Σύνδεση συνδρομητών

Κωνσταντίνος Σβολόπουλος: ο αθόρυβος πρωτοπόρος της ιστορικής επιστήμης

Κυριακή, 10 Νοεμβρίου 2019 09:45
O Κωνσταντίνος Σβολόπουλος.
Φωτογραφία Αρχείου
O Κωνσταντίνος Σβολόπουλος.

Ο Κ. Σβολόπουλος σφράγισε με το ήθος του μια ολόκληρη γενιά ιστορικών.   Έδειξε ερευνητικούς δρόμους που δεν υπήρχαν με ευγένεια, λιτότητα και αξιοκρατία που πολλοί επίσης πίστευαν ότι δεν υπήρχαν. Οι αρχές του στέκουν εξίσου πολύτιμες και αξέχαστες με το έργο που αφήνει για τη νεότερη και σύγχρονη ιστορία. Αναδημοσίευση από το Books' Journal, τχ. 102, Οκτώβριος 2019.

Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου

Καλώς ή κακώς, η ιστορία γράφεται με αρχεία. Αυτός ήταν θεμελιώδης κανόνας για τον Κωνσταντίνο Σβολόπουλο που έφυγε από κοντά μας λίγο πριν από τον Δεκαπενταύγουστο του 2019αφήνοντας πίσω του σπουδαία επιστημονική κληρονομιά για τις επόμενες γενιές. Άλλωστε, η ζωή του ταυτίστηκε με την ανάδειξη αρχειακού υλικού για τη νεότερη και σύγχρονη Ελλάδα. Υπήρξε η ψυχή του αρχείου του Ιδρύματος «Κωνσταντίνος Κ. Καραμανλής» ως συνιδρυτής και διευθυντής του από το 1990. Από τη θέση αυτή συγκέντρωσε, ταξινόμησε και προσέφερε στην έρευνα χιλιάδες σελίδες τεκμηρίων, τόσο για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, όσο και για άλλες σημαντικές πολιτικές προσωπικότητες και τις εποχές που έζησαν, όπως ο Παναγής Τσαλδάρης, η Λίνα Τσαλδάρη, ο Κωνσταντίνος Τσαλδάρης, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο Ευάγγελος Αβέρωφ, ο Νικόλαος Μάρτης, ο Γεώργιος Κοντογεώργης κ.ά. Παράλληλα, ήταν Καθηγητής Ιστορίας του Νεότερου Ελληνισμού στη Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου δημιούργησε ευρύ κύκλο νέων ερευνητών με αγάπη για την ιστορική έρευνα.

Σε όλη την πανεπιστημιακή του πορεία συνδύαζε ακαδημαϊκές θέσεις με διοικητικές ευθύνες μαζί με πολυσχιδή συγγραφική δραστηριότητα. Τη δεκαετία που δίδασκε ως Καθηγητής Ιστορίας των Διεθνών Σχέσεων στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (1981-1990), ήταν ταυτόχρονα διευθυντής του Ιδρύματος Μελετών Χερσονήσου του Αίμου (ΙΜΧΑ). Η ακμή του ιδρύματος ταυτίστηκε μαζί του. Αναμορφώθηκε διοικητικά και επιστημονικά, παρήγαγε πλήθος συνεδρίων και εκδόσεων και καλλιέργησε τις εκπαιδευτικές ανταλλαγές με τις γειτονικές βαλκανικές χώρες σε μια εποχή που το αργό τέλος του Ψυχρού Πολέμου έδινε ευκαιρίες για εκατέρωθεν προσεγγίσεις.

