Σύνδεση συνδρομητών

Μικρή, έντιμη και ουδέτερη Ελλάδα;

Σάββατο, 09 Ιουλίου 2022 23:21
14 Μαΐου 1982, Σύνταγμα, Αθήνα, Διαδηλωτές για την ειρήνη κατά της επίσκεψης του αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Αλεξάντερ Χέιγκ. Ο αντιαμερικανισμός και η αντίθεση στο ΝΑΤΟ και στην Ευρώπη ήταν χαρακτηριστικό του ελληνικού κινήματος ειρήνης, που οργανώθηκε από την Αριστερά. Σε γενικές γραμμές, το κίνημα ειρήνης εμφανιζόταν ουδέτερο. Αλλ’ η ουδέτερη πολιτική ταυτιζόταν απόλυτα με τις πολιτικές της επιδιώξεις και προϋπέθετε την ευθυγράμμιση μ’ αυτές. Τα «φιλειρηνικά» κινήματα και, προφανώς, τα γηγενή σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά κόμματα βοηθούσαν την ευόδωση των σοβιετικών στόχων στις δυτικές χώρες.
Αρχείο ΕΡΤ
14 Μαΐου 1982, Σύνταγμα, Αθήνα, Διαδηλωτές για την ειρήνη κατά της επίσκεψης του αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Αλεξάντερ Χέιγκ. Ο αντιαμερικανισμός και η αντίθεση στο ΝΑΤΟ και στην Ευρώπη ήταν χαρακτηριστικό του ελληνικού κινήματος ειρήνης, που οργανώθηκε από την Αριστερά. Σε γενικές γραμμές, το κίνημα ειρήνης εμφανιζόταν ουδέτερο. Αλλ’ η ουδέτερη πολιτική ταυτιζόταν απόλυτα με τις πολιτικές της επιδιώξεις και προϋπέθετε την ευθυγράμμιση μ’ αυτές. Τα «φιλειρηνικά» κινήματα και, προφανώς, τα γηγενή σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά κόμματα βοηθούσαν την ευόδωση των σοβιετικών στόχων στις δυτικές χώρες.

Η ιδέα της «ουδετερότητας» από την ΕΣΣΔ στον Ψυχρό Πόλεμο ώς τη σημερινή Ρωσία. Αναδημοσίευση από το τεύχος 129.

Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, τα επακόλουθα αντίμετρα και οι κυρώσεις που έλαβαν η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, καθώς και η συμμετοχή της χώρας μας σε αυτές τις διαδικασίες, πυροδότησαν, όπως ήταν αναμενόμενο, οξύτατες αντιπαραθέσεις ανάμεσα στις διαφορετικές μερίδες του Τύπου, του κοινού, του πολιτικού κόσμου και των δημοσιολογούντων, προοδευτικών και μη, μανδαρίνων. Κάποιοι καλωσόρισαν  τη ρωσική εισβολή ως το τελειωτικό χτύπημα στην παγκοσμιοποίηση και τη «φιλελεύθερη διεθνή τάξη»,  ενώ άλλοι την αποδοκίμασαν ξεκάθαρα. Tέλος, ένα κομμάτι της πάλαι ποτέ ανανεωτικής και μη Αριστεράς αποδοκίμασε τόσο την εισβολή όσο και τα αντίμετρα της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, σημειώνοντας ταυτόχρονα ότι η ειδική θέση της χώρας μας και η σχέση της με τη Ρωσία επιβάλλουν την τήρηση αυστηρής ουδετερότητας και αποχής από τις συλλογικές αποφάσεις των θεσμών στους οποίους μετέχει.

