Σύνδεση συνδρομητών

Τα μυστικά του μυθιστορήματος

Τετάρτη, 19 Μαρτίου 2025 00:27
Ο Μάκης Καραγιάννης.
Αρχείο The Books’ Journal
Ο Μάκης Καραγιάννης.

Μάκης Καραγιάννης, Η τέχνη του μυθιστορήματος. Δαμάζοντας τα κείμενα, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2024, 320 σελ.

Τα μυστικά, τα συμπεράσματα, οι αγωνίες και οι αμηχανίες ενός κριτικού αναγνώστη και έμπειρου συγγραφέα με τους ομότεχνούς του. Αλλά και ένα εγχειρίδιο μύησης στις καλές αναγνωστικές συνήθειες.

1

Πόσο εύκολο είναι να δαμάσει κανείς τα κείμενα, φωτίζοντας εξαντλητικά κάθε κρυφή γωνιά των λέξεων; Πόσο απλό είναι να διατυπώσει κανείς «συνταγές» με καθολική ισχύ για ένα πετυχημένο μυθιστόρημα; Τα συγκεκριμένα ερωτήματα έχουν τεθεί πολλές φορές από διάφορους δημιουργούς και μελετητές, και σε διαφορετικές εποχές[1]. Είναι προφανώς ρητορικά και η απάντηση είναι δεδομένα αρνητική: δεν είναι ούτε εύκολο ούτε απλό. Άλλωστε, κι ο συγγραφέας της Τέχνης του Μυθιστορήματος, Μάκης Καραγιάννης, το ομολογεί, σημειώνοντας πως τα προβλήματα της γραφής δεν έχουν μια σωστή λύση όπως τα μαθηματικά, ούτε υπακούν σε καθολικούς αισθητικούς νόμους. Σ’ αυτή την περίπτωση, λοιπόν, αφού η τέχνη της γραφής είναι τόσο ασαφής και ακαθόριστη, τι έχει να προσφέρει ένα ακόμη βιβλίο που στοχάζεται πάνω στο μυθιστόρημα και τη λογοτεχνική γραφή γενικότερα; Προς το παρόν, αφήνω το παραπάνω ερώτημα μετέωρα αναπάντητο... Αλλά θα επανέλθω σ’ αυτό.

Ο Μάκης Καραγιάννης είναι ένας «πολυθεσίτης» –ας μου επιτραπεί η έκφραση– της λογοτεχνίας, καθώς την υπηρετεί εδώ και χρόνια από διάφορα πόστα: κριτικός, δοκιμιογράφος, μυθιστοριογράφος και, πάνω απ’ όλα, διψασμένος αναγνώστης. Όλα αυτά τα χρόνια, μέσα από τις στήλες κριτικής που διατηρεί σε εφημερίδες και περιοδικά, απ’ τα μυθιστορήματα και τα διηγήματα που έχει γράψει (τελευταίο, Η σκόνη του χρόνου όταν γκρεμίζεται, Μεταίχμιο, 2023), απ’ τα βιβλία δοκιμίων που έχει εκδώσει, αλλά κυρίως μέσα από τα εκατοντάδες βιβλία, με τα οποία έχει αναμετρηθεί ως αναγνώστης, λειτουργώντας ταυτόχρονα ως στοχαστής και τεχνίτης της γραφής, συγκέντρωσε κριτικά σχόλια, παρατηρήσεις και συμπεράσματα γύρω από διάφορες πτυχές της τέχνης του μυθιστορήματος, τα οποία καταθέτει στο δοκίμιό του: μια προσωπική θεωρία του συγγραφέα για την τέχνη του μυθιστορήματος, την αναγνωστική και την κριτική του πρόσληψη καθώς και τη μελλοντική του πορεία.

