Σύνδεση συνδρομητών

Η Δημοκρατία σε κρίση*

Δευτέρα, 18 Φεβρουαρίου 2019 17:55
15 Μαρτίου 2012, Βουδαπέστη, Ουγγαρία. Συγκέντρωση του Βίκτορ Όρμπαν στην οποία ο ούγγρος πολιτικός κήρυξε επίσημα την «κυρίαρχη» πολιτική της εθνικής εσωστρέφειας.
Derzsi Elekes Andor
15 Μαρτίου 2012, Βουδαπέστη, Ουγγαρία. Συγκέντρωση του Βίκτορ Όρμπαν στην οποία ο ούγγρος πολιτικός κήρυξε επίσημα την «κυρίαρχη» πολιτική της εθνικής εσωστρέφειας.

Όσο ανεπιβεβαίωτη και λανθασμένη ήταν η πρόβλεψη του Φράνσις Φουκουγιάμα για το «Τέλος της Ιστορίας», τόσο πρόωροι και προορισμένοι μόνο για εντυπωσιασμό, στην καλύτερη περίπτωση, είναι και οι αυξανόμενοι ισχυρισμοί για το «Τέλος του Φιλελευθερισμού» (και της φιλελεύθερης δημοκρατίας). Η ευρωπαϊκή πολιτική αλλάζει, κάτι που δεν είναι κακό. Το αν θα οδηγήσει στο τέλος ή στην αναζωογόνηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας εξαρτάται από όλους εμάς, από την ηχηρή μειοψηφία των λαϊκιστών καθώς και από τη σιωπηλή πλειοψηφία των φιλελεύθερων δημοκρατών. Ο Κας Μούντε για τον λαϊκισμό, τον εξτρεμισμό και τη δημοκρατία στην Ευρώπη. Αναδημοσίευση από το Books' Journal, τεύχος 94.

Ο Κας Μούντε (Cas Mudde) είναι ίσως, διεθνώς, ο πλέον παρεμβατικός δημόσιος διανοούμενος σε θέματα που συγκροτούν το επιστημονικό και ερευνητικό του αντικείμενο: την άκρα Δεξιά, το λαϊκισμό, τον ευρωσκεπτικισμό και τη φιλελεύθερη δημοκρατία.

Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο ίδιος, το βασικό ερώτημα στο οποίο βασίζεται το επιστημονικό του έργο, καθώς και οι προσωπικές του πολιτικές ανησυχίες είναι το ακόλουθο: Πώς μπορεί η φιλελεύθερη δημοκρατία να υπερασπιστεί τον εαυτό της εναντίον των πολιτικών αμφισβητιών χωρίς να υπονομεύσει τις δικές της βασικές αξίες;

Μέσα από 43 κείμενα, που έχουν δημοσιευτεί τα τελευταία 8 χρόνια σε κορυφαία έντυπα και ιστοσελίδες, ο συγγραφέας αναπτύσσει το περίγραμμα ενός προβληματισμού που αξίζει ιδιαίτερα να διαβαστεί. Από τα κείμενα αυτά, 28 είχαν περιληφθεί στην αρχική έκδοση στα αγγλικά, το 2016, και τα υπόλοιπα επελέγησαν από τον συγγραφέα ειδικά για την ελληνική έκδοση, για την οποία έχει γράψει και έναν νέο πρόλογο. Σε αυτά τα 8 χρόνια, ο Μούντε δεν διστάζει να αναθεωρήσει θέσεις και απόψεις, να αποδομήσει στερεότυπα και να προτείνει ρηξικέλευθες ερμηνείες.

Αξίζει τον κόπο να προσπαθήσει να συμπυκνώσει κανείς μερικές από τις απόψεις αυτές, που είναι, λιγότερο ή περισσότερο, «αιρετικές» σε σχέση με τις κρατούσες αντιλήψεις:

