Ο Τζορτζ Στάινερ έφυγε πλήρης ημερών στις 3 Φεβρουαρίου 2020. Γεννήθηκε ανήμερα της ονομαστικής εορτής του στο Παρίσι το 1929, σπούδασε στην Αμερική και στην Αγγλία και δίδαξε σε πολλά πανεπιστήμια του δυτικού κόσμου, δικαίως καμαρώνοντας σε μια συνέντευξη ότι είναι μάλλον ο μόνος καθηγητής στον πλανήτη που μπορεί να διδάσκει σε τέσσερις γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά).[i] Κλασικός διανοούμενος εβραϊκής καταγωγής και ακατάβλητος πλάνης σε ιδέες και τόπους, κυκλοφορούσε στα ακαδημαϊκά ιδρύματα, τα επιστημονικά συνέδρια, τα φιλολογικά περιοδικά και τους εκδοτικούς οίκους σφραγίζοντας τα πάντα με το πνευματικό του εκτόπισμα. Ένας Homo universalis, η ευρύτατη εποπτεία του οποίου στις τέχνες και στις ανθρωπιστικές επιστήμες, σε συνδυασμό με ένα βλέμμα σταθερά στραμμένο στις φυσικές επιστήμες, του πρόσφεραν την ικανότητα να περιδιαβάζει με άνεση ποικίλους γνωστικούς τομείς. Παρ’ ότι το κατ’ εξοχήν αντικείμενό του ήταν η συγκριτική λογοτεχνία, τον κέντριζε η δημιουργία σε όλες τις εκφάνσεις της (βλ. το αμετάφραστο Grammars of Creation, όπου μπορεί να μεταβαίνει, λόγου χάριν, από τον Αναξίμανδρο στον Γιουβενάλη και μετά στον Νεύτωνα, τον Δαρβίνο, τον Φρόυντ, τον Τούρινγκ, τη Γουλφ, τον Μπουλέζ χωρίς να χάνει τον ειρμό του). Στα καθ’ ημάς είναι ο πιο μεταφρασμένος κριτικός, με σχεδόν είκοσι βιβλία.
Η πρώτη γνωριμία μου με το έργο του έγινε το 2004, έτος έκδοσης του Μετά τη Βαβέλ στα ελληνικά, όταν σπούδαζα μετάφραση στο ΕΚΕΜΕΛ με δάσκαλο, μεταξύ άλλων, τον Άρη Μπερλή, επιμελητή αυτής της μελέτης των οκτακοσίων σελίδων[ii]. Οι συζητήσεις μας με αφορμή αυτή την οιονεί Βίβλο της μεταφρασεολογίας άνοιξαν το δρόμο για έναν προχωρημένο στοχασμό αναφορικά με τη γλώσσα, την ερμηνεία, τη μετάφραση. Προχωρημένο, διότι εκείνο που εξ αρχής μου έκανε εντύπωση στη σχετική επιχειρηματολογία του Στάινερ –ο οποίος απέφευγε τον όρο «θεωρία» και προτιμούσε να μιλά για «αφήγηση μιας διαδικασίας», αξιοποιώντας έναν λογοτεχνικό όρο– ήταν ότι δεν περιόριζε τη μετάφραση στη μεταφορά του νοήματος από τη μια γλώσσα στην άλλη (διαγλωσσική μετάφραση), αλλά τη διεύρυνε στην ερμηνεία κάθε γλωσσικής εκφοράς. «Καταλαβαίνω σημαίνει αποκρυπτογραφώ. Κατανοώ τη σημασία σημαίνει μεταφράζω» υποστηρίζει. Μεταφράζω σημαίνει λοιπόν ερμηνεύω, και όταν καλούμαστε να ερμηνεύσουμε, ερμηνεύουμε πρώτα όσα συζητούμε με τον εαυτό μας (τον εσωτερικό λόγο) και μετά όσα συζητούμε με τους άλλους (τον εξωτερικό λόγο). Πώς μπορώ να καταλάβω αν δεν προβαίνω συνέχεια στην ενδογλωσσική μετάφραση, αν δεν αποκρυπτογραφώ κάθε σκέψη, με ή χωρίς την εκφορά της;
