Ελάχιστες προσωπικότητες και οργανώσεις έχουν υπάρξει αντικείμενο διαμάχης μεταξύ των ιστορικών αλλά και του πολιτικού κόσμου, όσο ο Ναπολέων Ζέρβας και η αντιστασιακή οργάνωση του ΕΔΕΣ (Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος), της οποίας ηγήθηκε κατά την περίοδο της Kατοχής. Για την Aριστερά και τη στρατευμένη ιστοριογραφία της, ο Ζέρβας παραμένει μέχρι σήμερα ο «μισθοφόρος», ο σκοτεινός άνθρωπος που υπηρέτησε τά συμφέροντα της «αντίδρασης» και των Βρετανών. Για τους αντάρτες του ΕΔΕΣ και τους χωρικούς του Βάλτου, των Τζουμέρκων, του Ξηροβουνίου, του Ραδοβυζιού και της Αργιθέας, ο Ζέρβας ήταν μια ηρωική φιγούρα, ανάλογη με αυτή των καπεταναίων που έδρασαν στην Πίνδο κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Σε πολλά χωριά της ορεινής Ηπείρου και της Αιτωλοακαρνανίας, τα δημώδη τραγούδια «του Ζερβά», «του Αγόρου» και «του Χούτα» αποτελούν σημείο αναφοράς της τοπικής παράδοσης. Για τον δε αστικό κόσμο αλλά και τους βρετανούς στρατιωτικούς που συνεργάστηκαν μαζί του, ο Ζέρβας αποτέλεσε αντικείμενο φθόνου αλλά και θαυμασμού. Βρετανοί αξιωματικοί όπως ο Christopher Woodhouse και ο Νεοζηλανδός Thomas Barnes περιέγραψαν το χαρακτήρα του Ζέρβα ως ένα μείγμα ακραίου και ανυστερόβουλου ηρωισμού και θρασύτατου τυχοδιωκτισμού. Ο ΕΔΕΣ είχε εξίσου διφορούμενη δράση. Το αντάρτικο του ΕΔΕΣ κατάφερε συντριπτικά χτυπήματα έναντι των αξονικών δυνάμεων στο Μακρυνόρος, στη Μενίνα, στον Αρχάγγελο και αλλού, ταυτόχρονα, ενώ ήταν υπεύθυνος για μια σειρά επεισοδίων εθνοτικής βίας απέναντι στους αλβανόφωνους μουσουλμάνους της Θεσπρωτίας αλλά και αριστερών πολιτών στην Πρέβεζα και στα Ιωάννινα.
Η περίπλοκη και συχνά διφορούμενη δράση του Ζέρβα οδήγησε συχνά τους ιστορικούς σε μονόπλευρες και αντιφατικές θεωρήσεις της οργάνωσης που υπερτόνισαν κάποια χαρακτηριστικά (αντικομουνισμός, βία) ενώ υποτίμησαν άλλα (πολεμικές δυνατότητες, αποδοχή του ΕΔΕΣ από τους αγροτικούς πληθυσμούς της Ηπείρου). Το παρόν κείμενο είναι μια προσπάθεια να επαναξιολογήσει τη δράση του και να προχωρήσει πίσω από μυθεύματα και εξιδανικεύσεις, δίνοντας έτσι στον αναγνώστη τη δυνατότητα να κατανοήσει καλύτερα τον ΕΔΕΣ, τους μαχητές του και τους τρικυμιώδεις καιρούς στους οποίους πορεύθηκε.
Χάος και δημιουργία (1941-1942)
Ο ΕΔΕΣ ιδρύθηκε στις 9 Σεπτέμβριου 1941. Η οργάνωση είχε καθαρά φιλελεύθερο και αντιβασιλικό χαρακτήρα. Παρότι ο ΕΔΕΣ δημιουργήθηκε σχετικά νωρίς, η ένοπλη δράση του άργησε, με τις πρώτες αντάρτικες ομάδες να κατέρχονται στο πεδίο της δράσης στα τέλη του 1942. Κάποιοι ιστορικοί απέδωσαν αυτή την καθυστέρηση στην αναποφασιστικότητα και στον τυχοδιωκτισμό του Ζέρβα, ο οποίος προτιμούσε τις αθηναϊκές λέσχες από την ταλαιπωρία του αντάρτικου. Αυτές οι κατηγορίες δεν ευσταθούν. Αν και ο σχηματισμός του αντάρτικου καθυστέρησε σημαντικά, όπως φανερώνουν το προσωπικό ημερολόγιο του Ζέρβα καθώς και του συνεργάτη του Ιωσήφ Παπαδάκη, κύριοι λόγοι της καθυστέρησης ήταν οι οργανωτικές ελλείψεις και η έλλειψη υποστήριξης από τον αστικό κόσμο.
