Έχω ανατρέξει αμέτρητες φορές στο βραβευμένο έργο τoυ Γιώργου Θ. Μαυρογορδάτου Stillborn Republic: Social Coalitions and Party Strategies in Greece, 1922-1936 (Berkeley University Press, 1983) είτε για να βρω εργαλεία δουλειάς είτε απλώς για την απόλαυση ενός κλασικού έργου. Κάθε φορά διαπιστώνω με έκπληξη ότι κάτι μου έχει ξεφύγει. Σχήματα και αποχρώσεις που έμοιαζαν λεπτομέρειες φωτίζονται περισσότερο, ανάλογα με την απόσταση και τη συνθήκη που τα κοιτάς. Αίσθηση αναμενόμενη σε ένα έργο που έχει επάξια κατακτήσει τη θέση του στη βιβλιοθήκη των «κλασικών».
Αυτή η αίσθηση επιτείνεται με το νέο βιβλίο του Μαυρογορδάτου Μετά το 1922: Η Παράταση του Διχασμού. Στις σελίδες του πάλλει αειθαλές το Stillborn Republic μαζί με νέα στοιχεία από μεταγενέστερες έρευνες του συγγραφέα, μείγμα που το κάνει να μοιάζει γραμμένο σήμερα. Οι προσθήκες και οι αλλαγές μάς οδηγούν ακόμα πιο βαθιά στο δαίδαλο του Εθνικού Διχασμού μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Κατά μια ειρωνεία, μας ωθούν να εκτιμήσουμε ακόμα περισσότερο το ότι, παρά τις ανωμαλίες και τους κινδύνους που έκρυβε η πορεία της Ελλάδας σε κάθε στροφή, η χώρα κατόρθωσε να επιλέξει τη σωστή πλευρά της ιστορίας σε κρίσιμες στιγμές. Ιδίως στους δύο καθοριστικούς για τη σημερινή της θέση παγκόσμιους πολέμους. Οι επιλογές εκείνες οφείλονται εν πολλοίς στις πολιτικές ηγεσίες που πρωταγωνίστησαν στο Διχασμό.
Εύλογα, ο συγγραφέας στέκεται επίμονα στον χαρισματικό Ελευθέριο Βενιζέλο. Όπως έχει εξηγήσει και στο προηγούμενο, πολύ επιτυχημένο βιβλίο του για τον Διχασμό, το 1915: Ο Εθνικός Διχασμός, πάλι από τις εκδόσεις Πατάκη (2015), πέρα από τη δική του θετική αξιολόγηση, ο Βενιζέλος δικαιώθηκε εκ των πραγμάτων στην ιστορία για τις μεγάλες στρατηγικές επιλογές του.
Ωστόσο, συναρπαστική για τον αναγνώστη είναι η φωτοσκίαση που δημιουργεί ανάμεσα στην προσωπικότητα και τις επιλογές του Βενιζέλου και εκείνες των αντιβενιζελικών πρωταγωνιστών του δράματος, οι οποίοι έχουν μελετηθεί λιγότερο στην ιστοριογραφία. Το βιβλίο αφιερώνει σημαντικό μέρος στους τρεις βασικούς ταγούς του, μετά το 1922: στον Ιωάννη Μεταξά, στον Παναγή Τσαλδάρη και στο Στέμμα με διττή υπόσταση: ως βασιλικό θεσμό και ως δυναστεία, έκπτωτη τα περισσότερα χρόνια της αβασίλευτης Δημοκρατίας (1924-1935), την οποία πραγματεύεται το βιβλίο.
