Ὅπως ὁ ναυαγός ἁρπάζεται ἀπό τό κύμα σάν ἀπό κάτι στέρεο
Ἔτσι κι ἐμεῖς ἀπό τίς μνῆμες μας.
(Νίκος Φωκάς, «Γοητεία», 1992)
Ασύνδετο υλικό αναμνήσεων. Στον ποιητή Νίκο Φωκά πήγα μέσω του δοκιμιογράφου Φωκά. Τον γνώρισα τυχαία με τα Επιχειρήματα, για τη γλώσσα, για τη λογοτεχνία που μόλις είχαν κυκλοφορήσει (1982) σε μια καινούργια σειρά της Εστίας, και τα χάρηκα διπλά, όπως όσα βρίσκεις μόνος σου (ένας μάλλον συγγνωστός εγωισμός), ειδικά εάν στέκονται κόντρα σε ρεύματα κυρίαρχα σε μικρούς ή μεγάλους χώρους, ακαδημαϊκούς, φιλολογικούς, λογοτεχνικούς. Κάτι μέσα μου τον συνέδεε με την άλλη παράλληλη ανακάλυψή μου, του περιοδικού Σημειώσεις, που παλιότερα τεύχη του διέθετε ο Γιώργος Μήλιας στο βιβλιοπωλείο Θυμέλη (αργότερα θα καταλάβαινα τις συνάψεις). Όλα τόσο διαφορετικά, και στα μάτια μου όχι λιγότερο σημαντικά, από τα διόλου ασήμαντα της νεοελληνικής φιλολογίας που διδασκόμασταν πρωτοετείς φοιτητές στην κραταιά Φιλοσοφική Θεσσαλονίκης.
Σκεπτικιστής προς το εκεί κλίμα, για κάποια φιλολογικά και γλωσσικά του, απολάμβανα τα κείμενα του Φωκά, όπως και άλλα «αποκλίνοντα», του Ροζάνη, του Λυκιαρδόπουλου, του Μαρκίδη. Υπομειδιούσα με τα όσα επεσήμανε για τον ένθρονο Ρίτσο και οι ενστικτώδεις αντιρρήσεις μου στις εκατοντάδες σελίδες του που είχα διαβάσει έπαιρναν μορφή (μια κριτική για ποιητή και ποιήματα και την, ενίοτε άκριτη, υποδοχή τους δεν είναι ποτέ «παράκαιρη»). Ξανακέρδιζα τον Παπαδιαμάντη κρατώντας μια λεπτή ισορροπία ανάμεσα σε ερμηνείες των τότε συρμών (ψυχαναλυτικές, κοινωνικές ή ορθόδοξες) και μικραίνοντας την απόσταση ανάμεσα στο θάμβος και την κρίση. Έβρισκα επιτέλους (μετά από ένα τεύχος της Ευθύνης και προτού μπορέσω ν’ αγοράσω τους Νεωτερικούς ποιητές του Μεσοπολέμου του Αργυρίου) μια ποιητική συνηγορία για την ποιητική αξία και πρωτοπορία του Παπατσώνη, τόσο παραγκωνισμένου και καταδικασμένου σε damnatio memoriae από μια Σχολή που φαινόταν να παραμένει υπό τη βαριά σκιά μιας ανάγνωσης της γενιάς του ’30 και επιγόνων της – και προφανώς ιδεολογικά αμήχανη έως εχθρική σε ό,τι της φαινόταν «θρησκευτικό». Ξεπερνούσα τους έντονους τότε γλωσσικούς μανιχαϊσμούς ακραιφνών ακόμη δημοτικιστικών και συντηρητικών γλωσσικών ομίλων, μένοντας στη θέση του ποιητή (αν την επαναδιατυπώνω σωστά) ότι μια γλώσσα διατηρείται και αναπτύσσεται εάν όσοι τη μιλούν έχουν κάποιο νόημα να εκφράσουν («εάν έχουμε κάτι να πούμε», κάτι για το οποίο κι ο ίδιος δεν ήταν σίγουρος), ότι εκτός από τη μεταξύ μας συνεννόηση (την αναγκαία επικοινωνιακή λειτουργία της, που ενίοτε χρησιμοποιείται ως επαναπαυτικό άλλοθι για την πρόχειρη, κατά προσέγγιση χρήση της) η γλώσσα μπορεί και εκλύει μιαν άλλης ποιότητας επιθυμητή ένταση – ίσως όχι μόνον η γλώσσα της ποίησης.
Από τα Επιχειρήματα πήγα στον Μύθο της Καθέτου που λίγο πριν είχε κυκλοφορήσει, μετά σε άρθρα του και ποιήματα σε περιοδικά – είχα βρει κι εκείνο το σκανδαλιστικό μπλε όγδοο τεύχος της Σπείρας, όπου η ρηξικέλευθη και ειρωνική Παρτούζα ζευγάρωνε ευφυέστατα με τον πιο τολμηρό Θεῖον ὕμνον του Συμεών του Νέου Θεολόγου (από τον Μπελεζίνη). Και πάντα έβρισκα όσα κείμενά του έβγαιναν για είκοσι τόσα χρόνια, ποιήματα, δοκίμια (συνήθως αποσιωπημένα παρά τον λόγο και το περιεχόμενό τους), μεταφράσεις (οποία αναπάντητη πρόκληση η διπλή μετάφραση ποιημάτων του Μπωντλαίρ και του Φροστ!), μέχρι να σιγήσει πρόωρα…
Η γλώσσα στα διεισδυτικά του δοκίμια μοιάζει περιγραφική και αστόλιστη, το ύφος του, όντως, συνήθως συγκρατημένο (έφτασε να το πει «σχεδόν ψυχρό» ο Σταύρος Ζουμπουλάκης). Κι όμως στα δοκίμιά του (εννοείται και στα ποιήματά του!) η ένταση εκτινάσσεται όχι λίγες φορές, όταν μιλά πολεμικά για ποιήματα και για ερμηνείες τους, και ακόμη περισσότερο όταν μιλά για τη γλώσσα την ίδια, την ελληνική γλώσσα – και για την αντιπνευματικότητα, τη συμβατικότητα της πνευματικής ζωής στην Ελλάδα. Και παραμένει απολαυστική η γραφή του ακόμη κι όταν γδέρνει την επιφάνεια λογοτεχνικών και γλωσσικών μας συνηθειών και συμβάσεων (και κάποτε δείχνει ότι δεν κρύβεται κάτι από κάτω).