Ο Ζέρβας αντιμετωπίστηκε με καχυποψία, εν μέρει λόγω της συμμετοχής του στα περίφημα δημοκρατικά τάγματα, τόσο από το φιλελεύθερο κέντρο όσο και από τη βασιλική παράταξη. Η έλλειψη υποστήριξης λίγο έλειψε να στοιχίσει στον Ζέρβα και τους συνεργάτες του τις ζωές τους. Παρ’ όλα αυτά, η συνωμοτική εμπειρία του Ζέρβα και το προσωπικό του θάρρος τον βοήθησαν να αντεπεξέλθει. O ορεινός Bάλτος Αιτωλοακαρνανίας, μια περιοχή με έντονα συντηρητικό χαρακτήρα, υπήρξε ο πρώτος σταθμός του αντάρτικου. Ο Ζέρβας επέλεξε την περιοχή αυτή λόγω της στρατηγικής της σημασίας αλλά και των σχέσεών του με μέλη της τοπικής ελίτ, όπως η οικογένεια Ίσκου. Παρ’ όλα αυτά, δεν έτυχε της αναμενομένης υποστήριξης από τους πολιτικούς του φίλους, ενώ υποτίμησε την εχθρότητα των τοπικών βασιλοφρόνων οι οποίοι ζήτησαν όπλα από τους Ιταλούς για να χτυπήσουν τον Ζέρβα, ενώ σημαίνοντες κληρικοί τον αποκήρυξαν. Ο Ζέρβας κατάφερε να επιβιώσει μετακινούμενος στην όμορη περιοχή της Άρτας[1]. Στήριγμά του στάθηκαν τόσο μέλη της τοπικής ελίτ, όπως οι σκληροτράχηλοι χωρικοί της περιοχής, αλλά και βετεράνοι οπλαρχηγοί των Βαλκανικών πολέμων.
Η κατάσταση, παρά ταύτα, παρέμεινε εξαιρετικά δύσκολη. Ένα κομμάτι της ιστοριογραφίας έχει παρουσιάσει την αντίσταση ως αυθόρμητη εκδήλωση πατριωτισμού, ενώ άλλοι υπογράμμισαν την αντιστοιχία μεταξύ ιδεολογίας και αντιστασιακής πράξης. Η πραγματικότητα ήταν πολύ διαφορετική. Η απόφαση της ένταξης στην αντίσταση είχε ελάχιστα να κάνει με την ιδεολογία ή και τον πατριωτισμό. Οι αντάρτες χρειάζονταν τρόφιμα, εθελοντές, πληροφορίες, οπλισμό και καταλύματα. Όλα αυτά έπρεπε να παρασχεθούν από τους χωρικούς εν μέσω μιας πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης. Ταυτόχρονα, η βοήθεια στους αντάρτες μπορούσε να είχε εξαιρετικά δυσμενείς συνέπειες για τις κοινότητες που θα τους περιέθαλπαν, όπως είχε γίνει φανερό από τα πρώιμα γερμανικά αντίποινα στην κεντρική και τη δυτική Μακεδονία. Ο ΕΔΕΣ, όπως και ο ΕΛΑΣ (Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός), αντιμετώπισαν σημαντικότατες δυσκολίες. Οι πρώτοι αντάρτες έπρεπε να ζουν σε καθεστώς ημιπαρανομίας, να κινούνται στο περιθώριο των κοινοτήτων και να περιορίζουν τις επαφές τους και τις απαιτήσεις του στο ελάχιστο έτσι ώστε να μην επισύρουν την μήνιν των χωρικών. Η κατάσταση ήταν ιδιαίτερα δύσκολη στην ορεινή Ήπειρο αλλά και στη δυτική Στερεά, περιοχές που χαρακτηρίζονταν προπολεμικά από εξαιρετικά οικονομική δυσπραγία. Αυτές οι συνθήκες περιγράφονται γλαφυρά σε πρωτογενείς πηγές, προσκείμενες τόσο στον ΕΔΕΣ όσο και στον ΕΛΑΣ. Ο υπασπιστής του Ζέρβα, Ιωσήφ Παπαδάκης, σημείωσε στο ημερολόγιό του:
ο κόσμος ήτο φοβισμένος […] εφοβούντο το κάψιμο των σπιτιών τους από τους Ιταλούς […] η στεναχώρια μας είναι μεγάλη διότι ματαιοπονούμε χωρίς λόγο.[2]
Οι αντάρτες επομένως αντιλήφθηκαν γρήγορα ότι η επιτυχία τους μπορούσε να βασιστεί πάνω σε ένα quid pro quo με τους χωρικούς. Η πιο σημαντική τακτική ήταν η παροχή υπηρεσιών ασφαλείας στις ορεινές κοινότητες. Η ύπαιθρος εκείνη την περίοδο έσφυζε από εγκληματικές ομάδες. Οι αντάρτες ανέλαβαν να εξουδετερώσουν αυτές τις ομάδες, ελπίζοντας έτσι να κερδίσουν την αφοσίωση και τη βοήθεια των χωρικών. Η δωροδοκία και η συναλλαγή ήταν εξίσου κοινές όπως και ο εκφοβισμός, οι μικροκλέφτες, οι χωρικές που είχαν σχέσεις με ιταλούς στρατιώτες αλλά και με περιθωριακά άτομα. Πολλοί απ’ αυτούς στοχοποιήθηκαν από τους αντάρτες, συνελήφθησαν και κακοποιήθηκαν σε κοινή θέα. Στόχος αυτών των ενεργειών ήταν αφενός οι αντάρτες να αποδείξουν τον πατριωτισμό και την αφοσίωσή τους στην προστασία των κοινοτήτων που τους περιέθαλπαν, αλλά και να προειδοποιήσουν τους δυνητικά απρόθυμους και σκεπτικούς για την ικανότητα και την προθυμία τους να χρησιμοποιήσουν βία απέναντι σε όσους επιδίωκαν να τους παρεμποδίσουν.
