«Συγκλονιστικό» είναι το πρώτο πράγμα που έρχεται στο νου όταν διαβάσει κανείς το ένθετο με τον σχετικά ουδέτερο τίτλο «Δεκεμβριανά – Εμφύλιος. Ντοκουμέντα και μαρτυρίες», που δημοσίευσε η Καθημερινή την Κυριακή, 8 Δεκεμβρίου 2024. Πρόκειται για 32 σελίδες κειμένων και φωτογραφιών που «στάζουν αίμα» και αφήνουν τον αναγνώστη άφωνο...
Στα τέσσερα κείμενα που φιλοξενούνται περιλαμβάνονται:
- Η πρώτη δημοσίευση της 8σέλιδης έκθεσης που έστειλε στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ τον Μάρτιο 1945 ο αμερικανός πρέσβης στην Αθήνα Λίνκολν ΜακΒέι (Lincoln McVeagh), στην οποία περιγράφεται με λεπτομέρειες το δράμα της ομηρείας χιλιάδων Αθηναίων από τον ΕΛΑΣ κατά την αποχώρηση των κομμουνιστών από την Αθήνα μετά την ήττα τους.
- Η μαρτυρία μιας εκ των ομήρων εκείνων, της μεγαλοαστής Ελένης Αργυροπούλου, κόρης απόστρατου ναυάρχου, που δόθηκε σε υπάλληλο της αμερικανικής πρεσβείας, μεταφράστηκε στα αγγλικά, στάλθηκε στην Ουάσιγκτον και μετά παρέμεινε απόρρητη για 80 χρόνια, και
- Φωτογραφίες ομήρων που επέστρεψαν στην Αθήνα μετά τα τέλη Ιανουαρίου 1945 καθώς και φωτογραφίες από την εκσκαφή των πτωμάτων των θυμάτων της ΟΠΛΑ και του ΕΛΑΣ από διάφορους τόπους μαρτυρίων, γύρω από την Αθήνα, όπου οδηγήθηκαν τα θύματα των εκκαθαρίσεων των κομμουνιστών και εκτελέστηκαν, είτε ύστερα από φριχτά βασανιστήρια ή με μια σφαίρα στον αυχένα.
Το κείμενο της αναφοράς του πρέσβη ΜακΒέι παρουσιάζουν και αναλύουν ο ελληνοαμερικανός ιστορικός Τζον Ιατρίδης και ο συνάδελφός του Ηλίας Βλάντον, ο οποίος έχει γράψει ένα βιβλίο για την υπόθεση Πολκ και έχει αφιερώσει δεκαετίες στη μελέτη των αμερικανικών εθνικών αρχείων για ντοκουμέντα σχετικά με την ελληνική ιστορία.
Ο πρέσβης ΜακΒέι ήταν μια ιδιάζουσα περίπτωση. Απόγονος υπουργών (Δικαιοσύνης και Οικονομικών) και πρέσβη (στην Ιαπωνία) τριών κυβερνήσεων του 19ου αιώνα, αποφοίτησε από το Χάρβαρντ και υπηρέτησε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στα χαρακώματα της Γαλλίας. Μετά, πρώτα εργάσθηκε σε εκδοτικό οίκο και δημιούργησε τον δικό του εκδοτικό οίκο πριν διοριστεί πρέσβης των ΗΠΑ στην Ελλάδα από τον Φραγκλίνο Ρούζβελτ, το 1933. Τη θέση αυτή διατήρησε ώς το 1940 και, μετά, από το 1943 έως το 1947. Μιλούσε άπταιστα αρχαία ελληνικά και ηγήθηκε ανασκαφών στην Ακρόπολη, ευρήματα των οποίων εκτίθενται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Στις αρχές του 1947, ο Λίνκολν ΜακΒέι κατέθεσε, σε κλειστή συνεδρίαση, στην Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας των ΗΠΑ σχετικά τη Σοβιετική υποστήριξη σε αριστερές ένοπλες ομάδες στα Βαλκάνια και τον κίνδυνο αποσταθεροποίησης των κυβερνήσεων της περιοχής. Έπειτα από μερικές εβδομάδες, τον Μάρτιο 1947, σε λόγο του προς το Κογκρέσο, ο πρόεδρος Τρούμαν διατύπωσε το «δόγμα» του σχετικά με την απώθηση της σοβιετικής επεκτατικότητας και ανακοίνωσε την αμέριστη στρατιωτική και οικονομική βοήθεια των ΗΠΑ προς την Ελλάδα και την Τουρκία.