Η σιωπή δεν γνωρίζει ιστορία
Σε αυτή τη διαδικασία, σημαίνον γνώρισμα είναι ο χρόνος: η γλώσσα είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα της «ηρακλείτειας ροής», γράφει, όπου οι σημασίες αλλάζουν και όπου «ακόμη και το πανομοιότυπο αποτελεί φρεναπάτη όταν περάσει ο χρόνος», όπως έδειξε εμβληματικά ο Μπόρχες. «Η σιωπή δεν γνωρίζει ιστορία»: όποιος (άτομο ή σύνολο) δεν μεταφράζει και ό,τι (ατομικό ή συνολικό) δεν μεταφράζεται, εξαφανίζεται. Γι’ αυτό «η ύπαρξη της τέχνης και της λογοτεχνίας, η πραγματικότητα της βιωμένης ιστορίας σε μια κοινότητα, εξαρτάται από μια αέναη, αν και συχνότατα ασυνείδητη, πράξη εσωτερικής μετάφρασης. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι κατέχουμε τον πολιτισμό επειδή μάθαμε να μεταφράζουμε μέσα από τον χρόνο». Και η τέχνη του μεταφραστή δεν είναι παρά «η κρυφή εισβολή τού εγώ στην ετερότητα».
Ωστόσο ο Στάινερ είναι ιδιαίτερα απαισιόδοξος ως προς την επικοινωνιακότητα της γλώσσας. «Η ανθρώπινη ομιλία μάλλον αποκρύπτει παρά αποκαλύπτει· δημιουργεί περισσότερη ασάφεια παρά σαφήνεια· και μάλλον απομακρύνει παρά συνδέει». Η Βαβέλ είναι καταστατικό γνώρισμα του ανθρώπου, που δεν μπορεί να το αποτινάξει. Μα και δεν θα έπρεπε, προσθέτει, δίνοντας έναν τόνο αισιοδοξίας, αφού ο πνευματικός πλούτος είναι το ωραιότερο αποτέλεσμα της Βαβέλ. «Η αμφισημία, η πολυσημία, η αδιαφάνεια, η παραβίαση των γραμματικών και λογικών ακολουθιών, οι αμοιβαίες ακατανοησίες, η ικανότητα του ψεύδεσθαι – όλα αυτά δεν αποτελούν παθολογίες της γλώσσας, αλλά τις ρίζες του μεγαλοφυούς πνεύματός της. Χωρίς αυτά, το άτομο και το είδος θα είχαν υποστεί μαρασμό».
Αυτή τη διπλή κίνηση, με τις σημαντικές ηθικές και πρακτικές συνέπειές της, επαναλαμβάνει ο Στάινερ σε διάφορα έργα του: ακριβώς επειδή κάτι είναι δύσκολο ή/και αδύνατο, οφείλω να προσπαθήσω να το διανοηθώ, να το εξετάσω, να το πράξω, καθώς τίποτα δεν θα μου δοθεί εύκολα, αγόγγυστα, εν λευκώ – το «εκπαιδεύομαι» ενέχει το «παιδεύομαι». Στο Περί δυσκολίας,[iii] όσο αναγνωρίζει την εγγενή αδυναμία να συλλάβουμε πλήρως τα δύσκολα, ερμητικά, απόκρυφα κείμενα, άλλο τόσο προτρέπει (εαυτόν και άλλους) «να πάρουμε στα σοβαρά τη δουλειά μας», ήτοι «να διδάξουμε την ανάγνωση». Στο πλαίσιο της γραφής, επίσης, κάθε φτηνή υπεραπλούστευση είναι ανεπίτρεπτη, κυριολεκτικά ανήθικη, ενώ απεναντίας «ό,τι εμπλουτίζει τη φαντασία του ενηλίκου, ό,τι περιπλέκει τη συνείδηση και συνεπώς διαβρώνει τις κοινοτοπίες των καθημερινών αντανακλαστικών, αποτελεί ύψιστη ηθική πράξη».