Όπως δηλώνει και ο ίδιος στον πρόλογο, δεν φιλοδοξεί να γράψει έναν οδηγό δημιουργικής γραφής με συμβουλές για πετυχημένα μυθιστορήματα ούτε κάποιο θεωρητικό βιβλίο λογοτεχνίας. Γι’ αυτό, οι επισημάνσεις του δεν έχουν κανένα ίχνος δογματικής διατύπωσης ή αφηρημένης θεωρητικολογίας. Αντιθέτως, διατρέχοντας όλη την πορεία του μυθιστορήματος, από τον Θερβάντες και τον Ραμπελαί έως σήμερα, από τα πρώιμα ρεαλιστικά έργα μέχρι τις μεταμοντέρνες υβριδικές συνθέσεις, επιχειρεί να καταδείξει πώς το ύφος και το περιεχόμενο του μυθιστορήματος μεταλλάσσονται, ακολουθώντας τις μεταμορφώσεις της κοινωνίας και τα ιδεολογικά ρεύματα κάθε εποχής. Ο Καραγιάννης εποπτεύει την τέχνη της μεγάλης αφήγησης «άνωθεν», μέσα από εμβληματικά μυθιστορήματα και κορυφαίους συγγραφείς της παγκόσμιας λογοτεχνίας (Τολστόι, Φλωμπέρ, Ντοστογιέφσκι, Μπαλζάκ, Κάφκα, Προυστ, Μάρκες, Καμύ, Κούντερα, κ.ά.), αποδεικνύοντας ότι οι συνταγές της επιτυχίας αναιρούνται διαρκώς όταν ένας προικισμένος συγγραφέας πρωτοτυπεί και ανατρέπει τους καθιερωμένους κανόνες των προγενέστερων, επαναχαράσσοντας τον λογοτεχνικό κανόνα. Δεν υπάρχει βασιλική οδός για την επιτυχία ενός μυθιστορήματος. Μάλιστα, είναι πολύ χαρακτηριστική η σύγκριση που φέρνει ο Καραγιάννης ως παράδειγμα ανάμεσα στον μινιμαλισμό του Φλωμπέρ και τον πληθωρισμό του Μπαλζάκ, δύο ολότελα διαφορετικές προσεγγίσεις μυθιστορηματικής γραφής, οι οποίες μας προσέφεραν εξίσου κορυφαία έργα (σ. 120-121).

Γραμμένο σε μια γλώσσα λογοτεχνική και ζωντανή, το βιβλίο παίρνει από το χέρι τον αναγνώστη και τον περιάγει στους προβληματισμούς και τις αμηχανίες του συγγραφέα. Οι σκέψεις του συμπληρώνονται όχι μόνο με αποσπάσματα βιβλίων, αλλά και με το σχολιασμό των συγγραφέων πάνω στο δικό τους έργο ή των ομοτέχνων τους. Τα θεωρητικά εμβόλιμα των Ζεράρ Ζενέτ, Χάρολντ Μπλουμ, Ρολάν Μπαρτ, Τσβέταν Τοντόροφ κ.ά., όπου αξιοποιούνται και αναφέρονται, δεν βαραίνουν ούτε επισκιάζουν το στοχαστικό ύφος του κειμένου, αλλά έρχονται να φωτίσουν καλύτερα τη σκέψη του συγγραφέα. Προς το τέλος του βιβλίου, ο Καραγιάννης συμπυκνώνει τα συμπεράσματά του με σύντομες αποφθεγματικές φράσεις, καταλήγοντας σε ένα τελικό αξίωμα για τη λογοτεχνία: «Ένα αξίωμα υπάρχει στη λογοτεχνία. Δεν υπάρχουν αξιώματα» (σ. 277).