Η περίπτωση Ιωάννης Μεταξάς
Ο Μαυρογορδάτος εντρυφεί στο ερώτημα «γιατί έχει μελετηθεί λιγότερο η αντιβενιζελική πλευρά;». Θεωρεί πρώτο και αυτονόητο ότι, σε αντίθεση με τον Βενιζέλο, δεν δικαιώθηκε από τα πράγματα τόσο στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο όσο και στη Μικρασιατική Καταστροφή. Συνολικά, δικαιώθηκε σε ορισμένες περιπτώσεις μόνο, κυρίως διά του Μεταξά και της συμβολής του στην επιτυχημένη στρατιωτική προετοιμασία και συμμετοχή της Ελλάδας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεύτερος λόγος είναι η έλλειψη στιβαρής ιστοριογραφίας για τον αντιβενιζελισμό και το αντιβενιζελικό βίωμα. Εν μέρει οφείλεται στο μειωμένο ενδιαφέρον των ιστορικών μέχρι πρόσφατα ως απόρροια αφ’ ενός της καθολικής σχεδόν θετικής αποτίμησης του Βενιζέλου, αφ’ ετέρου της διαθεσιμότητας λιγότερου και αποσπασματικού αρχειακού υλικού. Παρατηρείται μια γενικότερη δυστοκία στην παράδοση αρχειακού υλικού σε προσβάσιμα δημόσια αρχεία από πρόσωπα και θεσμούς του αντιβενιζελικού κόσμου, εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις που έχουν βοηθήσει πολύ την έρευνα (Γεώργιος Στρέιτ, Φίλιππος Δραγούμης, Ντίνος Τσαλδάρης, αρχείο τέως βασιλικών ανακτόρων, αρχεία αντιβενιζελικών αξιωματικών όπως του Βίκτωρα Δούσμανη κ.ά. ). Χτυπητή εξαίρεση είναι και εδώ ο Μεταξάς, χάρη στο πλούσιο υλικό που παρέδωσε με το αρχείο και το –εν μέρει ήδη στη δεκαετία του 1950– δημοσιευμένο Προσωπικό του Ημερολόγιο.
Προπάντων, όμως, οφείλεται στην προβληματική σχέση των αντιβενιζελικών με τη ζώσα ιστορία τους στον Μεσοπόλεμο, καθώς στην πλειονότητά τους εγκλωβίστηκαν ανάμεσα στην απέχθεια για τον βενιζελισμό και τη δίψα της κάθαρσης για την Εκτέλεση των Έξι. Αντιθέτως, ο βενιζελισμός άρχισε την ίδια περίοδο να αφήνει το αποτύπωμά του τόσο στην ιστοριογραφία όσο και στο ιστορικό μυθιστόρημα, όπου βλάστησε η εμπειρία των κατά τεκμήριο βενιζελικών και αντιβασιλικών προσφύγων. Επειδή και η ιστοριογραφική φύση απεχθάνεται το κενό, αυτό καλύφθηκε μεταπολεμικά με έντονα αντιβασιλικά στερεότυπα από τα αριστερά, από τη σοσιαλιστική «ιστοριογραφία», η οποία εξέπεμψε αναδρομικά την τραυματική εμπειρία των διώξεων της Αριστεράς από τη δικτατορία Μεταξά, όπως επίσης τα βιώματα της Κατοχής και του Εμφυλίου. Στους πυλώνες της κατατάσσεται και η εμμονή στην άρνηση να πιστωθεί ολόψυχα στον αντιβενιζελικό και μοναρχικό Μεταξά το «Όχι» του 1940. Μια εμμονή που άκριτα διαχύθηκε στη δημόσια ιστορία μετά τη Μεταπολίτευση σαν ωδή στα αντιβασιλικά της αντανακλαστικά.
