Καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές, ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος μαίνεται για δέκατη ημέρα, εκατοντάδες άμαχοι έχουν ήδη χάσει τη ζωή τους, εκατοντάδες χιλιάδες έχουν εκτοπισθεί ενώ η Ρωσική Δούμα ψήφισε έναν τυποκτόνο νόμο που καθιστά την αμφισβήτηση και την κριτική στον πόλεμο του Πούτιν ποινικό αδίκημα που τιμωρείται με 15 χρόνια φυλάκιση. Ήδη χιλιάδες δημοκράτες, σοσιαλιστές, κληρικοί και απλοί πολίτες έχουν διωχθεί για την αντιπολεμική τους στάση.
Σκοπός του παρόντος κειμένου δεν είναι να αναλύσει τη στρατηγική διάσταση του πολέμου η να αποδώσει ευθύνες. Σκοπός του είναι να εξετάσει την ιδεολογική βάση του ρωσικού αφηγήματος που επιστρατεύθηκε για να δικαιολογήσει τον πόλεμο. Αυτό το αφήγημα έχει δυο άξονες:
α) Η Ουκρανία είναι ένα «αφύσικο» ή «τεχνητό» κράτος, εξολοκλήρου κατασκευασμένο από τη Σοβιετική Ένωση και
β) Ο ουκρανικός εθνισμός συνδέεται άμεσα με εθνικοσοσιαλιστικές και φασιστικές ιδέες.
Σε μια πρώτη ανάγνωση το αφήγημα αυτό φαίνεται σαθρό και έωλο. Η ιδέα των «φυσικών» ή «οργανικών» (primordial) εθνών, εξαιρετικά αγαπητή και σε σοβινιστικούς κύκλους στην Ελλάδα, έχει αποδομηθεί από τον Benedict Anderson, τον Eric Hobsbawm και άλλους ιστορικούς και πολιτικούς επιστήμονες. Ταυτόχρονα, οι νέες αρχειακές διαθεσιμότητες και η έρευνα έχουν αναδείξει μια πολύ πιο περίπλοκη σχέση μεταξύ Ουκρανίας και ΕΣΣΔ.
Παρ’ όλα αυτά, οι συγκεκριμένες ιδέες έχουν σοβαρότατη επίδραση σε ένα σημαντικό κομμάτι του ελληνικού κοινού, συμπεριλαμβανομένων ενός κομματιού του κλήρου, ακραίων εθνικιστών και της σταλινικής Αριστεράς. Αν και φαινομενικά αντίθετες, αυτές οι συνιστώσες βρίσκουν κοινό τόπο στον αυταρχισμό, στη λατρεία του «ισχυρού» ηγέτη (strongman) και στην απέχθεια για τη δημοκρατία και τον πλουραλισμό. Αυτές οι ιδέες μπορούν δυνητικά να απειλήσουν τους ήδη καταπονημένους δημοκρατικούς θεσμούς, είναι επομένως απολύτως απαραίτητο το συντομότερο δυνατόν να αντιμετωπιστούν και να αποδομηθούν.
Το άρθρο χωρίζεται σε δυο μέρη: το πρώτο εξετάζει την ανάδυση του ουκρανικού εθνικισμού και τη σχέση του με τις ιδέες του διαφωτισμού, του ρομαντισμού και της σοσιαλδημοκρατίας, καθώς και τη σύντομη ζωή του ουκρανικού κράτους στην επαναστατική περίοδο. Το δεύτερο μέρος εξετάζει τις σοβιετικές πολιτικές και τη συμβολή τους στην ουκρανική εθνογένεση.
