Το βιβλίο του Γιεγκόρ Γκαϊντάρ είναι μια πολύ χρήσιμη συμβολή σε αυτή την κατεύθυνση. Κυκλοφορεί δε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος σε μια επίκαιρη συγκυρία, καθώς σε λίγο, το 2019, συμπληρώνονται τρεις δεκαετίες από την αρχή του τέλους που σηματοδότησαν η κατεδάφιση του Τείχους του Βερολίνου και η λεγόμενη Βελούδινη Επανάσταση στην Ανατολική Ευρώπη.
Σφαιρική κριτική
Η ανάλυση του Γκαϊντάρ με εξέπληξε ευχάριστα. Ξεφεύγει από απλοϊκά και συνωμοσιακά σχήματα χωρίς να ωραιοποιεί τη στάση καμίας πλευράς. Ασκεί σφαιρική κριτική στη Σοβιετική Ένωση αποφεύγοντας μια υλιστική οικονομίστικη ανατομία. Σαν πηγή στο μικροεπίπεδο, τo βιβλίο μού έδωσε μάλιστα τη δυνατότητα να διασταυρώσω και τα δικά μου συμπεράσματα σε μια πρόσφατη μελέτη μου για το τέλος του Ψυχρού πολέμου στα Βαλκάνια (The Balkans in the Cold War, Palgrave/Macmillan, 2017). Και τότε είχα διαπιστώσει ότι οι πειστικότερες εξηγήσεις είναι μεν διάσπαρτες σε έγκυρα επιστημονικά περιοδικά, αλλά δεν είχαν ενταχθεί σε συστηματικές μονογραφίες και στη δημόσια συζήτηση.
Πολλά από τα ερμηνευτικά σχήματα που έχουν κατά καιρούς προταθεί για το τέλος της «σοβιετικής αυτοκρατορίας» ήταν έντονα ιδεολογικοποιημένα. Αρχικά, στην προσπάθεια της Δύσης να αποδείξει ότι η διάλυση του κομμουνισμού οφειλόταν κυρίως στις αρετές του δικού της «καλού» συστήματος έναντι του «κακού» σοβιετικού υποδείγματος. Από πολιτική άποψη, κάτι τέτοιο συνεπικουρούσε άλλωστε την ταχεία μετάβαση των πρώην κομμουνιστικών χωρών στους ευρω-ατλαντικούς θεμσούς. Η ασπρόμαυρη εξήγηση περί «καλού» και «κακού», σε συνδυασμό με το σκεπτικό του Φουκουγιάμα για το «τέλος της Ιστορίας», οδήγησαν κατά καιρούς στον τονισμό και επιμέρους επιτυχιών της Δύσης: την αναδυόμενη πυρηνική υπεροπλία των ΗΠΑ («Πόλεμος των Άστρων»/SDI), την ατομοκεντρική τεχνολογία («η νίκη του PC»), την παγκοσμιοποίηση των χρηματαγορών («η εποχή των yuppies»), την υπεροχή της ανοικτής αγοράς έναντι της κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας. Εναλλακτικά, με μία διάθεση νεο-οριενταλισμού, η λύση αναζητήθηκε στη μοιραία επικράτηση της ατομικότητας στον ανατολίτικο ομαδισμό που πνίγει το άτομο.
Τέτοιες αναλύσεις συμφωνούσαν ότι οι «δύο κόσμοι» δεν είχαν ιδιαίτερη οικονομική επαφή μεταξύ τους. Η αντίθετη αντίληψη αποτελεί μια από τις κύριες θέσεις του Γκαϊντάρ. Δείχνει πολύ συστηματικά ότι, στην πραγματικότητα, η Σοβιετική Ένωση και οι δορυφόροι της είχαν ολοένα μεγαλύτερη σχέση με το διεθνές οικονομικό σύστημα και τα δυτικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα από τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Πιθανότατα, με την πεποίθηση ότι μπορούσαν να το χειραγωγήσουν, να αντλήσουν πόρους χωρίς οικονομικές ή πολιτικές δεσμεύσεις. Πίστευαν ότι διατηρούσαν τη δυνατότητα να επιστρέψουν ανά πάσα στιγμή στον κλειστό οικονομικό τους κύκλο. Εξάλλου, σκέπτονταν, η αυτονομία τους ήταν διασφαλισμένη χάρη στα τεράστια σοβιετικά αποθέματα πρώτων υλών.
