποσύρει τα στρατεύματά της από τη Γεωργία. Ωστόσο, η Ρωσία άφησε, κατά παράβαση της υπόσχεσής της του 2008, ένα μεγάλο μέρος των τακτικών δυνάμεών της στο γεωργιανό κρατικό έδαφος[7]. Επιπλέον, η Μόσχα αναγνώρισε δύο αυτονομιστικές περιοχές της Γεωργίας, την Αμπχαζία και τη «Νότια Οσετία», ως ανεξάρτητα κράτη – σε προφανή αντίθεση με τη λογική του καθεστώτος μη διάδοσης των πυρηνικών όπλων στο οποίο συμμετέχουν επίσημα τόσο η Ρωσία όσο και η Γεωργία.
Βεβαίως, η συνεχιζόμενη παραβίαση της εδαφικής ακεραιότητας της Μολδαβίας, της Γεωργίας και της Ουκρανίας καθορίζεται πρωτίστως από τη μεγαλύτερη συμβατική και όχι την υψηλή πυρηνική στρατιωτική ισχύ της Ρωσίας. Ωστόσο, η κατοχή ατομικών όπλων από τη Μόσχα, καθώς και η μη κατοχή όπλων μαζικής καταστροφής από το Κισινάου, την Τιφλίδα και το Κίεβο, αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την επεκτατική συμπεριφορά του Κρεμλίνου εδώ και 30 χρόνια. Χωρίς τη μεγάλη πυρηνική στρατιωτική της ικανότητα, η Ρωσία θα έπρεπε να είναι πολύ πιο προσεκτική με τη μόνιμη ανάπτυξη συμβατικών δυνάμεων σε χώρες όπου τα στρατεύματα αυτά δεν είναι επιθυμητά.
Επιπλέον, οι επιθετικές ενέργειες της Μόσχας σχετίζονταν –σε αντίθεση με τους ηχηρούς ισχυρισμούς του Κρεμλίνου– μόνο εν μέρει με τις διεθνείς ή/και εσωτερικές υποθέσεις της Μολδαβίας, της Γεωργίας και της Ουκρανίας. Τα ρωσικά στρατεύματα σταθμεύουν παράνομα στα εδάφη, από τη μία πλευρά, των επίσημων υποψήφιων προς ένταξη στο ΝΑΤΟ Γεωργία και Ουκρανία, καθώς και, από την άλλη πλευρά, της επίσημα ουδέτερης Δημοκρατίας της Μολδαβίας, η οποία, σύμφωνα με το ισχύον ακόμη και σήμερα Σύνταγμά της του 1994, δεν μπορεί ούτε να εισέλθει στο ΝΑΤΟ ούτε να επιτρέψει ξένα στρατεύματα στο έδαφός της. Οι ρωσικές κατοχές της Υπερδνειστερίας, της Αμπχαζίας και της «Νότιας Οσετίας» συνεχίστηκαν ανεξάρτητα από τη στάση των κυβερνήσεων της Μολδαβίας και της Γεωργίας στο παρελθόν ή σήμερα ως φιλορωσικές ή φιλοδυτικές. Το αν οι ηγεσίες στο Κισινάου και την Τιφλίδα ήταν κομμουνιστικές ή εθνικιστικές, φιλικές ή εχθρικές προς τη Μόσχα, είχε μικρή επίδραση στην παράνομη κατοχή από τη Ρωσία της επίσημης κρατικής επικράτειας της Μολδαβίας και της Γεωργίας. Αυτό συνέβη και συμβαίνει παρά το γεγονός ότι τα εδάφη αυτά καλύπτονται από τη Συνθήκη Μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων και πολλές άλλες συνθήκες σχετικές με την ασφάλεια, στις οποίες η Ρωσία, η Γεωργία και η Μολδαβία είναι συμβαλλόμενα μέρη.