Αυτές οι απόψεις φυσικά δεν κομίζουν κάτι καινούργιο. Η ρητορική περί ουδετερότητας, αδέσμευτης πολιτικής κ.λπ. έρχονται κατευθείαν από την ψυχροπολεμική περίοδο κατά την οποία ανδρώθηκαν πολιτικά – περίοδο την οποία διάφοροι ίσως νοσταλγούν. Το αφήγημα της ουδετερότητας, άλλωστε, κατείχε κομβική θέση στις πολιτικές πρακτικές της ΕΣΣΔ και των κομμάτων-δορυφόρων της εντός και εκτός Ευρώπης. Με μια πρώτη ματιά, αυτές οι απόψεις θα μπορούσαν να απορριφθούν ως ανεδαφικές ή αφελείς. Παρ’ όλα αυτά, το ότι διατυπώθηκαν από πολιτικούς και διανοούμενους που ώς πρόσφατα κατείχαν καίριες κυβερνητικές θέσεις, από τις οποίες διατύπωναν και ασκούσαν την εξωτερική πολιτική της χώρας, καθιστά την ενδελεχή διερεύνηση αυτών των θέσεων επιτακτική.

Το ζήτημα που ανακύπτει είναι αν υπάρχει κάποιο ιστορικό προηγούμενο που να δικαιώνει αυτές τις απόψεις, το οποίο η χώρα και οι επαΐοντες θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν ως οδοδείκτη για μια εναλλακτική πολιτική. Το παρόν κείμενο αποπειράται να απαντήσει σε αυτή τη διερώτηση, κάνοντας μια σύντομη περιοδολόγηση στις πολιτικές, τη ρητορική και τις πρακτικές  της «ουδετερότητας» κατά την ψυχροπολεμική περίοδο. Το πρώτο μέρος αναλύει τα γεωπολιτικά δεδομένα της ψυχροπολεμικής περιόδου και την ανάδυση της «ουδετερότητας» στο λόγο και στις πρακτικές της ΕΣΣΔ. Το δεύτερο μέρος εξετάζει την εφαρμογή και την αποτελεσματικότητα αυτών των πολιτικών. Τέλος διατυπώνονται κάποιες σύντομες σκέψεις γύρω από τις «κληρονομιές» αυτής της περιόδου στη ρωσική εξωτερική πολιτική.

 

Από τους «δύο κόσμους» στην ανάδυση της ουδετερότητας

Το αφήγημα περί ουδετερότητας εμφανίσθηκε στην ιδεολογία και την πρακτική της ΕΣΣΔ και των κομμουνιστικών κομμάτων τη δεκαετία του 1950. Αν και αυτές οι ιδέες δεν ήταν καινοφανείς, οι  θεωρητικοί του μαρξισμού-λενινισμού τις είχαν προηγουμένως απορρίψει αναφανδόν ως  ουτοπικές και ανεφάρμοστες. Τόσο ο Λένιν όσο και ο Στάλιν θεωρούσαν την πάλη των τάξεων κινητήρια δύναμη της ιστορίας. Σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση, η ουδετερότητα στην αναμέτρηση μεταξύ των δυο συστημάτων, καπιταλισμού και σοσιαλισμού, θεωρούνταν αδύνατη, ενώ όποιο κράτος δεν υποστήριζε τα δίκαια της ΕΣΣΔ θεωρούνταν εξ ορισμού εχθρική οντότητα.[1] 

Αυτές οι απόψεις άρχισαν να αναθεωρούνται σταδιακά τη δεκαετία του 1950. Αφορμή της αλλαγής ήταν η δημιουργία και η επέκταση του ΝΑΤΟ, που οδήγησε την  ΕΣΣΔ και τα κατά τόπους κομμουνιστικά κόμματα να χρησιμοποιήσουν  την  ουδετερότητα ως εργαλείο ανάσχεσης της επέκτασής του. Τον Μάρτιο του 1952, ο Στάλιν πρότεινε την επανένωση των δυο Γερμανιών με την προϋπόθεση το νεοπαγές κράτος να κρατήσει αυστηρή ουδετερότητα. Αυτή η πολιτική επεκτάθηκε μετά  την άνοδο του Νικήτα Χρουστσόφ.[2]  Την περίοδο Χρουστσόφ, η ιδέα της ουδετερότητας μετετράπηκε σε ακρογωνιαίο λίθο της σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής. Ο κύριος στόχος της ΕΣΣΔ ήταν αφενός να εμποδίσει την περαιτέρω επέκταση του ΝΑΤΟ που είχε ξεκινήσει το 1955 και να πείσει τις χώρες του αναδυόμενου «Τρίτου Κόσμου», ορισμένες από τις οποίες είχαν ήδη αρχίσει να συμμετέχουν σε φιλοδυτικούς συνασπισμούς όπως το σύμφωνο της Βαγδάτης, να αποσχισθούν και να μετακινηθούν εγγύτερα στις σοβιετικές θέσεις. Η «ειρηνική συνύπαρξη» ήταν, επομένως, προκάλυμμα για τον απώτερο σκοπό της ΕΣΣΔ, την ανατροπή της ισορροπίας δυνάμεων μέσω της δημιουργίας φαινομενικά ουδέτερων και αδέσμευτων συνασπισμών οι οποίοι θα εφάρμοζαν απαρέγκλιτα τις σοβιετικές πολιτικές.