Εκεί διαψεύστηκαν. Τελικά, ο καπιταλισμός κατάφερε να διαβρώσει το κομμουνιστικό μοντέλο μέσα από τη διεθνή οικονομία, όπου διέθετε μακρά πείρα, γνώση και ευελιξία. Αν μπορούμε να κάνουμε μια ιστορική αναλογία, οι σοβιετικές ηγεσίες του 1970 και του 1980 διέπραξαν το «λάθος» που απέφυγε ο Στάλιν όταν αρνήθηκε να λάβει ολόκληρη η Ανατολική Ευρώπη βοήθεια από το Σχέδιο Μάρσαλ, παρ’ ότι χρειαζόταν απεγνωσμένα πόρους για τη μεταπολεμική ανασυγκρότηση της καθημαγμένης χώρας του και των δορυφόρων της.
Το βιβλίο του Γκαϊντάρ παρουσιάζει τις αλληλεξαρτήσεις με ψυχρή τεχνοκρατική λογική. Επειδή, όμως, ο συγγραφέας έζησε εκ των έσω την περεστρόικα, την πτώση και την προσπάθεια αναδιοργάνωσης, μεταδίδει στη μαρτυρία του και ένα συγκρατημένο συναίσθημα για όσα επί χρόνια αρνούνταν να αλλάξουν οι παρωχημένες σοβιετικές ηγεσίες, ενώ πλησίαζαν τον γκρεμό.
Θα περιοριστώ να παραθέσω ορισμένες παρατηρήσεις του Γκαϊντάρ, που νομίζω ότι αποδίδουν το θεμελιώδες πρόβλημα της Σοβιετικής Ένωσης καθώς τελείωνε: πάνω απ’ όλα, δεν ήταν πια σε θέση να φτάσει τη Δύση σε οικονομική ανάπτυξη και σε ποιότητα ζωής (catch-up syndrome). Και επειδή σε όλα τα πράγματα η σύγκριση είναι καθοριστική, το σοβιετικό κομμουνιστικό σύστημα έπαψε να λειτουργεί και να πείθει τους πολίτες σαν σύστημα εκσυγχρονισμού. Παρά το φοβερό του οπλοστάσιο και την εξίσου φοβερή αστυνομία. Ούτε το ένα ούτε το άλλο μπόρεσαν να συγκρατήσουν την πτώση όταν το καθεστώς έχασε την εσωτερική του νομιμοποίηση.
«Αποικίες χρέους», «κράτος εισοδηματίας»
Πριν από την κατάρρευση, oι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης είχαν μεταβληθεί σταδιακά σε «αποικίες χρέους» δυτικών πιστωτικών ιδρυμάτων. Είχαν φτωχύνει δραματικά και υπέφεραν από περιοδικές κρίσεις εφοδιασμού βασικών αγαθών. Αδυνατούσαν να χρηματοδοτήσουν τις ανάγκες της Σοβιετικής Ένωσης και εκείνη τις δικές τους, ενώ αυτό ήταν εκ των ων ουκ άνευ παλαιότερα με τη λογική της κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο.