Ο ΜακΒέι ξεκινάει την αφήγησή του με σχεδόν συμπαθητική ματιά προς το ΕΑΜ και αποδίδει στα Τάγματα Ασφαλείας (Τ.Α.) την ευθύνη για την έναρξη της βίας στην Κατοχή. Είχε επιστρέψει στην Ελλάδα από το Κάιρο μόλις στις 27 Οκτωβρίου και δεν είχε, προφανώς, πληροφορηθεί ότι τα Τ.Α. είχαν δημιουργηθεί το φθινόπωρο του 1943 ως αντίδραση στο κύμα εμφύλιας βίας που εξαπέλυσε το ΚΚΕ μετά την άνοιξη του 1943.
Παρ’ όλα αυτά, όσο εξελίσσεται η εξιστόρηση των γεγονότων στη διάρκεια των Δεκεμβριανών, ο πρέσβης των ΗΠΑ εκφράζει αποτροπιασμό για τη φρικαλεότητα των εγκλημάτων του ΕΛΑΣ, και ειδικά για τις εκτελέσεις αμάχων και το όνειδος της ομηρείας χιλιάδων Αθηναίων και της μεταφοράς τους, πεζή, μέσα στο χειμώνα προς τη Θήβα.
Ο ΜακΒέι περιγράφει τη δημιουργία και τον τρόπο λειτουργίας της ΟΠΛΑ. Τη χαρακτηρίζει «τρομοκρατική» οργάνωση, τα μέλη της οποίας ήταν «εξαιρετικά νέοι» με «ενθουσιασμό» και «χωρίς κρίση». Αναφέρεται στη δολοφονική δράση της ΟΠΛΑ στη διάρκεια της Κατοχής και λέει ότι το ΕΑΜ ήταν «αρκετά έξυπνο» ώστε να αποσύρει την ΟΠΛΑ μετά την Aπελευθέρωση για να μην προκαλεί, χωρίς όμως επί της ουσίας να τη διαλύσει: τα περισσότερα μέλη της εισήλθαν στην Εθνική Πολιτοφυλακή της ΠΕΕΑ.
Οι Ιατρίδης και Βλάντον σχολιάζουν ότι ο χαρακτηρισμός απ’ τον ΜακΒέι της δράσης του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ/ΚΚΕ ως «τρομοκρατικής» επιβεβαιώθηκε πανηγυρικά στα απομνημονεύματα του Γιάννη Ιωαννίδη, μέλους της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ και ενός εκ των πρωταγωνιστών του δράματος του 1943-49. Στη μαγνητοφωνημένη εξιστόρηση των γεγονότων που έκανε ο Ιωαννίδης, είχε αναφέρει:
Εμείς κυρίως στον λαό έπρεπε να βασιστούμε και στο ένοπλο τμήμα του λαού, που ήταν ο ΕΛΑΣ. Είχαμε και την ΟΠΛΑ και είχαμε και άλλους [...] και ξέραμε όλους τους συνεργάτες των Γερμανών [...]. Είχαμε επισημάνει τα πρόσωπα εκείνα που με την πρώτη ρήξη έπρεπε να πιάσουμε και να εξουδετερώσουμε. Ώστε αυτοί, οι Άγγλοι και οι άλλοι, να μην έχουν άνθρωπο που να τους εξυπηρετήσει.
Υποσημείωση: Τα ίδια ακριβώς φέρεται να είπε το βράδυ πριν από τον θάνατο του σε έναν χωρικό στην περιοχή του Μετσόβου ο Άρης Βελουχιώτης, όπως καταγράφεται στο βιβλίο Φωτιά και Τσεκούρι του Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα (Εκδόσεις Το Βήμα, 2009, σ. 151-152):
[Ο Άρης Βελουχιώτης] την προτελευταία νύχτα [της ζωής του] διανυκτέρευσε σε ένα χωριό […] κοντά στους αυχένες του Μετσόβου […]. Το βράδυ, δίπλα στο τζάκι, ένας νέος του χωριού, τότε φοιτητής, σήμερα δικηγόρος στην Αθήνα, τον ρώτησε ποια ήταν τα αίτια της ήττας του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ.
– Δεν σκοτώσαμε αρκετούς, του απάντησε ο Άρης. Ο Άγγλος ενδιαφερόταν για τούτο το σταυροδρόμι που ονομάζεται Ελλάδα. Εάν δεν είχαμε αφήσει όρθιο κανέναν από τους φίλους του, δε θα μπορούσε να ξεμπαρκάρει πουθενά. Οι άλλοι με έλεγαν φονιά: να πού μας κατάντησαν. Πόσες ψυχές έχει το χωριό σας;
– Χίλιους διακόσιους, απάντησε ο νέος.