Η γένεση του ουκρανικού εθνικισμού
Η γένεση του ουκρανικού εθνικισμού ανάγεται στα τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα. Ο εθνικισμός αυτός ήταν βαθιά επηρεασμένος από το ρεύμα του ευρωπαϊκού ρομαντισμού με επίκεντρό του το Πανεπιστήμιο του Χάρκιβ. Ανάμεσα στο 1798 και το 1810 εκδίδονται τα πρώτα έργα στην ουκρανική γλώσσα. Εξίσου μεγάλη επιρροή αποτέλεσαν η Γαλλική Επανάσταση αλλά και οι ναπολεόντειοι πόλεμοι που έθεσαν σε αμφισβήτηση τις δομές της τσαρικής απολυταρχίας. Η σταδιακή ανάδυση του ουκρανικού εθνικισμού με πρωτεργάτες έναν ευρύ κύκλο διανοουμένων, φοιτητών και καθηγητών και η δημιουργία πολιτισμικών συλλόγων όπως η Ένωση Κυρίλλου και Μεθοδίου οδηγούν σε βίαιη καταστολή και στην αποκρυστάλλωση του ρωσικού εθνικισμού. Τη δεκαετία του 1830, ο τσαρικός υπουργός Παιδείας, κόμης Σεργκέι Σούβαροφ, σχηματοποιεί τη ρωσική/αυτοκρατορική ταυτότητα με άξονες τον εθνικισμό, τον δεσποτισμό και την Ορθοδοξία.[1]
Το 1863, η έκδοση βιβλίων στην ουκρανική γλώσσα, οι θεατρικές παραστάσεις, ακόμα και τα τραγούδια με ουκρανικό στίχο καθίστανται παράνομα. Οι ουκρανικοί πολιτισμικοί σύνδεσμοι διαλύονται, ενώ ουκρανοί ποιητές και λογοτέχνες στέλνονται στην εξορία. Η καταστολή του ουκρανικού εθνικισμού συνδυάζεται με μια συνειδητή προσπάθεια εκρωσισμού και εκμοντερνισμού της ευρύτερης περιοχής. Οι πόλεις της νότιας και της ανατολικής Ουκρανίας μετατρέπονται σε σημαντικά βιομηχανικά κέντρα που προσελκύουν πληθυσμούς από τη νότια και την κεντρική Ρωσία. Το διάστημα 1870-1900, εκατοντάδες χιλιάδες ρώσοι εργάτες μεταναστεύουν στην Ουκρανία, ανάμεσά τους και οι οικογένειες των μελλοντικών γραμματέων του ΚΚ Σοβιετικής Ένωσης, Νικήτα Χρουστσόφ και Λέονιντ Μπρέζνιεφ.[2] Η έλευση αυτών των πληθυσμών οδηγεί στην απεθνικοποίηση των αστικών κέντρων, ταυτόχρονα όμως ριζοσπαστικοποιεί το ουκρανικό εθνικό κίνημα, το οποίο παίρνει διακριτά σοσιαλδημοκρατικό χαρακτήρα. Ουκρανοί σοσιαλιστές παίζουν καθοριστικό ρόλο στην επανάσταση του 1905, με αποκορύφωμα την ανταρσία στο θωρηκτό Ποτέμκιν. Η επανάσταση του 1905 οδηγεί την τσαρική κυβέρνηση να πραγματοποιήσει σειρά από μεταρρυθμίσεις οι οποίες υποβοηθούν το εθνικό κίνημα της Ουκρανίας. Η έκδοση βιβλίων στην ουκρανική γλώσσα, καθώς και η χρήση της σε σειρά πολιτισμικών δραστηριοτήτων, επιτρέπεται ξανά. Η εισαγωγή κοινοβουλευτικών διαδικασιών επιτρέπει επίσης, για πρώτη φορά, τη μαζική πολιτική κινητοποίηση της κοινωνίας και τη δημιουργία εθνικών κομμάτων.[3]
Πόλεμος και ελευθερία