Πολλές φορές τα αρχεία βαραίνουν τους ερευνητές ή τους αρχειονόμους με τον όγκο και τη μοναξιά τους («κατάθλιψη του αρχείου»). Τον Κ. Σβολόπουλο τον αναζωογονούσαν. Εξάλλου είχαν μπει νωρίς στη ζωή του. Ως νέος ιστορικός τη δεκαετία του 1960 είχε ταξινομήσει το αρχείο του Ελευθερίου Βενιζέλου. Αποτέλεσε τότε πρωτοποριακό έργο για τα ελληνικά αρχειακά δεδομένα. Ρηξικέλευθη, από πολιτική άποψη, υπήρξε και η πρωτοβουλία να παραδοθεί το αρχείο Βενιζέλου στο Μουσείο Μπενάκη. Τροφοδότησε και τροφοδοτεί ακόμη μερικά από τα πιο σημαντικά ιστορικά έργα για την εποχή Βενιζέλου, ενώ λειτούργησε σαν μαγνήτης για άλλα προσωπικά αρχεία. Τέτοια ιδωτικά αρχεία έχουν επηρεάσει με την εξωστρέφειά τους πολύ θετικά την ερευνητική κουλτούρα στην Ελλάδα, η οποία, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των ΓΑΚ και επιμέρους οργανισμών ή λόγιων πολιτικών, προσκρούει σε χιλιάδες εμπόδια γραφειοκρατίας, αρμοδιοτήτων και άλλων “Λαιστρυγόνων”.

Ο Κ. Σβολόπουλος εργάστηκε συστηματικά για να αρθούν τα εμπόδια. Κυρίως έδειξε ότι τα αρχεία είναι απαραίτητα για επαλήθευση της γνώσης που (νομίζουμε ότι) διαθέτουμε, αλλά και για να ακολουθήσουμε δρόμους λιγότερο περπατημένους. Άλλωστε, η μεγαλύτερη επιτυχία για κάθε επιστήμονα είναι να δείχνει τέτοιους δρόμους. Ο ίδιος το είχε βιώσει εξαρχής με τη διδακτορική του διατριβή στο θέμα Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η πολιτική κρίσις εις την Αυτόνομον Κρήτην, 1901-1906 (1974). Με υπερήφανη απορία αναφέρει στον πρόλογο του μεταγενέστερου έργου του με τίτλο Ελευθέριος Βενιζέλος: 12 Μελετήματα ότι επρόκειτο για την πρώτη διατριβή που εκπονήθηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών με κύριο θέμα σχετικό με τον 20ό αιώνα. Η ενασχόληση με τον Βενιζέλο, ο οποίος είχε συνδεθεί με διχασμούς, θεωρούνταν εκ προοιμίου αιρετική. Όπως έλεγε χαριτολογώντας ο Κ. Σβολόπουλος, στο καταπιεστικό κλίμα της δικτατορίας, η οποία έβλεπε παντού υπονομευτές, το ενδιαφέρον για τον Βενιζέλο γεννούσε υποψίες για συμπάθεια προς τον «εχθρό», δηλαδή την Αριστερά, όσο και αν κάτι τέτοιο ακουγόταν αντιεπιστημονικό και πολιτικά ανιστόρητο.

Το πιθανότερο είναι να μην είχε ανοίξει τα φτερά του αν δεν ακολουθούσε σπουδές στο εξωτερικό την περίοδο 1966-1974. Στη Δυτική Ευρώπη όπου βρέθηκε τότε, με έδρα τη Γαλλία (Παρίσι και Στρασβούργο), η επιστήμη ανανεωνόταν μετά το Μάη του 1968, μέσω της αμφισβήτησης του ακαδημαϊκού κατεστημένου εκ μέρους των φοιτητών κατά μίμηση της αμερικανικής νεανικής αυτοπεποίθησης προς κάθε αυθεντία. Στα χρόνια της Γαλλίας, τρία στοιχεία σφράγισαν, μεταξύ άλλων, την περαιτέρω εξέλιξη του Κ. Σβολόπουλου ως ιστορικού: πρώτον, η διεπιστημονική ανάλυση της ιστορίας με τις πρόσθετες σπουδές του στην πολιτική επιστήμη· δεύτερον, η κατανόηση της αξίας και της δυσκολίας που ενέχει η ιστοριογραφία για πρόσφατες περιόδους· και, τρίτον, η συστηματική σύνδεση της ελληνικής με την ευρωπαϊκή και την παγκόσμια ιστορία. Σε όλα τα έργα του εφάρμοσε αυτές τις τρεις αρχές: οι αναλύσεις του υπάκουαν σε ερμηνευτικά σχήματα αποφεύγοντας την απέραντη γεγονοτολογία χωρίς θέση (thesis) που ευδοκιμεί διεπιστημονικώς στη χώρα μας οδηγώντας πολυάριθμες έρευνες στα αζήτητα της ιστορίας. Η ελληνική περίπτωση αποκτούσε ρεαλιστικό μέγεθος μόνον όταν εντασσόταν στις διεθνείς εξελίξεις. Ό,τι είχε συμβεί μέχρι τριάντα χρόνια πριν είχε περάσει στη σφαίρα της ιστορίας.