Το μικροσκόπιο του Μαυρογορδάτου εστιάζει στον Μεταξά. Τον ξεχωρίζει τονίζοντας ότι τόλμησε στροφή 180 μοιρών από τη φιλογερμανική στάση του κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και δικαιώθηκε για την στρατηγική που χάραξε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ήταν δύσκολο εγχείρημα να τηρήσει, μαζί με τον μεταστραφέντα βασιλιά Γεώργιο Β’, φιλοαγγλικό προσανατολισμό, διατηρώντας ταυτόχρονα καλές σχέσεις με την εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία και τη φασιστική Ιταλία για να μην προκαλέσει άκαιρα και απροετοίμαστα την επιθετικότητά τους. Προσπαθώντας να τον ψυχογραφήσει, ο συγγραφέας βρίσκει «μεγαλείο» στις αποφάσεις του. Τον ψέγει, όμως, για «παθολογική» ανασφάλεια, την οποία θεωρεί πηγή πολλών κακών για τη χώρα και για τον ίδιο. Δεν ξεχνά και εδώ τη σύγκριση με τον Βενιζέλο: μπορεί να καταλογίσει κανείς πολλά και τερατώδη ελαττώματα στον Κρητικό ηγέτη, αλλά υπήρξε ο ορισμός της αυτοπεποίθησης. Τον ετερόκλητο ψυχισμό του Μεταξά απηχούν οι δύο γραμμές που επελέγησαν για το οπισθόφυλλο του βιβλίου: Μια καταχώριση από το ημερολόγιό του λίγες μέρες πριν πεθάνει (5 Ιανουαρίου 1941): «Θα μας συγχωρήση ο Θεός το 1915; Φταίμε όλοι! Και ο Βενιζέλος ακόμα! Τώρα αισθάνομαι πόσο έφταιξα!»
Αυτές οι 17 φορτισμένες λέξεις συνοψίζουν το δράμα του Διχασμού. Αποδίδουν, ταυτόχρονα, τη ριζική μεταστροφή του Μεταξά στη φιλοαγγλική «πολιτική του αειμνήστου Βενιζέλου»: έτσι αποκαλεί τον εκλιπόντα πια αντίπαλό του απευθυνόμενος στους αρχισυντάκτες του αθηναϊκού Τύπου, στην ιστορική ομιλία της 30ής Οκτωβρίου 1940.
Ο Μαυρογορδάτος επικρίνει τον Μεταξά για συμπλέγματα που τον εμπόδισαν να αναζητήσει διάδοχο και να προετοιμάσει πολιτικά την Ελλάδα για πόλεμο και ξένη κατοχή. Λες και το μικρό φυσικό του μπόι, που τον βασάνιζε, να μίκραινε και το πολιτικό του μπόι. Ωστόσο, αναγνωρίζει το μεγάλο ανάστημά του στον πόλεμο, το πεδίο δόξης για την ἰδιοφυΐα του. Ο Μεταξάς δεν γιάτρεψε, αλλά «πάγωσε» τον Διχασμό, αποφασισμένος να προετοιμάσει στρατιωτικά την Ελλάδα και να οδηγήσει ενωμένους τους Έλληνες σε πόλεμο, κατ’ αρχάς αν θα γινόταν αναπόφευκτη η σύρραξη με την αναθεωρητική Βουλγαρία, τον πρωταρχικό εχθρό της Ελλάδας στα Βαλκάνια από τη λήξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου. Ακόμα και αν αυτό σήμαινε σύγκρουση και με τη λανθάνουσα προστάτιδά της, την επίσης αναθεωρητική Ιταλία. Και το πέτυχε, όπως έδειξε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος του 1940-41.
Οι παραδοξολογίες που εξακολουθούν να στρεβλώνουν τη μνήμη του «Όχι» συναντούν το κοφτερό νυστέρι του Μαυρογορδάτου. Στο υποκεφάλαιο με τίτλο «Το “ΟΧΙ” του Μεταξά και το “ΝΑΙ” του Πλαστήρα», χρησιμοποιεί την “counterfactual” μέθοδο (το “What if…”). Είναι πεπεισμένος ότι η Ελλάδα θα είχε βρεθεί στη λανθασμένη πλευρά της ιστορίας, δηλαδή στην πλευρά του Άξονα, αν το 1940 είχε δικτάτορα τον Νικόλαο Πλαστήρα, σε περίπτωση που θα είχε επικρατήσει το Κίνημα του 1935. Την τολμηρή αυτή άποψη στηρίζει στα δεδομένα που έδειξαν μετά το 1945 όχι απλώς το θαυμασμό του Πλαστήρα για τον Μουσολίνι –ο οποίος συγκέντρωνε διεθνώς πολλούς θαυμαστές στο Μεσοπόλεμο– αλλά κυρίως τη διάθεσή του να συνδιαλλαγεί, ακόμα και να συνεργαστεί με δυνάμεις και συνεργάτες του Άξονα. Ως προς τη σχέση με τον βασιλιά Γεώργιο Β’, στον οποίο κατα κύριο λόγο πιστώνει η ιστοριογραφία τον φιλοαγγλικό προσανατολισμό της Ελλάδας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Μαυρογορδάτος αναλύει πειστικά γιατί το «Όχι» απέρρεε πρωτίστως από τα προσωπικά πιστεύω του Μεταξά και δευτερευόντως από την πίστη του στον βασιλιά.
