Το τέλος της Μεγάλης Ιδέας αποτελεί κλασική φράση στα βιβλία που αφορούν τη Μικρασιατική Καταστροφή. Το 1922 σηματοδοτεί μια καίρια ρήξη στην ελληνική εσωτερική και εξωτερική πολιτική. Τότε τελείωσε το προαιώνιο όνειρο ότι η Ελλάδα θα γινόταν μια μεγάλη μεσογειακή δύναμη απλωμένη στις δύο πλευρές του Αιγαίου, ανασυστήνοντας τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ουσιαστικά, άλλαξε την αλυτρωτική εθνική ιδεολογία που σφράγισε τον πρώτο αιώνα του νεοελληνικού κράτους.
Ωστόσο, στην ιστοριογραφία συνήθως δεν διευκρινίζεται ο ειδικός ρόλος που έπαιξε η διεκδίκηση της Μικράς Ασίας στη στροφή από τον αναθεωρητισμό της Μεγάλης Ιδέας στον αντιαναθεωρητισμό. Η υιοθέτηση του αντιαναθεωρητισμού ήταν θέμα χρόνου το 1919 με βάση την επιδίωξη της Ελλάδας να ευθυγραμμιστεί με τις νικήτριες δυνάμεις της Αντάντ στην Κοινωνία των Εθνών κατά τον Μεσοπόλεμο, εφόσον πρώτα έκλεινε τις εκκρεμότητες με την Τουρκία. Σε αυτό το σημείο υπεισήλθε η διεκδίκηση της Σμύρνης και της ενδοχώρας της, που δεν ήταν στιγμιαία αλλά μια διαδικασία η οποία είχε συζητηθεί και τα προηγούμενα χρόνια αλλά τώρα έλαβε προτεραιότητα. Η τελική ήττα στη Μικρά Ασία παραμένει, επομένως, ανοικτή σε περαιτέρω ανάλυση.
Ο Σωτήρης Ριζάς έκανε τη φράση βιβλίο. Ένα βιβλίο που έκλεισε ένα κενό στην έρευνα και επανεκδίδεται στην επέτειο των 100 ετών από την Καταστροφή σε νέα ακόμα πιο καλαίσθητη μορφή από τον ίδιο εκδοτικό οίκο, με πρόσθετο πρόλογο του συγγραφέα μετά την επιτυχημένη πορεία της πρώτης έκδοσης του 2015. Ήταν επίσης μια επετειακή χρονιά τότε, 100 χρόνια μετά το ξέσπασμα του Εθνικού Διχασμού που αθέλητα σχετίστηκε με τον τραγικό τρόπο εγκατάλειψης της Μεγάλης Ιδέας.
Το βιβλίο προσφέρει μια συνολική επανεξέταση της ελληνικής απόφασης για την απόβαση στη Μικρά Ασία, η οποία ωρίμασε στο μυαλό του Ελευθερίου Βενιζέλου μέσα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ως δεύτερη βέλτιστη επιλογή μετά την Κωνσταντινούπολη, την «κορωνίδα» της Μεγάλης Ιδέας. Ο συμβιβασμός κρίθηκε αναγκαίος αφού η Κωνσταντινούπολη στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν υπεσχημένη στη Ρωσία μέχρι τη χωριστή συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόσφκ (Ιανουάριος 1918) και μετά τέθηκε σε διεθνές καθεστώς. Η προθυμία των Αγγλογάλλων να ικανοποιήσουν το ρωσικό ενδιαφέρον για την Κωνσταντινούπολη αποτέλεσε κομβικό σημείο της διαφωνίας μεταξύ του βασιλιά Κωνσταντίνου Α’ και του Ελευθερίου Βενιζέλου στον Εθνικό Διχασμό, αφού οι κωνσταντινικοί θεωρούσαν αδιανόητο να στηρίξει η Ελλάδα μια συμμαχία που παρέδιδε το ελληνικό όνειρο στην εχθρική Ρωσία, την πατρίδα του πανσλαβισμού.