Τα αποτελέσματα αυτών των ενεργειών ήταν αναγκαστικά περιορισμένα. Η φτώχεια των ορεινών περιοχών και η εγγενής καχυποψία των χωρικών σήμαινε ότι η ανάπτυξη του αντάρτικου ήταν αργή και βασίζονταν συνήθως σε προσωπικά δίκτυα και γνωριμίες. Η προσχώρηση στο αντάρτικο του ΕΔΕΣ γινόταν συνήθως με το σύστημα της φατρίας. Ένα εξέχον μέλος μιας εκτεταμένης οικογένειας προσχωρούσε στην οργάνωση, φέρνοντας μαζί του μια σειρά από συγγενείς, φίλους και χωριανούς. Αυτός ο τρόπος της οργάνωσης βοήθησε στην εξάπλωση του ΕΔΕΣ, αλλά ταυτόχρονα δημιούργησε και μια σειρά από προβλήματα. Οι ένοπλοι χωρικοί ήταν εξαιρετικοί πολεμιστές αλλά, συχνά, δυστροπούσαν όταν καλούνταν να πολεμήσουν σε όμορες περιοχές και αρνούνταν να ακολουθήσουν αξιωματικούς ή οπλαρχηγούς που δεν προέρχονταν από την περιοχή τους.
Ο παράγων που έδωσε τη λύση για το αντάρτικο ήταν η αναπάντεχη άφιξη των Βρετανών της SOE (Special Operations Executive). H SOE είχε σκοπό να χρησιμοποιήσει αντισυμβατικές τακτικές ενάντια στα αξονικά στρατεύματα και να βοηθήσει αντιστασιακά κινήματα, με απώτερο σκοπό να αποδυναμώσει τη γερμανική πολεμική προσπάθεια, χαλαρώνοντας έτσι την πίεση που υφίσταντο οι βρετανικές ένοπλες δυνάμεις.[3] Στην Ελλάδα, η παρουσία της χρονολογούνταν από το 1941, αλλά η ουσιαστική δραστηριότητά της αρχίζει το 1942. Η άφιξη της SOE στην Ελλάδα είχε σκοπό την πραγματοποίηση μιας σειράς σαμποτάζ, τα οποία θα παρεμπόδιζαν τη μεταφορά υλικού και ενισχύσεων στον γερμανικό στρατό που επιχειρούσε στη βόρεια Αφρική. Η κορύφωση αυτής της προσπάθειας ήρθε με την καταστροφή της γέφυρας του Γοργοποτάμου. Η επιτυχία έπεισε τους Βρετανούς να παραμείνουν στην Ελλάδα και να βοηθήσουν στην ανάπτυξη του αντάρτικου.[4] Η παρουσία τους υπήρξε εξαιρετικά σημαντική. Στο πρώτο εξάμηνο του 1943, ο ΕΛΑΣ αλλά και ο ΕΔΕΣ έλαβαν χιλιάδες λίρες και μεγάλες ποσότητες οπλισμού, που επέτρεψαν στον πρώτο να μετατρέψει τις μικρές απομονωμένες ομάδες που επιχειρούσαν σε περιοχές όπως η νότια Πελοπόννησος και η δυτική Μακεδονία σε μια πειθαρχημένη και άριστα οπλισμένη δύναμη.[5]
Βαδίζοντας προς τον εμφύλιο (1943-1944)
Η ανάπτυξη του αντάρτικου οδήγησε σε εντάσεις τόσο ανάμεσα στις διαφορετικές οργανώσεις, αλλά και στις τοπικές κοινωνίες. Στην Ήπειρο, οι προστριβές μεταξύ ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ ξεκίνησαν την άνοιξη του 1943, ενώ την ίδια περίοδο ο ΕΛΑΣ επιτέθηκε και αφόπλισε τις ένοπλες ομάδες της ΕΚΚΑ (Εθνική και Κοινωνική Απελευθέρωση) στη Ρούμελη, καθώς και τις ομάδες Κωστοπούλου-Σαράφη στη δυτική Θεσσαλία. Οι αυξανόμενες εντάσεις οδήγησαν στην παρέμβαση των Βρεττανών. H SOE, μαζί με τις βρετανικές και τις αμερικανικές στρατιωτικές διοικήσεις, ετοίμαζαν εκείνη την περίοδο μια εκτεταμένη εκστρατεία παραπλάνησης (Operation Mincemeat), σκοπός της οποίας ήταν να στρέψει την προσοχή των Γερμανών από την επικειμένη απόβαση στη Σικελία. H SOE στόχευε να χρησιμοποιήσει τον ΕΛΑΣ και τον ΕΔΕΣ σε μια σειρά επιχειρήσεις (Operation Animals) που θα μπορούσαν να πείσουν τις δυνάμεις του Άξονα ότι επίκειται συμμαχική απόβαση στην Ελλάδα. Για να το κατορθώσουν αυτό έπρεπε να κρατήσουν τις ισορροπίες στο αντάρτικο και να δημιουργήσουν μια σχετικά ενοποιημένη δύναμη. Αυτό κατορθώθηκε το καλοκαίρι του 1943, με τη δημιουργία του κοινού αρχηγείου ανταρτών, που έθεσε τις αντάρτικες δυνάμεις υπό κοινή διοίκηση κάτω από τις διαταγές του συμμαχικού αρχηγείου στην Αίγυπτο.[6]
