Σύνδεση συνδρομητών

Η «μικρή Μαρία» και οι μεγάλες της συνέπειες στη Γερμανία

Πέμπτη, 26 Ιανουαρίου 2023 23:32
H φωτογραφία των προσφύγων του Έβρου, που κυκλοφόρησε τον περασμένο Δεκαπενταύγουστο, με στόχο τη συγκίνηση των ευαίσθητων ελλήνων πολιτών αλλά και του ξένου ακροατηρίου, που όλοι θα καταδίκαζαν την ελληνική πολιτεία ως απάνθρωπη και δολοφονική. Σε πρώτο πλάνο η Μπαϊντά Σ.. η οποία, σύμφωνα με το Spiegel που υιοθέτησε εκείνη τη μελό αφήγηση, πιθανότατα διοχέτευσε την επίμαχη φωτογραφία του δήθεν «νεκρού κοριτσιού», στην ουσία ενός μακιγιαρισμένου ζωντανού κοριτσιού στα ΜΜΕ, λέγοντας «με δακρύβρεχτη φωνή ότι ένα κορίτσι είναι νεκρό και ότι ένα άλλο κινδυνεύει να πεθάνει». Η Μπάιντα ζει στη Γερμανία, διατηρώντας λογαριασμούς στα κοινωνικά Μέσα.
twitter
H φωτογραφία των προσφύγων του Έβρου, που κυκλοφόρησε τον περασμένο Δεκαπενταύγουστο, με στόχο τη συγκίνηση των ευαίσθητων ελλήνων πολιτών αλλά και του ξένου ακροατηρίου, που όλοι θα καταδίκαζαν την ελληνική πολιτεία ως απάνθρωπη και δολοφονική. Σε πρώτο πλάνο η Μπαϊντά Σ.. η οποία, σύμφωνα με το Spiegel που υιοθέτησε εκείνη τη μελό αφήγηση, πιθανότατα διοχέτευσε την επίμαχη φωτογραφία του δήθεν «νεκρού κοριτσιού», στην ουσία ενός μακιγιαρισμένου ζωντανού κοριτσιού στα ΜΜΕ, λέγοντας «με δακρύβρεχτη φωνή ότι ένα κορίτσι είναι νεκρό και ότι ένα άλλο κινδυνεύει να πεθάνει». Η Μπάιντα ζει στη Γερμανία, διατηρώντας λογαριασμούς στα κοινωνικά Μέσα.

Θαρρεί κανείς, πως το παλιό γερμανικό γνωμικό «Όλα τα καλά (πράγματα) είναι τρία» (Alle gute Dinge sind drei) επαληθεύτηκε στον επίλογο της ιστορίας «της μικρής Μαρίας, που, ανήμερα της Παναγιάς, τη δάγκωσε σκορπιός στην ελληνική νησίδα του Έβρου και πέθανε από την αναλγησία του Ελληνικού κράτους»: πρωτίστως, Spiegel, Frankfurter Allgemeine Zeitung και Neue rcher Zeitung, σταδιακά και κλιμακωτά έκλεισαν το θέμα, που, αφού σαν «δορυφόρος» έκανε μια ολόκληρη τροχιά γύρω από τη «Γη των ΜΜΕ», έπεσε με πάταγο στο τραχύ έδαφος της Αλήθειας. Μια επισκόπηση του ξένου, γερμανόφωνου Τύπου, για το scoop της προηγούμενης χρονιάς και τον «Έλληνα Relotius».

Το να θυσιάζεις την Αλήθεια στο Βωμό της Σκοπιμότητας είναι Τέχνη «παλιά μου κόσκινο», που τη λένε Προπαγάνδα και απαιτεί –προϋποθέτει– ευφυΐα, δεξιότητες, τεχνικές και μηχανισμούς αναπαραγωγής, ό,τι σήμερα καλείται network: ο 20ός αιώνας την ανέδειξε ως το σημαντικότερο εργαλείο των αυταρχικών καθεστώτων, με «πρωτομάστορα» τον Γκαίμπελς, που όμως ήξερε καλά το αντικείμενο και το θέμα και ήταν λάτρης της σκηνοθετημένης εικόνας, είτε στα γερμανικά ζουρνάλ της εποχής είτε στα στούντιο της UFA. Από την άλλη, στη μετεπαναστατική Ρωσία των μπολσεβίκων, ο Τρότσκι ποτέ δεν στάθηκε δίπλα στον Στάλιν! H τεχνική του ρετουσαρίσματος, σήμερα πια παιδικό παιγνίδι στους χρήστες του Photoshop και του twitter, είναι απλή: διαγράφεις από τα πίξελ της ψηφιακής μνήμης οτιδήποτε ενοχλητικό και το προβάλλεις σαν «πραγματικό», παραποιώντας τα δεδομένα, στο όνομα των post facts και της meta truth: ο Τραμπ «ξέρει ένα τραγούδι να πει», για να χρησιμοποιήσουμε ακόμα έναν γερμανισμό, μην ξεχνώντας βέβαια τον «πόλεμο του CNN».