Το βιβλίο αναδεικνύει τις ισορροπίες μεταξύ της Αντάντ και των Κεντρικών Δυνάμεων που οδήγησαν τον Βενιζέλο να αποδεχθεί την πρόκληση της απόβασης στη Σμύρνη. Ανιχνεύει την πρωτοκαθεδρία που απέδιδε στον νοτιοσλαβικό και δη στον βουλγαρικό κίνδυνο, σε αντίθεση με τους κωνσταντινικούς που εστίαζαν στη ρωσική απειλή. Ο Βενιζέλος πίστευε ότι ο ρωσικός κίνδυνος ήταν υπόθεση των Άγγλων. Και οι δύο πλευρές είχαν αντισλαβική διάθεση –προφανώς κατάλοιπο του πρόσφατου σκληρού Μακεδονικού Αγώνα– αλλά προσελάμβαναν διαφορετικά την απειλή. Παρόμοια καχυποψία πρωτίστως απέναντι στους βαλκάνιους γείτονες τήρησε ο Βενιζέλος και αργότερα, στη διάρκεια της κυβερνητικής «τετραετίας» του (1928-32).
Οι πλάνες του Βενιζέλου
Μετά το τέλος του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, ο Βενιζέλος ώθησε την Ελλάδα να καταλάβει εξόδους προς το Αιγαίο πριν ανανήψει η Βουλγαρία και όσο έφθινε η Τουρκία (στη Μικρά Ασία, αλλά και στη Δυτική και την Ανατολική Θράκη). Θεωρούσε εξάλλου προσωρινό τον ιταλικό ανταγωνισμό καθώς κυριαρχούσε διεθνώς η αρχή της αυτοδιάθεσης και οι Ιταλοί δεν διέθεταν συμπαγείς πληθυσμούς στην περιοχή. Αντίθετα, οι Έλληνες διέθεταν πληθυσμιακά ερείσματα για τη διεκδίκηση της Μικράς Ασίας και αξιόμαχο στρατό για να προστατεύσει τους Μικρασιάτες Έλληνες μέχρι τη σχεδιαζόμενη ενσωμάτωση της Σμύρνης και της ενδοχώρας.
Ωστόσο, η ανάγνωση του Βενιζέλου ήταν ελλιπής ως προς την ύπαρξη αξιόμαχων ελληνικών δυνάμεων που θα μπορούσαν να ελέγξουν μακροπρόθεσμα τα μικρασιατικά παράλια με την αναγκαία επέκταση προς την ενδοχώρα και απέναντι σε εχθρικούς μουσουλμανικούς πληθυσμούς. Ο Ριζάς εστιάζει στο ότι οι δυσκολίες του εγχειρήματος φάνηκαν από την αρχή με βάση τις ελληνικές αντικειμενικές αδυναμίες –στρατιωτικές και οικονομικές–, την ελληνική μοναξιά στη Μικρά Ασία και τους διεθνείς περιορισμούς. Ήταν έωλη η διπλή παραδοχή ότι η οθωμανική αδυναμία ήταν μόνιμη και ότι η Βρετανία θα στήριζε τους Έλληνες αν η Εκστρατεία δεν πήγαινε καλά. Οι Νεότουρκοι αποτελούσαν ήδη από το 1908 μια επίφοβη ανταρτική δύναμη αποφασισμένη να επανισχυροποιήσει το τουρκικό στοιχείο. Οι Βρετανοί, από την άλλη πλευρά, και γενικά οι σύμμαχοι δεν είχαν αναλάβει δεσμεύσεις κάλυψης: αντίθετα, ήθελαν να αποστρατευθούν το συντομότερο δίνοντας στους Έλληνες την ευκαιρία να γίνουν τοποτηρητές τους στα μικρασιατικά παράλια. Και μπορεί ο Λλόυντ Τζωρτζ να έμεινε πεπεισμένος οπαδός της ελληνικής αναβάθμισης στην περιοχή μέχρι τέλους, υπήρχαν όμως έντονες φωνές αντιπολίτευσης στην κυβέρνησή του (ο υπουργός Εξωτερικών Λόρδος Κάρζον Κάρζον και οι σύμβουλοί του Χάρολντ Νίκολσον και Άρνολντ Τόυνμπι) που αγνοήθηκαν ή καταδικάστηκαν συνοπτικά ως ανθελληνικές.
