Η φθορά είναι μια αίσθηση που τρέφει επί αιώνες την ποίηση. Και μπορούμε να συλλάβουμε ποιητικά τη φθορά σε πλείστες όσες εκδοχές, ξεδιπλώνοντας μια γκάμα που ξεκινάει από την έννοια της αναστολής, της παρακμής και του περιορισμού και φτάνει μέχρι ένα κλίμα βαριάς σκοτεινιάς, προχωρημένης ύφεσης και διαρκούς υποχώρησης. Όλα αυτά τα στοιχεία ανιχνεύονται εύκολα και στις τέσσερις παλαιότερες ποιητικές συλλογές του Αργύρη Παλούκα: Το ξέφτι (2007), Το αλάτι πίσω από τ’ αυτί (2009), Θέλω το σώμα μου πίσω (2011) και Άνθρωποι που γελάνε (2018).
Κοιτάζοντας το Άνθρωποι που γελάνε, που αποτελεί ένα είδος επιτομής των προηγουμένων, τόσο στο θεματικό όσο και στο τεχνικό επίπεδο, δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσουμε πως στην πραγματικότητα ο λόγος του δεν είναι λόγος περί φθοράς. Είναι περισσότερο ένας λόγος μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, που κατακτώντας ένα κρίσιμο σημείο ισορροπίας εποπτεύει αίφνης το πεδίο του και από τους δύο πόλους, χωρίς να επιτρέπει στο αναπόφευκτο συναισθηματικό του έρμα να τον γύρει είτε προς τη μια είτε προς την άλλη πλευρά. Ανατρέχοντας στο αρχείο μου, ανασύρω δυο γραμμές από το συμπέρασμά μου γι’ αυτή τη σημαντική ποιητική συλλογή:
Ο Παλούκας έχει επίγνωση και του παραμικρού κινδύνου που ελλοχεύει στο γράψιμο της σύγχρονης ποίησης. Και επιπλέον διαθέτει αρθρωμένο σκελετό και κόσμο – ό,τι με άλλα λόγια είναι απαραίτητο για να σχηματίσει φωνή και να θεμελιώσει ένα οικοδόμημα με υλικά προορισμένα να αντέξουν στο μέλλον.
Όσα η ζωή αρνείται
Το μέλλον, ακόμα κι αν υπολογίσουμε πως μοιάζει κοντινό σε σχέση με το προ πενταετίας ποιητικό βιβλίο, είναι εδώ και ας πάρουμε αμέσως μια ιδέα για το πώς περίπου πραγματώνεται:
Φως γλυκό, απογευματινό, δέκα του μήνα.
Η μητέρα, όρθια στην κουζίνα του σπιτιού μας,
σκουπίζει με το χέρι τον ιδρώτα στο μέτωπο.
Αλεύρι ταξιδεύει στο δωμάτιο σαν σύννεφο.
Το στήθος της λευκό, σαν πουδραρισμένο
για να βγει στο θέατρο.
Η μητέρα ζυμώνει όσα η ζωή μάς αρνείται
κι εμείς εδώ αλλάζουμε νερό στα λόγια μας,
σαν φαγητό που φοβόμαστε μην πικρίσει.
Το Τελευταίο σκοτάδι, η καινούργια δουλειά του Παλούκα, πιάνει το νήμα από εκεί όπου το άφησε ο ποιητής με το Άνθρωποι που γελάνε, αλλά, χωρίς ακριβώς να το κόβει, το στρέφει προς μια αρκετά διαφορετική κατεύθυνση. Το δίπολο της φθοράς και της αφθαρσίας δεν έχει υποχωρήσει ως σχήμα, πλην το γενικό πλαίσιο καθώς και το όλο ποιητικό κλίμα έχουν σαφώς μετατοπιστεί. Ο αρνητικός κύκλος συνεχίζει να εναλλάσσεται με τον φωτεινό πόλο, η σκιά και η νύχτα μπορούν εκ νέου να γεννήσουν δεκάδες υποσχέσεις, εκείνο όμως το οποίο θα αναλάβει τώρα πρωταγωνιστικό ρόλο είναι ο χρόνος.