 

Η, έστω καθυστερημένη, επανόρθωση του Spiegel και η Βασιλική Σιούτη

Τα γεγονότα, και το χρονολόγιό τους, είναι λίγο-πολύ γνωστά, εδώ τηλεγραφικά: τον Αύγουστο του 2022 συμβαίνει το «περιστατικό» με τη «μικρή Μαρία» στον Έβρο· η είδηση εξαπλώνεται με ταχύτητα· το Spiegel[1], στην online έκδοσή του, το κάνει, πρώτο, βασικό θέμα, με σειρά δημοσιευμάτων και ανταποκρίσεων του Γιώργου Χρηστίδη· η είδηση, αυτονόητα, αναπαράγεται από πολλά διεθνή ΜΜΕ· στη Βουλή ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης εγκαλεί την κυβέρνηση για τη στάση και την αναλγησία της· διεθνείς οργανώσεις, ΜΚΟ, ευρωβουλευτές και «διασώστες» συμμετέχουν στην ενορχηστρωμένη επίθεση· όμως, προς το τέλος του έτους (Δεκέμβριος), κι αφού πρώτα το περιοδικό αφαίρεσε, αρχικά, τα επίμαχα δημοσιεύματα, ώστε να επανεξετάσει την ακρίβεια των γραφομένων, τελικά τα διέγραψε οριστικά από το ηλεκτρονικό του αρχείο, καταθέτοντας έναν αναλυτικό απολογισμό, «κατόπιν ενδελεχούς έρευνας», όπως επισημαίνει, που κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «με βάση τις υπάρχουσες, διαθέσιμες πηγές θα έπρεπε οι αναφορές για τον τόπο παραμονής των προσφύγων και κυρίως για το θάνατο του κοριτσιού να είχαν διατυπωθεί σαφώς με μεγαλύτερη προσοχή».[2]

Όμως, το ρεπορτάζ της Βασιλικής Σιούτη («Αποστολή στον Έβρο. ‘‘Δεν ξέρουμε, δεν θυμόμαστε’’» στη lifo ( https://www.lifo.gr/articles/apostoli-ston-ebro-den-xeroyme-den-thymomaste ), ήδη είχε αρχίσει «να ξηλώνει το πουλόβερ της παραπληροφόρησης» τέσσερις μήνες πριν, σε μία υποδειγματική γραφή και με επιτόπια έρευνα, στο πλαίσιο του investigative jοurnalism. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τι αντίκτυπο μπορεί να είχε στα διεθνή ΜΜΕ και αν το Spiegel το έλαβε υπόψη του, αν και το πιθανότερο είναι ότι δεν θα πέρασε απαρατήρητο από την «κρησάρα» ενός «δικτύου» (network), ειδικά στις διαδικτυακές μιντιακές συνθήκες, που δύσκολα θα μπορούσε να το προσπεράσει. Η Βασιλική Σιούτη όχι μόνο αποκατέστησε «τη χαμένη τιμή της ελληνικής δημοσιογραφίας», όπως αυτή έχει πληγεί συστηματικά τα τελευταία χρόνια από τα λεγόμενα «αντισυστημικά ΜΜΕ» (Η Εφημερίδα των Συντακτών, Η Αυγή, Documento, Κόντρα, Μακελειό κ.ά.), αλλά θα έπρεπε να τιμηθεί για τη δουλειά της ως «δημοσιογράφος της χρονιάς», ενώ πρόσφατα ο Γιάννης Σουλιώτης, στην Καθημερινή, αποκάλυψε σημαντικές πτυχές του (κακά) σκηνοθετημένου «δράματος» ( https://www.kathimerini.gr/society/562241482/tis-evale-meik-ap-kai-ti-fotografise/ ): τελικά, «υπάρχουν δημοσιογράφοι στην Αθήνα», αλλά όχι στο Αμβούργο!

