Σύνδεση συνδρομητών

Ο θάνατος του Τάσου Πορφύρη (1931-2025)

Σάββατο, 05 Απριλίου 2025 12:34
Πωγώνι, Νεμέρτσκα (κορυφή) «Κάποιος ξένος έρχεται να μας φωτογραφίσει». Φωτογραφία του ποιητή.
Τάσος Πορφύρης
Πωγώνι, Νεμέρτσκα (κορυφή) «Κάποιος ξένος έρχεται να μας φωτογραφίσει». Φωτογραφία του ποιητή.

Τάσος Πορφύρης, ποιητής - έφυγε μόνιμα για τη δική του Νεμέρτσκα...

πορφυρης

Ο Τάσος Πορφύρης.

 

Στά ποιήματά μου πολλές φορές θά συναντήσεις

Τίς λέξεις: Νεμέρτσκα δάσος βελανιδιά

Βατομουριές ὅμως τ’ ὅνομά της μονάχα μιά φορά

Καθώς χαμογελώντας διασχίζει ντυμένη

Στ’ ἄσπρα τούς γκρίζους φράχτες τῶν στίχων μου

Ἀνθισμένο γιασεμί στό σκοτεινό ὅνειρό μου

                                                                («Ἐπισημάνσεις Ι»)

Αυτός είναι ο ποιητικός κόσμος του Πορφύρη, σημαδεμένος από τον ίδιο, η (ελληνική) ύπαιθρος, το πατρικό σπίτι, οι άνθρωποι και τα δέντρα, φρεσκοβρεγμένο χώμα και μετεμφυλιακή εγκατάλειψη, φίλοι που χάθηκαν, οι επιζώντες που επιμένουν να ζήσουν «πατώντας αὐτό τό χῶμα / Π’ άνθίζει ἀπό τό αἷμα», μέσα στο αστικό τοπίο μιας Αθήνας, μέσα στα διαμερίσματα, μέσα στις πόλεις, τριγυρισμένοι πια από βιβλία και δίσκους, όπου τα κελιά πια είναι τα «λευκά κελιά τῶν ποιητῶν», όπου οι παλιές μνήμες επανέρχονται (σχεδόν εμμονικά), των συντρόφων ή της μάνας και της μάκω με τα ανείπωτα παραμύθια, όπου συμφύρονται ονειρικά το Πάπιγγο, τα γιδοπρόβατα και ο δρομέας του Βαρώτσου. Κόσμος περίκλειστος και αγχωτικός για τον αναγνώστη; Ίσως!

Αλλά, και τί θά ἦταν οἱ στίχοι μου

Ἄν δέν τούς κατοικούσατε;

                                           («Ἀναφιλητά»)

Στη συγκεντρωτική συλλογή (Νεμέρτσκα) και σε όσα αργότερα δημοσίευσε (στις Σημειώσεις), είναι πολλά τα ποιήματα που, χωρίς να είναι επιγραμματικά, κρατούν την ένταση ακέραια. Και είναι πολλοί και οι σκόρπιοι στίχοι που λάμπουν ποίηση και νόημα μαζί. Ποιήματα ερωτικά, συντροφικά, νοσταλγίας και προσμονής –κάποια προχωρούν δύσκολα, ελάχιστα καταφεύγουν στη ρητορεία.

Ὅλη νύχτα σ’ ὀνειρευόμουνα· κούρνιασες

Στό λογισμό μου σταυροπόδι· δέν

Μ’ ἄφηνες νά κάνω βῆμα μέ φίλευες

Λιχουδιές καί μέ φιλοῦσες σάν νά

Ἐπρόκειτο νά μέ χάσεις ἥ νά ξυπνήσω.

                                                        («Ὄνειρο»)

Πολλά είναι τα ποιήματα ποιητικής ή με τέτοιες αναφορές. Μεγάλο ποσοστό των στίχων του θεματοποιεί την ποίηση, τον ποιητή, τα ποιήματα, την ανάγκη της γραφής.