1. Υπάρχει ένα ευρύτατα διαδεδομένο στερεότυπο ότι η ενίσχυση της Ακροδεξιάς στις ευρωπαϊκές χώρες οφείλεται στην οικονομική κρίση. Ο Μούντε διαφωνεί ριζικά: «Η ιδέα ότι τα ακροδεξιά κόμματα επωφελούνται από μια οικονομική κρίση υπάρχει από την εποχή της ανόδου του Αδόλφου Χίτλερ στην εξουσία στη Γερμανία της Βαϊμάρης στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Ως εκ τούτου, η άποψη δεν αντέχει την εμπειρική εξέταση […] Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι μόνο μία από τις χώρες που “διασώθηκαν” εξέλεξε ακροδεξιούς ευρωβουλευτές (Ελλάδα) – και είναι ενδιαφέρον ότι σε τέσσερις από τις πέντε χώρες σε πρόγραμμα διάσωσης, αυτή που κέρδισε (σημαντικά) ήταν η άκρα Αριστερά. Στην πραγματικότητα, με εξαίρεση την Ουγγαρία, τα ακροδεξιά κόμματα κέρδισαν τα υψηλότερα ποσοστά τους σχεδόν αποκλειστικά σε χώρες που επηρεάστηκαν ελάχιστα ή μέτρια από την κρίση, τουλάχιστον συγκριτικά με άλλες χώρες της ΕΕ: Αυστρία, Δανία, Γαλλία, Ολλανδία και Σουηδία». Είναι εντυπωσιακό φαινόμενο να υπάρχει σχεδόν ομοφωνία στους ερευνητές που ασχολούνται με τα θέματα αυτά, ενώ στον «κοινό νου» να επικρατεί το τελείως αντίθετο.

2. Η ανωτέρω διαπίστωση είναι σε πλήρη αντίθεση με την κλασική μαρξιστική θέση περί της οικονομικής βάσης από την οποία εξαρτώνται τα πάντα στο πολιτικό και κοινωνικό εποικοδόμημα. Κατά συνέπεια, προκύπτει το ερώτημα: ποια είναι τα κριτήρια για την ψήφο στις φιλελεύθερες δημοκρατίες; Η απάντηση του συγγραφέα είναι ότι η ψήφος καθορίζεται από τις αντιλήψεις, τα perceptions, που έχει ο κάθε ψηφοφόρος στο μυαλό. Πρόκειται για μια μετα-υλιστική αντίληψη, ανεξάρτητα από την κοινωνικοοικονομική θέση. Με τα δικά του λόγια: «Η αυξανόμενη εκλογική επιτυχία των λαϊκιστικών ριζοσπαστικών δεξιών κομμάτων από τη δεκαετία του 1980 εξηγείται σε μεγάλο βαθμό από την ευρύτερη μετατόπιση από την κλασική υλιστική πολιτική προς κάποια μορφή της αποκαλούμενης ως μετα-υλιστικής πολιτικής, ή τουλάχιστον έναν συνδυασμό των δύο […] η εξήγηση είναι ότι τα σύγχρονα ακροδεξιά κόμματα, όπως και τα Πράσινα κόμματα, είναι κυρίως μετα-υλιστικό φαινόμενο, που διεξάγουν μια πολιτική της ταυτότητας και τονίζουν κοινωνικοπολιτισμικά ζητήματα. Τα οικονομικά ζητήματα είναι δευτερεύοντα τόσο για τα κόμματα όσο και για τους ψηφοφόρους τους. Επομένως, σε καιρούς οικονομικής κρίσης, όταν τα κοινωνικοοικονομικά ζητήματα παραγκωνίζουν τα κοινωνικοπολιτισμικά ζητήματα, τα ακροδεξιά κόμματα έχουν λιγότερα να προσφέρουν και οι ψηφοφόροι τους (κάποιοι από αυτούς) είτε δεν θα ψηφίσουν είτε θα ψάξουν για ένα κόμμα με πιο ξεκάθαρο οικονομικό προφίλ (και ικανότητα) […]. Ο 21ος αιώνας είναι μέχρι τώρα ο αιώνας των κοινωνικοπολιτισμικών ζητημάτων, με τις περισσότερες εκλογές να κυριαρχούνται από μη οικονομικά ζητήματα που επικεντρώνονται στην “ταυτότητα”». Εύκολα μπορεί κανείς να επιβεβαιώσει εμπειρικά αυτή τη θέση στην ελληνική κρίση, όπου κυρίαρχο ρόλο στην εκλογική συμπεριφορά διαδραματίζουν οι αντιλήψεις για την κρίση, οι μύθοι και τα στερεότυπα, ο τρόπος που η κρίση εσωτερικεύεται στον καθένα ξεχωριστά, ανεξάρτητα από τον βαθμό στον οποίο έχει πληγεί από την κρίση[1].