Ως συνέπεια, η ίδια η Σοβιετική Ένωση άρχισε να δανείζεται ολοένα μεγαλύτερα ποσά για να καλύψει τις τρέχουσες ανάγκες. Δεν διέθετε, όμως, παραγωγικότητα ικανή να καλύψει τις υποχρεώσεις της. Η οικονομική εξάρτηση από τη Δύση επέβαλε βαθμιαία πολιτικούς συμβιβασμούς. Οι συμφωνίες με τις ΗΠΑ για τα πυρηνικά όπλα (INF, 1986) ήταν το λιγότερο. Άλλωστε, και μετά από αυτές, οι δύο υπερδυνάμεις διέθεταν αρκετά όπλα για να αλληλοκαταστραφούν και να καταστρέψουν τον πλανήτη πολλές φορές. Πολύ σημαντικότερες ήταν οι υποχωρήσεις στις ελευθερίες των δορυφόρων. Το ξήλωμα του απόλυτου σοβιετικού ελέγχου είχε ξεκινήσει ήδη από την περίοδο της ύφεσης, όταν η Σοβιετική Ένωση απορροφήθηκε από την προετοιμασία νέων πυρηνικών όπλων (π.χ. πύραυλος SS-20) παραμελώντας τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Εκείνες, για να συντηρήσουν ένα ανεκτό επίπεδο ζωής, άρχισαν να δανείζονται από τη Δύση και να αναπτύσσουν το πολιτικό υβρίδιο του «εθνικού κομμουνισμού» (national communism). Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, η χειραφέτηση επιταχύνθηκε. Απελευθερωμένες από τον στενό σοβιετικό εναγκαλισμό, οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης προσπέρασαν τη μεταρρύθμιση για να φθάσουν απευθείας στην επανάσταση.
Στην παρακμή της Σοβιετικής Ένωσης συνέτεινε η συμπεριφορά της ως «κράτους-εισοδηματία» από τη δεκαετία του 1970. Αφορμή έδωσε η επανάπαυσή της στις εξαγωγές πετρελαίου, φυσικού αερίου και γενικά πρώτων υλών, που είχε δικαιωθεί πανηγυρικά κατά την πρώτη πετρελαϊκή κρίση του 1973. Η απότομη άνοδος των τιμών του πετρελαίου από τον ΟΠΕΚ λόγω της αμερικανικής στήριξης στο Ισραήλ στον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ είχε δύο προσωρινά ευεργετικές συνέπειες για το ανατολικό μπλοκ: Αφενός άνοιξε αγορές για το «κόκκινο πετρέλαιο» που προηγουμένως θεωρούνταν ακριβό και χρειαζόταν πολιτικές dumping για να εξαχθεί σε μεγάλες ποσότητες. Αφετέρου, πλημμύρισε τις δυτικές τράπεζες με ζεστό αδιάθετο χρήμα, καθώς οι δυτικές οικονομίες «πάγωσαν» από την κρίση, διέλυσαν το σύστημα του Bretton Woods και περιόρισαν τον εξωτερικό δανεισμό τους. Τότε η Σοβιετική Ένωση πλούτισε και οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης δανείστηκαν φθηνό χρήμα για να ικανοποιήσουν τις αυξανόμενες ανάγκες τους. Όχι πια τόσο αναπτυξιακές όσο καταναλωτικές ανάγκες.
Καταναλωτισμός
Ο καταναλωτισμός είχε εισβάλει στην καθημερινή ζωή της κομμουνιστικής αυτοκρατορίας. Αυτή ήταν μια επιτυχία της Δύσης – και όχι τυχαία επιτυχία. Από την αρχή της δεκαετίας του 1960 επεδίωκαν οι ΗΠΑ να «σπάσουν τον μονόλιθο» του σοβιετικού μπλοκ διεισδύοντας στον τρόπο ζωής. Ήξεραν ότι εκεί βρισκόταν το μυστικό. Ο Τρούμαν είχε μιλήσει στο Δόγμα του όχι για κομμουνισμό και καπιταλισμό αλλά για δύο «εναλλακτικούς τρόπους ζωής».