Το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου (1914-18) οδηγεί στην περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση του ουκρανικού εθνικού κινήματος. Η επανάσταση του 1917 και η κατάρρευση της τσαρικής εξουσίας οδηγεί μια ομάδα νέων σοσιαλδημοκρατών, ελευθεριακών, και φιλελεύθερων, να σχηματίσουν στο Κίεβο την Κεντρική Ράντα (συμβούλιο), τον Μάρτιο του 1917. Η Ράντα θέτει δυο αιτήματα: γη στους καλλιεργητές και άμεση λήξη των εχθροπραξιών. Οι διακηρύξεις, γίνονται δεκτές με προφανή ενθουσιασμό, τόσο από τον ουκρανικό πληθυσμό όσο και από τις μειονότητες όπως οι Εβραίοι και οι Έλληνες της Ουκρανίας, θέτοντας έτσι τη βάση για την ανακήρυξη πρώτου ουκρανικού κράτους στις 25 Ιανουαρίου 1918. Παρ’ όλα αυτά, το νεότευκτο κράτος και ο ηγέτης του, ο σοσιαλδημοκράτης Σίμον Πετλιούρα, αντιμετωπίζουν πρωτοφανείς προκλήσεις. Οι Ουκρανοί έχουν να αντιμετωπίσουν τον αντεπαναστατικό «Λευκό στρατό» του Ντενίκιν, τους μπολσεβίκους και τους Πολωνούς. Σε αυτό τον αγώνα έχουν περιστασιακούς συμμάχους τους αναρχικούς του Νέστορα Μαχνό. Ο πόλεμος στην Ουκρανία κράτησε ώς το 1921, όταν οι μπολσεβίκοι συνέτριψαν και την ουκρανική δημοκρατία και το στρατό του Μάχνο.[4]
Η επικράτηση των μπολσεβίκων δεν οδήγησε στην ειρήνευση της Ουκρανίας. Η υιοθέτηση του πολεμικού κομμουνισμού (βίαιη επιστράτευση, κατάσχεση αγροτικών προϊόντων, μαζικές εκτελέσεις και κολεκτιβοποίηση) επέτρεψε στους μπολσεβίκους να επικρατήσουν, αλλά διατήρησαν το ύπαιθρο της Νότιας Ρωσίας και της Ουκρανίας σε αναταραχή. Η κατάσταση οδήγησε τον Λένιν να υιοθετήσει δυο πολιτικές που σημάδεψαν την ΕΣΣΔ τη δεκαετία του 1920. Η πρώτη ήταν η Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ), η δεύτερη η κορονεζάτσια. Η ΝΕΠ έβαζε τέλος στην κολεκτιβοποίηση και προχωρούσε τον αναδασμό της γης και τη σχετική φιλελευθεροποίηση της οικονομίας. Η κορονεζάτσια (nativization), αντίστοιχα, είχε τρεις άξονες: οικονομική ανάπτυξη, πολιτιστική αυτονομία και την ενίσχυση τοπικών γλωσσών και εθνικών κινημάτων μαζί με την καταπολέμηση του ρωσικού εθνικισμού.[5]
Αυτή η πολιτική επηρεάστηκε καταλυτικά από τον εμφύλιο στην Ουκρανία. Η Μόσχα είχε εντυπωσιαστεί από την ικανότητα του εθνικισμού να κινητοποιήσει τις λαϊκές μάζες, τόσο υπέρ όσο και κατά του καθεστώτος. Παρ’ όλα αυτά, έκαναν μια σαφή διάκριση ανάμεσα στον ρωσικό εθνικισμό, ο οποίος θεωρούνταν κατεξοχήν αντιδραστικός και σημαντική απειλή στην ενότητα του πολυεθνικού τους κράτους, και στους τοπικούς «αμυντικούς» εθνικισμούς, οι οποίοι θεωρούνταν αντίδραση στην τσαρική/καπιταλιστική καταπίεση και, ως εκ τούτου, θεωρούνταν προοδευτικοί. Σκοπός αυτής της πολιτικής ήταν η δημιουργία ιδεολογικά προσκείμενων τοπικών ελίτ και η σταδιακή εθνικοποίηση των Κομμουνιστικών Κομμάτων, δηλαδή ένας εθνικός δρόμος προς το σοσιαλισμό. Η κορονεζάτσια οδήγησε στην κατακόρυφη αύξηση της επιρροής του ΚΚΣΕ στην Ουκρανία και στην άνθηση των ουκρανικών γραμμάτων και θεσμών.[6]