 

 

Μύθοι και πραγματικότητες

3. Παρότι η δημοσιογραφική προσέγγιση, με τις συνήθεις υπερβολές, είναι ότι η Ακροδεξιά θριαμβεύει στην Ευρώπη, ο συγγραφέας τοποθετεί το φαινόμενο στις πραγματικές του διαστάσεις και υποστηρίζει ότι η πλειονότητα των ευρωπαίων πολιτών ανήκει σε εκείνους που τάσσονται υπέρ της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Η επιχειρηματολογία του: «Με λίγα λόγια, τα νούμερα απλά δεν βγαίνουν. Παρά τα όσα λέγονται για την άνοδο της άκρας Δεξιάς ως συνέπεια της Μεγάλης Οικονομικής Κρίσης, είναι γεγονός ότι τα ακροδεξιά κόμματα κέρδισαν υποστήριξη μόνο σε έντεκα από τα είκοσι οκτώ κράτη μέλη της ΕΕ (39 τοις εκατό), και αύξησαν την υποστήριξή τους ουσιαστικά μόνο σε πέντε (18 τοις εκατό). Ακριβώς όπως συνέβη και κατά τη Μεγάλη Ύφεση του 1929, δηλαδή τη γερμανική Βαϊμάρη (και σε μικρότερο βαθμό την Ιταλία), η αβάσιμη γενίκευση μερικών περιπτώσεων που ήρθαν στο προσκήνιο (δηλαδή της Γαλλίας και της Ελλάδας) επισκίασε το γεγονός ότι η μεγάλη πλειονότητα των χωρών της ΕΕ διέθετε εκλογικά και πολιτικά περιθωριακά λαϊκιστικά ριζοσπαστικά δεξιά κόμματα, και πριν και κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Οικονομικής Κρίσης. […] Ενώ εξακολουθώ να πιστεύω ότι η επιτυχία και η απειλή των παραδοσιακών ακροδεξιών κομμάτων όπως το Εθνικό Μέτωπο (FN) της Μαρίν Λεπέν παρουσιάζονται υπερβολικά στα μέσα ενημέρωσης, και σε μεγάλο μέρος της επιστημονικής παραγωγής, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα ακροδεξιά κόμματα έγιναν ένας (και ενδεχομένως ο) βασικός πολιτικός δρων σε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες – κυρίως την Αυστρία, τη Δανία, τη Γαλλία και την Ελβετία».

4. Υπάρχουν δύο φαινόμενα, σε σχέση με την πολιτική προσφορά, που ανησυχούν ιδιαίτερα τον συγγραφέα. Το πρώτο είναι η υιοθέτηση της ατζέντας των λαϊκιστών από τα καθιερωμένα κόμματα καθώς και η μίμηση της ρητορείας τους, χωρίς να συνδυάζεται με την εφαρμογή λαϊκιστικών πολιτικών. Το δεύτερο είναι η ιδιότυπη ασυλία που απολαμβάνουν οι λαϊκιστές της Αριστεράς και της Δεξιάς τόσο στο επίπεδο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου από τις πολιτικές ομάδες στις οποίες ανήκουν, όσο και από μεγάλη μερίδα του Τύπου. Επισημαίνει χαρακτηριστικά: «Κατά κάποιον τρόπο, η ριζοσπαστική Δεξιά θέτει την πολιτική ατζέντα στην Ευρώπη, καθορίζοντας για ποιο θέμα μιλάμε και το πώς μιλάμε γι’ αυτό. Όμως, μπορεί να το κάνει αυτό μόνο με τη σιωπηρή στήριξη των κυρίαρχων μέσων και της κυρίαρχης πολιτικής. […] Ωστόσο, πιο σημαντική είναι η πολύ λιγότερο επισημασμένη αυξανόμενη κυριαρχία της ακροδεξιάς πολιτικής, που κυρίως προωθείται από άλλους παρά από τους συνήθεις υπόπτους. Όπως υποστηρίζω σε διάφορα άρθρα σε αυτό το βιβλίο, είναι η αυξανόμενη υποστήριξη των ελίτ στην ακροδεξιά πολιτική των “κυρίαρχων” πολιτικών όπως ο Όρμπαν αυτή που απειλεί πολύ περισσότερο την ευρωπαϊκή φιλελεύθερη δημοκρατία από ό,τι η αυξανόμενη μαζική υποστήριξη σε ακροδεξιούς πολιτικούς όπως η Λεπέν. […] Αν συγκρίνουμε το τότε με το σήμερα, ακροδεξιοί ηγέτες όπως ο Γκερτ Βίλντερς και η Μαρίν Λεπέν μπορούν να γράψουν άρθρα για τους New York Times και τη Wall Street Journal, και ακόμα και ο συμπρόεδρος του AfD Αλεξάντερ Γκάουλαντ δημοσίευσε ένα άρθρο γνώμης στη Frankfurter Allgemeine Zeitung». Πρόκειται για το φαινόμενο που έχει αποκληθεί «κανονικοποίηση» του λαϊκισμού και της Ακροδεξιάς, με την αντιμετώπισή τους ως κάτι το φυσιολογικό, στάση που παραχωρεί, σε πολλές περιπτώσεις, την πολιτική ηγεμονία στις αντιλήψεις αυτές.