 

2

Το βιβλίο ξεκινά με μια σύντομη ιστορική αναδρομή στην ιστορία, στην ορολογία και στην υπαρξιακή στοχοθεσία του μυθιστορήματος (λ.χ. «το μυθιστόρημα είναι ένα άλμα στο σκοτάδι», «θέλει να εκφράσει το αίνιγμα της ζωής, να προχωρήσει πέρα από τα ασφυκτικά όρια του ορθολογισμού»). Στη συνέχεια, ο συγγραφέας αναλύει και καταθέτει τα συμπεράσματά του για καθεμία από τις πτυχές της συγγραφής ενός μυθιστορήματος (αφήγηση, αφηγητής, ιδεολογία, χαρακτήρες, εκφραστικά στοιχεία, ύφος, γλώσσα, πλοκή, χρόνος, θέμα, ρεαλισμός, φανταστικό και υποκειμενικό), με τη βοήθεια δεκάδων λογοτεχνικών αποσπασμάτων, θεωρητικών απόψεων και πλούσιας ελληνικής και ξενόγλωσσης βιβλιογραφίας. Τεκμηριώνει επαρκώς κάθε παρατήρησή του, παραπέμποντας σε συγκεκριμένα παραδείγματα από εμβληματικά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, στα οποία μπορεί εύκολα να προστρέξει ή να ανακαλέσει ο αναγνώστης. Με αυτό τον τρόπο, η θεωρητική διαπίστωση γίνεται κατανοητή, καθώς γειώνεται αμέσως στην αναγνωστική εμπειρία. Έτσι, λοιπόν, φωτίζονται οι δομικές, εκφραστικές και υφολογικές επιλογές στο εργαστήριο του συγγραφέα, καθιστώντας την εκ νέου ανάγνωση ενός μυθιστορήματος μια εντελώς διαφορετική εμπειρία.  

Από την έκταση και την έμφαση του συγγραφέα, καταλαβαίνουμε την πολύ μεγάλη σημασία που προσδίδει στο ύφος του κειμένου έναντι του θέματος, πολυμνημονεύοντας την υφολογική επιμονή του Φλωμπέρ. Το θέμα –σύμφωνα με τον Καραγιάννη– μπορεί να είναι ασήμαντο, αλλά καταξιώνεται από την οπτική και τον τρόπο γραφής του συγγραφέα. Η γραφή αρχίζει από το ύφος, καθώς η επιλογή των σωστών εκφραστικών μέσων και των κατάλληλων λέξεων συγκροτούν την πρωτοτυπία ενός δημιουργού, αποτυπώνουν τη μοναδικότητα του βλέμματός του επί του κόσμου, ενώ μεταφέρουν με σαφήνεια και καθαρότητα τα νοήματα και τα συναισθήματά του στο χαρτί. Το χτίσιμο του ύφους αποτελεί μια βασανιστική διαδικασία. Η επιλογή εκείνων των λέξεων που θα ξαφνιάσουν τον αναγνώστη και θα μαγνητίσουν το ενδιαφέρον του, η ανοικειωτική χρήση της γλώσσας πέρα από την τετριμμένη και καθημερινή της λειτουργία, η αφαίρεση των περιττών στοιχείων του κειμένου που συνιστούν υπερβολή, η επιλογή των λειτουργικών λεπτομερειών που θα αναδείξουν καλύτερα την πλοκή και τους χαρακτήρες, η σωστή χρήση των επαναλήψεων, η εσωτερική συνοχή των επιμέρους τμημάτων της ιστορίας, όλα αυτά κατακτώνται μέσα από τη βάσανο της γραφής. Παρότι δεν υπάρχουν εύκολες συνταγές, όπως προαναφέραμε, η γνώση της τέχνης, η επίγνωση δηλαδή της τεχνικής και η συνείδηση των μεθόδων, αποτελούν σίγουρα εφόδια για έναν συγγραφέα, ώστε να επιλέξει ποιο ύφος θα προσδώσει στο έργο του. Η παγίδα, βέβαια, στην οποία μπορεί να διολισθήσει ένας συγγραφέας με κατακτημένο προσωπικό ύφος, είναι αυτή της μανιέρας και της επανάληψης, την οποία ορθά επισημαίνει ο Καραγιάννης. Εξαιρετικά ενδιαφέρον, λοιπόν, το κεφάλαιο της γλώσσας και του ύφους, στο οποίο μπορεί κάποιος να βρει χρήσιμα στοιχεία όχι μόνο για τον πεζό λόγο, αλλά και για την ποιητική γραφή.