Πάντως, η Ένωση Ανταποκριτών Ξένου Τύπου, της οποίας μέλος είναι (ακόμα;) ο Γιώργος Χρηστίδης, προτίμησε μια μάλλον αμήχανη σιωπή, ενώ τα γενικότερα ζητήματα του «προοδευτικού κιτρινισμού», σε ένα sequel του «αυριανισμού», ουδόλως απασχόλησαν τον συνδικαλιστικό φορέα των δημοσιογράφων (ΕΣΗΕΑ).

 

Η Frankfurter Allgemeine επιμένει και η Tageszeitung απορεί

Τέλη Νοεμβρίου, η Frankfurter Allgemeine Zeitung (FAZ, 24/11/2022), με εκτενές δημοσίευμα που υπογράφει ο Michael Hahnfeld[3], αμφισβητεί ευθέως το «στόρυ του Spiegel», την αξιοπιστία του περιοδικού και του «ανταποκριτή» του, Γιώργου Χρηστίδη, παραπέμποντας στο προσωρινό «μπλοκάρισμα» όλων των σχετικών δημοσιευμάτων του περιοδικού από τη διεύθυνσή του, μέχρι την τελική διερεύνηση του θέματος και, επίσης, αναφερόμενος στο ρεπορτάζ του Channel 4, θέτει το καίριο ερώτημα «Υπήρχε πραγματικά η Μαρία;». Ο M. Hahnfeld εκθέτει τα δεδομένα, αλλά και τα «μιντιακά αποτυπώματα» της «ιστορίας της Μαρίας», όπως το twitter του Γ. Χρηστίδη, που «τεκμηριώνει» τη θέση των προσφύγων, και το σχετικό αγγλόφωνο δημοσίευμα της Καθημερινής (Newsroom, 26/9/2022), θέτοντας καίρια ερωτήματα στο περιοδικό, που «παραπέμπουν σε υποχώρηση» σχετικά με τα αρχικά δημοσιεύματα, ενώ, τέλος, στην ερώτηση που απευθύνει στο Spiegel, αν «ο Χρηστίδης βρέθηκε στον καταυλισμό προσφύγων υποδυόμενος τον μεταφραστή;», η απάντηση από τα καινούργια γραφεία της Ericusspitze, 1, στη Hafencity του Αμβούργου, ήταν: «Ο Γιώργος Χρηστίδης συμπεριλήφθηκε ως μεταφραστής στην αποστολή μιας ΜΚΟ».  

Η «ναυαρχίδα» του γερμανικού Τύπου συστηματικά θίγει με κριτικά δημοσιεύματα τα κακώς κείμενα στη γερμανική δημόσια σφαίρα, πάντα όμως τηρώντας απαρέγκλιτα τους κανόνες της δεοντολογίας και με βάση έρευνες που στηρίζονται σε αξιόπιστες πηγές και καταλήγουν σε νηφάλια συμπεράσματα. Οι ανταποκρίσεις της από την Ελλάδα, κυρίως την περίοδο της «ελληνικής κρίσης», χαρακτηρίζονταν ως επί το πλείστον από μια ψύχραιμη και αντικειμενική θεώρηση των δεδομένων, σε αντιπαράθεση με άλλα σχετικά δημοσιεύματα του γερμανικού Τύπου που συνήθως «έριχναν λάδι στη φωτιά» ή προέβαλλαν στο όνομα της εντυπωσιοθηρίας (Sensationslust), συχνά στρεβλά, τις ελληνικές παθογένειες.

Όμως, ακόμα και η πάλαι ποτέ εναλλακτική εφημερίδα Tageszeitung (ΤΑΖ, 2/1/2023), κάποτε στα πρότυπα της Libération, σε άρθρο του Volkan Agar, ανατρέχει στο θέμα και την «επανόρθωση» του Spiegel, εκτιμώντας ότι τα σχετικά δημοσιεύματα «δεν μπόρεσαν να αποδειχτούν», αναπαράγοντας εκτενή αποσπάσματα της Έκθεσης του περιοδικού. Στο θέμα αναδεικνύονται αρκετές αντιφάσεις που, εν μέρει, οφείλονται και στη βιασύνη της δημοσίευσης (ανάρτηση στον ιστότοπο), αλλά και σε λάθος απόδοση από τα αγγλικά (στα οποία γράφει ο Χρηστίδης, μη γνώστης γερμανικών) στα γερμανικά, όπου η αρχική εικασία των λεχθέντων μετατρεπόταν σε ύστερη βεβαιότητα των γραφομένων.