Ο Κ. Σβολόπουλος ανήκε σε μια μειοψηφία ελλήνων ιστορικών οι οποίοι δεν αποκαλούσαν «χρονογράφημα» την ιστοριογραφία που εστίαζε σε πρόσφατες περιόδους ή ακόμα και σε εν ζωή δημόσια πρόσωπα. Επέμενε να συγχρονιστεί η ελληνική με τη διεθνή έρευνα που προχωρούσε ραγδαία σε αυτόν τον τομέα, χωρίς φόβο και πάθος. Η δική του πορεία υπογράμμιζε τις διασταυρώσεις κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών: διδάσκοντας “Ιστορία των Διεθνών Σχέσεων” στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο βοήθησε πολλούς νέους ιστορικούς που έβρισκαν το ίδιο αντικείμενο μόνο σε πανεπιστήμια του εξωτερικού να το περιγράψουν και να το περάσουν μέσα από τις συμπληγάδες συντηρητικών αντιλήψεων στην ιστορία, στην πολιτική επιστήμη, στις διεθνείς σχέσεις κ.α.

Εισάγοντας τέτοια καινά δαιμόνια, κατάφερε να συγγράψει τις συνολικότερες μονογραφίες για την ιστορία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής από την ίδρυση του ελληνικού κράτους ώς τη δεκαετία του 1980. Τα δύο γνωστότερα βιβλία του, Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική 1900-1945 και Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική, 1945-1980, κατέχουν περίοπτη θέση στην ελληνική βιβλιογραφία. Το τρίτο σχετικό έργο με τίτλο Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική, 1830-1981 γεφυρώνει το ενδιαφέρον του για τη σύγχρονη ιστορία με τη νεότερη και ιδίως με το θέμα του Αγώνα της Ανεξαρτησίας που τον απασχόλησε και σε άλλες μονογραφίες (π.χ. «Κατακτώντας την Ανεξαρτησία», «Προμαχώντας στο Μεσολόγγι»). Ο Κ. Σβολόπουλος ανήκε στους λίγους ιστορικούς της γενιάς του που κινούνταν με άνεση στα ιστορικά θέματα τόσο του 19ου όσο και του 20ού αιώνα.

Τον συνάρπαζαν οι αξίες της δημοκρατίας και της εθνικής ενότητας. Όχι τυχαία, επέδειξε ερευνητικό ενδιαφέρον για ιστορικές στιγμές όπου οι αξίες αυτές βρέθηκαν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, όπως η Μεταπολίτευση και, προηγουμένως, το τέλος της Κατοχής. Η Αντίσταση, καθώς και η διολίθηση από την ευφορία της Απελευθέρωσης στον Εμφύλιο, απασχολούν τις δύο μελέτες του Χαϊδάρι, 8 Σεπτεμβρίου 1944 και 1940: Οι τελευταίες ημέρες του Οκτωβρίου, αντίστοιχα.