Εξίσου ενδιαφέροντα είναι και τα επόμενα κεφάλαια, στα οποία δεν σχολιάζονται θέματα τεχνικής αλλά ευρύτερα ζητήματα της συγγραφής, όπως οι αγωνίες και οι μικροχαρές των δημιουργών, η ανάγκη τους για αναγνώριση, το ζήτημα της λογοκλοπής, η ποικιλία των κριτικών και των αναγνωστών. Εδώ αξίζει να σταθούμε και να αναλογιστούμε τι είδους κριτική διαθέτουμε σήμερα και τι είδους κριτική χρειαζόμαστε[2]. Ο Καραγιάννης παρουσιάζει τα θετικά και τα αρνητικά σημεία κάθε είδους κριτικής (νηφάλια, ιπποτική, μαζική, αποδομητική). Συναιρώντας κατά κάποιον τρόπο τις διαπιστώσεις του, θα καταλήγαμε αναφέροντας την ανάγκη ύπαρξης μιας κριτικής, η οποία μέσα στον πληθωρισμό της σύγχρονης λογοτεχνίας θα αναγνωρίζει γενναία τις αρετές και τις αδυναμίες των κρινόμενων έργων, θα παραθέτει τα κριτήρια με τα οποία αξιολογεί, θα εντάσσει ένα έργο στη διαχρονία και τη συγχρονία του, ενώ θα αντιμετωπίζει την κρινόμενη λογοτεχνία όχι μόνο ως μια μορφή πολιτικής και ιδεολογικής έκφρασης, αλλά πρωτίστως ως μορφή τέχνης που ακολουθεί τους δικούς της αισθητικούς κανόνες. Εξαιρετικά χρήσιμη για τους «βιαστικούς» συγγραφείς της ψηφιακής (και όχι μόνο) προχειρογραφίας και η επισήμανση ότι οι συγγραφείς ξεκινούν ως αναγνώστες, με θητεία πρότερη και παράλληλη στην ανάγνωση (σ. 264).    

Στο προτελευταίο κεφάλαιο, ο Καραγιάννης συνεχίζει μια ενδιαφέρουσα εν εξελίξει συζήτηση για το μέλλον και την εξωστρέφεια της ελληνικής πεζογραφίας[3]. Δυστυχώς, με ελάχιστες αναλαμπές (λ.χ. Πέτρος Μάρκαρης), η ελληνική λογοτεχνία των τελευταίων δεκαετιών παραμένει στο περιθώριο της παγκόσμιας λογοτεχνικής σκηνής, απευθυνόμενη αποκλειστικά στο εθνικό της κοινό και χωρίς να καταφέρνει να αξιοποιήσει δημιουργικά την τοπική της ιδιαιτερότητα. Παρόλο που οι Έλληνες λογοτέχνες σήμερα έχουν στη διάθεσή τους πληθώρα σύγχρονων ξενόγλωσσων λογοτεχνικών βιβλίων, μεταφρασμένων και από το πρωτότυπο, αυτή η επαφή δεν οδήγησε σε μια ελληνική λογοτεχνία διεθνών αξιώσεων. Μήπως, λοιπόν, φταίει ο τρόπος που διαβάζουμε και προσλαμβάνουμε τα ξενόγλωσσα έργα και γενικότερα τις παγκόσμιες ιδεολογικές ζυμώσεις της εποχής μας; Επομένως, μήπως η ελλιπής κριτική και θεωρητική σκευή όσων λογοτεχνούμε, οδηγεί σε μια στενή –άρα και περιθωριακή– αντίληψη του κόσμου, η οποία αποτυπώνεται και στα λογοτεχνικά μας έργα; Στο αντίστοιχο κεφάλαιο του βιβλίου ο Καραγιάννης προχωρά σε ανάλογους υπαινιγμούς για τη θεωρητική πενία της ελληνικής λογοτεχνίας.