Μια παρόμοια ιστορία ισχύει και για τη συμπεριφορά της Ρωσίας απέναντι στην Ουκρανία. Πολλοί παρατηρητές ξεχνούν σήμερα ότι η Μόσχα ενέτεινε τον μη ενεργό «υβριδικό» πόλεμο εναντίον του ουκρανικού κράτους ήδη πριν από το 2014 και ξεκίνησε τη στρατιωτική κατάληψη της Κριμαίας ήδη από τις 20 Φεβρουαρίου 2014. Κατά τη διάρκεια αυτών των χρονικών περιόδων, του ουκρανικού κράτους ηγείτο ο φωνακλάς φιλορώσος πολιτικός Βίκτορ Γιανουκόβιτς. Ο φίλα προσκείμενος στη Μόσχα πρόεδρος της Ουκρανίας βρισκόταν ακόμη σε πλήρη εξουσία όταν η Ρωσία ασκούσε, καθ’ όλη τη διάρκεια του 2013, βαριές οικονομικές αλλά και πολιτικές πιέσεις στην Ουκρανία για να μην υπογράψει συμφωνία σύνδεσης με την ΕΕ. Αυτό συνέβαινε παρά την υποχρέωση της Μόσχας καθώς και της Ουάσινγκτον και του Λονδίνου, στο Μνημόνιο της Βουδαπέστης, να απέχουν «από τον οικονομικό εξαναγκασμό με σκοπό να υποτάξουν στο δικό τους συμφέρον την άσκηση από την Ουκρανία των δικαιωμάτων που είναι συνυφασμένα με την κυριαρχία της και να εξασφαλίσουν έτσι πλεονεκτήματα κάθε είδους»[8]. Ο Γιανουκόβιτς ήταν επίσης ακόμη στην εξουσία όταν η Ρωσία άρχισε, τον Φεβρουάριο του 2014, να καταλαμβάνει παράνομα την ουκρανική χερσόνησο της Κριμαίας – ενέργεια που επίσης απαγορεύεται από το Μνημόνιο της Βουδαπέστης. Ο Γιανουκόβιτς εγκατέλειψε το προεδρικό του γραφείο, την πόλη του Κιέβου και τελικά την Ουκρανία για τη Ρωσία μόνο αφού τα ρωσικά τακτικά στρατεύματα, χωρίς διακριτικά, είχαν ήδη αρχίσει να καταλαμβάνουν με τη βία το έδαφος του νοτιοουκρανικού κράτους.
Πώς η Μόσχα έβαλε στο κεφάλι της τη Συνθήκη Μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων
Από τον Φεβρουάριο του 2014, η Ρωσία επιτέθηκε όλο και πιο αδίστακτα στην Ουκρανία με στρατιωτικά και μη στρατιωτικά μέσα, καθώς και με τακτικές και παραστρατιωτικές δυνάμεις. Η Μόσχα παραβιάζει επίσης όλο και πιο ξεδιάντροπα και επιδεικτικά τις εγγυήσεις ασφαλείας που έδωσε στο Κίεβο, στο Μνημόνιο της Βουδαπέστης του 1994.[9] Οι ενέργειες της Μόσχας αντιφάσκουν έτσι όλο και πιο πολύ αντιστρέφοντας ακόμη και τη λογική του καθεστώτος μη διάδοσης, όπως ισχύει από το 1970.
Η Συνθήκη Μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων αποτελεί σήμερα, μαζί με παρόμοιες συμβάσεις για τα βιολογικά και χημικά όπλα, κεντρικό τμήμα του παγκόσμιου συστήματος ασφάλειας που βασίζεται στον ΟΗΕ μετά το 1945. Πέρα από τους γραπτούς κανονισμούς της, η σιωπηρή λειτουργία της Συνθήκης είναι αυτή της διατήρησης των συνόρων των κρατών που δεν διαθέτουν πυρηνικά όπλα – ιδίως έναντι των πέντε επίσημα πυρηνικών κρατών. Στην εισαγωγή της, η Συνθήκη Μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων αναφέρεται στο ίδιο το νόημά της: «[σ]ημαίνει ότι, σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, [τα] κράτη [που έχουν υπογράψει ή προσχωρήσει στη Συνθήκη] οφείλουν να απέχουν στις διεθνείς σχέσεις τους από την απειλή ή τη χρήση βίας κατά της εδαφικής ακεραιότητας ή της πολιτικής ανεξαρτησίας οποιουδήποτε κράτους ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο που δεν συνάδει με τους σκοπούς των Ηνωμένων Εθνών [...]».[10] Περιγράφοντας την προσωρινή κατοχή ατομικών όπλων από πέντε χώρες που τυχαίνει να είναι και μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, η Συνθήκη Μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων έχει αποστολή να μειώσει τον κίνδυνο διακρατικού πολέμου, γενικά, και τη χρήση πυρηνικών όπλων ως εργαλείων επεκτατικών εξωτερικών πολιτικών υποθέσεων, ειδικότερα.