Ο Νίκος Φωκάς δεν είναι πλέον κάποιος άγνωστος, εννοώ «ἄδοξος», ποιητής· πάντως δεν είναι του –όποιου– νεοελληνικού «κανόνα», μολονότι ένας «Κάκτος» του ανθεί τώρα σε σχολικό εγχειρίδιο. Έχει γράψει μία, τη μόνη που γνωρίζω, «Ὠδή σέ μιά κρεμάστρα», επιτύμβιο στις μύγες του 1934, για ένα περιστατικό με φίδι, για ελάφια, κουνέλια, μέλισσες, σκύλο, ποντίκια και κλωσσόπουλα, μια «Μελέτη ρυτίδων», για απορρυπαντικό, για τον Υμηττό (κατ’ επανάληψη), για τα πιο απλά συστατικά μιας ζωής καθημερινής που διαδραματίζεται, σαν τραγωδία ή σαν κωμωδία, μπροστά στα ανυποψίαστα μάτια μας.
Μιά χύτρα, ἕνας χαρτοκόπτης, ἕνα πρές-παπιέ
κι ἄλλα κοινότατα ἀντικείμενα
Μᾶς ἀποκαλύπτουν τό μεγάλο τους ἦθος
Μαρτυροῦν τήν εὐγένεια τῆς καταγωγῆς τους
Πού χάνεται σέ μιά συλλογική παραμυθολογία...
(«Αιγυπτιακή λατρεία», 1979)
Ο Φωκάς αυτά τα συστατικά τα περιγράφει με κυριολεξία (ίσως ο πιο κυριολεκτικός, κοινότατος, νεοέλληνας ποιητής – χωρίς καν να συνυπολογίσουμε την απερίφραστη έμμετρη Παρτούζα του), κάνοντάς τα λέξεις ενός ποιήματος, που δεν διαταράσσουν πλέον την αρμονία ενός ποιητικού σύμπαντος, αλλά είναι υλικά για το γλωσσικό παίγνιο και τη γενικότερη τρυφερά παιγνιώδη στάση του ποιητή (πολλά ποιήματα, και φυσικά τα Κοχυβαδάκια, είναι και γλωσσικά παιχνίδια). Το μάτι του ποιητή δεν καταγράφει απλώς τις σχέσεις των πραγμάτων, που ούτως ή άλλως είναι υπαρκτές και οικείες σε εμάς (κάτι που, αν το θυμάμαι σωστά, το καταλογίζει ως ποιητική ευκολία των ελληνικών εικόνων του Ρίτσου), αλλά συσχετίζει αναπάντεχα, επινοεί καινοφανή ζεύγματα, δομώντας σταδιακά λέξη λέξη τα αρχιτεκτονημένα του ποιήματα για να τα οδηγήσει στην κορύφωση, συχνά του τελευταίου στίχου. Η εστιασμένη παρατήρηση των συμβάντων στη ζωή μας δεν αρκεί· η ματιά μας μαθαίνει να είναι ανοιχτή σε ό,τι απρόσμενο, για να το συμπεριλάβει στη γενική εικόνα – αν όχι εμείς, πάντως ο ποιητής που μοιάζει όχι απλώς να παρατηρεί αλλά να σκηνοθετεί:
Ὅσο σπουδαῖο κι ἄν εἶναι αὐτό πού βλέπουμε μπροστά μας
Ὑπάρχει πάντα στά ἄκρα κάτι
Πού ἀπειλεῖ, πηδώντας στό ὀπτικό μας πεδίο,
Κυριολεκτικά νά κλέψει τήν παράσταση.
(«Περιστατικό με φίδι», 1982)
Γράφει ο Φωκάς όχι τόσο για μεγάλες ιδέες και υψηλά ανθρώπινα συναισθήματα, αλλά για βοϊδοκάμπιες, για την «ἀξιοχάιδευτη σάν πλάτη μοσχαριοῦ» άμμο (ΠΣ, 313) και για θυροτηλέφωνα, καταφέρνοντας την «πάντα ποθητή κι “ἀφόρητη” ποιητική ἔνταση» (ΕΓΛ, 149), την ανάφλεξη καθώς αγγίζει πρόσωπα και πράγματα. Γράφει και για την Ελένη, τον Γιώργο, τον έρωτα και τον θάνατο, συγκροτώντας –όπως το νιώθω εγώ– ίσως το πιο σφιχτοδεμένο σύνολο της μεταπολεμικής μας ποίησης. Μονάδα του Φωκά είναι ολόκληρο το ποίημα, μόνο διαβάζοντάς το προσεκτικά και ολόκληρο μπορείς να το κατανοήσεις και να το εκτιμήσεις· γι’ αυτό και (παρά τους αξιομνημόνευτους μεμονωμένους στίχους) θα προτιμήσω να αντιγράψω έστω λίγα ακέραια ποιήματά του. Όχι όλα που θέλω και ακόμη λιγότερα από όσα μου αρέσουν – δεν το κρύβω ότι θεωρώ τον Φωκά σημαντικότατο για τα νεοελληνικά γράμματα, και με τα ποιήματα και με τα δοκίμιά του.