Σε ερώτηση της εφημερίδας προς το Spiegel, αν θα προέκυπταν επιπτώσεις για τους υπεύθυνους, δεν υπήρξε απάντηση μέχρι τη δημοσίευση του άρθρου.

 

Η αιχμηρή Neue rcher Zeitung: «αφέλεια ή σκοπιμότητα;»

Στις 20 Ιανουαρίου, τέλος, ακόμα ένα εκτενές, αποκαλυπτικό δημοσίευμα της Neue rcher Zeitung (NZZ), με τον τίτλο «Η επίμαχη μάρτυς του Spiegel», που υπογράφουν οι δημοσιογράφοι Lucien Scherrer και Forrest Rogers, έστω με σημαντική καθυστέρηση, αλλά με καυστική εισαγωγή-lead: «Το γερμανικό περιοδικό “λανσάρει” μια καμπάνια κατά της μεταναστευτικής πολιτικής της ΕΕ, που το πιθανότερο στηρίζεται σε fake news και σκηνοθετημένες ενέργειες μιας νεαρής γυναίκας. Αντί όμως να επεξεργαστεί το ζήτημα της δικής του αποτυχίας, παραπλανά την κοινή γνώμη μέχρι σήμερα».  Στο άρθρο[4] αναδεικνύεται τεκμηριωμένα το προφίλ μιας «συγγραφέως με μιντιακή επιδεξιότητα», της Μπαϊντά Σ., που αρνήθηκε (στα αραβικά) στην εφημερίδα, όταν την επισκέφτηκαν οι δημοσιογράφοι της ΝΖΖ, να μιλήσει «για το νησί και την Ελλάδα», λέγοντας, ότι «ήταν μια δύσκολη, λυπηρή περίοδος» και πως «τώρα θέλει να ξεκινήσει μια νέα ζωή». Η συνέχεια στο κείμενο είναι ακόμα πιο αιχμηρή για το «δημοφιλές Μέσο που κατέχει δεσπόζουσα θέση στη Γερμανία, και ως μόνιμη πηγή ενημέρωσης και αναφοράς», ερωτώντας ευθέως: «είναι οι συντελεστές του απλώς αφελείς ή αποκρύπτουν σκόπιμα, με πρόθεση, ότι παρασύρθηκαν από μία φαντασιόπληκτη μάρτυρα;».

Πράγματι, σε σκληρή γλώσσα, η παραδοσιακή ελβετική εφημερίδα, το φύλλο της οποίας πρώτο διάβαζε ο Κόνραντ Άντενάουερ, την αναζητούσε εναγωνίως ο Τόμας Μπέρναρντ στον Ανιψιό του Βιτγκενστάιν, και στην οποία αρθρογραφούσε ο Μαξ Φρις, στέλνοντας αρχικά ανταποκρίσεις από τα πρώτα του ταξίδια στην Ευρώπη (και στην Ελλάδα), θέτει τον Spiegel προ των ευθυνών του, με δεδομένο βέβαια το προηγούμενο της «υπόθεσης Ρελότιους»[5], που ανατάραξε τη δημόσια σφαίρα της Γερμανίας και επέφερε κλυδωνισμούς στο ιστορικό περιοδικό. Εμβόλιμα μόνο να σημειώσουμε: η «περίπτωση Χρηστίδη» δεν συγκρίνεται με την «υπόθεση Ρελότιους», πρώτον, διότι τα μεγέθη είναι σαφώς άνισα και οι συγκρίσεις υπέρ του πρώτου και δεύτερον, διότι ο «έλληνας ανταποκριτής» (μη γνώστης των γερμανικών και, συνακόλουθα, της γερμανικής κοινωνικής και μιντιακής πραγματικότητας, αφού ως αγγλομαθής συνεργαζόταν με το περιοδικό) ακόμα (;) δεν έχει παραδεχτεί τις ευθύνες του ούτε έχει υποστεί κάποιες συνέπειες, επιμένοντας μάλιστα, σε μια δημόσια επικοινωνία, ότι «άλλο η αλήθεια και άλλο η δημοσιογραφική αλήθεια, η δικαστική αλήθεια κ.τ.λ.»: ένα, πράγματι, «ατράνταχτο επιχείρημα» για την προάσπιση της αλήθειας και της δημοσιογραφικής αξιοπιστίας και δεοντολογίας και, πάντως, ανερυθρίαστα κυνικό!