Η κλεψύδρα και η άμμος
Τι χρόνος απομένει για να λεπτολογούμε επ’ άπειρον τις εσώτερες αποχρώσεις της ψυχικής μας διάθεσης, σαν να μην υπάρχει τέρμα; Σε ποιον χρόνο θα εναποθέσουμε (αν μπορούμε να εναποθέσουμε οτιδήποτε σε οτιδήποτε) την έκβαση της ισορροπίας ανάμεσα στο σκοτάδι και στο φως; Και τι στ’ αλήθεια μπορούμε να κάνουμε με τον παρόντα χρόνο, που μετατρέπεται στο νου και στην καρδιά μας σε άμμο η οποία αδειάζει γοργά το γεμάτο μέρος της κλεψύδρας και αύριο, ή μάλλον τώρα κιόλας, δεν θα έχει αφήσει ούτε έναν κόκκο ίχνους από το διάβα του; Μήπως αυτός ο χρόνος που ήδη χάνεται και σβήνει, που προλαβαίνει να σβήσει εν ριπή οφθαλμού, είναι ο χρόνος ο οποίος έχει απομείνει για να συνεννοηθούμε χωρίς περιφράσεις με τον εαυτό μας και με τους άλλους;
Ό,τι δεν είναι ας μην είναι.
Μόνο ό,τι θελήσει.
Αλλά να είναι.
Να μη μοιάζει σαν.
Όπως τα δόντια είναι,
όπως η θάλασσα είναι,
όπως τα μαλλιά.
Δεν εννοώ πως για τον Παλούκα έχει έρθει η ώρα των απολογισμών ή των στοχαστικών προσαρμογών. Έχει έρθει μόνο ο χρόνος κατά τον οποίο η ποίηση οφείλει να αφήσει στην άκρη όλα τα μερεμέτια της, ακόμα και τις τεχνικές της απόκρυψης ή τις στρατηγικές της σιωπής, για να βρει τον τόνο ο οποίος ταιριάζει στις εκάστοτε περιστάσεις. Κι αν οι περιστάσεις είναι πάντοτε, ως προϊόντα της συγκυρίας, οργανικό στοιχείο του χρόνου και κατά συνέπεια απολύτως προσωρινές και διαρκώς μεταβαλλόμενες, τότε η ποίηση οφείλει να αρθρώσει και να προσαρμόσει τη φωνή της στο ρυθμό της μεταβολής τους, κατακρατώντας τη γυμνή ουσία των πραγμάτων – για το καλό ή για το κακό. Και έτσι, η φθορά και η αφθαρσία θα αποκτήσουν πάραυτα ένα λιγότερο επιτακτικό νόημα, είτε πρόκειται για την απαισιοδοξία της φθοράς είτε πρόκειται για την αισιοδοξία της αφθαρσίας.
Τι μας λένε όλα αυτά στο επίπεδο της τεχνικής; Δεν παράγουν κατά τη γνώμη μου μεγαλύτερη ή μικρότερη εξωστρέφεια ούτε περισσότερη ή λιγότερη κρυψίνοια. Στην από καιρό αποφορτισμένη στιχοποιία του Παλούκα, στην πάγια ποιητική του ικανότητα να μεταδίδει συγκίνηση δίχως να πρέπει εξ αυτού να οδηγηθεί και σε λεκτική απογύμνωση ή σε εκφραστική και σκηνοθετική πενία, χρειάζεται τώρα να συμπεριλάβουμε το κοφτερά αποφθεγματικό ή γνωμικό ύφος και την επαυξημένη αφηγηματική δεξιοτεχνία, που πετυχαίνει μια ιδανική λιτότητα λόγου, ικανή να ανεβάσει στην επιφάνεια πρωτόφαντα αποθέματα υποβολής και πύκνωσης.