Η εργαλειοποίηση αυτών των πολιτικών από την ΕΣΣΔ ήταν εξαρχής προφανής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το αίτημα της Ουγγαρίας να ανακηρυχθεί ουδέτερη χώρα το 1956. Η παρέκβαση των Ούγγρων οδήγησε στη σοβιετική επέμβαση και εισβολή και στις εκτελέσεις χιλιάδων αντικαθεστωτικών. Παρ’ όλα αυτά, οι συγκεκριμένες προτάσεις βρήκαν ευήκοα ώτα σε μια μερίδα της «Δύσης». Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η Αυστρία. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Αυστρία βρισκόταν σε καθεστώς τετραπλής κατοχής. Το αίτημα της για τον τερματισμό αυτού το καθεστώτος και την αναγνώρισή της ως ανεξάρτητου κράτους προσέκρουσε στην άρνηση της ΕΣΣΔ, η οποία συμφώνησε να προσυπογράψει εφόσον η Αυστρία αυτοανακηρυσσόταν ουδέτερη και απέρριπτε τη συμμετοχή της στο ΝΑΤΟ.[3] Η ουδετερότητα της Αυστρίας είχε κομβική συμμαχία εφόσον απέκοπτε το βόρειο από το νότιο κομμάτι του ΝΑΤΟ και καθιστούσε τη μεταφορά στρατευμάτων από και προς τη Δυτική Γερμανία εξαιρετικά δυσχερή.

Η ανακήρυξη της αυστριακής ουδετερότητας το 1955 ήταν μόνο το πρώτο βήμα. Η ανάδυση του κινήματος των αδεσμεύτων, τον Απρίλιο του 1955, και η κατοπινή ανακήρυξη «ουδέτερων και αδέσμευτων» πολιτικών από χώρες όπως η Αίγυπτος και η Ινδία υποστηρίχτηκαν σθεναρά από την ΕΣΣΔ, που παραχώρησε τεράστια δάνεια και στρατιωτική βοήθεια στους νεοπαγείς δορυφόρους της. Την ίδια χρονιά, η Φινλανδία, ύστερα από αφόρητη σοβιετική πίεση, δέχτηκε να ανανεώσει για είκοσι χρόνια τη συμφωνία «φιλίας, συνεργασίας και αμοιβαίας βοήθειας» που της είχε επιβληθεί από τον Στάλιν το 1944 και  να ανακηρυχθεί ουδέτερη με τις ευλογίες της Μόσχας. Φυσικά, τόσο σε αυτή την περίπτωση όσο και στην περίπτωση της Αυστρίας, η ουδετερότητα ουσιαστικά επιβλήθηκε από τη Μόσχα, η οποία είχε πανικοβληθεί από την προοπτική μια ανεξάρτητης Φινλανδίας που θα «έδινε πάτημα» στην επέκταση του ΝΑΤΟ στη Βαλτική. Τα επόμενα χρόνια, η ΕΣΣΔ επέκτεινε τις προσπάθειές της τόσο στη Σκανδιναβία, όπου πρότεινε στους ηγέτες της Δανίας, της Ισλανδίας και της Νορβηγίας να ανακηρύξουν την ευρύτερη περιοχή ουδέτερη ζώνη, όσο και της ανατολικής Μεσογείου.