Πώς να διαβάσουμε την ποίησή του; Όπως για κάθε τι καλό κι όμορφο, υπάρχουν πολλοί τρόποι και δρόμοι – ακόμη κι αν δεν παρασυρθούμε σε θεωρίες περί προοπτικισμού και υποκειμενικότητας, ειδικά για την πολύπαθη έννοια της ομορφιάς:
Ἀνάμεσα ἀπό πολυκατοικίες, ξενοδοχεῖα
Πού μάχεσαι σάν ἐφιάλτη σου,
Σάν μέσα ἀπό πόρτες μισάνοιχτες
Ὅπου σταθεῖς βλέπεις τόν Ὑμηττό τόσο κοντά,
Αἰσθάνεσαι τόσο κοντά τόν ζωντανό παλμό του.
Εἶναι ἄραγες αὐτός ὁ λόγος πού
Ὅταν τόν κοιτᾶς ἄς ποῦμε ἀπό τό Φάληρο
Εἶναι ὅμοια σάν νά τόν κοιτᾶς ἀπό τό Κεφαλάρι;
Ἤ ὅτι δέν ἔχει καμία σημασία ἡ γωνία
Ἀπ’ τήν ὁποία βλέπουμε τήν ὀμορφιά;
(«Ο Υμηττός (β΄)», 1984)
Ας τη διαβάσουμε με οδηγό ένα πολύ σημαντικό ποίημα ποιητικής, όχι από τα εκατοντάδες που γράφονται χρησιμοποιώντας κατά κόρον τη λέξη ποίηση, αλλά ένα δείγμα όπου ο Φωκάς με την εικόνα και τη μεταφορά επιτρέπει να εμφανιστεί το άνθος του κάκτου (αναπόφευκτα μου έρχεται στο νου η ταινία με την ώριμη ομορφιά της Μπέργκμαν), σε αντίστιξη προς τον κορμό/σύστημα που τον φέρει. Κι όμως, μέσα στο σκουπιδαριό λάμπει η αναπάντεχη ομορφιά (πώς να μην θυμηθώ το «Άγραφον» του Σικελιανού εδώ;), κι είναι η αληθινή ζωή κι είναι η ποίηση...
Μέ χρῶμα γέρικου παχύδερμου ἀπ’ τή σκόνη
Μέρος κι ἐκεῖνος ἑνός σκουπιδαριοῦ,
Ὁ κάκτος πού θεωρεῖτο νεκρός
Ἄνθισε μετά ἀπό ἐννέα χρόνια.
Πράγματι, τό τρομερό φύλλο μέ τίς βελόνες
(Ἕνα ἀνάμεσα σέ δώδεκα
Καθώς ἀποτελοῦσε τμῆμα
Ἑνός πανίσχυρου συστήματος)
Πέταξε ἀπό τήν κόψη του μοναδικό
Τό βαθυκόκκινο ἄνθος πού,
Ἔξω ἀπό τό σύστημα σχεδόν,
Θαρρεῖς ἀνῆκε σέ δικό του σύστημα
Ἔτσι καθώς ἀκροβατοῦσε στό κενό
Σάν πεταλούδα καθισμένη πρόσκαιρα
Στήν παρυφή τοῦ φύλλου,
Σέ δηλωμένη καί χρωματική καί ποιοτική
Πρός τόν κάκτο ἀντίθεση.
Ἡ ἐν λόγω συστηματική διαφωνία
Δέν εἶχ’ ἄλλο ἐνδιαφέρον
Παρά μόνο σάν ποίηση,
Σάν ἀκραία δυνατότητα μιᾶς ἄνοιξης
(«Ο κάκτος», 1980-81, ο διαγραμμένος στίχος αντικαταστάθηκε με τον επόμενο στις ΠΣ)
Μ’ αρέσει που ο Φωκάς, ενώ έχει μέσα του ένα κέντρο που τον συνέχει, δεν διαφεύγει στη μεταφυσική ποίηση ούτε εξομολογείται, δεν γίνεται λ.χ. πρώιμος Καρούζος (όπως είχε επισημάνει κάποτε ο Ανδρέας Μπελεζίνης, ο πιο επίμονος και γόνιμος ερμηνευτής του ποιητή μας). Το ξέρει πως η πίστη «δέν ἐπιδέχεται αἰσθητικές ὑπεκφυγές» (ΜΠ, 211) και διατηρεί μια θρησκευτικότητα «διστακτική, ὑπαναχωρητική» (ΜΠ, 214) – βέβαια, στα δοκίμια των τελευταίων παραγωγικών χρόνων του επανέρχεται πολλές φορές στο ζήτημα της πίστης και της θρησκείας (όσο κι αν ίσως δεν θα αποδεχόταν κάποιος, αίφνης ο κοσμικός αναχωρητής Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, ότι αυτό κάτι παραπάνω σημαίνει).
Αντίθετα, η ποίηση είναι πάντα (το ξέρω ότι υπερβάλλω τώρα) ο χώρος της αμφιβολίας, του μετεωρισμού – όπως τόνιζε ο Βύρων Λεοντάρης (τι παράδοξο δίδυμο οι πιο αγαπημένοι μου ποιητές, όχι μόνο της γενιάς εκείνης). Όπως το ποίημα έτσι κι ο ποιητής βιώνει αυτή την ένταση της πίστης και της ποίησης – αλλά όταν γράφει παραμένει ποιητής! Σ’ ένα από τα τελευταία του ποιήματα («Ἄϊ-Δημήτρης», 2002) ο Φωκάς τονίζει τη δυσκολία προσχώρησης του ποιητικού υποκειμένου στην κοινότητα των πιστών, πλέκοντας δύο οικείες θεματικές του, τη διαφορά του μικρόκοσμού του (του μέτρου της ζωής του) από την πολυκοσμία και την «ἀπόσταση τῆς πίστης σας / ἀπό τήν τραγική μου γνώση» (Κοντή σκιά, 26).