Όμως, η ΝΖΖ συνεχίζει ακάθεκτη τις αποκαλύψεις, που κάποιες από αυτές ήδη είχαν δημοσιοποιηθεί και στα κοινωνικά Μέσα: η Μπαϊντά, γεννημένη το 1995 στη Ράκκα, εμπλεκόμενη στην «ιστορία του Έβρου», ήταν ήδη για χρόνια ενεργή συγγραφέας, αρθρογράφος και influencer, η οποία, με βάση τις αναρτήσεις της στο Instagram, το 2021, επεδείκνυε ναρκισσιστικά τη «γερμανική θαλπωρή», όταν ένα χρόνο μετά «εμφανίζεται ως απελπισμένη εκπρόσωπος μιας 38μελούς ομάδας σύρων προσφύγων, στο δημοσίευμα του Spiegel, κάτω από τον τίτλο του άρθρου του ‘‘Η πεντάχρονη Μαρία πέθανε στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ’’».

Να θυμίσουμε μόνο ότι οι εδώ «ανθρωπιστές χωρίς σύνορα», τους οποίους εξίσου στηλιτεύει η ΝΖΖ, καθώς οι πληροφορίες των διαφόρων ΜΚΟ για τους δημοσιογράφους συχνά μετατρέπονται σε «δικά τους ρεπορτάζ», μέχρι που επικαλέστηκαν και το όνομα της Παναγίας, ανήμερα του Δεκαπενταύγουστου, καθώς «Μαρία λέν’ την Παναγιά / Μαρία λέν’ και σένα…».

Για όσους είναι εξοικειωμένοι με τα γερμανόφωνα Μέσα (έντυπα και ηλεκτρονικά) γνωρίζουν όχι μόνο τη δεσπόζουσα θέση της ΝΖΖ στο μιντιακό τοπίο, αλλά και τη συχνά κριτική, όχι όμως επικριτική, στάση της απέναντι στα ελληνικά πράγματα. Όμως, για πρώτη φορά, το παραδοσιακό ελβετικό φύλλο (έτος ίδρυσης to 1780, ως rcher Zeitung, με την προσθήκη Neue, δλδ. Νέα, από το 1821), δεν κρύβεται: με ευθυκρισία παραθέτει όλα τα δεδομένα της υπόθεσης, όπου η ανεξήγητη εξαφάνιση της Μπαϊντά, αμέσως μετά, θα μπορούσε να ήταν μέρος της πλοκής ενός ευπώλητου αστυνομικού θρίλερ, στιγματίζοντας, μάλιστα, την παρελκυστική τακτική του Spiegel, με τη συνδρομή της Deutsche Welle (του Άλεκ Σχινά και του Κώστα Νικολάου, τα χρόνια των «χασάπηδων των Αθηνών», για να μην ξεχνιόμαστε!) και άλλων Μέσων,  όπως σημειώνει η ΝΖΖ, που παρουσιάζει ως «λυπηρό, ατυχές συμβάν» (στα γερμανικά επί λέξει «θλιβερή αποτυχία»), ενώ «ο υπεύθυνος αρχισυντάκτης προέβαλε δηλώσεις των προσφύγων που κανείς δεν έλεγξε».

Στη συνέχεια, η ΝΖΖ ασκεί αυστηρή κριτική στο περιοδικό, για τον άκομψο τρόπο που προσπάθησε να «δικαιολογήσει» την «αστοχία» του, χωρίς καν το περιοδικό να αναφέρεται στη μετέπειτα ανεξήγητη και αιφνίδια «εξαφάνιση της Μπαϊντά» από το σκηνικό, επισημαίνοντας τις αδυναμίες του «απολογισμού», ο οποίος δεν ξεκαθαρίζει καίρια ερωτήματα («υπάρχουν θανατηφόροι σκορπιοί στην περιοχή; βρίσκονταν οι πρόσφυγες σε ελληνικό έδαφος;») και, πρωτίστως, «αν το όνομα της Μπαϊντά ήταν στον κατάλογο των προσφύγων;» και «πώς μετά το συμβάν έφυγε από την Ελλάδα;», αποσιωπώντας την «προηγούμενη ζωή και δραστηριότητα της Μπαϊντά στη Γερμανία», που σήμερα ζει αρραβωνιασμένη σε περιοχή του Παλατινάτου (Pfalz), αλλά, επίσης, και το γεγονός, ότι ο Γ. Χρηστίδης ακολουθούσε συστηματικά τον λογαριασμό της στο Instagram, μέχρι να αποσυνδεθεί.