Η επιχείρηση διεξήχθη με μεγάλη επιτυχία, ιδιαίτερα στη δυτική Στερεά, στη φημισμένη μάχη του Μακρυνόρους, όπου ο ιταλικός στρατός έχασε από τις δυνάμεις του ΕΔΕΣ εκατοντάδες μαχητές. Ανάλογη επιτυχία είχε ο ΕΔΕΣ και στην περιοχή της Άρτας. Αντίθετα, τα αποτελέσματα του ΕΛΑΣ ήταν μάλλον πενιχρά, ενώ σε πολλές περιπτώσεις την κατάσταση έσωσαν οι πεπειραμένοι βρετανοί πράκτορες.[7] Η δημιουργία του κοινού αρχηγείου δεν έγινε κατορθωτό να εξομαλύνει την κατάσταση. Η ένταση ανάμεσα στις αντάρτικες ομάδες συνεχιζόταν για δύο λόγους: αφενός οι επιχειρήσεις των ανταρτών οδήγησαν σε εκτεταμένα αντίποινα που όξυναν τις κοινωνικές και πολιτικές αντιθέσεις, αφετέρου οδήγησαν τα ηγετικά στελέχη των αντιστασιακών οργανώσεων να πιστέψουν ότι η απελευθέρωση της Ελλάδος επίκειται από στιγμή σε στιγμή. Αυτή η πεποίθηση οδήγησε χιλιάδες αντιστασιακούς της τελευταίας στιγμής να καταταχτούν στις αντάρτικες δυνάμεις επιβαρύνοντας έτσι περαιτέρω την επισιτιστική και οικονομική κατάσταση της υπαίθρου. Σιγά σιγά, όπως διείδε ο επικεφαλής της SOE στην Ελλάδα Edmund Myers, ο κίνδυνος εμφύλιου πολέμου μεγάλωνε. Ο Myers προσπάθησε να συμβιβάσει την κατάσταση καλώντας μια σύσκεψη αντιστασιακών φορέων στην Αίγυπτο, η οποία κατέληξε σε φιάσκο. Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και η επιτυχημένη έκβασή της θα είχε μικρή σημασία. Η ηγεσία του ΕΛΑΣ περίμενε ότι, το αργότερο μέχρι τον Οκτώβριο, οι Γερμανοί θα εγκατέλειπαν το μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας, κάνοντας μια τελευταία αμυντική γραμμή στον Όλυμπο η, «το πιθανότερο, στον Δούναβη» και προετοιμάζονταν για πολεμική αναμέτρηση με τους Άγγλους, αλλά και τις αστικές οργανώσεις (ΕΔΕΣ-ΕΚΚΑ), τους οποίους ο Άρης Βελουχιώτης θεωρούσε «χειροτέρους και από τους Γερμανούς».[8]
Οι εμφύλιες συγκρούσεις ξεκίνησαν στην Ήπειρο το φθινόπωρο του 1943 και, σιγά σιγά, επεκτάθηκαν σε ολόκληρη τη χώρα. Ο ΕΔΕΣ κατάφερε να κυριαρχήσει στη νότια και τη δυτική Ήπειρο, αλλά υπέστη σημαντικότατες ήττες στη δυτική και την κεντρική Στερεά, όπου οι εσωτερικές διαφωνίες και ο τοπικισμός των οπλαρχηγών έκαναν τη συντονισμένη στρατιωτική δράση δύσκολη. Οι συγκρούσεις μεταξύ ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ συμπίπτουν με μια σειρά από εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των Γερμανών, οι οποίες κατάφεραν τρομακτικά χτυπήματα στο αντάρτικο αλλά και στους τοπικούς πληθυσμούς. Μέσα σε λίγες ημέρες, ολόκληρες μονάδες του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ διαλύθηκαν σαν χάρτινοι πύργοι. Οι λόγοι της αποτυχίας ήταν πολλαπλοί, η αύξηση των ανταρτικών δυνάμεων το καλοκαίρι του 1943 έφερε στο αντάρτικο χιλιάδες καιροσκόπους, οι οποίοι πέταξαν τα όπλα και προσπάθησαν να διαφύγουν όταν φάνηκαν τα γερμανικά στρατεύματα. Ο τοπικισμός, οι εσωτερικές διαμάχες, η έλλειψη ικανών αξιωματικών ήταν επίσης σημαντικοί παράγοντες.