Το καλύτερο σχετικό παράδειγμα που έχω διαβάσει στη νεοελληνική ποίηση είναι το επόμενο ποίημα. Το θυμάμαι (ή κάνω λάθος πια;) να το διαβάζω όταν πρωτοδημοσιεύθηκε στην ακόμη μονοτυπική Ευθύνη και να μένω αποσβολωμένος από την ύψιστη ένταση που κατορθώνει να περικλείσει και ν’ απελευθερώσει μαζί στο τέλος – όπως συμβαίνει στα ποιήματα του Φωκά αλλά και όπως υποστηρίζει στην ποιητική του θεωρία και στην ανάλυση ποιημάτων άλλων ποιητών (υποδείγματα ενός είδους ανάλυσης άγνωστης και ανοίκειας –φευ– στους νέους φιλολόγους). Το ίδιο νιώθω και τώρα (και πιο τραγικά, καθώς ήταν Μεγάλο Σάββατο όταν ο ποιητής ασθένησε αιφνιδίως και δεν ξανάγραψε ποίημα) που για νιοστή φορά το διαβάζω, αντιγράφοντάς το:
Σίγουρα τό μή θαῦμα εἶναι τό θαῦμα·
Μά ἄν κοιτάξω τόν κόσμο κυκλικά
Σάν μέσα ἀπό καμπίνα, πιστοποιῶ πώς μέ βάθος
Τόσο στ’ ἀλήθεια ἀσύλληπτο πρός κάθε κατεύθυνση
Ἑπόμενο εἶναι νά μήν ἔχει
Ἱκανοποιητική γραμμή γιά τόν ὁρίζοντα.
Περιλαμβάνει ὅ,τι χρειάζομαι: νόμους, ἐκτάσεις,
Χρώματα, φωνές –γιά νά συγκινιέμαι πιό πολύ
Κι ἀπ’ τούς παλιούς ρομαντικούς –
Καί νόμους τῶν νόμων, ὅμως χωρίς
Κι ἐδῶ ἕνα ὅριο πειστικό· περιλαμβάνει
Καί μιά ἐκκλησιά, συμβατικό του κέντρο.
Τό ξέρω λείπουν πιά ἀπ’ αὐτόν ὁ τάδε κι ὁ τάδε
Καί μοιάζουν ψεύτικες οἱ ἐποχές
Μέ τόν ρηχό της φωτισμό καθεμία
Σάν σκηνογραφίες στό κενό
Πού φαίνεται ἀπό τίς σχισμές ἄν βάλουμε τό μάτι
Καί μηδενίζει κάθε νέα παράσταση.
Ὡστόσο ὁ κόσμος προχωρεῖ χωρίς μεγάλες ἀλλαγές
Παρ’ ὅλους τούς νεκρούς· περιλαμβάνει
Ὅ,τι χρειάζονται οἱ ἐπιζῶντες.
Σίγουρα τό μή θαῦμα εἶναι τό θαῦμα σίγουρα ὅμως
Ἄν τό θαῦμα ἰσχύει καί γιά νεκρούς
Ἰσχύει μέσ’ στήν ἐκκλησιά, ὄχι ἀπ’ ἔξω.
Ὤ ἡ ἐκκλησιά τόσο κοντά κι ἐγώ νά κάθομαι σπίτι,
Ἡ πύλη της ἀνοιχτή κι ἐγώ νά μήν μπορῶ νά μπῶ,
Νά χτυποῦν οἱ καμπάνες
Κι ἐγώ νά τίς ἀκούω ἀπ’ τό γραφεῖο μου.
Νά ψάλλονται τ’ ἀναστάσιμα
Κι ἐγώ νά γράφω τή δική μου ποίηση!
(«Η κάθε μέρα ως θαύμα», 1984)
Αυτό είναι το δράμα κι η ευλογία του ανθρώπου της ποίησης και της μοναξιάς της – «Ξέρω πώς εἶμαι καταδικασμένος στή μοναξιά της ποίησης», δήλωνε ο ποιητής μας (ΜΠ, 220). Ανάμεσα στην παραδοχή και την άρνηση, στο μέσα και το έξω, στη νοσταλγία και την προσμονή, χωρίς βεβαιότητες – «ξένος στή βεβαιότητα τοῦ νικητῆ», που έγραφε σε κάποιο ποίημά του ο Στέφανος Ροζάνης. Ο ποιητής μας δεν έχει άλλες βεβαιότητες, πάρεξ τις άμεσες του σώματος και τις ποιητικές (ΜΠ, 216). Κι όμως, είναι η συνείδηση όλων αυτών που μνημειώνεται μέσα από τα μέγιστα ανθρώπινα, τη δημιουργία και τη γραφή.
Πολύ παλιά, στην Επιθεώρηση Τέχνης (1955), ο Φωκάς είχε κατηγορηθεί με αφορμή την πρώτη του συλλογή για «ντιλεττάντης» και για «διανοουμενίστικες παρωπίδες», άρα ανίκανος να κατανοήσει (προφανώς με τον «ορθό τρόπο») τα σύγχρονα γεγονότα – στο ίδιο τεύχος που κατακρεουργούνταν η Πολιορκία του Κοτζιά. Ο ίδιος, αργότερα, θεματικοποίησε την ένταση του ποιητικού υποκειμένου, κάπου ανάμεσα στη συμμετοχή και το πλήθος και στην απόσυρση:
Στή ζωή τί νά ζηλέψω δέν ἔχω,
Μόνο ζηλεύω τ’ ἀναστάσιμο ξεφάντωμα,
Τό πανηγύρι τ’ ἁπλωμένο·
Κι ἄλλοτε πάλι τήν τρύπα τ’ ἀσκητῆ
Πού μέσ’ στή μόνιμη ἄρνηση τοῦ κόσμου
Δέν τοῦ λείπει τίποτα.