 

Συμπερασματικά: «ο ξένος ανταποκριτής»

Η ιστορία της «μικρής Μαρίας» αποδείχτηκε μια καλά σκηνοθετημένη επιχείρηση, αλλά και μια εξίσου καλά ενορχηστρωμένη επίθεση γνωστών και μη εξαιρετέων «ανθρωπιστικών κύκλων», κομμάτων και μη κυβερνητικών οργανώσεων (NGO), και κάποιων ΜΜΕ, γνωστής ιδεολογικής κατεύθυνσης, που αποτελούν theirs Master’s voice. Σε αυτή την «εκστρατεία» συντάχθηκαν άκριτα, ατυχώς και δυστυχώς, ιστορικά ευρωπαϊκά Μέσα, που κάποτε στήριξαν τη χώρα σε δύσκολες στιγμές (1967-1974), καθώς ακυρώνουν την αξιοπιστία τους στο όνομα ενός «νεφελώδους ανθρωπισμού», αλλά και «διαλυτικού ριζοσπαστισμού» (Πιερ Μπουρντιέ), συχνά στα όρια μιας αμφίδρομης χειραγώγησης: αναπαράγουν χωρίς εξαντλητικό έλεγχο διάφορες «πληροφορίες» και, ταυτόχρονα, παραπλανούν το, έτσι κι αλλιώς ευάλωτο στην παραπληροφόρηση, αναγνωστικό κοινό.

Το οξυμένο πρόβλημα των παράνομων ροών, η προστασία των ευρωπαϊκών συνόρων, η εθνική ανεξαρτησία και αξιοπρέπεια, καθώς και το κύρος των Μέσων είναι σημαντικά και θεμελιώδη ζητήματα για να εργαλειοποιούνται από τους «εμπόρους των Εθνών» στο όνομα ενός ψευδεπίγραφου ανθρωπισμού. 

Στον «καθρέφτη» του, το Spiegel (που στα γερμανικά σημαίνει κάτοπτρο) είδε το θρυμματισμένο είδωλό του, καθώς ακόμα μια φορά θυσίασε την αξιοπιστία του για λόγους εντυπωσιοθηρίας, βασισμένο στο ρετουσαρισμένο, μακιγιαρισμένο σαν το πρόσωπο της «νεκρής Μαρίας»[6], θέμα ενός «έλληνα ρεπόρτερ», που ζήλωσε δόξαν Ρελότιους, αλλά αγνοεί τον Egon Erwin Kisch[7] και εκτιμά πως «η αλήθεια είναι θέμα γούστου».

Και μόνο το γεγονός ότι ένα Μέσο εξαναγκάζεται να «κατεβάσει» όλα τα δημοσιεύματα ενός συνεργάτη του αποτελεί την ύστατη επαγγελματική απαξίωση, αλλά και την προσωπική ταπείνωση ενός δημοσιογράφου, που έπληξε με fake news την αξιοπιστία του περιοδικού, εν προκειμένω του Spiegel. Απομένει μόνο η απόλυσή του από το περιοδικό.

Συμπερασματικά: η ανεξαρτησία των ξένων ανταποκριτών, Ελλήνων και ξένων, στην Ελλάδα είναι, και παραμένει, ένα ζήτημα ζωτικό για την ελευθεροτυπία, που όμως δεν μπορεί να εκτεθεί εδώ. Κάποιοι, προφανώς, και το παρεξήγησαν και το παραβίασαν, και συνεχίζουν να το παραβιάζουν κατάφωρα. Κι εκεί είναι το μείζον θέμα, που θα πρέπει να απασχολήσει τα ΜΜΕ, εγχώρια και διεθνή, από τους New York Times και τον Spiegel μέχρι τα «αντισυστημικά» ελληνικά έντυπα, που, κυρίως αυτά, αναπαράγουν διαρκώς fake news και post truth reality (show).  