Ως νόμιμος διάδοχος της ΕΣΣΔ, ιδρυτής και κράτος-θεματοφύλακας της Συνθήκης, καθώς και ρητός εγγυητής του απαραβίαστου των συνόρων της Ουκρανίας στο Μνημόνιο της Βουδαπέστης, η Ρωσία έχει πλέον θέσει το σκοπό του καθεστώτος μη διάδοσης των πυρηνικών όπλων επί τάπητος: η άδεια της Συνθήκης Μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων για τη ρωσική κατοχή πυρηνικών όπλων βοήθησε τη Μόσχα να διεξαγάγει τον επεκτατικό και γενοκτονικό της πόλεμο κατά της Ουκρανίας. Η απαγόρευση της Συνθήκης για την κατοχή πυρηνικών όπλων από την Ουκρανία έχει εμποδίσει την αποτελεσματική αποτροπή και άμυνα του Κιέβου απέναντι στη ρωσική επίθεση από το 2014.
Η Συνθήκη επέτρεψε στη Μόσχα να απειλεί όχι μόνο την Ουκρανία, αλλά και τους συμμάχους της –ιδιαίτερα, τους μη πυρηνικούς– με ατομικό αφανισμό και πυρηνικό χειμώνα, εάν συνεχίσουν να βοηθούν την ουκρανική αντίσταση ενάντια στην απροκάλυπτη εδαφική διεύρυνση της Ρωσίας και τη συνεχή τρομοκρατία κατά των αμάχων. Η έγκριση της Συνθήκης για την κατοχή πυρηνικών όπλων από τη Ρωσία είχε στο παρελθόν και θα έχει στο ορατό μέλλον την αναστολή της στρατιωτικής υποστήριξης της Ουκρανίας από χώρες που τηρούν το διεθνές δίκαιο. Η αναστολή αυτή αφορά τόσο την παροχή στην Ουκρανία και την άδεια χρήσης ορισμένων ιδιαίτερα αποτελεσματικών συμβατικών στρατιωτικών τεχνολογιών, όπως οι πύραυλοι Κρουζ της Γερμανίας Taurus, όσο και την ανάπτυξη συμμαχικών στρατευμάτων στο ουκρανικό έδαφος, είτε αυτά αποστέλλονται από το ΝΑΤΟ, την ΕΕ ή έναν ad hoc συνασπισμό φιλικών προς την Ουκρανία κρατών-μελών.
Αν το Κίεβο είχε, το 2014, στην κατοχή του πυρηνικά όπλα, η Ρωσία πιθανότατα δεν θα είχε επιτεθεί στην Ουκρανία και ως εκ τούτου δεν θα διακινδύνευε να διαγράψει, από μια ουκρανική πυρηνική απάντηση, ολόκληρες ρωσικές πόλεις – όπως συνέβη στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι τον Αύγουστο του 1945. Εάν η Μόσχα, από την άλλη πλευρά, δεν κατείχε πυρηνικά όπλα το 2014, οι δυτικοί σύμμαχοι της Ουκρανίας θα είχαν πιθανότατα έρθει γρήγορα σε βοήθεια του Κιέβου. Ένας συνασπισμός των προθύμων θα είχε πιθανότατα απελευθερώσει, το 2014/15, την παράνομα προσαρτημένη χερσόνησο της Κριμαίας και τα κατεχόμενα τμήματα του Ντονμπάς με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ένας συνασπισμός υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, το 1991, απελευθέρωσε το Κουβέιτ που είχε καταληφθεί και προσαρτηθεί από το Ιράκ ένα χρόνο πριν. Οι κανόνες που θέσπισε η Συνθήκη Μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων διευκόλυναν έτσι τόσο την έναρξη της εδαφικής επέκτασης και του γενοκτονικού πολέμου της Ρωσίας το 2014, όσο και την επακόλουθη απροθυμία της διεθνούς κοινότητας να ανατρέψει αποφασιστικά την αρχική κατάληψη εδαφών από τη Μόσχα, να αποτρέψει την περαιτέρω επέκταση της Ρωσίας και να προλάβει τη συνεχιζόμενη γενοκτονία στην Ουκρανία.