(«Ο κοιτώνας», 1970)
Δεν μπορούμε όμως να αρνηθούμε ότι στα ποιήματά του υπάρχει η αναφορά στο πολιτικό στοιχείο, σε στιγμές της νεοελληνικής ιστορίας, στα «σύγχρονα γεγονότα» (όπως λέει και ο τίτλος της πρώτης συλλογής του το 1954) που διαθλώνται στον διόλου ηρωικό βηματισμό μιας (ποιητικής) καθημερινότητας. Δηλαδή όχι με την καταγγελτική ή τη δοξαστική ρητορεία άλλων πασίγνωστων αριστερών ποιητικών φωνών μαζικής απεύθυνσης και ανταπόκρισης, ούτε όμως με τον χαμηλό τόνο και την αμεσότητα όσων ήρθαν στην ποίηση υπό τον ήχο του ραγισμένου ταμπούρλου, όταν «ὑποχωροῦσαν στά ὑπόγεια καταφύγια τοῦ στίχου». Δεν είναι τυχαίο που ο Λυκιαρδόπουλος εστιάζει στο «Καφεζαχαροπλαστείο» (1983), ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα «ιστορικά» ποιήματα του Φωκά, με την αναθύμηση της γερμανικής Κατοχής και με λέξεις οδοδείκτες: τα βουνά, η συνάντηση, η τοιχοκόλληση, η ανατίναξη, η παρανομία. Δεν λείπει κι εδώ η ειρωνεία: ο φίλος από την Κατοχή προσκαλείται, σαράντα χρόνια μετά, στο «Λιλή Μαρλέν» για καφέ. Σποραδικά αναδύονται, ειδικά στις πρώτες συλλογές, οι μνήμες «ἀλλοτινῶν καιρῶν» (ΠΣ, 225): η Κατοχή, μια βόμβα, παλιοί βομβαρδισμοί, οι γκρίζες στολές των εχθρών, η μπότα του Γερμανού, βασανιστήρια, ο Εμφύλιος, οι σεισμοί στα Επτάνησα, ο Γρηγόρης Αυξεντίου, τα Ιουλιανά, «δράματα, ἀρρώστιες, φυλακές, θανάτοι» (ΠΣ, 63), ένα τραγούδι για την «ἐργατιά» (ΠΣ, 61) ή η «λευτεριά» (ΠΣ, 39), τα «ἀπομεινάρια ἀπό ἀντίπαλες, φανατικές διαδηλώσεις» (ΠΣ, 254), αλλά και το Εικοσιένα, ο Ρήγας, ο Διάκος (ΠΣ, 304).
Τ’ ἀκράτητα παιδιά
Κρατώντας μιά σημαία μέσα στά χέρια.
Τόσοι νεκροί ἔχασαν κιόλας ἀπό χτές τή σημασία τους.
Τόσες γιορτές· κι ὅμως σάν τίποτα νά μήν ἐχάθη, τίποτα
Δέν μοιάζει νά ’χει παρελθόν.
(«Ο ωραίος μήνας Οχτώβρης», [1957])
Αποστασιοποιημένος από ηττημένους αριστερούς, τολμητίες υπερρεαλιστές και λυρικούς υπαρξιακούς ποιητές (και αυτό μάλλον εξηγεί την ελάχιστη δημοτικότητά του), ο Φωκάς, «ἀταξικός, κοσμοπολίτης, ὑπεριστορικός» (ΠΣ, 259) σαν να γράφει μόνος στο γραφείο με ιδιόμορφο λυρισμό για τη «Νύχτα της σοβιετικής ταινίας “Μεγάλο κονσέρτο”» και τη «δίκη των αεροπόρων» (1953). Τη χρονιά που ξεκινά η μακρά παραμονή του στο Λονδίνο αναστοχάζεται: «Κι ὁ πόνος μου γέννημα ἑλληνικό / Πῆρε κιόλας ἄλλο δρόμο» («Ο ταξιδευτής», 1962). Άλλες φορές πάλι, δοκιμάζει τον πρώτο πληθυντικό για τη γενιά του που υπάρχει ακόμη: «μέ κάποιο τρόπο / Τιμωρημένοι πού ἐπιζήσαμε» (ΠΣ, 110 [1969]). Είκοσι χρόνια μετά η τιμωρία είναι άλλη και τελεσίδικη: είναι μια γενιά άσημη, μνησίκακη, «διχασμένη ἀπ’ τά νιάτα της, μαθημένη στό μίσος» – «πρέπει λοιπόν νά ἐκλείψει» (ΠΣ, 285 [1988]). Όψιμα φαντάζεται κάποιον σύντροφο μαχητή που μαζί του «εὐχαρίστως θά ’δινα τή ζωή μου […] Κι ἴσως μέ λίγη τύχη, τή φορά τούτη ἐσύ κι ἐγώ νικούσαμε» («Δεκέμβρης», 1995). Ειρωνικά ή όχι, ο ποιητής δεν ενδίδει σε κάποια αφηρημένη συλλογικότητα ούτε βαυκαλίζεται με «αἰσθήματα κοινότητας καί σκοποῦ» (ΠΣ, 304). Ένα «βίωμα καθολικό κι ἑνωτικό κάποια ἐποχή / Γίνηκε μέ τά χρόνια ἐπώδυνα προσωπικό σάν μιά παρωχημένη οἰκογενειακή μου ὑπόθεση» (ΠΣ, 379). Το προσωπικό και το μερικό αναδεικνύονται: «Τό μέρος μοιάζει ὡραιότερο ἀπό τό ὅλο» και η ομορφιά του είναι ακριβώς «ἡ ἔνταση τοῦ μέρους, ἡ ἔνταση τοῦ ἀκρωτηριασμένου καί τοῦ ἀποσπασματικοῦ / Γιά νά γίνει ὅλο» («Ο Υμηττός», 1975). Χωρίς να αναγάγει τον εαυτό του σε μέτρο των πάντων, ο ποιητής απλώς ονειρεύεται και αποπειράται να ικανοποιήσει
Τό μόνιμο ἄγριο πάθος τοῦ ποιητῆ
Γιά μιάν ἀέναη στόν αἰθέρα περιπλάνηση,
Ἀγνοώντας τίς ἐφήμερες τῆς γῆς ἐπαναστάσεις.