Ένα από τα πεδία όπου άνοιξε δρόμο στην ελληνική ιστοριογραφία ήταν η ιστορία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Παρατήρησε ότι κτιζόταν στα πιο προβεβλημένα δυτικοευρωπαϊκά πανεπιστήμια τη δεκαετία του 1990, αν και αρκετοί ερευνητές τότε πίστευαν ότι η ενοποίηση ήταν απλώς μια ωραία ιδέα που θα τελείωνε μαζί με τον Ψυχρό Πόλεμο. Την ίδια εποχή ο Κ. Σβολόπουλος επένδυε σε μοντέρνα γνωστικά αντικείμενα και ανυπομονούσε να τα αιμοδοτήσει κάνοντας προσβάσιμα τα αρχεία Καραμανλή στην έρευνα. Η ιστορική μελέτη της ελληνικής «πορείας προς την Ευρώπη» ήταν κομβική και από αρχειακή άποψη, καθώς αφορούσε μια κεντρική πολιτική επιλογή του Κωνσταντίνου Καραμανλή, τόσο πριν όσο και μετά τη Μεταπολίτευση. Ο Κ. Σβολόπουλος διείδε αμέσως τη σημασία της και τη στήριξε με υποτροφίες και εξειδικευμένα συνέδρια. Το στέρεο έδαφος που δημιούργησε η υπεύθυνη επιστημονική έρευνα αντικατοπτρίζεται μέχρι σήμερα στην ευρεία κατανόηση των αποφάσεων για συμμετοχή στην ευρωπαϊκή ενοποίηση, της σχέσης εξευρωπαϊσμού-εκδημοκρατισμού-εκσυγχρονισμού, του ρόλου των επιμέρους ηγετών.

Το μικρόβιο της διεθνοποίησης δούλευε πάντοτε. Ο Κ. Σβολόπουλος επιμελήθηκε συνέδρια και εκδόσεις με συγκριτική προσέγγιση της ευρωπαϊκής πορείας που ακολούθησαν η Ελλάδα και άλλες χώρες, όπως Ντε Γκωλ και Καραμανλής: το Έθνος, το Κράτος, η Ευρώπη (2002) και Οι θεμελιωτές της ευρωπαϊκής ενοποίησης (2012). Η διεπιστημονικότητα παρέμενε σήμα κατατεθέν: όλα αναλύονταν σφαιρικά από ιστορικούς, πολιτικούς επιστήμονες, διεθνολόγους, νομικούς, οικονομολόγους, κοινωνιολόγους, καλλιτέχνες, λογοτέχνες. Η ανάμειξη ηλικιών, δεδομένη: φτασμένοι καθηγητές συνομιλούσαν με ανερχόμενους ερευνητές. Εντυπωσιακή ήταν και η ισορροπία των φύλων (το συχνά ζητούμενο genderbalance): επιτυγχανόταν αυτόματα, χωρίς ποσοστώσεις, γιατί απλώς αναζητούσε άξιους και άξιες.