Ο θάνατος του Λένιν και η άνοδος του Στάλιν στην κορυφή της σοβιετικής εξουσίας έθεσαν τέρμα σε αυτές τις πολιτικές. Ο Στάλιν προχώρησε σε δραματική αναθεώρηση των πολιτικών του προκατόχου του. Αναίρεσε τη ΝΕΠ και προχώρησε στη βίαιη κολεκτιβοποίηση. Αυτές οι αλλαγές συνοδεύτηκαν με μια συντηρητική στροφή στην εσωτερική πολιτική. Τα εθνικά κινήματα θεωρήθηκαν απειλές για την πρωτοκαθεδρία του κόμματος. Ο Στάλιν προώθησε τον ρωσικό εθνικισμό, ενώ άρχισε –στο πλαίσιο του μεγάλου τρόμου– την εκκαθάριση του ΚΚ Ουκρανίας από τα «εθνικιστικά» στοιχεία. Η βίαιη κολεκτιβοποίηση στην Ουκρανία είχε παρεμφερείς στόχους. Η ανεξαρτησία και η ευμάρεια των ουκρανών αγροτών τούς καθιστούσε ύποπτους στα μάτια του σταλινικού καθεστώτος. Μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια. πάνω από το 70% της καλλιεργήσιμης γης στην Ουκρανία είχε κολεκτιβοποιηθεί. Αυτές οι πολιτικές οδήγησαν σε τοπικές εξεγέρσεις (άνω των χιλίων πεντακοσίων μόνο μέσα στο 1933) που κατεστάλησαν με πρωτοφανή βιαιότητα. Το ανθρώπινο κόστος αυτών των πολιτικών ήταν πρωτοφανές. Ο μεγάλος λιμός που ενέσκηψε μεταξύ 1933-34 οδήγησε σε 4 εκατομμύρια θανάτους στην Ουκρανία.[7]
Αναπόφευκτα, το ξέσπασμα του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και η άφιξη των γερμανικών δυνάμεων στην ΕΣΣΔ αντιμετωπίστηκαν αρχικά ως ευκαιρία για την ανασύσταση της Ουκρανίας και για την απαλλαγή της από το σοβιετικό καθεστώς. Παρ’ όλα αυτά, οι όποιες ελπίδες διαψεύστηκαν. Η βιαιότητα της Βέρμαχτ βύθισε την Ουκρανία στο χάος και οδήγησε στο ξέσπασμα ενός περίπλοκου και αιματηρού πολέμου μεταξύ των σοβιετικών παρτιζάνων, της Βέρμαχτ, των Πολωνών και των ουκρανών εθνικιστών. Την ίδια περίοδο, εκατομμύρια Ουκρανοί κατατάχθηκαν και πολέμησαν στις τάξεις του κόκκινου στρατού. Οι εβραίοι της Ουκρανίας υπέστησαν τρομακτικές απώλειες, τόσο στα χέρια των Γερμανών όσο και των διάφορων εθνικιστικών ομάδων που προέβησαν σε πογκρόμ και μαζικές εκτελέσεις.[8]
Μετά το πέρας του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, ο Στάλιν επέκτεινε τα εδαφικά όρια της Ουκρανίας, προσαρτώντας εδάφη της Ρουμανίας, της Τσεχοσλοβακίας και της Πολωνίας. Ένα κομμάτι του πληθυσμού πίστεψε ότι αυτές οι αλλαγές θα οδηγούσαν σε φιλελευθεροποίηση των σοβιετικών πολιτικών. Όλες οι ελπίδες διαψεύστηκαν. Ο Στάλιν συνέχισε την πολιτική της εκβιομηχάνισής της και του κολεκτιβισμού. Τα αποτελέσματα ήταν τραγικά. Μεταξύ 1946 και 1947, ένας καινούργιος λιμός ενέσκηψε, κατά τον οποίον πάνω από ένα εκατομμύριο Ουκρανοί υπέκυψαν στην πείνα και τις ασθένειες.[9]
Ο θάνατος του Στάλιν και η άνοδος του Χρουστσόφ στην εξουσία οδήγησε σε μια πρόσκαιρη φιλελευθεροποίηση. Δεκάδες χιλιάδες εκτοπισμένοι επέστρεψαν στη Ουκρανία. Παρ’ όλα αυτά, οι πολιτικές του κολεκτιβισμού και της εκβιομηχάνισης δεν ανεστάλησαν. Η άνοδος του Μπρέζνιεφ οδήγησε σε έναν νέο κύκλο συλλήψεων και εκρωσισμού. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, δεκάδες καλλιτέχνες και διανοούμενοι συνελήφθησαν και εκτοπίστηκαν.