Σε αντίθεση με διαδεδομένες αντιλήψεις, συχνά εργαλειακές για να δικαιολογηθούν θέσεις του σήμερα, ο Ριζάς τοποθετεί τα αίτια της Καταστροφής όχι στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, αλλά στην αδυναμία αξιολόγησης της διεθνούς πολιτικής λόγω του Εθνικού Διχασμού. Το έλλειμμα αξιολόγησης βάρυνε κυρίως τις μετανοεμβριανές αντιβενιζελικές κυβερνήσεις, αλλά ώς ένα βαθμό και τις βενιζελικές που ξεκίνησαν την εκστρατεία. Πρόκειται για μια θέση που, χωρίς να αλλάζει το ισοζύγιο των ευθυνών, μεταφέρει το κέντρο βάρους από το εσωτερικό στο εξωτερικό μέτωπο δείχνοντας πώς ο Διχασμός εμπόδιζε τη σωστή λήψη απόφασης γιατί θόλωνε την αποτίμηση της διεθνούς πολιτικής. Οι ελληνικές κυβερνήσεις έπασχαν από βολονταρισμό, μεθυσμένες από την ευφορία που δημιουργούσε επιτέλους η αίσθηση υπεροχής έναντι του οθωμανικού κράτους. Θεωρώντας οριστική την κατάπτωση των Τούρκων, αισθάνονταν απελευθερωμένες να ξεκαθαρίσουν τους λογαριασμούς με τους εσωτερικούς πολιτικούς αντιπάλους, με συνέπεια να παραμελήσουν τη διεθνή εγρήγορση.
Η ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920, όπου δεν εξελέγη καν βουλευτής, δεν δημιούργησε νέες καταστάσεις, απλώς οριστικοποίησε ορισμένες τάσεις. Αν κρίνουμε από τις εναγώνιες εκκλήσεις του Βενιζέλου το καλοκαίρι του 1920 προς τον βρετανό πρωθυπουργό Λλόυντ Τζωρτζ, ο ελληνικός στρατός συνάντησε από την πρώτη μέρα μετά την απόβαση στη Σμύρνη εμπόδια από τον ντόπιο μουσουλμανικό πληθυσμό. Είτε αυθόρμητα είτε υποκινούμενοι από τους ανταγωνιστές Ιταλούς, οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί αντιδρούσαν βίαια στην ελληνική παρουσία και συσπειρώνονταν γύρω από τους τσέτες του Κεμάλ εναντίον των ελλήνων «εισβολέων», όπως τους χαρακτήριζαν. Αυτό σημαίνει ότι η Μικρασιατική Εκστρατεία δεν εξελισσόταν καλά ήδη πριν από τις εκλογές του 1920.
Αλλά η νίκη των αντιβενιζελικών έδωσε την αφορμή στους συμμάχους Γάλλους και Ιταλούς να αποστασιοποιηθούν από την ελληνική απόβαση, να εξετάσουν θετικά την άνοδο των κεμαλιστών εθνικιστών στη θέση της σουλτανικής εξουσίας και να αποχωρήσουν με στιβαρά οικονομικά ανταλλάγματα λίγους μήνες μετά, την άνοιξη του 1921. Στο δε Λονδίνο παρείχε την ευκαιρία να διακόψει την οικονομική βοήθεια προς την Αθήνα, η οποία έτσι κι αλλιώς καρκινοβατούσε. Όλα αυτά, όμως, έγιναν όχι γιατί διεξήχθησαν εκλογές το 1920. Αλλά γιατί οι αντιβενιζελικοί που νίκησαν χειρίστηκαν το αποτέλεσμα εκδικητικά σε βάρος των αντιπάλων τους. Επέδειξαν δηλαδή σπουδή να επαναφέρουν στο Θρόνο τον μισητό για την Αντάντ Κωνσταντίνο Α’, τον έως πριν από τρία χρόνια αδυσώπητο εχθρό της. Όσο και αν ήταν απεχθής η επέμβαση των Αγγλογάλλων εναντίον του έλληνα βασιλιά, το συμβολικό φορτίο της επαναφοράς του ήταν αρνητικό. Γιατί, επί της ουσίας, λίγα πράγματα μπορούσε να προσφέρει ο βαριά άρρωστος βασιλιάς Κωνσταντίνος Α’ μετά το 1920, πέραν της εσωτερικής συσπείρωσης των αντιβενιζελικών.