Αυτό ήταν ένα κοινό στοιχείο ανάμεσα στον Κωνσταντίνο Καραμανλή και στον διευθυντή του αρχείου του. Κοινές ήταν επίσης η εργατικότητα και η προσήλωση στο στόχο. Αρετές αναγκαίες για να εκδοθεί το 1997, με γενική επιμέλεια του Κ. Σβολόπουλου, το δωδεκάτομο έργο Κωνσταντίνος Καραμανλής: Αρχείο, γεγονότα και κείμενα, που προσέφερε έναν τεράστιο όγκο αρχειακού υλικού και αποτελεί σημείο αναφοράς για τη μελέτη της μεταπολεμικής Ελλάδας. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στήριζε σθεναρά το άνοιγμα του αρχείου και ασχολιόταν καθημερινά, με τους γνωστούς ιλιγγιώδεις ρυθμούς του, με τη δημοσίευση του δωδεκάτομου. Ευτύχησε να το δει ολοκληρωμένο λίγους μήνες πριν από το θάνατό του. Αλλά ο Κ. Σβολόπουλος συνέχισε να τον μελετά. Το 2007 διοργάνωσε ένα τριήμερο διεθνές συνέδριο για την 100ή επέτειο από τη γέννηση του Κ. Καραμανλή με συμμετοχή 150 συνέδρων από την Ελλάδα και το εξωτερικό και με θέμα «Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στον 20οό αιώνα». Ένα χρόνο αργότερα συνεπιμελήθηκε την έκδοση του ομώνυμου τρίτομου έργου που καλύπτει τη μεταπολεμική εξέλιξη της Ελλάδας σε πλείστους τομείς (πολιτική, οικονομία, εκπαίδευση, πολιτισμό, ιδεολογία κ.ά.). Όπως συνήθιζε, ο Κ. Σβολόπουλος, μετέτρεπε κάθε επιστημονικό εγχείρημα σε ευκαιρία να ανακαλυφθούν άγνωστες πτυχές ενός θέματος. Πολλά από τα κεφάλαια αυτού του τρίτομου έργου κομίζουν πληροφορίες που διαφορετικά θα διασκορπίζονταν σε επιμέρους πεδία. Η μακροχρόνια ερευνητική τριβή με το φαινόμενο Καραμανλής ώθησε φυσιολογικά τον Σβολόπουλο να συγγράψει τη βιογραφία του το 2011.

Καλώς ή κακώς, η ιστορία δεν γράφεται μόνο με αρχεία. Χρειάζεται, επίσης, κοφτερή κρίση, σφαιρική μόρφωση και ερευνητική τόλμη. Σε αντίθεση με μια διαδεδομένη τάση, ο Κ. Σβολόπουλος δεν ανέπτυξε ιδιοκτησιακή σχέση με τα αρχεία που επόπτευε. Σαν γνήσιος ερευνητής, ενδιαφερόταν για τη διάδοση, όχι την κατοχή της πληροφορίας. Με το ίδιο σκεπτικό, ενθάρρυνε νέους επιστήμονες να υποστηρίξουν τις ερευνητικές αναζητήσεις τους. Ειδική βαρύτητα απέδιδε στις διδακτορικές διατριβές, είτε τις επέβλεπε ο ίδιος είτε άλλοι ιστορικοί στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Θεωρούσε, δικαίως, ότι σε αυτό το πρώτο μεγάλο έργο ο ερευνητής δείχνει το βεληνεκές του, ενώ μερικές φορές δίνει το αριστούργημά του. Διέκρινε από μακριά την καινοτομία και προωθούσε τις φρέσκιες ιδέες, συχνά κόντρα σε ακαδημαϊκά ή κοινωνικά «ιερατεία». Στα αρχεία από όπου πέρασε στόχος του ήταν να διαμορφώσει ζωντανές κυψέλες και όχι μαυσωλεία. Το αρχείο Καραμανλή έγινε ένα από τα πιο μοντέρνα και φιλόξενα σύγχρονα ιδιωτικά αρχεία, όπου ο ερευνητής έβρισκε και βρίσκει άφθονο υλικό και νιώθει άνεση να διερευνά τα ερευνητικά του ερωτήματα. Ο χώρος διατηρεί την αύρα του. Εξάλλου, ο Κ. Σβολόπουλος ήταν εξοικειωμένος με τη «μυρωδιά» του αρχείου: συνέχιζε να κάνει αρχειακή έρευνα ο ίδιος μέχρι το τέλος της ακαδημαϊκής του ζωής, με τα χαρτιά του ανοιχτά δίπλα σε υποψήφιους διδάκτορες που μόλις ξεκινούσαν.