5. Η άνοδος του λαϊκισμού και της Ακροδεξιάς είναι αποτέλεσμα της πολιτικής προσφοράς, της κοινωνικής ζήτησης ή και των δύο; Ο Μούντε για ακόμα μία φορά πρωτοτυπεί, επισημαίνοντας ότι το κεντρικό πρόβλημα των δυτικών δημοκρατιών είναι η διείσδυση των λαϊκιστικών και ακροδεξιών ιδεών σε μεγάλο μέρος του κοινωνικού σώματος, σε βαθμό που να αναρωτιέται γιατί δεν υπάρχει εκλογικά επιτυχημένη λαϊκιστική και ακροδεξιά πολιτική δύναμη σε περισσότερες χώρες. Οι δικές του επισημάνσεις: «Η μεγάλη ζήτηση αποτελεί δεδομένο, όχι ζητούμενο, στις σύγχρονες δυτικές δημοκρατίες. Για να το θέσουμε με προκλητικό τρόπο, το πραγματικό ερώτημα δεν είναι γιατί τα λαϊκιστικά ριζοσπαστικά δεξιά κόμματα έχουν επιτυχίες από τη δεκαετία του 1980, αλλά γιατί τόσο λίγα κόμματα επωφελήθηκαν από το γόνιμο έδαφος που είχαν στη διάθεσή τους. Η απάντηση πρέπει να βρεθεί στην πλευρά της προσφοράς της πολιτικής των ζητημάτων, κυριότερα στους αγώνες για τη σπουδαιότητα των ζητημάτων (ιδιαίτερα στη φάση της αρχικής εκλογικής επιτυχίας) και για την ιδιοκτησία της θέσης για κάποιο ζήτημα (ιδιαίτερα στη φάση της διατήρησης της εκλογικής επιτυχίας)».

Με βάση όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, ο Μούντε ανησυχεί ιδιαίτερα για όσα συμβαίνουν στην Ευρώπη. Προτείνει συγκεκριμένα μέτρα και πολιτικές δράσεις για την αντιμετώπιση του λαϊκισμού και της Ακροδεξιάς, «χωρίς να τους μοιάσουμε». Θεωρεί ότι «η φιλελεύθερη δημοκρατία αντιμετωπίζει την πιο σοβαρή της πρόκληση στην (δυτική) Ευρώπη από το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου». Παλαιότερα ήταν ιδιαίτερα αρνητικός τόσο για τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης όσο και για το θεσμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την οποία θεωρούσε «έναν εγγενώς διεθνικό νεοφιλελεύθερο οργανισμό». Σε πρόσφατα κείμενά του μοιάζει να τροποποιεί αυτή την άποψη μιλώντας για την ΕΕ ως «το μεγαλύτερο φιλελεύθερο δημοκρατικό πρόγραμμα στην ιστορία», ενώ στον πρόλογό του στην ελληνική έκδοση επιλέγει να τελειώσει με μια αισιόδοξη διαπίστωση:

Όσο ανεπιβεβαίωτη και λανθασμένη ήταν η πρόβλεψη του Φράνσις Φουκουγιάμα για το «Τέλος της Ιστορίας», τόσο πρόωροι και προορισμένοι μόνο για εντυπωσιασμό, στην καλύτερη περίπτωση, είναι και οι αυξανόμενοι ισχυρισμοί για το «Τέλος του Φιλελευθερισμού» (και της φιλελεύθερης δημοκρατίας). Η ευρωπαϊκή πολιτική αλλάζει, κάτι που δεν είναι κακό. Το αν θα οδηγήσει στο τέλος ή στην αναζωογόνηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας εξαρτάται από όλους εμάς, από την ηχηρή μειοψηφία των λαϊκιστών καθώς και από τη σιωπηλή πλειοψηφία των φιλελεύθερων δημοκρατών.