Η φύση του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου προκαλεί στο βιβλίο μια ειδική ανάλυση για τον λεγόμενο «μοναρχοφασισμό». Προσφέρει μια πρωτότυπη ερμηνεία, γιατί μοναρχισμός και φασισμός αποτελούν ασύμβατα συστήματα. Κατά τον Μαυρογορδάτο, ο φασισμός του Μεταξά έμεινε ατελής επειδή ο ίδιος ήταν δέσμιος του μοναρχισμού του. Και τούτο παρ’ ότι τον πρωτοεισήγαγε, ίσως και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, δημιουργώντας το σώμα των Επιστράτων το 1916-17. Η δικτατορία Μεταξά υπήρξε μεν καθεστώς προσωπικό και αυταρχικό, περισσότερο αστυνομικό παρά στρατιωτικό. Αλλά φασιστικό δεν μπορούσε να είναι.
Με βάση αυτή την επιχειρηματολογία του Μαυρογορδάτου, η ερμηνεία μπορεί να επεκταθεί και σε ένα δεύτερο επίπεδο: ότι η επίμονη βασιλοφροσύνη του αντιβενιζελισμού εμπόδισε μεν τη γεφύρωση του Διχασμού, αποτέλεσε δε ασπίδα κατά του ολοκληρωτισμού. Φτάνει να αναλογιστεί κανείς ότι ο ολοκληρωτισμός επιτέθηκε και στις τρεις μορφές πολιτικής οργάνωσης που συνάντησε στην Ευρώπη ως εμπόδια: του σοσιαλισμού, της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και της (συνταγματικής) μοναρχίας.
Βέβαια, τη δραστικότερη ανοσία κατά του ολοκληρωτισμού από δεξιά και από αριστερά παρείχε στην Ελλάδα το μοντέλο κοινωνίας που τελειοποίησε ο Βενιζέλος, μέσα από την αγροτική μεταρρύθμιση και την αποκατάσταση των προσφύγων: το έθνος μικροϊδιοκτητών. Μέσα από τις πολιτικές εθνικής ομογενοποίησης, που τον έκαναν μισητό στις μειονότητες και στους αντιβενιζελικούς, ο Βενιζέλος αναδεικνύεται στο έργο του Μαυρογορδάτου ως ο πιο συνειδητοποιημένος φορέας της εθνικής ολοκλήρωσης. Μέσα από το βιβλίο γεννιέται η σκέψη ότι, αν η Ελλάδα είχε μείνει «μικρά, αλλά έντιμος» χωρίς Βενιζέλο –ένα άλλο whatif– ίσως να μην είχε κρατήσει τη σημαία της στις Νέες Χώρες. Και αν το είχε αποφύγει, χωρίς τον Μεταξά το 1940 θα είχε ενδεχομένως ακρωτηριαστεί.