Μέχρι τη δεκαετία του 1960, πολλές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης είχαν υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ από χώρες της δυτικής (π.χ. Ελλάδα-Βουλγαρία). Αποτελούσε πλεονέκτημα του αυταρχισμού του συνδυασμένου με τον κεντρικό οικονομικό σχεδιασμό. Στη Δύση, όπου η ανάπτυξη όφειλε να συνδυαστεί με δημοκρατική οργάνωση, η μετάβαση κράτησε περισσότερο. Αλλά τη δεκαετία του 1960, για πρώτη φορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η σύγκριση απέβαινε σε βάρος του σοσιαλισμού. Τότε η Δύση απογειώθηκε και δεν ξαναπροσγειώθηκε μέχρι την κρίση του 2008 (παρά τους κατά καιρούς πετρελαϊκούς κλυδωνισμούς). Το 1960 ήταν η πρώτη «χρυσή δεκαετία».
Ο ωραιότερος τρόπος ζωής στη Δύση άρχισε να διαπερνά το «σιδηρούν παραπέτασμα» μέσα από τις νέες τεχνολογίες της επικοινωνίας: τηλεόραση, κινηματογράφο, διαφήμιση, τέχνη, νεανική κουλτούρα (ένδυση, μουσική ροκ), κινήματα (χίπις, αντι-Βιετνάμ/αντιαμερικανισμός, ειρηνισμός, προστασία περιβάλλοντος κ.ά.). Από τη μουσική και τα σήριαλ ώς τη μόδα, το δυτικό οπλοστάσιο απέκτησε μια νέα lingua franca που περνούσε δυτικά πρότυπα ευθέως ή πλαγίως. Ακόμα και μέσα από την αυτο-αμφισβήτησή τους, με τη λογική ότι και η δυσφήμιση είναι διαφήμιση. Στη Σοβιετική Ένωση έφταναν φιλτραρισμένα, αλλά έφταναν. Οι ρωγμές ολοένα μεγάλωναν στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης (Ουγγαρία, Τσεχοσλοβακία, Πολωνία, Βερολίνο, Ρουμανία).
Η Σοβιετική Ένωση δεν ανησυχούσε. Θεωρούσε εαυτήν θωρακισμένη από έξωθεν επιρροές και επιβουλές. Με την ιδεολογία και την ισχύ. Άλλωστε, η «Άνοιξη της Πράγας» είχε καταπνιγεί βάναυσα για να δώσει ένα μάθημα στους απανταχού αμφισβητίες ότι το Κρεμλίνο ήταν αποφασισμένο να πατάξει κάθε αντίδραση. Βέβαια, έφερε αντίθετα αποτελέσματα ανοίγοντας νέα ρήγματα που θα πλήρωνε αργότερα η Μόσχα: τόσο στους δορυφόρους (π.χ. ενδυναμώθηκε η αυτόνομη Ρουμανία του Τσαουσέσκου) και στα κομμουνιστικά κινήματα της Δύσης (π.χ.ευρωκομμουνισμός κ.ά.). που προτίμησαν την αντιμετώπιση του Μάη του ’68 στη Γαλλία από τη σοβιετική στάση στην Τσεχοσλοβακία την ίδια χρονιά.
Επομένως, από τα τέλη της δκεαετίας του 1960 η Δύση ξέφυγε σαν ασυναγώνιστο σημείο αναφοράς και μιμητισμού, ενώ ο κομμουνιστικός κόσμος έμεινε σε σταθερή τροχιά.
Επισιτιστική χρεοκοπία
Το σοβιετικό σύστημα τελείωσε τον βίο του ως ο μεγαλύτερος εισαγωγέας σιτηρών στον κόσμο και ένας από τους μεγαλύτερους εισαγωγείς τροφίμων. Η Σοβιετική Ένωση δεν μπορούσε να καλύψει τις στοιχειώδεις επισιτιστικές ανάγκες των πληθυσμών της Ανατολικής Ευρώπης. Οι κομμουνιστικές χώρες κατέρρευσαν τη δεκαετία του 1980 μέσα σε συνθήκες μαζικής κοινωνικής ανέχειας και πείνας. Στις παράλληλες διάσπαρτες εξεγέρσεις εκείνης της εποχής ακόμα μέσα και στο ίδιο το σοβιετικό έδαφος, οι στρατιώτες ενώθηκαν με τους διαδηλωτές αρνούμενοι να επιτεθούν στους πολίτες. Ο Γκαϊντάρ αναφέρει τέτοιες περιπώσεις, εκκινώντας από ένα πρώιμο περιστατικό στο Νοβοτσεράσκ (σελ. 122). Πρόκειται για την ύστατη απόδειξη διάλυσης ενός καθεστώτος. Τα υπερσύγχρονα όπλα δεν μπορούσαν να αγοράσουν τρόφιμα και νομιμοποίηση. Όπως εύστοχα σχολίασε κάποτε ο Ταλλεϋράνδος (το αναφέρει ο Γκαϊντάρ): «Στη λόγχη μπορείς να στηρίζεσαι, δεν μπορείς όμως να καθίσεις».