  

Τα όρια και οι πραγματικότητες της ουδετερότητας

Η προώθηση του franchise της ουδετερότητας έγινε προσπάθεια να βρει πολιτική νομιμοποίηση μέσω του πολιτικού αφηγήματος που πρόσφατες μελέτες χαρακτήρισαν «σοβιετικό μύθο της ουδετερότητας».[4] Το αφήγημα αυτό, που προωθούνταν από τη σοβιετική προπαγάνδα και τα κατά τόπους όργανά της, υπογράμμιζε τα πολιτικά οφέλη της ουδετερότητας: πολιτικό κύρος, ασφάλεια, φιλικές σχέσεις με την ΕΣΣΔ και, φυσικά, οικονομική ανάπτυξη, εφόσον η ουδετερότητα σήμαινε δραστική περικοπή των εξοπλιστικών δαπανών και αύξηση πόρων για έργα κοινής ωφέλειας και για κοινωνικές δαπάνες. Όπως σε όλους τους μύθους, κι αυτό το αφήγημα είχε κάποια στοιχεία αληθοφάνειας. Αλλά, στην πραγματικότητα, το περιθώριο ελιγμών και πραγματικά αδέσμευτης πολιτικής ήταν απειροελάχιστο. Για την ΕΣΣΔ, η ουδέτερη πολιτική ταυτιζόταν απόλυτα με τις πολιτικές της επιδιώξεις και προϋπέθετε την ευθυγράμμιση μ’ αυτές. Σε περίπτωση ανυπακοής, η ΕΣΣΔ χρησιμοποιούσε, για να επαναφέρει τις «ουδέτερες» χώρες στην προσήκουσα τάξη, μια σειρά από εργαλεία: οικονομικές πιέσεις, απειλές, «φιλειρηνικά» κινήματα και, προφανώς, τα γηγενή σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά κόμματα. Όπως υπογράμμισε ο ιστορικός Wolfgang Mueller, η πολιτική της ουδετερότητας  συνεπαγόταν ότι «οι ουδέτερες χώρες θα έπρατταν ακριβώς ό,τι θα εξυπηρετούσε την ΕΣΣΔ».[5]  

Οι φινλανδο-σοβιετικές κρίσεις του 1958 και του 1961 προσφέρουν απτή απεικόνιση της δυναμικής και των ορίων της ουδετερότητας. Η προσπάθεια της Φινλανδίας να προσεγγίσει τους δυτικούς θεσμούς το 1958 οδήγησε στην «κρίση του παγετού», που ανάγκασε τον φινλανδό πρωθυπουργό να αντικαταστήσει ολόκληρο το υπουργικό συμβούλιο με πολιτικούς αρεστούς στην ΕΣΣΔ. Η επόμενη κρίση, του 1961, οφειλόταν στους φόβους της ΕΣΣΔ ότι οι επικείμενές εκλογές θα οδηγούσαν στην ήττα του πρωθυπουργού Ούρο Κεκόνεν και την αντικατάσταση του από έναν αντισοβιετικό υποψήφιο. Η στυγνή σοβιετική επέμβαση και οι ευθύτατες απειλές ανάγκασαν τον αντίπαλο του Kεκόνεν να αποσύρει την υποψηφιότητά του εν μέσω της προεκλογικής περιόδου. Αυτές οι επεμβάσεις δεν ήταν μεμονωμένες, οι Σοβιετικοί επέβαλαν τόσο στην Αυστρία όσο και στη Φιλανδία μια ιδιότυπη λογοκρισία του Τύπου η οποία συχνά συνοδευόταν από σαφείς απειλές.[6]