Ο Στάινερ μίλησε για πολλά και πολύ διαφορετικά ζητήματα, σε μια εποχή όπου όποιος επιχειρεί κάτι τέτοιο καταλήγει, λόγω του κατακερματισμού της γνώσης, μάλλον να μην ξέρει τι λέει. Μίλησε για την αποβλάκωση του μαζάνθρωπου, που αρέσκεται να βλέπει όλη μέρα πραγματική βία στην τηλεόραση, αλλά δεν αντέχει τη λογοτεχνική βία τής επί σκηνής τραγωδίας, τη μόνη που θα φτάσει ώς το μεδούλι του. Για τις θηριωδίες του 20ούαιώνα, που από κάποιες απόψεις, όπως η λειτουργική ορθολογικότητα με την οποία υλοποιήθηκαν, υπήρξαν ασύγκριτες σε σχέση με εκείνες του παρελθόντος. Για την ισοπέδωση της αριστείας στην εκπαίδευση, όπου «οι επιθέσεις στον λεγόμενο ελιτισμό κρύβουν μια χυδαία συγκατάβαση: απέναντι σε όλους εκείνους που κρίνονται εκ των προτέρων ανίκανοι για καλύτερα πράγματα» (Errata).[iv] Για την υπεροχή της μουσικής, μπρος στην οποία «τα θαύματα της γλώσσας είναι και διαψεύσεις της γλώσσας» (Errata). Για τη λογοτεχνική κριτική, που «πρέπει να γεννιέται από ένα χρέος αγάπης» (Τολστόι ή Ντοστογιέφσκι),[v] αλλά και για τη ζηλοφθονία του κριτικού προς τον συγγραφέα: «Οι κριτικοί θα ζηλεύουνε πάντα τους ποιητές, και πάντα θα βρίσκουν εντέχνως λόγους που θα δικαιολογούν τον πικροχολιασμό τους» (Ο θάνατος της τραγωδίας).[vi] Για την προβολή του ανθρώπινου νου στο μέλλον μέσω της γλώσσας: «Οι ευκτικές, οι γραμματικοί τρόποι του επιθυμητού, ανοίγουν τις φυλακές της βιολογικής αναγκαιότητας, των νόμων της μηχανικής» (Errata). Μίλησε για τις τρεις θεμελιώδεις «γλωσσικές πράξεις» του δυτικού πολιτισμού (Όμηρος, Βίβλος, Σαίξπηρ) και την ανάγκη να επανερχόμαστε σε αυτές. Όπως και ο Χάρολντ Μπλουμ, επέκρινε τη μόδα της αποδόμησης και εν γένει της εξίσωσης των πάντων, γράφοντας ότι «[ο]ι υλακές και οι ειρωνείες της αποδόμησης ηχούν μέσα στη νύχτα, αλλά το καραβάνι του καλού γούστου διαβαίνει ανενόχλητο» (Αξόδευτα πάθη).[vii]