Άλλωστε, είναι καίρια η παρατήρησή του ότι «στις αρχές του 20ού αιώνα μόνο περίπου δέκα χώρες στον κόσμο θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν δημοκρατικές, και μόνο αν παραβλέψουμε το γεγονός ότι ο μισός πληθυσμός (οι γυναίκες) αποκλειόταν από το δικαίωμα ψήφου. Σήμερα, η δημοκρατία είναι ηγεμονική σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο, με πάνω από το 85 τοις εκατό του πληθυσμού σε κάθε χώρα να υποστηρίζει στην πραγματικότητα τις δημοκρατικές αξίες».

 

 

Η ελληνική περίπτωση

Για την Ελλάδα, ο Μούντε έχει παρατηρήσει και αναλύσει διεξοδικά τη διάψευση της λαϊκιστικής υπόσχεσης του ΣΥΡΙΖΑ, έχοντας γράψει και σχετικό βιβλίο που κυκλοφόρησε τόσο στην ελληνική όσο και την αγγλική γλώσσα[2]. Θεωρεί βέβαιη την εκλογική του ήττα στις επερχόμενες εκλογές και επισημαίνει ότι «από τη στιγμή που αγνόησε τις προεκλογικές του υποσχέσεις, καθώς και το δικό του δημοψήφισμα, και δέχτηκε τις πολιτικές λιτότητας που συνδέονταν με μία ακόμη διάσωση, ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε η ντροπή, παρά η έμπνευση, για την ευρωπαϊκή λαϊκιστική Αριστερά».

Προειδοποιεί όμως ότι η Νέα Δημοκρατία πρέπει να διατυπώσει τις δικές της θετικές προτάσεις, τη δική της ατζέντα, γιατί «ενώ ο αντι-λαϊκισμός μπορεί να είναι μια αποτελεσματική αντιπολίτευση, δεν αποτελεί τη βάση για κυβέρνηση. Επομένως, όταν η ΝΔ θα επιστρέψει στην εξουσία, πιθανώς σε έναν συνασπισμό με το μετα-ΠΑΣΟΚ Κίνημα Αλλαγής, θα το κάνει με πολύ μικρή θετική ατζέντα ή στήριξη».

Ένα εξαιρετικό βιβλίο από έναν κορυφαίο συγγραφέα. Τροφή για σκέψη και στοχασμό.

 

*Πρόλογος στο βιβλίο του Cas Mudde Εξτρεμισμός και δημοκρατία στην Ευρώπη, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Επίκεντρο.

 

 

 


[1] Βλ. Πέτρος Παπασαραντόπουλος, Μύθοι και Στερεότυπα της Ελληνικής Κρίσης, Επίκεντρο, 2012.

[2]Cas Mudde, ΣΥΡΙΖΑ: Η Διάψευση της Λαϊκιστικής Υπόσχεσης, Επίκεντρο, 2015 και Cas Mudde, SYRIZA The Failure of the Populist Promise, Palgrave, 2016.  

Πέτρος Παπασαραντόπουλος

Διδάκτωρ βαλκανικών σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, εκδότης και συγγραφέας. Βιβλία του: Λεωνίδας Κύρκος: Εκ βαθέων (επιμ., 2009), Πολιτικό τραβέρσο στην ύστερη μεταπολίτευση (2010), Μύθοι και στερεότυπα της ελληνικής κρίσης (2012), Εξτρεμισμός και πολιτική βία στην Ελλάδα. Το Big Bang της Χρυσής Αυγής (2014), Η υπονόμευση της δημοκρατίας, 2015-2019 (2020), Νεωτερικότητα και Ακροδεξιά στα μετακομμουνιστικά Βαλκάνια (2022). 

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.