Οι σοβιετικές πιέσεις επιτάθηκαν περαιτέρω μετά το τέλος της ψυχροπολεμικής détente που ακολουθήσε την εισβολή στο Αφγανιστάν και τη στρατιωτική επέμβαση στην Πολωνία. Αυτή την περίοδο, η ΕΣΣΔ άσκησε αφόρητες πιέσεις στους ουδέτερους, καλώντας τους να μποϊκοτάρουν το εμπάργκο κατά της ΕΣΣΔ και να απέχουν από εξοπλιστικά προγράμματα. Αυτές οι πιέσεις κατά κανόνα έμεναν στο οικονομικό και στο διπλωματικό επίπεδο – όπως στην περίπτωση της Ελβετίας, η απόφαση της οποίας να προχωρήσει σε ανανέωση των εξοπλιστικών της προγραμμάτων οδήγησε στην οργισμένη απάντηση της ΕΣΣΔ. Σε πολλές περιπτώσεις, όμως, οι επεμβάσεις έλαβαν διακριτή στρατιωτική μορφή: υπερπτήσεις σοβιετικών μαχητικών στον σουηδικό εναέριο χώρο, τέλεση ασκήσεων στα φινλανδικά σύνορα. Φυσικά αυτές οι πολιτικές δεν προέκυψαν απλώς λόγω της επιδείνωσης του ψυχροπολεμικού κλίματος. Πρόσφατα αποχαρακτηρισμένα αρχεία από τη δεκαετία του 1960 καταδεικνύουν ότι η ΕΣΣΔ προετίθετο να παραβιάσει την ουδετερότητα σε περίπτωση πολέμου βομβαρδίζοντας με πυρηνικά την Αυστρία ώστε να επιφέρει «πλήρη καταστροφή της Βιέννης» και καταλαμβάνοντας τη Φινλανδία και την Ελβετία.[7]

 

Μαθήματα για το μέλλον;

Η saga της ουδετερότητάς έλαβε τέλος με την πτώση της ΕΣΣΔ. Παρ’ όλα αυτά, οι μύθοι που περιτριγυρίζουν την ουδετερότητα και το ρόλο της κατά την ψυχροπολεμική περίοδο παραμένουν ισχυροί σε ένα κομμάτι της ελληνικής, και όχι μόνο, Αριστεράς, η οποία πιστεύει ότι μια παρεμφερής πολιτική είναι εφικτή και αποτελεσματική. Η ενδελεχής μελέτη της πρόσφατης ιστορίας, δυστυχώς ή ευτυχώς, καταδεικνύει το ακριβώς αντίθετο.

Η ουδετερότητα την εποχή του Ψυχρού Πολέμου δεν ήταν συνειδητή επιλογή, αλλά αποτέλεσμα σοβιετικών εκβιασμών και πολιτικού bullying. Οι χώρες που ενστερνίστηκαν την ουδετερότητα, ιδιαίτερα η Αυστρία και η Φινλανδία, υπέστησαν συνεχείς και απαράδεκτες εσωτερικές επεμβάσεις που διάβρωσαν την αξιοπρέπεια της πολιτικής ζωής, εξευτέλισαν την ελευθερία του Τύπου και υπέσκαψαν το δικαίωμα των πολιτών να αποφασίζουν για τις τύχες της χώρας τους. Για την ΕΣΣΔ, η ουδετερότητα ήταν ένα προκάλυμμα για την ασφαλή προώθηση των ιδιοτελών της συμφερόντων[8]. Φυσικά, η ΕΣΣΔ δεν είχε κανένα δισταγμό να παραβιάσει τα σύνορα και την ασφάλεια των ουδετέρων αν και όταν η στρατηγική της το επέτασσε, ακόμη και χρησιμοποιώντας πυρηνικά όπλα! Σκοπός της συγκεκριμένης πολιτικής δεν ήταν η συλλογική ασφάλεια αλλά η διάσπαση κάθε είδους συνασπισμού και συλλογικού οργάνου που θα παρουσίαζε προσκόμματα στη σοβιετική πολιτική και, ταυτόχρονα, η εξασφάλιση ότι, μέσω της ουδετερότητας, η ανάδυση νέων συλλογικών και εναλλακτικών πόλων εξουσίας θα καθίστατο αδύνατη.