Η Τέχνη του Μυθιστορήματος ολοκληρώνεται με ορισμένες μελλοντικές προβολές. Το μυθιστόρημα του μέλλοντος καλείται να υπάρξει σε μια ταραχώδη εποχή, όπου εκλείπουν οι βεβαιότητες και τα κοινά σημεία αναφοράς, οι γεωπολιτικές, κοινωνικές και τεχνολογικές αλλαγές συμβαίνουν άναρχα και γρήγορα, χωρίς τη δυνατότητα σταδιακής αφομοίωσής τους, ο κόσμος μοιάζει χαοτικός και κατακερματισμένος, οι συλλογικότητες φθίνουν, ο άνθρωπος οδηγείται σε μια ολοένα πιο στενή, «συμβιωτική» σχέση με την ψηφιακή τεχνολογία και την Τεχνητή Νοημοσύνη. Αυτή η ψηφιακή επέλαση έχει αλλάξει και τους όρους συγγραφής και προβολής των λογοτεχνικών έργων[4], καθώς τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης έχουν εν πολλοίς υποκαταστήσει το παραδοσιακό σύστημα προώθησης των λογοτεχνικών έργων, με τους κριτικούς και τα έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά. Παράλληλα, δεν υπάρχουν πλέον μορφολογικά στεγανά στα λογοτεχνικά είδη, αλλά επικρατεί μια τάση υβριδισμού. Σε έναν τέτοιο μεταλλασσόμενο κόσμο, ο Καραγιάννης οραματίζεται το μυθιστόρημα ως «εργαστήριο» συμπερίληψης, ενσυναίσθησης και διαλόγου των ατομικών ψυχισμών και χαρακτήρων, όπου εκεί θα αναδεικνύεται και θα κατανοείται το κοινό υπαρξιακό υπόστρωμα όλων των ανθρώπινων συμπεριφορών. Αυτό το κοινό πολυφωνικό υπόστρωμα, στο οποίο ριζώνει η πανσπερμία των συναισθημάτων και των αξιών, θα αποτελέσει τον κοινό πυρήνα του σύγχρονου Ανθρώπου ή, κατά το ποιητικότερο –όπως το διατυπώνει ο Καραγιάννης στα αποφθέγματά του–, τη «μελωδία του εικοστού πρώτου αιώνα» (σ. 271). Σε μια εποχή αποκλίνοντος υποκειμενισμού, το μυθιστόρημα –όπως και το σύνολο της τέχνης– καλείται να διαδραματίσει έναν ενοποιητικό ρόλο. 

 

3

Ο Καραγιάννης σημειώνει σε ένα σημείο του βιβλίου του ότι ο καλός αναγνώστης είναι εκείνος που επανέρχεται στο βιβλίο. Αντιστρέφοντας τον ορισμό, θα λέγαμε ότι καλό βιβλίο είναι εκείνο που σε αναγκάζει να επανέλθεις. Ένα τέτοιο βιβλίο είναι και το δοκίμιο για την Τέχνη του Μυθιστορήματος. Και για να απαντήσω στο αρχικό μου ερώτημα: τι έχει να προσφέρει ένα ακόμη βιβλίο που στοχάζεται πάνω στο μυθιστόρημα και τη λογοτεχνική γραφή γενικότερα; Πρώτα απ’ όλα, η Τέχνη του Μυθιστορήματος μοιράζεται τα μυστικά, τα συμπεράσματα, τις αγωνίες και τις αμηχανίες ενός κριτικού αναγνώστη και έμπειρου συγγραφέα με τους ομότεχνούς του. Αλλά, και σε έναν απλό αναγνώστη το δοκίμιο προσφέρει κλειδιά και χρήσιμες έννοιες, για να απολαύσει πληρέστερα την ανάγνωση ενός μυθιστορήματος. Παράλληλα, όμως, η Τέχνη του Μυθιστορήματος φωτίζει λοξά και άλλους χώρους, όπως για παράδειγμα την ποιητική γραφή στα κεφάλαια που αφορούν τη γλώσσα και το ύφος, καθώς και το ευρύτερο κοινωνικό και ιδεολογικό γίγνεσθαι της εποχής μας. Στοχάζεται, λοιπόν, επί και διά της γραφής∙ και μας καλεί να κάνουμε το ίδιο.   