– Έπρεπε να σκοτώσουμε τους εξακόσιους. Το μοσχάρι πεθαίνει όταν το κεφάλι του κολυμπάει στο αίμα. Οι επαναστάσεις πετυχαίνουν όταν τα ποτάμια κοκκινίσουν απ’ το αίμα. Και αξίζει τον κόπο να το χύσεις έτσι, όταν η αμοιβή είναι η τελειότητα της ανθρώπινης κοινωνίας.
Πίσω στα απομνημονεύματα του Ιωαννίδη, ο οποίος περιγράφει μια συζήτηση που είχε με τον εκπαιδευτικό και διανοούμενο Δημήτρη Γληνό, ο οποίος φέρεται να του είπε:
Γιάννη, θα πιάσουμε πέντε-έξι χιλιάδες ανθρώπους στην Αθήνα και τον Πειραιά και μια αντίστοιχη αναλογία στη Θεσσαλονίκη και σε μερικές άλλες μεγάλες πόλεις. Θα τους πιάσουμε ξαφνικά με μια γενική έφοδο, εφόσον θα ξέρουμε πύυ κάθεται καθένας από αυτούς. Θα τους πιάσουμε, θα τους εξουδετερώσουμε και μετά αυτοί θα μείνουν ξεκρέμαστοι. Γιατί δε θα ’χουν με ποιους να τους αντικαταστήσουν. Και αυτοί που θα μείνουν, γιατί με πέντε-έξι χιλιάδες δεν τους πιάνεις όλους, θα χώσουν το κεφάλι τους στο καβούκι και δε θα κουνηθούν.
Και σχολιάζει ο Ιωαννίδης:
Και έτσι ήταν δηλαδή [...]. Εμείς θα τους εξουδετερώναμε επειδή κάναμε επανάσταση και η επανάσταση δεν ξέρει άλλα. Τα άλλα είναι πράσινα άλογα. Όταν κάνεις εμφύλιο πόλεμο δεν τον κάνεις με συναισθηματισμό. Κάνεις εμφύλιο πόλεμο. Θα εξουδετερώσεις τον εχθρό με όλα τα μέσα.
Ο υπογράφων αυτό το άρθρο προειδοποίησε στην πρώτη παράγραφο ότι τα όσα αναφέρονται στο ένθετο της Καθημερινής «στάζουν αίμα» και αφήνουν τον αναγνώστη άφωνο. Επιτρέψτε μου μόνο να σημειώσω εδώ μια μικρή διαφορά μεταξύ των δολοφονικών ενστίκτων των παραπάνω ηγετών της κομμουνιστικής ανταρσίας. Ενώ ο καπετάνιος του ΕΛΑΣ δεν διστάζει να μιλήσει για «σκοτωμούς», οι κομματικοί γραφειοκράτες Ιωαννίδης και Γληνός αναφέρονται σε «εξουδετέρωση»...
Ερωτηθείς, τέλος, για το εάν οι εκκαθαρίσεις άρχισαν πριν από τις 12 Οκτωβρίου 1944, ο Ιωαννίδης απαντάει ότι «ναι, το πιάσιμο, χωρίς να κόβεις κεφάλια, κ.λπ., είχε αρχίσει από πριν»...
Ένα τελευταίο σημείο από την πολυσέλιδη εξιστόρηση των Ιατρίδη-Βλάντον, στο οποίο, για τον γράφοντα, αποκαλύπτεται σε όλο της το μεγαλείο η πνευματική και συναισθηματική εξαθλίωση αυτών που αιματοκύλησαν την πατρίδα μας το 1943-49 για να επιβάλουν σταλινική δικτατορία, να κάνουν την Ελλάδα δορυφόρο της ΕΣΣΔ και να παραδώσουν τη Μακεδονία και τη Θράκη στη Βουλγαρία:
Είναι αρχές Ιανουαρίου 1945 και στο δρόμο από τη Μάνδρα προς τη Θήβα κινείται μια φάλαγγα ομήρων, ημίγυμνων και εξαθλιωμένων, μέσα στο χειμώνα. Στα απομνημονεύματά της, η Καίτη Ζεύγου, σύζυγος του κορυφαίου στελέχους του ΚΚΕ Γιάννη Ζεύγου, στέλεχος και η ίδια, γράφει:
Κείνη την ώρα αγναντέψαμε κάτι να κινείται αργά-αργά σαν σερνάμενο φίδι [...]. Το θέαμα ήταν συγκλονιστικό. Μια φάλαγγα από ανθρώπους ξεθεωμένους από την κούραση, με καταφανή τα ίχνη της ταλαιπωρίας και της απόγνωσης στο πρόσωπο, με ένοπλους φρουρούς και από τις δύο πλευρές. Θυμάμαι ακόμη ότι επικεφαλής της φάλαγγας ήταν ένα γεροντάκι που με δυσκολία έσερνε τα πόδια του. Όπως είπα και παραπάνω, ήταν από τα λάθη του κινήματος. Με κάτι τέτοια η αντίδραση πήγε να σκεπάσει το όργιο της τρομοκρατίας που εξαπέλυσε μετά τον Δεκέμβρη και που το κλίμα το διατηρεί τεχνητά, όταν μπορεί, μέχρι και σήμερα, για να μην αφήσει να σβήσει ο δαυλός του εθνικού διχασμού[i].