Το αντίπαλο δέος Παναγής Τσαλδάρης
Ο Μεταξάς πρωταγωνιστεί ως μοναχικός παίκτης στην παράταση του Διχασμού μετά το 1922. Αδιαφιλονίκητος εκπρόσωπος της κοινωνίας των αντιβενιζελικών ήταν, όμως, ο Παναγής Τσαλδάρης. Μετριοπαθής αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος από το 1924 ώς το θάνατό του, υπήρξε το αντίπαλον πολιτικό δέος του απρόβλεπτου Βενιζέλου που φαίνεται ότι «προκαλεί» τον Μαυρογορδάτο για συγκρίσεις. Με γνώμονα τις συνθήκες της Παλινόρθωσης του 1935, είναι σαφές ότι η επιλογή του Τσαλδάρη να ταυτίσει το Λαϊκό Κόμμα με τη βασιλεία μετά την ανακήρυξη της αβασίλευτης αποδείχθηκε προσωρινά συνεκτικό στοιχείο, αλλά μακροπρόθεσμα παγίδα για την αντιβενιζελική παράταξη και για τον ίδιο τον Παναγή Τσαλδάρη.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, ο Μεταξάς αποδέχτηκε την αβασίλευτη Δημοκρατία. Συνειδητοποίησε ότι, για να επανέλθει η δυναστεία στην Ελλάδα, είχε ανάγκη πρωτίστως τη στήριξη των βενιζελικών και δευτερευόντως των αντιβενιζελικών, τους οποίους θεωρούσε δεδομένους βασιλόφρονες. Αντίθετα, ο Τσαλδάρης, που ανέστησε το Λαϊκό Κόμμα μετά την εκτέλεση του Δημητρίου Γούναρη, προτίμησε τη συνέχιση της εξάρτησης από το Στέμμα. Θεωρητικά εξισορροπούσε μετριοπαθείς και αδιάλλακτους, αλλά ουσιαστικά εξουσιαζόταν από τους δεύτερους. Η στάση του είχε και μια στενότερη πολιτική στόχευση: να μη γίνει ο Μεταξάς ο κύριος πόλος του αντιβενιζελισμού. Η προοπτική αυτή ήταν ανεπιθύμητη και από τους βενιζελικούς και βενιζελογενείς. Εν όψει των εκλογών για Συντακτική Συνέλευση (1923) και του δημοψηφίσματος του 1924, είχαν φροντίσει να μείνει ο Μεταξάς εκτός πολιτικής και εκτός Ελλάδος, με την κατηγορία ότι ήταν ο εγκέφαλος του Αντικινήματος Λεοναρδόπουλου, Γαργαλίδη, Ζήρα, του Οκτωβρίου 1923. Μετά την ανακήρυξη της αβασίλευτης και με μια Βουλή χωρίς αντιβενιζελικούς λόγω των μονομερών εκλογών του 1923, του δόθηκε αμνηστία για την «Αντεπανάσταση».
Καθοριστική υπήρξε και πάλι η προσωπικότητα. Ο Τσαλδάρης ήταν διστακτικός και απεχθανόταν τις ρήξεις. Έτσι, λειτουργούσε ως υποτονικός αντίπαλος του ασυγκράτητου Βενιζέλου. Ο Μαυρογορδάτος το αποδίδει σε τρία κομβικά ελλείμματα: α) την απουσία προγράμματος και οράματος, β) την εξοντωτική βραδύτητα στη λήψη αποφάσεων, γ) την αδυναμία του απέναντι στους ακραίους αντιβενιζελικούς μέσα στο κόμμα του. Το αποτέλεσμα ήταν να καταλήξει στο περιθώριο από τον άσπονδο φανατικό στρατιωτικό της άλλης πλευράς, τον Κονδύλη.