  

[1] Ενδεικτικά: Φίλιπ Γκούρεβιτς (επιμ.), Η τέχνη της γραφής, μτφ. Μαρίνα Τουλγαρίδου, Τόπος, 2010. Τζέημς Γουντ, Πώς δουλεύει η λογοτεχνία;, μτφρ. Κώστας Σπαθαράκης, Αντίποδες, 2023. Χούλιο Κορτάσαρ, Ποιητική και πολιτική της αφήγησης, μτφρ. Κώστας Βραχνός, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2023. Μίλαν Κούντερα, Η τέχνη του μυθιστορήματος, μτφρ. Γιάννης Η. Χάρης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1988. Γκέοργκ Λούκατς, Η θεωρία του μυθιστορήματος, μτφρ. Γιώργος Η. Ηλιόπουλος, Άκμων, 1978. Φίλιπ Ροθ, Διαβάζοντας τον εαυτό μου και τους άλλους, μτφρ. Κατερίνα Σχινά, Πόλις, 2014. E. M. Forster, Aspects of The Novel, Harcourt, Brace & Company, 1927. Virginia Woolf, The Common Reader, First and Second Series, Harcourt, Brace & Company, 1948.

[2] Για μια ενδιαφέρουσα κατάθεση απόψεων για τη σύγχρονη κριτική, όπως και για τη σχέση λογοτεχνικής κριτικής και διαδικτύου βλ. τη διπλωματική εργασία του Δημήτρη Βαγγελινού, Παραδοσιακές προσεγγίσεις και σύγχρονες τάσεις στην κριτική της λογοτεχνίας: ο ρόλος του Διαδικτύου στη λογοτεχνική κριτική, Πάτρα: Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, 2018. Επίσης, το άρθρο της Χριστίνας Λιναρδάκη, «Η κριτική βιβλίων στο διαδίκτυο σήμερα», vakxikon.gr, τχ. 41. Τέλος, το σχετικό αφιέρωμα του ηλεκτρονικού περιοδικού Φρέαρ, τχ. 2 (χειμώνας 2021), στο οποίο αρθρογραφούν οι Ζήσης Δ. Αϊναλής, Άννα Αφεντουλίδου, Σπύρος Γιανναράς, Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Τιτίκα Δημητρούλια, Αλέξης Ζήρας κ.ά.

[3] Για μια επισκόπηση της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας βλ. Ελισάβετ Κοτζιά, Ελληνική Πεζογραφία 1974-2020. Το μέτρο και τα σταθμά, Αθήνα: Πόλις, 2020. Κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις για την έλλειψη εξωστρέφειας της ελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής, οι οποίες εστιάζουν στην έλλειψη θεσμικής υποστήριξης της μετάφρασης ελληνικών έργων, στην υπερβολική εμμονή των ελλήνων συγγραφέων με τα εθνικά ιστορικά τραύματα, στην αδυναμία τους να αναμετρηθούν με τις παγκόσμιες προκλήσεις του παρόντος. Βλέπε ενδεικτικά και το σχετικό αφιέρωμα του ηλεκτρονικού περιοδικού Literature: «Η ελληνική λογοτεχνία στο εξωτερικό [2017- 2018]: Συμπεράσματα: 30 μεταφραστές από 21 χώρες».

[4] Το τελευταίο διάστημα υπάρχει μια γενικευμένη συζήτηση για το μέλλον της λογοτεχνικής συγγραφής σε σχέση με την αξιοποίηση της Τεχνητής Νοημοσύνης. Βλ. Ενδεικτικά: Will Slocombe, Genevieve Liveley (eds.), The Routledge Handbook of AI and Literature, Routledge, 2024. A. O. Scott, «Literature Under the Spell of A.I. What happens when writers embrace artificial intelligence as their muse?», The New York Times, 27/12/2023. Βούλα Κοκολάκη, «Λογοτεχνία και Τεχνητή Νοημοσύνη», Ο αναγνώστης.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.