Με άλλα λόγια – για όσους ακόμη και τώρα αρνούνται να αποδεχτούν τις μαρτυρίες των δολοφόνων ως έχουν, αλλά τους αποδίδουν ηρωικές ή ηθικές αποχρώσεις:
«Σφάξαμε, σύραμε αθώους ανθρώπους, γεροντάκια και αμάχους, σε δολοφονική αιχμαλωσία για να καταλάβουμε την εξουσία με τη βία αλλά οι ανθρώπινες αντιδράσεις που προκάλεσαν οι πράξεις μας ήταν... όργιο τρομοκρατίας [σ.σ. !!!]. Οι διασωθέντες και οι συγγενείς τους έπρεπε να ξεχάσουν τους νεκρούς τους και τι τράβηξαν οι ίδιοι και να σφυρίζουν αδιάφορα όταν συναντούσαν τους δολοφόνους, τους απαγωγείς και τους βασανιστές των παιδιών, των συζύγων και των συγγενών τους στο δρόμο, στο λεωφορείο ή στο περίπτερο. Α, και να μην το ξεχάσω: ΔΕΝ διαπράξαμε εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου. Όχι. Κάναμε, απλώς, λάθη. Τα εγκλήματά μας δεν ήταν σοβαρά. Ήταν, απλώς, “κάτι τέτοια”. Τίποτε περισσότερο».
Αυτό λέει η Ζεύγου. Ό,τι ακριβώς λέει και η Αριστερά μετά το 1974 και, με τη χρήση της βίας που άσκησε σε όλη τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης, λέει αυτό που επέβαλε ως κυρίαρχο αφήγημα για τη δεκαετία του 1940 και τη επόμενη περίοδο.
Τέλος, διαβάζοντας τη μαρτυρία της Ελένης Αργυροπούλου για τον ένα μήνα που πέρασε στην αιχμαλωσία του ΕΛΑΣ, μου ήρθε στο μυαλό η αριστουργηματική ουγγρική ταινία του Λάζλο Νέμες, Ο γιος του Σαούλ, που κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο των Καννών και το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας το 2015. Πρόκειται για την ιστορία ενός ούγγρου εβραίου κρατουμένου στο Άουσβιτς, που εργάζεται στη μεταφορά των πτωμάτων από τους θαλάμους αερίων στα κρεματόρια. Η απόγνωση, ο θάνατος πίσω από κάθε γωνία, η αυθαιρεσία της βίας των δεσμοφυλάκων, η αδικία και η αναμονή του μοιραίου ξεπηδούν από κάθε πρόταση της εξιστόρησής της. Αξίζει τον κόπο να τη διαβάσουν όσο γίνεται περισσότεροι Έλληνες.
Μόνο συγχαρητήρια και ευχαριστίες αξίζει η Καθημερινή για την κατάθεση αυτών των φοβερών ντοκουμέντων στη δημόσια σφαίρα. Όπως έχει γράψει ο Γουίλιαμ Φόκνερ, «Το παρελθόν δεν είναι νεκρό. Δεν είναι καν παρελθόν». Στις 12 Οκτωβρίου τρέχοντος έτους, το ΚΚΕ οργάνωσε φιέστα στα προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο κέντρο της Αθήνας, κατά την οποία ο γενικός γραμματέας του είπε στο συγκεντρωμένο πλήθος ότι «ο ΕΛΑΣ απελευθέρωσε την Ελλάδα» και μίλησε για τους «τιμημένους αγώνες» του – του ΕΛΑΣ...
Σημείωση: στο τεύχος 159 του Books' Journal που κυκλοφορεί, ο Περικλής Φ. Κωνσταντινίδης παρεμβαίνει με ένα σημαντικό κείμενο, που επιδιώκει να πει τα γεγονότα των Δεκεμβριανών και τους λόγους που οδήγησαν τη χώρα στον φονικό εμφύλιο.
[i] Καίτη Ζεύγου, Με τον Γιάννη Ζεύγο στο επαναστατικό κίνημα, Ωκεανίδα, 1980, σ. 332-333.