(«Προάνοιξη με χαρταετούς και ποιητή», 1991)
Προτελευταίος σταθμός. Ο Φωκάς, μαζί με τον Λεοντάρη (ιδίως των έσχατων συλλογών), νομίζω πως μας έχουν αφήσει μερικά (όχι λίγα) από τα καλύτερα νεοελληνικά ποιήματα περί θανάτου. Και είναι τόσο δύσκολο να το κατορθώσεις για το πιο κοινό γεγονός κάθε ζωής. Επιτύμβια και νεκρολογίες, λυρικές αλλά όχι γλυκερές, φαινομενικά επίπεδες αλλά στην ουσία έως και αγαπητικά περιπαικτικές. Για φίλους, τη Χριστίνα, τις μύγες, τον Γιώργο, τον Πάνο Οικ…, τον Στέφανο Κουμανούδη (τον Νεότερο), τον Θ. Δ. Φραγκόπουλο, τον Γιώργο Ιωάννου. Στο τελευταίο, ο συγκεκριμένος θάνατος δεν γίνεται σύμβολο κάθε θανάτου, αλλά αντίθετα γεγονός που τρόπον τινά επαναλαμβάνεται σε κάθε θάνατο – γιατί δεν υπάρχει ο θάνατος καθαυτόν αλλά μόνο η εξατομίκευσή του: πρόσωπα που πεθαίνουν («Αυτός ο θάνατος», Φλεβάρης 1985). Όμως δεν επιμένω, καθώς τα έχει ανασκαλέψει απαλά ο Ζουμπουλάκης για να βγάλουν τη ζεστασιά τους (και εγώ απλώς θα τα ξαναζέσταινα).
Ο θάνατος επανέρχεται σχεδόν εμμονικά από την πρώτη έως την τελευταία συλλογή του Φωκά, μοιάζει να ποιμανεῖ αὐτούς, χωρίς τούτο νάναι η τιμωρία κάποιου θεού, αλλά το ιστορικό ή το ατομικό δράμα («Ἕνας χάθηκε στόν Ἐμφύλιο… Ἄλλος πῆγε ἀπό καρκίνο… Ἕνας τρίτος αὐτοκτόνησε»: ΠΣ, 235) – αν υπάρχει δράμα, εφόσον απλώς έτσι είναι ο κόσμος (ΕΓΛ, 25). Ο θάνατος κοιτιέται κατάματα και είναι ατομικός: καθημερινή αναμονή του θανάτου (ΠΣ, 250), παραμονή του θανάτου, πάντα ζούμε κάποια μέρα «πρίν ἀπό τόν θάνατό μας» (ΠΣ, 278). Κι εδώ είναι που, γύρω στα εξήντα του, ο ποιητής αφήνεται σε μια γενίκευση:
Ὅπως νά ’ναι λιγοστεύουμε [...]
Φεύγουμε συντριμμένοι, ἀπαρηγόρητοι
Γιά νά ξαναφτιάξουμε τή γενιά μας στόν οὐρανό
(«Ο Υμηττός (γ΄)», 1984)
Είναι η γενιά (όχι ασφαλώς κάποια γραμματολογική γενιά!) ή μάλλον η παρέα, κάποια πρόσωπα που ονοματίζονται: «Ὤ Ἀλέκο, Τίτο, Πώλα, Νταίζη, Ἀμαλία κι ἐσύ τώρα Θοδωρή» (ΠΣ, 313). «Ἡ γενιά μας εἶχε ἀρχίσει κιόλα νά περνᾶ» (ΠΣ, 284): τα πρόσωπα ένα ένα αποχωρούν, («πέθανες ἐσύ») και «μιά γενιά πορεύεται φανερά στό τέρμα της» (ΠΣ, 313). Πληθαίνουν πια τα σημάδια για έναν θάνατο που επίκειται· η νεκρώσιμη καμπάνα που σημαίνει επίσημα και οι ίδιοι που γινόμαστε «τό πρόδηλο σημάδι τοῦ θανάτου» (ΠΣ, 294).
Η μελέτη του θανάτου, όπως το ξέρουμε από παλιά, είναι μια άσκηση για τη ζωή. Κι η ζωή είναι χρόνος, μετρά μέρες προς τον θάνατο· είναι ένα ρολόι, «ἕνα εἶδος μετρονόμου» (ΠΣ, 302). Μια έμμεση ακρόαση του θορύβου του δρόμου από ένα ξεχασμένο ανοιχτό θυροτηλέφωνο, «μιά θυροτηλεφωνική γιά λίγο ὑποκλοπή» (ΠΣ, 277). Η γεύση που σου αφήνει δηλώνεται νωρίς νωρίς και χωρίς πικρία από τον ποιητή:
Μακροχρόνια γεύση ἀπό βερίκοκο…
Ἔτσι σοῦ φάνηκε ἡ ζωή σέ μιάν ὥρα ἀφαιρεμοῦ.