Συμπεράσματα και συστάσεις πολιτικής
Το καθεστώς μη διάδοσης των πυρηνικών όπλων τέθηκε σε ισχύ το 1970. Έκτοτε αντλεί τη νομιμοποίησή του από το γεγονός ότι αποτελεί μια περιεκτική συμφωνία που συμβάλλει στον περιορισμό της εμφάνισης και της κλιμάκωσης των πολέμων, καθώς και στην αποτροπή της χρήσης πυρηνικών όπλων για επεκτατικούς σκοπούς. Ωστόσο, σήμερα παράγει μάλλον διαφορετικά αποτελέσματα, σε σχέση με τον εξολοθρευτικό πόλεμο της Ρωσίας κατά του κράτους που έχει υπογράψει τη Συνθήκη Μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων, της Ουκρανίας, και την κατάληψη εδαφών από το κράτος που έχει υπογράψει τη Συνθήκη. Από το 2023, αυτές οι διαβρωτικές επιδράσεις επιδεινώνονται περαιτέρω από την ολοένα και πιο άμεση εμπλοκή της Βόρειας Κορέας, ως κράτους με πυρηνικά όπλα εκτός της Συνθήκης Μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων και μη υπογράφοντος τη Σύμβαση για τα Χημικά Όπλα, στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο. Καθώς η Συνθήκη Μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων απαγορεύει την κατοχή ατομικών όπλων, η Ουκρανία δέχεται τώρα επίθεση από δύο χώρες που –λίγο-πολύ, νόμιμα– διαθέτουν πυρηνικά όπλα.
Επιπλέον, η Ρωσία υποβοηθείται στην υπονόμευση του καθεστώτος μη διάδοσης, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, από επιπλέον κράτη που έχουν υπογράψει τη Συνθήκη. Το επίσημο κράτος-κάτοχος πυρηνικών όπλων Κίνα και το –τουλάχιστον προς το παρόν– μη πυρηνικό κράτος Ιράν βοηθούν ενεργά τη Ρωσία στις πολεμικές της προσπάθειες μέσω της παροχής στρατιωτικής, διπλής χρήσης ή/και μη στρατιωτικής βοήθειας. Η Κίνα διαψεύδει προδήλως, με την υποστήριξή της στον πόλεμο της Ρωσίας[11], τη «Δήλωση της κινεζικής κυβέρνησης σχετικά με τη διαβεβαίωση ασφάλειας στην Ουκρανία που εκδόθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 1994».[12] Σε αυτό το ιστορικό έγγραφο που κατατέθηκε στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, το Πεκίνο είχε διαβεβαιώσει το Κίεβο, σε σχέση με την απόφαση της Ουκρανίας να γίνει κράτος χωρίς πυρηνικά όπλα στο πλαίσιο της Συνθήκης και την υπογραφή του Μνημονίου της Βουδαπέστης, ότι η Κίνα "κατανοεί πλήρως την επιθυμία της Ουκρανίας για διαβεβαίωση ασφάλειας. [...] Η κινεζική κυβέρνηση αντιτίθεται σταθερά στην πρακτική της άσκησης πολιτικής, οικονομικής ή άλλης πίεσης στις διεθνείς σχέσεις. Υποστηρίζει ότι οι διαφορές και οι διαφωνίες θα πρέπει να διευθετούνται ειρηνικά μέσω διαβουλεύσεων επί ίσοις όροις. [...] Η Κίνα αναγνωρίζει και σέβεται την ανεξαρτησία, την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας».[13]
Η Λευκορωσία έχει υπογράψει το δικό της Μνημόνιο της Βουδαπέστης με τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Ρωσική Ομοσπονδία το 1994. Παρ’ όλα αυτά, η Λευκορωσία επιτρέπει σήμερα στη Ρωσία να σταθμεύει όχι μόνο συμβατικά στρατεύματα, αλλά και πυρηνικά όπλα στο έδαφός της. Το Μινσκ με αυτόν τον τρόπο και με πολλούς άλλους τρόπους βοηθάει τη Μόσχα στην επίθεσή της στην Ουκρανία και συμβάλλει στην υπονόμευση των ιδεών που βρίσκονται πίσω από τη Συνθήκη Μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων και τα Μνημόνια της Βουδαπέστης.