 

[1] Είναι γνωστό, τουλάχιστον στους γερμανόφωνους, ότι, επί χρόνια, η ηλεκτρονική έκδοση του Spiegel έχει «αποσχιστεί» από τις έγκυρες και αποκαλυπτικές έρευνες του ιστορικού περιοδικού του Ρούντολφ Aουγκστάιν και του Στέφαν Άουστ. Τα τελευταία χρόνια, το περιοδικό υπέστη σημαντικές αναταράξεις με αλλεπάλληλες αλλαγές στη διεύθυνση, που προκάλεσαν κλυδωνισμούς στο Μέσο, καθώς στελεχώθηκε σε διευθυντικές θέσεις από αρχισυντάκτες, προερχόμενους και από τον σκανδαλοθηρικό Τύπο, κυρίως την Bild.

[2] Spiegel, Der Fall Maria – Die Aufarbeitung, 30/12/2022 (https://www.spiegel.de/backstage/debatte-ueber-fluechtlingsberichterstattung-des-spiegel-der-fall-maria-a-60436ed1-a07d-4288-88bf-baa530bf0ef3 ). Στην εισαγωγή αναφέρεται επί λέξει: «ο αρμόδιος ελεγκτικός φορέας [του περιοδικού, Ombudsstelle], αφού αξιολόγησε πληθώρα εσωτερικών τεκμηρίων […] κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι πράγματι κάναμε λάθος», ενώ επισημαίνει επίσης, ότι «το χειρόγραφο και τα άλλα σχετικά με θέμα τη ‘‘Μαρία’’ δεν ελέγχθηκαν από την τεκμηρίωση του περιοδικού (Spiegel Dokumentation), που έχει αποστολή να διερευνά τα κείμενα, σχετικά με το βάσιμο των πληροφοριών».

[3] M. Hahnfeld, «Das tote Mädchen gab es vielleicht nicht», FAZ, 24/11/2022 (https://www.faz.net/aktuell/feuilleton/medien/spiegel-zieht-story-ueber-totes-fluechtlingsmaedchen-vorerst-zurueck-18485191/aus-dem-video-der-18485190.html ).

[4] L. Scheerer, F. Rogers, «Die fragwürdige Zeugin des ‘Spiegels’», ΝΖΖ, 20/1/2023.

[5] O Claas Relotius υπήρξε συντάκτης του Spiegel, που, όπως αποκαλύφθηκε, τροφοδοτούσε το έντυπο με «ψευδή ρεπορτάζ», όπως κατέδειξε η εσωτερική έρευνα του περιοδικού (Spiegel, 24/5/2019, «Πόρισμα της Επιτροπής διερεύνησης της υπόθεσης Ρελότιους») και στηλιτεύτηκε από τον γερμανικό Τύπο.

[6] Βλ. το εξαιρετικά τεκμηριωμένο θέμα του Γιάννη Σουλιώτη, στην Καθημερινή της Κυριακής (22/1/2023, https://www.kathimerini.gr/society/562241482/tis-evale-meik-ap-kai-ti-fotografise/), που αποκαθήλωσε τελεσίδικα τα σχετικά δημοσιεύματα.

[7] Egon Erwin Kisch (1885-1948), Αυστριακός συγγραφέας και δημοσιογράφος, κομμουνιστικών πεποιθήσεων, επονομαζόμενος και «ασταμάτητος ρεπόρτερ» (rasender Reporter), γνωστός για τα αποκαλυπτικά του ρεπορτάζ στην Ευρώπη και ανά τον κόσμο, μ.ά. και από τον Ισπανικό Εμφύλιο, με έντονο κοινωνικό και πολιτικό περιεχόμενο.

Κώστας Θ. Καλφόπουλος

Δημοσιογράφος και συγγραφέας. Βιβλία του: Στην εποχή της περιπλάνησης (2000), Tilt! Δοκίμιο για το φλίππερ (2005), Far from the RAF. 30 χρόνια από το «γερμανικό φθινόπωρο»(2007), Καφέ Λούκατς. Budapest Noir (2008), Ένα παράξενο καλοκαίρι (2011), Καρέ-καρέ και άλλα διηγήματα (2013), Φλίππερ (2016). Μόλις κυκλοφόρησαν τα βιβλία του, Όταν έρθει η μέρα που ξέρεις (με τον Άγη Πετάλα) και Ένα φέρετρο για τη Σόφια (με τον Ανδρέα Αποστολίδη), Multiball (επιμ.).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.