Η κακή απόδοση των αντάρτικων δυνάμεων έστρεψε τους πληθυσμούς της υπαίθρου εναντίον τους. Τα πράγματα ήταν ιδιαίτερα τεταμένα στην Ήπειρο, όπου ανώτατοι κληρικοί αλλά και τοπικοί πολιτευτές πίεζαν τον ΕΔΕΣ να σταματήσει τις επιχειρήσεις εναντίον των Γερμανών. Αυτό δεν ήταν το μόνο πρόβλημα του ΕΔΕΣ. Η οργάνωση είχε δεχθεί σημαντικά χτυπήματα από τον ΕΛΑΣ και είχε χάσει ζωτικές περιοχές. Οι απώλειες αυτές καθιστούσαν πλέον την ύπαρξή του προβληματική. Αυτή η κατάσταση ώθησε τον Ζέρβα και έναν στενό κύκλο αξιωματικών να έρθουν σε προσωρινή συνεννόηση με τις γερμανικές δυνάμεις. Σκοπός αυτών των συνεννοήσεων ήταν αφενός να σταματήσουν τα αντίποινα εναντίον των πολιτών αλλά και να απελευθερώσουν αρκετές δυνάμεις ώστε να μπορέσει ο ΕΔΕΣ να πραγματοποιήσει αντεπίθεση ενάντια στον ΕΛΑΣ. Παρεμφερείς συμφωνίες, όπως έδειξε η πρόσφατη διεθνής ιστοριογραφία, ήταν κάθε άλλο πάρα ασυνήθιστες, αλλά χαρακτήριζαν τη συμπεριφορά αντιστασιακών κα μη δυνάμεων στη Βαλκανική χερσόνησο αλλά και στην ανατολική Ευρώπη. Τα κίνητρά της δεν ήταν ιδεολογικά αλλά είχαν καθορισμένο (short-term) ορίζοντα, με αποκλειστικό στόχο να υποβοηθήσουν τις στρατηγικές επιδιώξεις τους.[9]
Oι αντεπιθέσεις του ΕΔΕΣ απέτυχαν με μεγάλες απώλειές και η οργάνωση, κάτω από την πίεση των Βρετανών, οι οποίοι αγνοούσαν τις συνεννοήσεις μεταξύ Γερμανών και Ζέρβα, ωθήθηκε να υπογράψει μια ειρηνευτική συμφωνία με τον ΕΛΑΣ τον Φεβρουάριο του 1944. Η ήττα του ΕΔΕΣ είχε αλγεινές συνέπειες για τους πληθυσμούς που πέρασαν τώρα στα χέρια του ΕΛΑΣ. Το αντάρτικο του ΕΛΑΣ αντιμετώπισε τους χωρικούς στα ορεινά της Άρτας και του Βάλτου ως εχθρικούς πληθυσμούς. Οι βασανισμοί, οι δηώσεις, και οι εκτοπίσεις ήταν συνηθισμένες. Σε μια περίπτωση, αντάρτες του ΕΛΑΣ έκοψαν τα αυτιά χωρικών οι οποίοι κατηγορήθηκαν ότι έδιναν βάση σε ψευδείς ειδήσεις.[10] Οι κατασχέσεις τεράστιων ποσοτήτων τροφίμων και ο φόβος οδήγησαν πολλούς να ζητήσουν καταφύγιο στην περιοχή της Δυτικής Ηπείρου όπου είχε περιοριστεί ο ΕΔΕΣ, αλλά και στις γερμανοκρατούμενες περιοχές.
Η επικράτηση του ΕΛΑΣ ήταν γενικευμένη. Ο ΕΔΕΣ, οι ομάδες του Αντώνη Φωστερίδη στην Ανατολική Μακεδονία και οι οπλαρχηγοί της Εθνικής Οργάνωσης Κρήτης, ήταν οι μόνες δυνάμεις που κατάφεραν να αποφύγουν την καταστροφή η την ενσωμάτωση στον ΕΛΑΣ. Οι επιθέσεις του ΕΛΑΣ, οι αντεκδικήσεις και η έλλειψη εναλλακτικής επιλογής οδήγησαν πολλούς χωρικούς στην αγκαλιά διαφόρων φιλικών προς τον Άξονα οργανώσεων, μεταβάλλοντας έτσι τον αντιστασιακό αγώνα σε έναν γενικευμένο ανελέητο εμφύλιο. Ο φόβος της απόλυτης κυριαρχίας του ΕΛΑΣ οδήγησε τους Βρετανούς να αυξήσουν σημαντικά τη βοήθεια στον ΕΔΕΣ. Η συστηματική χρηματική και υλική υποστήριξη από την SOE επέτρεψε στους τοπικούς πληθυσμούς να επιβιώσουν σε μια δύσκολη περίοδο. Ο ΕΔΕΣ ίδρυσε μια σειρά από νοσοκομεία, παρείχε εκπαίδευση, ασφάλεια και μια σειρά από άλλες υπηρεσίες στον τοπικό πληθυσμό. Πλην όμως, η βρετανική βοήθεια είχε άλλα δυσάρεστα παρεπόμενα για τον ΕΔΕΣ.