Όντας, όπως και η Βόρεια Κορέα, ένα κράτος με πυρηνικά όπλα εκτός της Συνθήκης Μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων, η Ινδία υποστηρίζει ρητορικά την Ουκρανία, σε αντίθεση με τη Βόρεια Κορέα. Ωστόσο, η Ινδία έχει καταστεί σημαντικός εμπορικός εταίρος της Ρωσίας από το 2022. Το Νέο Δελχί συμβάλλει έτσι και αυτό έμμεσα στη διάβρωση της διεθνούς εμπιστοσύνης στη λογική της μη διάδοσης.
Προφανώς, η λειτουργία και το μέλλον της Συνθήκης Μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων συνδέονται στενά με την πορεία, τα αποτελέσματα και τις επιπτώσεις του ρωσοουκρανικού πολέμου. Λαμβάνοντας υπόψη τη μεγάλη σημασία που έχει για την ανθρωπότητα η συνέχιση του καθεστώτος μη διάδοσης, οι ακόλουθες έξι πολιτικές μπορούν να προταθούν στους φορείς που ενδιαφέρονται για την υπεράσπισή του:
1. Όλα τα κράτη που έχουν υπογράψει τη Συνθήκη Μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων και ενδιαφέρονται για τη διατήρησή της πρέπει να παράσχουν στο κράτος χωρίς πυρηνικά όπλα, την Ουκρανία, στο μέτρο των δυνατοτήτων τους, στρατιωτική και μη στρατιωτική υποστήριξη που θα επιτρέψει στο Κίεβο να επιτύχει μια πειστική νίκη στο πεδίο της μάχης και να απελευθερώσει τα εδάφη του που σήμερα κατέχει παράνομα η Ρωσία.
2. Όλα τα κράτη που έχουν υπογράψει τη Συνθήκη Μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων και ανησυχούν για τη διατήρησή της θα πρέπει να απαιτήσουν από τη Μόσχα τον άμεσο τερματισμό των απειλών της για πυρηνική κλιμάκωση, καθώς και να προειδοποιήσουν τη Ρωσία και τους συμμάχους της ότι μια τέτοια κλιμάκωση θα πυροδοτήσει την αποφασιστική στρατιωτική και μη στρατιωτική τους αντίδραση.
3. Όλα τα κράτη που έχουν υπογράψει τη Συνθήκη Μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων και ενδιαφέρονται για τη διατήρησή της θα πρέπει να επιβάλουν αποτελεσματικές κυρώσεις και να καταδικάσουν δημοσίως τα κράτη με πυρηνικά όπλα, τη Ρωσία και τη Βόρεια Κορέα, όσο συνεχίζουν να διεξάγουν επεκτατικό πόλεμο στο έδαφος του κράτους χωρίς πυρηνικά όπλα, της Ουκρανίας. Ο ίδιος μηχανισμός πρέπει να εφαρμοστεί και για τη συνεχιζόμενη κατοχή από τη Ρωσία τμημάτων άλλων κρατών που δεν διαθέτουν πυρηνικά όπλα, της Μολδαβίας και της Γεωργίας.
4. Όλα τα κράτη που έχουν υπογράψει τη Συνθήκη Μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων και ανησυχούν για τη διατήρησή της πρέπει να επιμείνουν σε μια δίκαιη ειρήνη για την Ουκρανία, η οποία θα περιλαμβάνει την πλήρη αποκατάσταση της εδαφικής της ακεραιότητας, την πλήρη διατήρηση της εθνικής κυριαρχίας, την πλήρη επιστροφή όλων των αιχμαλώτων πολέμου και των εκτοπισμένων αμάχων, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών, και την πλήρη αποζημίωση για την καταστροφή της Ουκρανίας μέσω ρωσικών αποζημιώσεων.
