Μαζεύεται, το γραφείο ή το αντίστοιχό του, και αναρωτιούνται: «τι θα τους πούμε;» – εναλλακτική διατύπωση: «πώς θα βγούμε προς τα έξω;» (το «τους» και το «έξω» δεν αναφέρεται στους αντιπάλους αλλά σε εμάς, στους πολίτες.)
Ξεσκονίζονται τα συνθήματα. Αν γνώριζαν ρητορική θεωρία θα έλεγαν πως διατρέχουν τον κατάλογο των τόπων. Δυστυχώς, θεωρία δεν γνωρίζουν, ούτε ρητορική παρότι αυτή είναι νυχθημερόν η δουλειά τους, ούτε καν πολιτική θεωρία: ο τρόπος τους και η σιγουριά τους είναι εκείνα του μπαρουτοκαπνισμένου, του έμπειρου στελέχους.
Αν γνώριζαν ρητορική θεωρία, θα ήταν καλύτερα, γιατί η θεωρία σού επιτρέπει να έχεις επίγνωση των ορίων, λ.χ. των τόπων και των συνθημάτων που χρησιμοποιείς.
Θα μπορούσαν έτσι ίσως να δουν πως το να αντιδράς στις προκλήσεις λέγοντας ένα «ξέρεις ποιος είμαι εγώ;», ένα «είμαι το κόμμα του μεγάλου Τάδε που έκανε Εκείνα τα Μεγάλα και τα Άλλα», καλύπτει μόνον εσωστρεφώς την ανάγκη να λες πως είπες κάτι, και δη κάτι το ωραίον – και αφήνει το ακροατήριο που θα ήθελες να προσεγγίσεις βαριεστημένα αδιάφορο.
Όμως αυτή είναι η λογική του παλαιού κόμματος. Θα λέμε κάτι το ωραίον, αν βοηθήσει και η συγκυρία αυτό θα πιάσει, θα βγούμε μετά, θα μοιράζουμε λεφτά, θα ακούμε πού και πού και καμιά οδηγία από Βρυξέλλα ή από Βόννη, θα πορευτούμε. Με το Λαό και τη Δημοκρατία πάντα στο μέτωπο και με το χέρι όπου μπορέσει να βρεθεί, έτσι έχει μάθει ο εμπειροτέχνης της πολιτικής.
Ο ορίζοντας του απλού εμπειροτέχνη είναι μερικός και περιορισμένος, αναποτελεσματικός και για το λόγο ότι η μερικότητα αυτή αναγκαία συνυφαίνεται με την ιδιοτέλεια. Δύσκολο να δεις το μέλλον έτσι, πολύ περισσότερο να έρχεσαι από αυτό.