Ο Στάινερ θαύμαζε τη δημιουργικότητα όπου την εντόπιζε, ακόμα και σε προσωπικότητες που απεχθανόταν για την πολιτική τους στράτευση, όπως ο Σαρτρ («που έλεγε το ένα ψέμα μετά το άλλο για τα τυραννικά καθεστώτα»),[viii] ο Σελίν και ο Χάιντεγκερ, αλλά και ο Ράσσελ, που τη δεκαετία του 1940 έκανε έκκληση για προληπτική πυρηνική επίθεση κατά της ΕΣΣΔ – ποιος ξέρει πώς θα ήταν σήμερα ο κόσμος αν εισακουγόταν ο βρετανός φιλόσοφος, ο περίφημος, άκουσον άκουσον, για τον πασιφισμό του. Η άποψη του Στάινερ για το είδος μας υπερέβαινε πάντως τις πολιτικές ιδεολογίες και άγγιζε τη μισανθρωπία, ή ας πω τον ρεαλισμό, ενός Τίμωνα, ενός Σοπενχάουερ ή ενός Κόνραντ, αφού καυτηρίαζε συνολικά τον homo sapiens (ή rapiens, τον άρπαγα άνθρωπο):
Η εξέλιξη των ειδών δεν άφησε πολλά περιθώρια για εφησυχασμό. Είμαστε, στο σύνολό μας, ένα δειλό, δολοφονικό μπουλούκι γεμάτο ορέξεις και παρορμήσεις, προικισμένο με φαινομενικά απεριόριστα ένστικτα καταστροφής και αυτοκαταστροφής. Είμαστε οι εκμεταλλευτές του πλανήτη και οι επινοητές των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Το 99% της ανθρωπότητας είτε διάγει ζωή σοβαρής υστέρησης –φυσικής, συναισθηματικής, εγκεφαλικής–, είτε συμβάλλει μηδαμινά στον εμπλουτισμό της διαίσθησης, της ομορφιάς, της ηθικής βασάνου των κοινωνιών μας. […] Το τελικό συμπέρασμα είναι ένα. Ελάχιστες είναι οι ενδείξεις ότι ο πολιτισμός εκπολιτίζει, πέραν μιας μικρής μειονότητας… (Αξόδευτα πάθη)
Σε μια συνέντευξή του επαναλαμβάνει ότι το ποσοστό του 99%, που προτιμά «το ποδόσφαιρο και το μπίνγκο από τον Αισχύλο και τον Πλάτωνα […] ελπίζουμε να το αλλάξουμε με τη διδασκαλία, με την επέκταση των Μουσείων, το όνειρο του Μαλρό, τα πολιτιστικά κέντρα, κι όμως όχι! Όχι! Το ανθρώπινο ζώο είναι πολύ οκνηρό, προφανώς πολύ πρωτόγονο στα γούστα του, ενώ η κουλτούρα είναι απαιτητική […] Τα πράγματα αυτά μαθαίνονται με τον ιδρώτα της ψυχής» (Η βαρβαρότητα της άγνοιας). Αυτά δεν είναι περιστασιακά σχόλια, αλλά μια ανθρωπολογική θεώρηση που διαποτίζει το έργο του, ρητός στόχος του οποίου είναι να μην επιτρέψει ό,τι έχει δημιουργήσει το υπόλοιπο 1% να ξεχαστεί ή να χαθεί.