5. Όλες οι μη κυβερνητικές οργανώσεις, οι επιχειρήσεις και τα άτομα που τάσσονται υπέρ της συνέχισης του καθεστώτος μη διάδοσης των πυρηνικών όπλων πρέπει να υποστηρίξουν, με όποια μέσα διαθέτουν, τη νίκη και την ανάκαμψη της Ουκρανίας, καθώς και να αντιταχθούν δημόσια στη Ρωσία και τη Βόρεια Κορέα και να επιβάλουν κυρώσεις με όλα τα μέσα που διαθέτουν.
6. Η Ουάσιγκτον και το Λονδίνο έχουν, ως κυβερνήσεις θεματοφύλακες της Συνθήκης Μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων του 1968 και ως υπογράφοντες το Μνημόνιο της Βουδαπέστης του 1994, ειδικές ευθύνες έναντι του Κιέβου. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο πρέπει επομένως να προσφέρουν στην Ουκρανία τη μετατροπή των 30ετών διαβεβαιώσεων ασφαλείας τους σε ένα σύμφωνο αμοιβαίας βοήθειας. Μια τριμερής πλήρως ολοκληρωμένη στρατιωτική συμμαχία θα προστάτευε την Ουκρανία μέχρι να γίνει μέλος του ΝΑΤΟ και θα επέτρεπε επίσης τη διεθνή αξιοποίηση της αυξανόμενης ουκρανικής τεχνογνωσίας και των πόρων που σχετίζονται με τον πόλεμο. Όλα τα υπόλοιπα κράτη που έχουν υπογράψει τη Συνθήκη Μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων πρέπει να προσκληθούν να συμμετάσχουν σε αυτή την τριμερή αμυντική συνθήκη και να συμβάλουν έτσι στη διατήρηση της λογικής του καθεστώτος μη διάδοσης των πυρηνικών όπλων.
μετάφραση: Βασίλης Α. Μπογιατζής
[1] https://www.iaea.org/sites/default/files/publications/documents/infcircs/1970/infcirc140.pdf
[2] Mariana Budjeryn, Was Ukraines Nuclear Disarmament a Blunder?, September 2016, World Affairs 179(2):9-20.
[3] https://treaties.un.org/Pages/showDetails.aspx?objid=0800000280401fbb.
[4] Jakob Hedenskog, Crimea. After the Georgian crisis, https://www.foi.se/rest-api/report/FOI-R--2587--SE.
[5] https://en.wikipedia.org/wiki/Budapest_Memorandum
[6] Βλ. και Andreas Umland, Could an Istanbul deal have brought peace? The experience of the post-Soviet republics regarding security-related agreements with Moscow is such that the 2022 Russian-Ukrainian talks had little chance of success, New Eastern Europe, August 5, 2024.
[7] Andreas Umland, ό.π.
[8] https://treaties.un.org/doc/Publication/UNTS/Volume%203007/Part/volume-3007-I-52241.pdf
[9] Mariana Budjeryn - Andreas Umland, Damage Control: The Breach of the Budapest Memorandum and the Nuclear Non-Proliferation Regime στο: NATO’s Enlargement and Russia: A Strategic Challenge in the Past and Future (σ. 177-189), Soviet and Post-Soviet Politics and Society, vol. 229, ibidem-Verlag.
[10] https://www.iaea.org/sites/default/files/publications/documents/infcircs/1970/infcirc140.pdf
[11] Αndreas Umland, The Ukraine Example: Nuclear Disarmament Doesn't Pay, February 2016, World Affairs 178(4):45-49, https://www.researchgate.net/publication/303803650_The_Ukraine_Example_Nuclear_Disarmament_Doesn't_Pay.
[12] https://documents.un.org/doc/undoc/gen/n94/500/44/pdf/n9450044.pdf
[13] Andreas Umland, How the China and France Are Helping Russia to Undermine Humanity’s Non-Proliferation Regime, https://voxukraine.org/en/how-the-chinese-government-and-french-conservatives-are-helping-russia-to-undermine-humanitys-non-proliferation-regime