Το διεθνές πλαίσιο
Οι αντιβενιζελικοί συνέχισαν τη Μικρασιατική Εκστρατεία για να φανούν ανώτεροι του Βενιζέλου, ενώ τον απέκλεισαν από παντού και το 1921-22 απέρριψαν προτάσεις του να συνδράμει διπλωματικά την ελληνική κυβέρνηση σε δύσκολες ώρες. Με γνώμονα τις εσωτερικές προτεραιότητες, δηλαδή τη συντριβή του Βενιζέλου, οι αντιβενιζελικοί αμέλησαν να επανεξετάσουν το διεθνές πλαίσιο μέσα στο οποίο θα εφάρμοζαν τις επιλογές του αντιπάλου τους. Δεν αξιολόγησαν, για παράδειγμα, ότι η γεωγραφία που ευνοούσε την Μικρασιατική Εκστρατεία το 1919-20 δεν υπήρχε πια το 1920-21.
Εκτός από την αποχώρηση των Γάλλων και των Ιταλών, Τούρκοι και μπολσεβίκοι είχαν διαμελίσει ήδη τον Δεκέμβριο του 1920 το Πονταρμενικό κράτος, το οποίο θα περικύκλωνε μαζί με τη «Μεγάλη Ελλάδα» τη μικρή Τουρκία. Η μπολσεβικική Ρωσία νίκησε τις φιλοτσαρικές δυνάμεις και χρηματοδότησε το κεμαλικό καθεστώς να τιμωρήσει τους Δυτικούς, μεταξύ αυτών και τους Έλληνες που της είχαν επιτεθεί μαζί με τους Γάλλους στην εκστρατεία της Ουκρανίας (1919). Οι ΗΠΑ επέστρεψαν στον απομονωτισμό τους μετά την απόρριψη της Συνθήκης των Βερσαλλιών από τη Γερουσία (Μάρτιος 1920), στοιχείο που αποδυνάμωνε την πολιτική της αυτοδιάθεσης, πνευματικό παιδί του Προέδρου Γούντρο Γουίλσον, την οποία προέβαλαν οι Έλληνες στη Μικρά Ασία.
Σε αυτό το αναθεωρημένο διεθνές πλαίσιο, οι Αγγλογάλλοι άρχισαν να επανεξετάζουν το εθνικιστικό μοντέλο του Κεμάλ που δεν δημιουργούσε προβλήματα στους πληθυσμούς των δικών τους μουσουλμανικών αποικιών και εντολών στην Εγγύς και Μέση Ανατολή όπως θα συνέβαινε με ένα σουλτανικό χαλιφάτο. Υπό το φως των εξελίξεων, οι σύμμαχοι πρότειναν δύο φορές στις αντιβενιζελικές κυβερνήσεις τη σύμπτυξη του ελληνικού μετώπου στη Μικρά Ασία, την άνοιξη του 1921 και του 1922, ενώ στη Διάσκεψη του Λονδίνου (Μάρτιος 1921) έγινε και πρόταση αναθεώρησης της Συνθήκης των Σεβρών. Δεν απέδωσαν, όμως, με κύριο αρνητή τον Δημήτριο Γούναρη, τον παρασκηνιακά πραγματικό ηγέτη των αντιβενιζελικών κυβερνήσεων. Ενθαρρυμένες από τις νίκες στο Αφιόν Καραχισάρ, την Κιουτάχεια και τον Σαγγάριο (άνοιξη-καλοκαίρι του 1921), οι αντιβενιζελικές κυβερνήσεις σχεδίαζαν μέχρι τις παραμονές της Καταστροφής να καταλάβουν την ίδια την Κωνσταντινούπολη με νέο αρχιστράτηγο τον στρατηγό Γεώργιο Χατζανέστη (από τον Μάιο του 1922). Υπ’ αυτές τις συνθήκες, οι κεμαλικοί τσέτες στράφηκαν ανενόχλητοι εναντίον των Ελλήνων παρασύροντάς τον ελληνικό στρατό μακριά από τα κέντρα ανεφοδιασμού στα παράλια προς τα βάθη της Ανατολίας. Εκεί εξαφανίζονταν σαν φαντάσματα στα υψίπεδα, προετοιμάζοντας τη συντριπτική επίθεση. Η ευκαιρία τούς δόθηκε αφού ο ελληνικός στρατός έφθασε στον Σαγγάριο, τον Αύγουστο του 1921, και σκορπίστηκε σε ένα μέτωπο 700 χιλιομέτρων. Κτύπησαν καταιγιστικά ένα χρόνο αργότερα.