Γιατί στό τέλος δέν ξεχνᾶς πώς ἡ ζωή εἶναι μόνο
Μιά μακροχρόνια γεύση ἀπό κοτσάνι.
(«Η βερικοκιά», 1961).
Κι έτσι επιστρέφουμε στην τόσο πεζή και υλική καθημερινότητα, ως θαύμα όμως – ποιο καλύτερο υλικό για τον ποιητή, όταν το άλλο θαύμα, το θρησκευτικό, κείται πέραν της (εκφράσιμης) εμπειρίας; Πρόκειται για μια αισθητικοποίηση του αυτονόητου, που έτσι γίνεται μια εκμυστήρευση. Γιατί αυτό νομίζω ότι μπορεί και το κάνει μόνο ο ποιητής – χωρίς την παραμυθητική επιχειρηματολογία του φιλοσόφου (που πόσο στ’ αλήθεια μας παρηγορεί;) ή την πλατωνίζουσα αθανασία ιερατικών επικήδειων, αλλά και χωρίς τη συντριβή και αναστάσιμη ελπίδα του χριστιανού (ένας Δαμασκηνός είχε καταφέρει όλα αυτά να τα κάνει ποίηση!). Η οικειότητα του θανάτου, διάσπαρτη με κάθε ευκαιρία στο έργο του Φωκά, δεν εξωραΐζεται ούτε εκπίπτει σε κυνισμό· καταφάσκεται και γίνεται ποιητικά εξομολογούμενο μυστικό. Σαν μόνο έτσι να μιλιούνται αυτές οι οριακές καταστάσεις, σαν χαμηλόφωνη αλλά στέρεα μαρτυρία – σ’ ένα ποίημα που με συνοδεύει σαράντα χρόνια τώρα και στις πιο δημόσιες τελετουργίες του θανάτου, τις κηδείες (που όλο και πληθαίνουν), και τις διαφυλάσσει σαν προσωπικό μυστικό βίωμα:
Θά πεθάνουμε μιά μέρα,
Σέ εἴκοσι χρόνια τό πολύ δέν θά ὑπάρχουμε πιά.
Καί τί ’ναι εἴκοσι χρόνια. Τίποτα!
Ὅσο τό διάστημα ἀπό τά ἰουλιανά
Περίπου μέχρι σήμερα – φρίκη, φρίκη νά τό σκεφτεῖς!
Ναί, μιά μέρα, αὔριο κιόλας ἴσως, θά πεθάνουμε.
Αὐτό πού ἀκοῦς σοῦ εἶναι γνωστό φυσικά
Ἀνιαρά γνωστό μάλιστα, δέν τό ἀρνοῦμαι
Εἶναι μιά κοινότατη φράση πού τή λέμε συνέχεια.
Ἀλλά ὅσο πιό γνωστό τόσο ἐγώ πιό πολύ
Τό φέρνω μέσα μου σάν μυστικό.
Σάν μυστικό λοιπόν στό λέω τώρα.
(«Σε συνομίληκο», 1984)
Όλα, πρόσωπα και πράγματα, αληθινά ή φανταστικά, σκηνοθετημένα πάντως, αποκτούν στα ποιήματα του Φωκά μιαν «απροσδόκητη οικειότητα». Χάρη και στις απρόβλεπτες συγκρίσεις του, στις παρομοιώσεις του που έχουν αντιρομαντικό χαρακτήρα, όπως τον δείχνει με αφορμή τον Παπαδιαμάντη (ΘΚ, 31-33), όταν το εξωκαθημερινό, το τεράστιο συγκρίνεται «μέ κάτι καθημερινό καί τετριμμένο». Η ρεαλιστική και συμπάσχουσα κατανόηση της ανθρώπινης συνθήκης είναι η ποιητική φιλανθρωπία του Φωκά.
Στο τέλος της πορείας του («πορευόμουν χρόνια τώρα»), ο ποιητής εισέρχεται για τελευταία φορά στο (τελευταίο) ποίημά του επιλογίζοντάς την οριστικά:
Ὅπως ἕνας πεζοπόρος στή διάρκεια ἑνός ἐξαντλητικοῦ καί μάταιου ἀγώνα ποθεῖ
Περισσότερο ἀπό καθετί τήν ἀνάπαυση, τό τέρμα, θυσιάζοντας τή νίκη, ἔτσι νιώθω κι ἐγώ
Στόν ἄδειο τοῦτο τόπο, τόν ἀποξεχασμένο, ἀδιάφορος πιά γιά τό ἀποτέλεσμα τοῦ ἀγώνα.
Τί ἄλλο ἀκόμα μπορεῖ νά ’ναι αὐτός ὁ τόπος; Ἴσως τώρα πού τόν παρατηρῶ πιό ἐπισταμένα, ὄχι παιδική χαρά, μά τόπος ἐνταφιασμοῦ, νεκροταφεῖο χωρίς σταυρούς
ἤ κι ἴσως κάποιας λογῆς ὑπαίθριο ἱερό.
Ὁπωσδήποτε ὅ,τι καί νά ’ταν ἔμοιαζε μέ τέρμα, μέ κατάπαυση, μέ κατάληξη.