Έγραψε για το θέατρο με επίκεντρο την τραγωδία (Ο θάνατος της τραγωδίας, Αντιγόνες), τη ρωσική λογοτεχνία που θαύμαζε απεριόριστα (Τολστόι ή Ντοστογιέφσκι), την ανάγνωση (Περί δυσκολίας), τη διδασκαλία από την εποχή των Προσωκρατικών μέχρι τη σύγχρονη εποχή της πολιτικής ορθότητας (Τα μαθήματα των δασκάλων), τη στοχαστική ποίηση (βλ. Η ποίηση της σκέψης, υπό έκδοση στα ελληνικά), τη φιλοσοφία της γλώσσας (Χάιντεγκερ), και πολλά ακόμη. Ένας τέτοιος πολυμαθής δεν γινόταν βέβαια να μην κάνει λάθη ή, ορθότερα, βεβιασμένες κρίσεις: λόγου χάριν, στον Θάνατο της τραγωδίας κριτικάρει τον Μπέκετ γράφοντας ότι το αποτέλεσμα του έργου του «είναι λειψό και μονότονο». Για τον ίδιο συγγραφέα, μόλις λίγα χρόνια αργότερα, θα γράψει ότι «είναι κορυφή. Δεν μπορούμε να διακρίνουμε καμιά περιττή κίνηση, καμιά πομπώδη δημόσια χειρονομία, καμιά παραχώρηση –ή καμιά που να αναγγέλλεται– στην τύρβη και τις ανακρίβειες της ζωής» (Περί λόγου, τέχνης και ζωής).[ix] Συνάμα, ήταν υπέρ το δέον σκληρός, ή έστω όχι ανοιχτός, απέναντι σε ορισμένες σημαντικές, λίγο-πολύ εκκεντρικές και παρεκκλίνουσες, φωνές της σύγχρονης λογοτεχνίας, κατακρίνοντας τη «νέα ελευθερία» στην έκφραση, ιδίως στον ερωτικό και καθημερινό λόγο, παραβλέποντας τις νέες, γόνιμες πεζογραφικές τάσεις (από τα πάνω από 130 κριτικά κείμενα που δημοσίευσε στο New Yorker την περίοδο 1966-1997 δεν αφιερώνει κανένα σε συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας) και εμμένοντας στην υψιπετή γλώσσα των κλασικών με μια πίστη που ήταν συγχρόνως συγκινητική και συζητήσιμη.
Εξπρές για τον Παρνασσό
Αυτά όμως είναι λεπτομέρειες μπροστά στο συνολικό επίτευγμά του. «Ορισμένες φορές στη λογοτεχνία ένας συγκεκριμένος συγγραφέας μοιάζει να ενσαρκώνει την αξιοπρέπεια και τη μοναξιά όλου του επαγγέλματος» γράφει για τον Μπέκετ (Περί λόγου, τέχνης και ζωής). Ο Στάινερ, ο αυτοχαρακτηριζόμενος «πλατωνιστής αναρχικός» και maître à lire (δάσκαλος της ανάγνωσης), ενσάρκωσε για επτά δεκαετίες την αξιοπρέπεια της διδασκαλίας και τη μοναξιά της κριτικής με μοναδικό και ενίοτε σπαρακτικό τρόπο. Τον γοήτευε η σοφή φράση του Αλαίν, «Ό,τι δεν θαυμάζουμε το ξεχνούμε», και πίστευε πως ο δάσκαλος είναι ένας ταχυδρόμος με μια συναρπαστική αποστολή: παίρνει τα έργα-γράμματα των μεγάλων δημιουργών κι ύστερα τους ακούει να του λένε: «“Τώρα, ανθρωπάκο προχώρα”, κι αν είσαι ένας καλός ανθρωπάκος ξέρεις σε ποια γραμματοκιβώτια να τα μεταφέρεις ώστε να μη χαθούν, χαραμιστούν ή παρερμηνευτούν» (Περί λόγου, τέχνης και ζωής).
Στα δικά μου μάτια το γενικότερο μάθημα αυτού του δασκάλου έγκειται στο ότι η ανθρώπινη ζωή είναι ένα έργο με τόσο κακή υπόθεση και τόσο κακούς χαρακτήρες, ώστε οφείλουμε να αδράχνουμε όσα καλά έχει να μας προσφέρει και συγχρόνως να αντιστεκόμαστε στην ασχήμια, την άγνοια, την αήθεια, την ευτέλεια. Δεν υπάρχει «εξπρές για τον Παρνασσό» γράφει κάπου, με την έξοχη αποφθεγματική ροπή που τον διέκρινε. Επαναλαμβάνοντας δύο λέξεις που του άρεσαν πολύ, θα έλεγα ότι θέλει πάθος και δυσκολία για να φτάσουμε σε έναν προορισμό που αξίζει αληθινά.
ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΤΖΟΡΤΖ ΣΤΑΪΝΕΡ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
Η σιωπή και ο ποιητής, μετάφραση: Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Έρασμος, 2019
Περί λόγου, τέχνης και ζωής, μετάφραση: Γιώργος Λαμπράκος, Πατάκη, 2016
Τολστόι ή Ντοστογιέφσκι, μετάφραση: Κώστας Σπαθαράκης, Αντίποδες, 2015
Επανεξετάζοντας την τραγωδία, μετάφραση: Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Έρασμος, 2014
Τα μαθήματα των δασκάλων, μετάφραση: Σεραφείμ Βελέντζας, Scripta, 2011
Η σιωπή των βιβλίων, μετάφραση: Σοφία Διονυσοπούλου, Ολκός, 2009
Ο Όμηρος και οι καθηγητές, μετάφραση: Κωνσταντίνος Μπουζέας, Εκάτη, 2009
Χάιντεγκερ, μετάφραση: Ασημίνα Καραβαντά, Πατάκη, 2009
Δέκα (πιθανοί) λόγοι για τη μελαγχολία της σκέψης, μετάφραση: Σεραφείμ Βελέντζας, Scripta, 2007
Νοσταλγία του απόλυτου, μετάφραση: Παλμύρα Ισμυρίδου, Άγρα, 2007
Errata, μετάφραση: Σεραφείμ Βελέντζας, Scripta, 2005
Μετά τη Βαβέλ, μετάφραση: Γρηγόρης Ν. Κονδύλης, Scripta, 2004
Περί δυσκολίας, μετάφραση: Νίκος Ρούσσος, Ψυχογιός, 2002
Στον πύργο του Κυανοπώγωνα, μετάφραση: Σεραφείμ Βελέντζας, Scripta, 2002
Αξόδευτα πάθη, μετάφραση: Κατερίνα Σχινά, Νεφέλη, 2001
Οι Αντιγόνες, Καλέντης, μετάφραση: Βασίλης Μάστορης, Πάρης Μπουρλάκης, 2001
Ο θάνατος της τραγωδίας, μετάφραση: Φώντας Κονδύλης, Δωδώνη, 1988
[i] The Books’ Journal, τχ. 3, 2011. Αναδημοσίευση στο: Δημήτρης Δουλγερίδης, Δεύτερη ανάγνωση, Πόλις, 2012. Και στο: http://booksjournal.gr/%CF%83%CF%85%CE%BD%CE%B5%CE%BD%CF%84%CE%B5%CF%85%CE%BE%CE%B5%CE%B9%CF%82/item/271-%CF%84%CE%B1-%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CF%80%CF%81%CE%B1%CE%B3%CE%BC%CE%AC%CF%84%CE%B5%CF%85%CF%84%CE%B1-%CF%80%CE%AC%CE%B8%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CF%84%CE%B6%CF%89%CF%81%CF%84%CE%B6-%CF%83%CF%84%CE%AC%CE%B9%CE%BD%CE%B5%CF%81
[ii] Μετά τη Βαβέλ, μτφρ. Γ. Ν. Κονδύλης, Scripta, 2004.
[iii] Περί δυσκολίας, μτφρ. Ν. Ρούσσος, Ψυχογιός, 2002.
[iv] Errata, μτφρ. Σ. Βελέντζας, Scripta, 2005.
[v] Τολστόι ή Ντοστογιέφσκι, μτφρ. Κ. Σπαθαράκης, Αντίποδες, 2015.
[vi] Ο θάνατος της τραγωδίας, μτφρ. Φ. Κονδύλης, Δωδώνη, 1988.
[vii] Αξόδευτα πάθη, μτφρ. Κ. Σχινά, Νεφέλη, 2002.
[viii] Η βαρβαρότητα της άγνοιας, μτφρ. Σ. Βελέντζας, Scripta, 2001. Συζήτηση με τον Antoine Spire.
[ix] Περί λόγου, τέχνης και ζωής, μτφρ. Γ. Λαμπράκος, Πατάκη, 2016.