Τα γερμανικά αντίποινα είχαν προκαλέσει φοβερή οικονομική δυσπραγία, την οποία οι χωρικοί προσπάθησαν να λύσουν εντασσόμενοι στον ΕΔΕΣ, ο οποίος προσέφερε στους αντάρτες του ένα μικρό χρηματικό ποσό σε μηνιαία βάση αλλά και κάποια τρόφιμα. Αυτή η πολιτική της μισθοδοσίας οδήγησε σε σημαντική αύξηση των δυνάμεων αλλά και σε πτώση των ποιοτικών χαρακτηριστικών του ΕΔΕΣ, εφόσον πολλοί από τους καταταγέντες είχαν μόνο υλικά κίνητρα. Ταυτόχρονα, αυτές οι εξελίξεις ενδυνάμωσαν την ισχύ των τοπικών οπλαρχηγών οι οποίοι εκβίαζαν συνεχώς την οργάνωση, απειλώντας ότι σε περίπτωση μη πραγματοποίησης των αιτημάτων τους θα προσχωρούσαν στον ΕΛΑΣ. Ταυτόχρονα, οι διαμάχες μεταξύ ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ οδήγησαν τον Ζέρβα να αποκηρύξει ολοκληρωτικά τον πρότερο αντιμοναρχισμό του. Αυτή η σταδιακή μετάλλαξη οδήγησε σε ακόμη μεγαλύτερο χάσμα μεταξύ των οπαδών και των ανταρτών του ΕΔΕΣ, με εντάσεις και μικροσυμπλοκές μεταξύ φιλελεύθερων και μοναρχικών αξιωματικών.
Η κατάσταση όμως δεν ήταν αυτόχρημα τραγική. Οι παλαιές μονάδες βετεράνων του ΕΔΕΣ είχαν διατηρήσει ιδιαίτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Οι βρετανοί εκπαιδευτές, που είχαν σταλεί στην περιοχή την άνοιξη του 1944, περιέγραψαν τις μονάδες του Αλέξανδρου Παπαδόπουλου και του Γεωργίου Αγόρου ως εφάμιλλες των βρετανικών από κάθε άποψη. Οι συγκεκριμένοι διοικητές μάλιστα είχαν προσφέρει να πολεμήσουν στο πλευρό των βρετανικών δυνάμεων στη Γαλλία. Η άφιξη αυτών των στελεχών δεν είχε σκοπό μόνο να ανυψώσει το ηθικό του ΕΔΕΣ, αλλά και να προετοιμάσει το έδαφος για έναν δεύτερο κύκλο επιχειρήσεων με κωδικό όνομα «Κιβωτός του Νώε», σκοπός της οποίας ήταν να παρενοχλήσει τις αποχωρούσες γερμανικές δυνάμεις.[11] Ο κύριος όγκος των επιχειρήσεων έλαβε χώρα τον Αύγουστο του 1944, με τον ΕΔΕΣ να προξενεί σημαντικότατες απώλειες σε μια σειρά από συγκρούσεις στη Θεσπρωτία αλλά και στην περιοχή του Δρίσκου. Δυστυχώς, αυτές οι επιχειρήσεις συνοδεύθηκαν από έναν νέο γύρο αντιπαραθέσεων μεταξύ ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ, αλλά και από εκτεταμένα αντίποινα εναντίον των μουσουλμάνων της Θεσπρωτίας.
Οι μουσουλμάνοι της περιοχής είχαν σχηματίσει πολιτοφύλακες με τη βοήθεια του γερμανικού στρατού. Αυτές οι ομάδες συμμετείχαν σε μια σειρά από εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, με αποκορύφωμα την καταστροφή του Φαναρίου Πρεβέζης το 1943. Η συμμετοχή του μουσουλμανικού πληθυσμού σε αυτές τις καταστροφές ήταν σχεδόν καθολική. Η επαναφορά του ΕΔΕΣ στην περιοχή, η οποία συνέπεσε με εκτενείς αψιμαχίες, οδήγησαν σε βαρύτατα αντίποινα και εκτελέσεις μουσουλμάνων, στα οποία έλαβαν μέρος και δεκάδες μέλη του ΕΑΜ, που επωφελήθηκαν από την παρουσία του ΕΔΕΣ για να εκδικηθούν και να ξεκαθαρίσουν προσωπικούς λογαριασμούς, όπως συνέβη και με τη σφαγή των μουσουλμάνων της Πάργας, η οποία εσφαλμένα αποδόθηκε στον ΕΔΕΣ.[12] Εξίσου θλιβερά γεγονότα έλαβαν χώρα και στην Πρέβεζα, όπου ο ΕΔΕΣ εκτέλεσε δεκαπέντε μέλη της ΕΠΟΝ τον Σεπτέμβριο του 1944. Αν και η ιδεολογία έπαιξε σημαντικό ρόλο σε αυτά τα γεγονότα, δεν ήταν ο σημαντικότερος παράγων. Η οικονομική εξαθλίωση, η παράδοση αυτοδικίας, η μιλιταριστική στροφή της κοινωνίας με χιλιάδες χωρικούς να κατατάσσονται στις διάφορες ένοπλες οργανώσεις διέρρηξαν τον κοινωνικό ιστό, οδηγώντας σε έναν γενικότερο εκβαρβαρισμό και στην «ιδιωτικοποίηση της βίας», που μετέτρεψε τον αντιστασιακό αγώνα σε έναν πόλεμο όλων εναντίον όλων.