(«Παιδική χαρά», 25/4/2003)
Μια τελευταία μνήμη, για «ἔρωτες πού ἐπιτρέπει μόνο ἡ ποίηση» (ΠΣ, 310). Η «Ομορφιά από την Αιόλου», πρωτοδιαβασμένη στη Νέα Εστία, με την ανορθόγραφη (και στις ΠΣ, 401) δασεία στην Ὁμορφιά του τίτλου και με το αρχικό «Τό δέχτηκα» που έγινε «Συμφώνησα» στην Κοντή σκιά. Παρότι παραμένει το αγαπημένο μου ερωτικό ποίημα του Φωκά –και για τα φίλτατα διστάζεις να μιλήσεις, ίσως μόνο πλαγίως– τόλμησα να την διδάξω σε ένα μάθημα αισθητικής, μιλώντας για το ωραίο (ως φιλοσοφική έννοια αλλά και ως βίωμα), να την οπτικοποιήσω σε σειρά φωτογραφιών σχεδόν κάθε φορά που κατέβαινα στην Αθήνα (περιμένοντας κάποιο ζευγάρι που να βαδίζει προς την Ακρόπολη), να τη βάλω ως θέμα στις εξετάσεις και να διορθώσω τα γραπτά ένα μαβί πρωινό σ’ ένα καφέ στην Αιόλου. Το ωραίο στη φύση, στον άνθρωπο, στην τέχνη και, τελικά για πάντα, στη (μοναχική, όχι όμως ερμητική) γλώσσα της ποίησης. Μια στοχαστική συγκίνηση: αυτό το μέγιστο μού δωρίζει η ποίηση του Νίκου Φωκά, όταν συμβεί η σύντηξη των οριζόντων της συγκίνησης, της συνείδησης και της λογοτεχνίας – με τις γνωστές ή άγνωστες, ακόμη, συνέπειες.
Εἶπες: Γιά κοίτα τί ὀμορφιά, γιά κοίτα,
Ὑψώνοντας τά μάτια στήν Ἀκρόπολη.
Κι ἐγώ νομίζοντας πώς ἐννοοῦσες τά μαβιά
Σύννεφα πάνω ἀπό τό Ἐρέχθειο
Τό δέχτηκα μέ βλέμμα ὑγρό.
Καί μόνο δέκα χρόνια ἀργότερα
Κατάλαβα τήν παρεξήγηση, πού ἀντανακλοῦσε
Δυό ἀντίθετα βιώματα τοῦ ὡραίου.
Κι ὅμως χάρη σ’ αὐτήν ἀγαπηθήκαμε
Μέ τίς γνωστές συνέπειες.
(«Ομορφιά από την Αιόλου», 2001)
Βιβλιογραφικό σημείωμα:
«Αφιέρωμα στον Νίκο Φωκά», Νέα Εστία 1775 (2005)
«Αφιέρωμα: Νίκος Φωκάς», Μανδραγόρας 56 (2017)
Ζέρβας, Α., «Ο μοναχικός αναγνώστης και η τρύπα του Νίκου Φωκά», Μανδραγόρας 56 (2017)
Ζουμπουλάκης, Σ., «Το μέτρο του θανάτου», Νέα Εστία 1775 (2005) 181-189
Ζουμπουλάκης, Σ., «Φιλολογική επισημείωση», στο: Φωκάς, ΜΠ, 229
Κουλουφάκος, Κ. «[Για τα Κυνήγια από σύγχρονα γεγονότα, 1954]», Επιθεώρηση Τέχνης 10 (1955) 336
Λάζαρης, Νίκος, «Η γοητεία της αυθεντικής ποίησης» [Για τις ΠΣ], Νέα Εστία 1762 (2003) 924-932 (και στο: Αιχμή του δόρατος: Κριτικά κείμενα 1987-2011. Αθήνα: Futura, 2013, 13-26)
Λάζαρης, Ν. «Η ποιητική θεωρία του Νίκου Φωκά», στο: Πνεύμα αντιλογίας: Δοκίμια, κριτικές, άρθρα, συνομιλίες. Αθήνα: Κουκίδα, 2018, 87-113
Λεοντάρης, Β., «Ποιητική πίστη και απιστία», Σημειώσεις 26 (1985) 59-71
Λυκιαρδόπουλος, Γ., «Η σκηνοθεσία των συγκινήσεων ως ποιητική της σκληρότητας (Εξ αφορμής ενός ποιήματος του Νίκου Φωκά)», Σημειώσεις 60 (2004) 58-63
Λυκιαρδόπουλος, Γ., «“Μάρτυρας μοναδικός ἑνός ὀνείρου”. Νίκος Φωκάς (1927-2021)», Σημειώσεις 87 (2021) 97-101
Μπελεζίνης, Α., Νίκος Φωκάς: Ένας “αναφορικός” ποιητής. Αθήνα: Εστία, 2009
Ροζάνης, Σ., «Από την αγνότητα του ποιήματος στην ενοχή του (Παρατηρήσεις για τον ποιητικό τρόπο του Νίκου Φωκά)», Σημειώσεις 26 (1985) 72-78
Σιδέρη, Α., «Υπόδειγμα γλώσσας και κριτικής» [Για τα ΕΓΛ], Διαβάζω 56 (1982) 135-137
Φραγκόπουλος, Θ., «Ο σπαραγμός του ποιητή και το παιγνίδι» [Για την Παρτούζα], Διαβάζω 291 (1992) 58-62
Φωκάς, Ν., Επιχειρήματα, για τη γλώσσα, για τη λογοτεχνία. Αθήνα: Εστία, 1982 [=ΕΓΛ]
Φωκάς, Ν., Η μοναξιά της ποίησης: Δοκίμια. Αθήνα: Νεφέλη, 2015 [=ΜΠ]
Φωκάς, Ν., Κοντή σκιά. Αθήνα: Ύψιλον/βιβλία, 2013
Φωκάς, Ν., Με θάμβος και κρίση. Αθήνα: Νεφέλη, 2004 [=ΘΚ]
Φωκάς, Ν., Ποιητικές συλλογές 1954-2000. Αθήνα: Ύψιλον/βιβλία, 2002 [=ΠΣ]