Οι πλάνες των αντιβενιζελικών
Πολλές φορές προβάλλεται η άποψη, ότι οι αντιβενιζελικοί βάλλονταν από τη βενιζελική αντιπολίτευση και δεν μπορούσαν να κάνουν πίσω. Ο Ριζάς μελετά και αυτή την πτυχή. Όποια όμως και αν ήταν η εσωτερική πίεση, οι αντιβενιζελικοί δεν διέθεταν το πολιτικό θάρρος να υπαναχωρήσουν όταν έβλεπαν ότι η Μικρασιατική Εκστρατεία ήταν καταδικασμένη να αποτύχει. Δεν το διέθεταν γιατί δεν είχαν την αναγκαία νομιμοποίηση να εγκαταλείψουν μια Εκστρατεία στην οποία δεν πίστευαν και είχε ανατεθεί στην Ελλάδα από δυνάμεις που δεν τους εμπιστεύονταν. Νομιμοποίηση που, αντιθέτως, διέθετε ο Βενιζέλος. Πολύτιμο απόσταγμα της Μικρασιατικής Καταστροφής είναι ότι αποτελεί κανόνα στην εξωτερική πολιτική, όταν μια χώρα αναλαμβάνει επικίνδυνη αποστολή να δίνεται κομβικός ρόλος στους ηγέτες που μπορούν να πάρουν κόστος γιατί έφεραν μεγάλα κέρδη (π.χ. όπως ο Σαρλ Ντε Γκωλ που υπέγραψε την ανεξαρτησία της Αλγερίας το 1962 ή ο Γιτζάκ Ράμπιν που υπέγραψε τις Συμφωνίες του Όσλο με τον Γιασέρ Αραφάτ το 1993). Δεν είναι τυχαίο ότι τη Συνθήκη της Λωζάνης (24 Ιουλίου 1923), που ακολούθησε την Καταστροφή, όπως και τη Σύμβαση για την υποχρεωτική Ανταλλαγή των Πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας (30 Ιανουαρίου 1923) εκλήθη να τις διαπραγματευτεί ο Βενιζέλος, «πατέρας» της «Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών».
Η ήττα έγινε σοβαρή πιθανότητα το καλοκαίρι του 1922. Την επίγνωση αυτή από την πλευρά της κυβέρνησης επιβεβαιώνουν διάφορα μέτρα (π.χ. το βασιλικό διάταγμα 2870/1922 της 20ής Ιουλίου που προέβλεπε αυστηρές ποινές για την είσοδο και τη μεταφορά προσώπων από την αλλοδαπή), όπως και η επικοινωνιακή πολιτική σε συνθήκες σκληρής λογοκρισίας. Η ανυποψίαστη κοινή γνώμη άρχισε να λαμβάνει σήματα π.χ. με τα άρθρα «Οίκαδε» και «Πομερανοί» (14 και 17 Αυγούστου 1922) στην Καθημερινή, της οποίας ο εκδότης Γεώργιος Βλάχος δήλωσε χρόνια αργότερα (1949) ότι είχαν παραγγελθεί από τον Δημήτριο Γούναρη για να προετοιμάσουν την ελληνική κοινή γνώμη για την ήττα μετά την τουρκική επίθεση (13 Αυγούστου 1922).