Η απελευθέρωση δεν έφερε την ειρήνευση στην περιοχή. Οι πληγές της Κατοχής παρέμεναν ανοιχτές. Ταυτόχρονα, η παρουσία του ΕΔΕΣ παρέμενε σημαντικότατο εμπόδιο για τον ΕΛΑΣ, εφόσον του στερούσε τον πλήρη έλεγχο της ακτογραμμής του Ιονίου αλλά και της συνοριακής γραμμής με την Αλβανία. Ένας νέος γύρος συγκρούσεων ήταν αναπόφευκτος. Το ξέσπασμα των Δεκεμβριανών οδήγησε στην αναζωπύρωση της βίας στην Ήπειρο. Οι διαιρέσεις ανάμεσα σε μοναρχικούς και φιλελεύθερους, ο άκρατος τοπικισμός, αλλά και η φοβερή κόπωση του τοπικού πληθυσμού είχε αποδυναμώσει τον ΕΔΕΣ, ο οποίος στάθηκε ανίκανος να σταματήσει την επίθεση του ΕΛΑΣ. Οι σημαντικότερες μάχες έλαβαν χώρα στην περιοχή της Άρτας. Οι μάχες ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και τον ΕΔΕΣ στην περιοχή οδήγησαν σε εκατοντάδες εκατέρωθεν απώλειες αλλά και σε δεκάδες εκτελέσεις από τον ΕΛΑΣ. Οι μαζικές εκτελέσεις δεν περιορίστηκαν στην περιοχή. Δεκάδες υποστηρικτές του ΕΔΕΣ, αντάρτες αλλά και απλοί χωρικοί, εκτελέστηκαν στην περιοχή της Λάκκας Σουλίου και αλλού, ενώ ένα σημαντικό κομμάτι του αντάρτικου στρατού, ανάμεσα τους και ο Ζέρβας, βρήκαν καταφύγιο στην Κέρκυρα, όπου οι δυνάμεις τους ΕΔΕΣ αποστρατεύτηκαν οριστικά τον Φεβρουάριο του 1945.[13]
Επίλογος
Σχεδόν οκτώ δεκαετίες μετά την πρώτη εμφάνιση του ΕΔΕΣ, η δράση, οι στόχοι και οι κληρονομιές της οργάνωσης εξακολουθούν να αποτελούν μήλον της έριδος μεταξύ των ιστορικών. Το κείμενο προσπάθησε να αναστοχαστεί τη δράση και τη σημασία του ΕΔΕΣ για τον αντιστασιακό αγώνα και να προχωρήσει πέρα από τα στερεότυπα και τις στρατευμένες αναγνώσεις της ιστορίας, επικεντρώνοντας στη δημιουργία και στις δομές του ΕΔΕΣ και αξιολογώντας την πολεμική προσπάθεια της οργάνωσης αλλά και τη συμμετοχή της στις εμφύλιες διαμάχες της κατοχικής περιόδου.
Σε αντίθεση με την εν πολλοίς κυρίαρχη άποψη, ο ΕΔΕΣ δεν αποτέλεσε, τουλάχιστον την πρώιμη περίοδο της κατοχής, «όργανο» της αντίδρασης. Αντίθετα, ήρθε σε απευθείας αντίθεση με τη συντηρητική ελίτ του Βάλτου αλλά και των όμορων περιοχών, οι οποίες είδαν την άφιξη του ΕΔΕΣ ως απειλή στην κυριαρχία τους. Η βάση του αντάρτικου ήταν οι απλοί χωρικοί της Πίνδου. Αλλά η συμμετοχή και η υποστήριξη των χωρικών δεν ήταν δεδομένη. Τόσο ο ΕΔΕΣ όσο και ο ΕΛΑΣ αντιμετώπισαν την καχυποψία και συχνά την εχθρότητα των χωρικών. Ο ΕΔΕΣ προσπάθησε να υπερβεί αυτές τις δυσκολίες χρησιμοποιώντας τα προσωπικά δίκτυα του Ζέρβα και των άλλων ηγετικών μελών της οργάνωσης. Αυτές οι πρακτικές βέβαια είχαν περιορισμένα αποτελέσματα. Το αντάρτικο, ουσιαστικά, συγκροτείται μετά την άφιξη των Βρετανών οι οποίοι προσέφεραν χρήματα, εφόδια και νομιμοποίηση στις οργανώσεις που πολλοί χωρικοί έβλεπαν ως κοινούς ληστές.