Η καταστροφή του Τσερνόμπιλ και η περεστρόικα οδήγησαν στον περαιτέρω διχασμό μεταξύ Μόσχας και Κιέβου. Στα τέλη του 1980, μια νέα γενιά ιστορικών άρχισε να ερευνά και να παρουσιάζει τα εγκλήματα του σταλινισμού, τον μεγάλο λιμό, τις σταλινικές εκκαθαρίσεις και τις εκτοπίσεις του 1940 και του 1950. Το πραξικόπημα κατά του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ το 1991 οδήγησε στο οριστικό σχίσμα μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας. Στις 24 Αυγούστου 1991, το ουκρανικό Κοινοβούλιο ψήφισε την ανεξαρτητοποίηση και την ανασύσταση της Ουκρανίας έπειτα από σχεδόν οκτώ δεκαετίες.[10]
Παλιό κρασί σε νέους ασκούς;
Αυτή η σύντομη περιοδολόγηση στη νεότερη ιστορία της Ουκρανίας καταδεικνύει τόσο την περιπλοκότητα των ουκρανορωσικών σχέσεων, αλλά και το αβάσιμο των ισχυρισμών της ρωσικής ηγεσίας και των καθ’ ημάς θαυμαστών του ρωσικού μεγαλοϊδεατισμού. Ο ουκρανικός εθνικισμός προϋπήρχε της Σοβιετικής Ένωσης. Ήταν βαθύτατα επηρεασμένος από τις ιδέες του διαφωτισμού, του ρομαντισμού και της σοσιαλδημοκρατίας. Η ουκρανική εθνική ιδέα αντιμετωπίστηκε εχθρικά από τη Μόσχα ήδη από τον δέκατο ένατο αιώνα. Οι τσαρικές αρχές θεωρούσαν τους Ουκρανούς κομμάτι του ρωσικού έθνους και αρνούνταν την αναγνώριση των πολιτιστικών τους δικαιωμάτων. Η πτώση του τσαρικού καθεστώτος οδήγησε στη δημιουργία του πρώτου εθνικού ουκρανικού κράτους. Αυτή η προσπάθεια δεν ήταν χωρίς μελανά σημεία. Αντισημιτικά πογκρόμ, εσωτερικές διαμάχες και ανταγωνισμοί ανάμεσα στους διάφορους πολέμαρχους υπονόμευσαν το έργο της κυβέρνησης Πετλιούρα. Οι μπολσεβίκοι, και ιδιαίτερα ο Στάλιν, δεν ξέχασαν ποτέ τα μαθήματα εκείνης της περιόδου. Τη δεκαετία του 1930, οι σοβιετικές πολιτικές ήταν συνειδητή απόπειρα καταστροφής του ουκρανικού εθνικισμού. Η κατάσταση επιδεινώθηκε τα χρόνια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου όταν η Ουκρανία μετατράπηκε σε απέραντο πεδίο μάχης ανάμεσα σε διαφορετικές εθνικότητες και ιδεολογίες.
Το τέλος του πολέμου δεν οδήγησε στη φιλελευθεροποίηση. Έπειτα από ένα σύντομο διάλειμμα στα χρόνια του Νικίτα Χρουστσόφ, ο ρωσικός εθνικισμός στράφηκε ξανά εναντίον του ουκρανικού εθνικού κινήματος. Το 1991, έπειτα από οκτώ δύσκολες και αιματηρές δεκαετίες, η Ουκρανία απέκτησε την ανεξαρτησία της.
Η ρωσική ελίτ δεν επρόκειτο ποτέ να συγχωρήσει αυτή την απόφαση. Σε τελική ανάλυση, ο πόλεμος που μαίνεται αυτή τη στιγμή δεν είναι απλώς μια αντίδραση στην επέκταση του ΝΑΤΟ, όπως ισχυρίζονται πολλοί, καλόπιστοι και μη, σχολιαστές, αλλά αποκύημα μιας παλαιότατης ρωσικής ιμπεριαλιστικής πολιτικής η οποία καθορίζεται από το δόγμα ότι η Ουκρανία δεν μπορεί και δεν πρέπει να υπάρξει ως ανεξάρτητο έθνος.
[1] Serihii Plokhy, The Gates of Europe. A history of Ukraine (New York: Basic Books, 2015), σ. 147-150.
[2] Plokhy, The Gates of Europe, σ. 175-179.
[3] Paul Robert Magocsi, A history of Ukraine: The land and its people (Toronto: University of Toronto Press, 2010), σ. 504-509.
[4] Magocsi, A history of Ukraine, σ. 518-529.
[5] Allan Ball, “Building a new state and society: NEP, 1921–1928” in Ronald Grigor Sunny (ed.), The Cambridge History of Russia Vol.III (Cambridge: Cambridge University Press, 2006), σ. 168-173.
[6] Ball, “Building a new state and society”, σ. 177-181.
[7] Norman M. Naimark, Stalin’s Genocides (Princeton: Princeton University Press, 2010), σ. 70-80.
[8] Karel C. Berkhoff, Harvest of Despair: Life and Death in Ukraine under Nazi Rule (Cambridge MA: Harvard University Press, 2004), σ. 59-69.
[9] Timothy Snyder, Bloodlands: Europe Between Hitler and Stalin (London: Random House, 2010), σ. 313-339.
[10] Plokhy, The Gates of Europe, σ. 298-307.