Προκύπτει, λοιπόν, ότι οι αντιβενιζελικές κυβερνήσεις μπορούσαν να θεωρήσουν πιθανή την ήττα, αλλά μάλλον δεν περίμεναν το μέγεθος της Καταστροφής. Πιθανότερη θεωρούσαν μια ανακωχή και ίσως την προαιρετική ανταλλαγή πληθυσμών – άλλωστε υπήρχε το προηγούμενο με τη Βουλγαρία από την Συνθήκη του Νεϊγί (1919), ενώ ο Βενιζέλος είχε μελετήσει αυτό το ενδεχόμενο το 1914, όταν οι Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υφίσταντο αντίποινα από την Πύλη μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Δεν εξέτασαν σαν παραδείγματα εκείνες τις διώξεις ούτε τις γενοκτονίες των Αρμενίων και των Ποντίων. Σε κάθε περίπτωση, οι Έλληνες της Μικράς Ασίας δεν θα είχαν γλιτώσει τον ξεριζωμό, αλλά θα μπορούσαν να γλιτώσουν τη σφαγή και την εξαθλίωση.
Το βιβλίο συμβάλλει στη βαθύτερη κατανόηση των αποφάσεων που οδήγησαν στο τέλος της Μεγάλης Ιδέας και απευθύνεται σε ιστορικούς με την πλούσια αρχειακή τεκμηρίωσή του, αλλά και στο ευρύ κοινό με την αβίαστη γραφή του. Κέντρο βάρους της ανάλυσης είναι η ασυμμετρία στόχων - μέσων που οδήγησαν στην αποτυχία του εγχειρήματος.
Αξίζει να σημειωθούν τρία ακόμη πλεονεκτήματα του βιβλίου: ότι ξεφεύγει από διχασμούς ιστοριογραφικούς για το ποια πλευρά είχε περισσότερο δίκιο από την άλλη. Αντιθέτως, προσφέρει εργαλεία για μια ακριβοδίκαιη αποτίμηση τόσο της λογικής όσο και των συναισθημάτων που καθοδήγησαν τους πρωταγωνιστές της Μικρασιατικής Εκστρατείας, τους οποίους κρίνει στην εποχή τους και όχι με την εκ των υστέρων γνώση του σήμερα, θεμελιώδης κανόνας της ιστορικής μεθοδολογίας. Ένα άλλο στοιχείο που επιβεβαιώνει την επιστημοσύνη του βιβλίου είναι ότι παραδίδει ακριβείς πληροφορίες για πρόσωπα και πράγματα, χωρίς την καταφυγή στον ιμπρεσιονισμό που είναι εύπεπτη, αλλά δεν προχωρά τη σκέψη μας.
Τέλος, το βιβλίο υπογραμμίζει τη σημασία που έχει για την Ελλάδα η άσκηση στιβαρής και ανεπηρέαστης από τα εσωτερικά εξωτερικής πολιτικής. Όσες φορές δεν ίσχυσε αυτός ο κανόνας, τα αποτελέσματα ήταν ολέθρια και για την εσωτερική πολιτική, με πιο πρόσφατο παράδειγμα την τραγωδία της Κύπρου το 1974.
London: Edward Stanford, LTD. 12, 13, 14 Long Acre, W.C.2. 1918
Ένας εθνογραφικός χάρτης του 1918, που χρησίμευσε ως εργαλείο στη Διάσκεψη του Παρισιού, καταρτισμένος από τον καθηγητή ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Γεώργιο Σωτηριάδη (1852-1942). Ο Σωτηριάδης, που είχε γεννηθεί στο Ντεμίρ Ισσάρ (σημερινό Σιδηρόκαστρο) της Μακεδονίας, έδινε έμφαση στην εθνική συνείδηση των πληθυσμών που κατέγραφε και απέρριπτε τη θεωρία σύμφωνα με την οποία η εθνική συνείδηση των πληθυσμών τεκμηριώνεται μέσω της γλώσσας που μιλάνε.