Στους ερευνητές δεν άνοιγε μόνο το αρχείο και τα σεμινάριά του, αλλά και το σπίτι του. Κάθε καλοκαίρι, όταν τέλειωνε η ακαδημαϊκή χρονιά, τους καλούσε στο παλιό αρχοντικό της Εκάλης να ανταμώσουν και να ανταλλάξουν απόψεις. Ήταν έκφραση εξωστρέφειας και μιας κρυφής υπερηφάνειας. Κανείς δεν ξέρει ακριβώς τα κριτήρια με τα οποία διάλεγε αυτό τον «κύκλο επίκτητης οικογένειας». Αξιολογούσε διακριτικά, αλλά σταθερά. Κάποιοι υπήρξαν φοιτητές του, κάποιοι άλλοι προέρχονταν από ξένα πανεπιστήμια, ορισμένοι ακολούθησαν ακαδημαϊκή καριέρα, μερικοί διπλωματική πορεία, άλλοι εξελίχθηκαν σε δασκάλους ή διοικητικά στελέχη. Όλους τους συνέδεε η αναμέτρηση με απαιτητικά θέματα της σύγχρονης ιστορίας. Ακόμα και αν χάνονταν στην πορεία, τους βοηθούσε να ξαναπιάσουν το συνδετικό νήμα μεταξύ τους χρόνια αργότερα.

Ο Κ. Σβολόπουλος είχε έντονη επιστημονική δράση και πλούσια ζωή πέρα από το αρχείο. Ανέβηκε όλα τα σκαλιά της πανεπιστημιακής ιεραρχίας και το 2003 έγινε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Το 2012-2013 διετέλεσε Πρόεδρος του Συμβουλίου Ιδρύματος του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Μέχρι το τέλος συμμετείχε σε επιτροπές ιστορικής έρευνας εν όψει του αναστοχασμού που θα φέρει η επέτειος των 200 ετών από το 1821. Παράλληλα με την επιστημονική ζωή, υπήρχε η ζωή. Άνθισε δίπλα στην σύζυγό του Κατερίνα Χέλμη, με την οποία μοιραζόταν την αγάπη για καθετί ποιοτικό: για τα γράμματα, την τέχνη, τα ταξίδια, τη φιλία, καθώς και το διεισδυτικό λεπτό χιούμορ.

Ο Κ. Σβολόπουλος έδινε χωρίς να ζητά ανταλλάγματα. Ήταν γεμάτος, χορτάτος, από την πνευματική του πρόοδο. Εργάστηκε πολλά χρόνια δίπλα σε πανίσχυρους πολιτικούς, αλλά δεν επεζήτησε πολιτικούς διορισμούς. Έκανε τη δουλειά που αγαπούσε και δεν ήταν διατεθειμένος να το αλλάξει για τίποτε. Ανησυχούσε, μάλιστα, μην παρασυρθεί κανένας ερευνητής από παροδικές δόξες και τον χάσει η ιστορική επιστήμη. Ενώ είχε επίγνωση και πείρα των πανεπιστημιακών παιγνίων εξουσίας, δεν έπεφτε στο ακαδημαϊκό κουτσομπολιό. Όπως σχολίαζε με νόημα: «Η απάντησή μας είναι η εξέλιξή μας».

Ο Κ. Σβολόπουλος σφράγισε με το ήθος του μια ολόκληρη γενιά ιστορικών.   Έδειξε ερευνητικούς δρόμους που δεν υπήρχαν με ευγένεια, λιτότητα και αξιοκρατία που πολλοί επίσης πίστευαν ότι δεν υπήρχαν. Οι αρχές του στέκουν εξίσου πολύτιμες και αξέχαστες με το έργο που αφήνει για τη νεότερη και σύγχρονη ιστορία.

 

 

Κωνσταντίνα Μπότσιου

Καθηγήτρια ιστορίας και διεθνών σχέσεων στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς. Βιβλία της: Διεθνείς σχέσεις και στρατηγική στην πυρηνική εποχή (2000), Μεταξύ ΝΑΤΟ και ΕΟΚ (2002), Τετράδια Κοινοβουλευτικού Λόγου (επιμ. 2010), Τα Βαλκάνια στον Ψυχρό Πόλεμο (επιμ. με Svetozar Rajak, Ειρήνη Καραμούζη, Ευ. Χατζηβασιλείου, 2019).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.