Η Σοβιετική Ένωση αγνόησε τον Ταλλεϋράνδο και δοκίμασε να καθίσει στη λόγχη. Η άγονη κούρσα εξοπλισμών την εξάντλησε οικονομικά στερώντας της πόρους για άλλα έργα. Ο Γκαϊντάρ δικαίως αναφέρει την επικέντρωση στο σήμερα και την παραμέληση της εκπαίδευσης που αποτελεί, αντιθέτως, επένδυση για το μέλλον. Αυτή η στάση είχε αρνητικές επιπτώσεις στην αξιοκρατία και την επιστημονική καινοτομία, τη στελέχωση της κρατικής γραφειοκρατίας, την εργασία, την πρόνοια κ.ά.
Η Σοβιετική Ένωση κάθισε, όμως, και πάνω στην πλατφόρμα εξόρυξης πρώτων υλών που της χάρισε εφήμερη δύναμη στις αρχές του 1970 για να την αποψιλώσει λίγα χρόνια αργότερα, μετά τη δεύτερη πετρελαϊκή κρίση του 1979, την επαύριο της Ισλαμικής Επανάστασης στο Ιράν. Τότε, η πτώση της τιμής εξόρυξης σε άλλες αγορές σε συνδυασμό με την υψηλότερη ποιότητα του πετρελαίου σε αυτές, μείωσαν τη ζήτηση για σοβιετικό πετρέλαιο. Η δυνητική ευρωπαϊκή αγορά –κοινή πια τότε– είχε μάθει να μειώνει, και με νέες τεχνολογίες, τις ενεργειακές της ανάγκες.
Στο μεταξύ, η Σοβιετική Ένωση, από αδράνεια και ευκολία, είχε απωλέσει τη δυνατότητα να διαφοροποιεί την εξαγωγική παραγωγή της. Ήταν έτσι πολύ ευάλωττη σε μια κρίση πρώτων υλών. Ο Γκαϊντάρ το αποδίδει γλαφυρά. Το σοβιετικό σύστημα ήταν τόσο δυσκίνητο πια ώστε δεν μπορούσε εγκαίρως να αναμορφωθεί. Η κατάρρευση έγινε αναπόφευκτη, καθώς έλειψε το σημαντικότερο στοιχείο μιας μεταρρύθμισης: ο χρόνος.
Πιστεύω ότι το βιβλίο του Γιεγκόρ Γκαϊντάρ θα συζητηθεί πολύ ακόμη στην Ελλάδα και διεθνώς. Παρ’ ότι μετρά ήδη ορισμένα χρόνια ζωής στα ρωσικά και στα αγγλικά, παραμένει η αρχή μιας ορθολογικής προσέγγισης που δένει με τις πιο σοβαρές δυτικές αναλύσεις. Ο ειδικός βρίσκει πολλούς πίνακες τεκμηρίωσης, ο ιστορικός ιστορικές συγκρίσεις, ο γενικός αναγνώστης μια συνεκτική ανάλυση. Σε όλους το βιβλίο ανοίγει δρόμους και κρυφά μονοπάτια για να κατανοήσουμε τη Σοβιετική Ένωση και τον Ψυχρό Πόλεμο. Και για να προσεγγγίσουμε κάπως το διαχρονικό μυστήριο της Ρωσίας.