Η παρουσία των Βρετανών σκόρπισε ταυτόχρονα και τους πρώτους σπόρους της διχόνοιας οι οποίοι θα γιγαντώνονταν τους επόμενους μήνες. Οι επιτυχίες και η εξάπλωση του αντάρτικου, το καλοκαίρι του 1943, έθεσαν με πρωτοφανή ισχύ το θέμα της πολιτικής εξουσίας στη μεταπολεμική Ελλάδα, φέρνοντας στην επιφάνεια τις υφέρπουσες διαμάχες μεταξύ του ΕΑΜ και των αστικών οργανώσεων. Το φθινόπωρο του 1943, οι αντιθέσεις οδήγησαν σε έναν εμφύλιο πόλεμο εξαιρετικής βιαιότητας. Η ήττα στην πρώτη φάση του κατοχικού εμφυλίου έστρεψε τον ΕΔΕΣ αποφασιστικά προς τα δεξιά και οδήγησε στην εγκατάλειψη των προτέρων αντιμοναρχικών θέσεων του. Παρ’ όλα αυτά, η αναστροφή του ΕΔΕΣ δεν υπαγορεύθηκε απλά από την αρχηγική ομάδα. Η βιαιότητα του ΕΛΑΣ ουσιαστικά έθεσε τις βάσεις ενός αντικομμουνισμού «από τα κάτω», μετατρέποντας τους πρότινος «χλιαρούς» και ίσως αδιάφορους χωρικούς σε αποφασισμένους αντιπάλους, δημιουργώντας έτσι μια ευρύτερη βάση νομιμοποίησης τόσο για τον ΕΔΕΣ όσο και για τη διάδοχη κατάσταση.
Η στροφή προς τα δεξιά συνδυάστηκε με μια προσπάθεια επέκτασης και στρατιωτικοποίησης του ΕΔΕΣ. Αυτές οι αλλαγές δεν έφεραν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Η δεύτερη επίθεση του ΕΛΑΣ, τον Δεκέμβριο του 1944, εξαΰλωσε τον ΕΔΕΣ και οδήγησε την ηγεσία μαζί με χιλιάδες πολίτες και αντάρτες να βρουν καταφύγιο στην Κέρκυρα. Αυτή η δεύτερη, αποφασιστική ήττα αποδόθηκε στην ιδεολογική ανωτερότητα του ΕΛΑΣ, που αντιπαραβλήθηκε στον τυχοδιωκτισμό του ΕΔΕΣ και του αρχηγού του. Αυτή η εξήγηση δεν στέκει. Το ουσιαστικό αίτιο της ήττας ήταν η έλλειψη τεχνογνωσίας της εξέγερσης και οργανωτικού πρότυπου. Ο ΕΛΑΣ και οι καπετάνιοι του απείχαν παρασάγγας από την εκλαϊκευμένη εικόνα των ρομαντικών ορεσίβιων, που παραμένει ακόμη δημοφιλής σε ένα ευρύτατο κομμάτι του κοινού. Το οργανωτικό μοντέλο και η βία του ΕΛΑΣ ήταν άκρως γραφειοκρατικά και βασίζονταν σε ένα οργανωτικό πρότυπο η εφαρμογή του οποίου κόμισε καινά δαιμόνια και επέφερε πρωτοφανή σχάση των κοινωνικών και πολιτισμικών δεδομένων της υπαίθρου. Η ήττα του ΕΔΕΣ και των όμορών του οργανώσεων ήταν απλά μια στρατιωτική αποτυχία – αλλ’ ουσιαστικά σήμανε και το λυκόφως του παλαιού κόσμου των βουνών.
[1] Αρχείο προφορικών μαρτυριών ΕΡΤ / Μαρτυρία Απόστολου Παπακώστα.
[2] Ιωσήφ Παπαδάκης, Το ημερολόγιο ενός αγωνιστή (Χανιά, 2009), σελ. 31.
[3] M.R.D. Foot, S.O.E, The Special Operations Executive 1940-1946 (London, 1999).
[4] Edmund Myers, Greek Entanglement (Gloucester, 1985).
[5] Imperial War Museum / Μαρτυρία Nicholas Hammond. Ο Hammond υπολογίζει τη βοήθεια που δόθηκε στον ΕΛΑΣ το πρώτο εξάμηνο του 1943 σε 55.000 χρυσές λίρες.
[6] Spyros Tsoutsoumpis, A history of the Greek resistance in the Second World War: The People’s Armies (Manchester, 2016), σελ. 213.
[7] Tsoutsoumpis, A history, ό.π. σελ. 129.
[8] Tsoutsoumpis, A history, ό.π. σελ. 213.
[9] Istvan Deak, Europe on Trial: The story of collaboration, resistance and retribution during the Second World War (Boulder, 2015).
[10] Χαρίλαος Βάγιας, Η Άρτα της Κατοχής (Άρτα, 2004), σελ. 148-8.
[11] The National Archives (Kew)/HS5/695/Lt. Col. Barnes NZE/Report on Zervas Andarte Movement / Epireus HQ / Aug 14, 1944, p. 4.
[12] Πέτρος Γιούργας, Μαρτυρίες και Βιώματα (Αθήνα, 1998).
[13] Χαρίλαος Τσόγκας, Αίμα και δάκρυα, η πραγματική αλήθεια μιας πολυάνθρωπης τραγωδίας (Ιωάννινα, 1993).