Αναγνωρίζοντας την αβασίλευτη το 1932 και ανοίγοντας την πόρτα στους «αποστάτες» βενιζελικούς αξιωματικούς, Γεώργιο Κονδύλη και Αλέξανδρο Χατζηκυριάκο, ο Τσαλδάρης επεδίωξε σαφώς εκλογικά κέρδη μεταξύ των δυσαρεστημένων βενιζελικών ψηφοφόρων από την «τετραετία» Βενιζέλου (1928-1932). Προσπάθησε, επίσης, να αναδείξει εκείνους τους Λαϊκούς πολιτικούς που υποστήριζαν πλέον την αβασίλευτη (Φίλιππος Δραγούμης, Πέτρος Ράλλης, Περικλής Ράλλης, Γεώργιος Καρτάλης κ.ά.) εξισορροπώντας τον σκληρό πυρήνα των βασιλοφρόνων (Ιωάννης Θεοτόκης, Ιωάννης Ράλλης, Πέτρος Μαυρομιχάλης κ.ά.). Το πόσο μειοψηφικοί παρέμεναν, όμως, οι μη βασιλόφρονες στο Λαϊκό Κόμμα φάνηκε λίγο αργότερα, από τις αποσχίσεις αδιάλλακτων μοναρχικών εν ονόματι της πραξικοπηματικής Παλινόρθωσης. Μετά την Παλινόρθωση, ο Γεώργιος Β΄ ούτε που διανοήθηκε να αναθέσει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον «ισορροπιστή» Τσαλδάρη.
Η βασιλεία
Η Παλινόρθωση θέτει, μεταξύ άλλων, δύο ζητήματα καθοριστικά για τη βασιλεία: ένα ειδικό για το 1935-36 και ένα ευρύτερο για τον 20ό αιώνα. Το ειδικό ζήτημα είναι ότι ο ορθολογικός συμβιβασμός του Τσαλδάρη με την αβασίλευτη συνέπεσε με την παθιασμένη επάνοδο του Μεταξά στο μοναρχισμό μετά το βενιζελικό Κίνημα του Μαρτίου 1935. Ήταν, παράλληλα, δείγμα της καθολικής επικράτησης των στρατιωτικών επί των πολιτικών και στις δύο όχθες του Διχασμού. Το ευρύτερο ζήτημα είναι ότι η Παλινόρθωση του 1935 δεν αποκατέστησε ηθικά και πολιτικά τη βασιλεία. Το ακραία νόθο ποσοστό 98% υπέρ της βασιλευομένης έγινε κουρασμένα δεκτό από τον Βενιζέλο, αργότερα και από τους περισσότερους βενιζελικούς. Αλλά στην Κατοχή, ο βασιλιάς Γεώργιος Β’, παρ’ ότι είχε στεφθεί με τις δάφνες του 1940-41, αντιμετώπισε την εχθρότητα σχεδόν όλων των πολιτικών δυνάμεων. Το πραγματικό φιλί της ζωής χάρισε άθελά του στη βασιλεία δέκα χρόνια μετά το 1935 το φάσμα της κομμουνιστικής ανατροπής. Η βασιλεία θεωρήθηκε αντίδοτό της. Η πρόσκαιρη αναγέννηση διήρκεσε μετά τον Εμφύλιο όσο περίπου η βασιλεία του Παύλου.
Ο βασιλικός θεσμός υπέστη ανεπανόρθωτη βλάβη στον Εθνικό Διχασμό. Ο Κωνσταντίνος Α’ παραβίασε τις δύο ιερές αρχές που κρατούν ένα βασιλιά στο θρόνο του. Πρώτον, τη λειτουργία του ως συμβόλου εθνικής ενότητας υπεράνω κομμάτων: επέλεξε να γίνει ο άτυπος ηγέτης μιας παράταξης. Δεύτερον, το ρόλο του ως εκπροσώπου του εθνικού συμφέροντος και αρχηγού του στρατού απέναντι σε άλλες χώρες: ακολούθησε δική του γραμμή συγκρουόμενος με την υπεύθυνη κυβέρνηση και διχάζοντας το στρατό ανάμεσα σε διαφορετικές παρατάξεις και διεθνείς συμμαχίες. Παραδόξως, η βασιλεία αυτοτραμαυτίστηκε ακριβώς τη στιγμή που είχε τις προϋποθέσεις να ριζώσει στη χώρα πάνω στους θριάμβους των Βαλκανικών Πολέμων.