Μια προσεκτική ματιά στα τεκταινόμενα δείχνει ότι η πολιτική της Ρωσίας παραμένει σε μεγάλο βαθμό σταθερή. Η Ρωσία στηρίζει, χρηματοδοτεί και δημιουργεί φιλικά και ουδέτερα κόμματα και ad hoc συμμαχίες, π.χ. στην Ουγγαρία, ώστε να υποσκάψει και ει δυνατόν να διαβρώσει τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Κάποιοι παρατηρητές έχουν περιγράψει την πολιτική της σε αυτόν τον τομέα ως ασταθή ή ακόμη και παρανοϊκή, εφόσον η Μόσχα συνδέεται και προωθεί τόσο ακροδεξιά όσο και ακροαριστερά μορφώματα. Όμως, σ’ αυτή την πολιτική, υπάρχει μια σαφής λογική. Η Μόσχα υποστηρίζει όσους και όποιους προτίθενται να υποσκάψουν τη λειτουργικότητα των ευρωπαϊκών συλλογικών οργάνων τα οποία θεωρεί, όπως και την ψυχροπολεμική περίοδο, απειλή. Παρ’ όλα αυτά, η αίσθηση ασφάλειας από αυτές τις συμμαχίες είναι επίπλαστη: τόσο οι ουδέτεροι όσο και οι σύμμαχοι είναι παντελώς αναλώσιμοι αν και όταν το επιτάσσουν τα ρωσικά συμφέροντα. Ο πιθανός ενστερνισμός της «ουδέτερης» πολιτικής όχι μόνο δεν θα προσπορίσει τα προβλεπόμενα οφέλη αλλά θα υποσκάψει τη δημοκρατία, τους θεσμούς και την αξιοπρέπεια της χώρας, μετατρέποντάς τη σταδιακά σε δορυφόρο εξωτερικών συμφερόντων. Η «άψογη και ευμενής ουδετερότητα», η μιζέρια, το «οίκαδε» και ο απομονωτισμός έχουν οδηγήσει σε τραγικές καταστάσεις στο παρελθόν. Αντίθετα, οι διεργασίες μέσα σε διεθνείς και ευρωπαϊκές συμμαχίες έχουν σημαδέψει και οδηγήσει στις σημαντικότερες επιτυχίες της χώρας.

Καθώς ολοκληρώνεται αυτό το κείμενο, τα έντυπα και ηλεκτρονικά ΜΜΕ αναπαράγουν νέα για μια ακόμη ρωσική σφαγή στη βόρεια Ουκρανία. Αυτές τις στιγμές, η ουδετερότητα δεν αποτελεί λύση, αλλά ευτελισμό της χώρας. Και η Ελλάδα είναι μικρή χώρα για να διαπράξει τέτοια ατιμία.

 

[1] Margot Light, The Soviet Theory of International Relations (New York: St. Martin’s, 1988), σ. 229–237.

[2] Jurgen Zarusky, επιμ., Die Stalinnote vom 10. M¨arz 1952: Neue Quellen und Analysen (Munich: Oldenbourg, 2002) και Peter Ruggenthaler, επιμ., Stalins großer Bluff: Die Geschichte der Stalinnote in sowjetischen Dokumenten (Munich: Oldenbourg, 2007).

[3] William Taubman, Khrushchev: The Man: His Era (London: Simon & Schuster Free Press, 2003), σ. 331, 333, 349.

[4] Wolfgang Mueller, “The USSR and Permanent Neutrality in the Cold War”, Journal of Cold War Studies 18 (2016), σ. 161

[5] Mueller, “The USSR and Permanent Neutrality”, σ. 162

[6] Mueller, “The USSR and Permanent Neutrality”, σ.168

[7] Manfried Rauchensteiner, επιμ., Zwischen den Blocken: NATO, Warschauer Pakt und Osterreich (Vienna: Bohlau, 2010).

[8] George Ginsburgs - Alvin Z. Rubinstein, “Finlandization: Soviet Strategy or Geopolitical Footnote?” στο George Ginsburgs - Alvin Z. Rubinstein, επιμ., Soviet Foreign Policy toward Western Europe (New York: Praeger, 1978), σ. 4.

Σπύρος Τσουτσουμπής

Λέκτορας νεωτερικής ευρωπαϊκής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Lancaster, επισκέπτης λέκτορας στο Πανεπιστήμιο του Manchester από το οποίο και έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα.  Κυκλοφορεί η πρώτη μονογραφία του, A history of the Greek resistance during the Second World War: The Peoples Armies (2019).

Τελευταία άρθρα από τον/την Σπύρος Τσουτσουμπής

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.