Αὐτά τά ποιήματα -ἀθῶα τοπία- κρύβουν ἕνα σωρό

Κινδύνους μπορεῖ νά σᾶς φέρουν σέ δύσκολη θέση οἱ

Στίχοι τους ἐκ πρώτης ὄψεως κατανοητοί γίνονται

Δυσνόητοι στήν περιοχή τους συννεφιάζει ἀπότομα…

                                                                      («Προειδοποίηση»)

 

Γράφω γιατί τό πέτρινο σπίτι εἶναι μακρυά

Τό μισό στό χιόνι καί τ’ ἄλλο μισό στό μπάσσο κλαρίνο

Ἡ ἀγάπη μου ἔρχεται ἀνάμεσα σέ δυό ἐφιάλτες

Ταχτοποιεῖ τά σεντόνια καί γυρίζει στόν ὕπνο της

Χέρια καί χείλια ὑποσχέσεις μιᾶς ἄλλης ζωῆς

Ἀργό ἀτέλειωτο κλάμα ρετσίνι πεύκου

Γράφω γιατί τό ποτάμι μέ ξυπνάει μέ τίς κραυγές του

-Πέστροφες κόντρα στό ρέμα κι ἐλάφια σκύβοντας γιά νερό-

Γιατί τά παιδιά μου ξέρουν τήν Νεμέρτσκα ἀπό φωτογραφίες

Γιατί τό δάσος οὐρλιάζει –ζητώντας τ’ ἀγρίμια του-

Τήν ὥρα τοῦ δείπνου στήν δρύϊνη τραπεζαρία.

                                                                                  («Γράφω γιατί…»)

Ποίηση κι έρωτας θεματοποιούνται μαζί, όταν το μέσα μας γίνεται ποίημα:

Ὅ,τι εἶχα γιά σένα μέσα μου τό 'κανα στίχους

Ἄδειασα, ρημάχτηκα γιά χατήρι σου κι ἐσύ

Ρίχνεις μπόι κι ὀμορφαίνεις ἀπ’ τό στερνό μου

Αἷμα μοῦ καρφώνεις τήν ἀνάσα στό στῆθος μέ

Τά μακρυά σου δάχτυλα κι ἀπό τίς ρίζες της

Ξεπηδᾶνε τριαντάφυλλα πού μέ πληγώνουν

Καί μέ μεθᾶνε.

                                                        («Ὅ,τι εἶχα γιά σένα»)

 

Ὅταν βλέπονται ποῦ καί ποῦ κρατᾶνε τά προσχήματα

Τό ἴδιο κι ὅταν μιλᾶνε στό τηλέφωνο ἔρχεται ὅμως

Ἡ νύχτα κι ὁ ἕνας μπαίνει στοῦ ἄλλου τά ὅνειρα καί

Μένει ἐκείνη ἡ γεύση τῶν φιλιῶν καί τῶν δακρύων νά

Ὀμορφαίνει τίς γκρίζες μέρες τοῦ καθωσπρεπισμοῦ καί

Μιᾶς ἀνόητης ἀξιοθρήνητης ἀξιοπρέπειας.

                                                                             («Ὄνειρα»)

Η ποίηση έρχεται μετά, όταν δεν συντρέχει πια λόγος για μεταξύ μας λόγια. Τότε είναι που «ὁ χρόνος μᾶς ἐπιστρέφει τά βέλη τῆς νιότης μας/ Φαρμακωμένα». Τουλάχιστον καταγράφει τα διανυκτερεύοντα όνειρά μας.


*Η κηδεία του Τάσου Πορφύρη θα γίνει τη Δευτέρα, 7/4, στις 11.30 το πρωί, στο Νεκροταφείο Βύρωνα.

Γιώργος Ζωγραφίδης

Καθηγητής Φιλοσοφίας στο Τμήμα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Βιβλία του: Βυζαντινή φιλοσοφία της εικόνας (1997), Εικαστική Φιλοσοφία (1998), Αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι (με τον Β. Κάλφα, 2006), Επίκουρος Ηθική (2009), Ars Vivendi: Η στωική τέχνη του βίου στο φιλοσοφικό έργο του Σενέκα (με τον Θ. Αντωνιάδη, 2024).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.