Μετά το 1922, το φόβητρο της παλινόρθωσης παρείχε συνοχή στο κατακερματισμένο στρατόπεδο των βενιζελικών. Κοινωνικό του πυλώνα αποτέλεσαν, φυσικά, οι πρόσφυγες. Οι αντιβενιζελικοί γηγενείς και οι μειονότητες τούς αντιμετώπισαν σαν παρείσακτους και παρακατιανούς ανταγωνιστές. Το εξώφυλλο του βιβλίου αποδίδει το μίσος, το ανελέητο «ο θάνατός σου η ζωή μου». Ορθώς επισημαίνει ο Μαυρογορδάτος ότι η έλευση των προσφύγων σφράγισε οριστικά το μέλλον της βασιλείας στην Ελλάδα.
Είναι στέρεο το σχήμα που προτείνει ο Μαυρογορδάτος παρουσιάζοντας τον Διχασμό ως Εμφύλιο ανάμεσα σε δύο αντίπαλα πολιτικο-στρατιωτικά συγκροτήματα. Σαν Εμφύλιος, ο Διχασμός περιστρεφόταν τελικά γύρω από την έννοια της γνήσιας ελληνικότητας: ποιοι ήταν αυθεντικότεροι Έλληνες, οι βενιζελικοί ή ο αντιβενιζελικοί; Το ερώτημα απαντήθηκε υπέρ της ενότητας των δυνάμεων αυτών πολύ αργότερα, στον Εμφύλιο, όπου συνασπίστηκαν, καθώς το εντελώς νέο διχαστικό ζήτημα στην Ελλάδα δεν ήταν πια αν ο αρχηγός του κράτους θα φορούσε στέμμα ή όχι αλλά αν η χώρα θα ήταν αστική ή λαϊκή δημοκρατία.
Ο Μαυρογορδάτος ερευνά εξαντλητικά ιστορικές πηγές και πολιτική, αλλά μετα-γράφει με γλώσσα και ρυθμό ενός ιστορικού μυθιστορήματος. Επιβεβαιώνει ότι η ιστορία συνεπαίρνει όταν πείθει πως αντανακλά τις ψυχολογικές συνθήκες και τις ιστορίες των ανθρώπων που την έζησαν. Σε αυτό το βιβλίο, κάνοντας αυτοκριτική, ο συγγραφέας δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα από ό,τι σε προηγούμενες δουλειές του στην προσωπικότητα των πρωταγωνιστών ως παραγόντων λήψης αποφάσεων. Θεωρεί ότι, τελικά, πέρα από τις αντικειμενικές συνθήκες, η προσωπικότητα των ηγετών διαδραματίζει καταλυτικότερο ρόλο στις εξελίξεις από όσο οι κοινωνικές επιστήμες ήθελαν να παραδεχθούν για πολλές δεκαετίες. Αυτή η προσέγγιση, σαν σπουδή ηγεσίας, κάνει τον αναγνώστη να διερωτάται εάν έχουν αποτιμηθεί δίκαια οι ηγέτες που ανέδειξε η Ελλάδα για να πάρουν αποφάσεις σε δύσκολες ιστορικές στιγμές και σε εποχές, όπου δεν ευδοκιμούσε η τάση να θεωρείται η πολιτική απλή διαχείριση με τη λογική του «αυτόματου πιλότου». Το ύφος της γραφής ζωντανεύει ακόμα περισσότερο από τη διεπιστημονική ματιά ιστορίας και πολιτικής επιστήμης που διακρίνει το διεθνώς αναγνωρισμένο πρωτοποριακό έργο του Μαυρογορδάτου.
Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί στο βιβλίο το αξεπέραστο κέντημα διαιρετικών τομών που έχει εισαγάγει με το StillbornRepublicκαι έχει αναθρέψει γενιές και γενιές ιστορικών και πολιτικών επιστημόνων. Όσοι δεν έχoυν διαβάσει το StillbornRepublic, ανακαλύπτουν ένα θησαυρό. Όσοι το έχουμε διαβάσει, διαπιστώνουμε ότι το δικαιώνει και το ξεπερνά.