1
Οι περισσότεροι γνωρίζουμε την Έμιλυ Τζέιν Μπροντέ (1818-1848) από το εμβληματικό και πολυμεταφρασμένο της μυθιστόρημα, Ανεμοδαρμένα Ύψη. Ωστόσο, η ίδια υπήρξε πάνω απ’ όλα ποιήτρια, καθώς η ποίηση στάθηκε μόνιμο καταφύγιο στο πολυκύμαντο του βίου της. Άλλωστε, και στα Ανεμοδαρμένα Ύψη η λυρική και έντονα μεταφορική της γλώσσα προσιδιάζει περισσότερο στην ποίηση, παρά στην αφηγηματική πεζογραφία[1]. Αόρατη και μονίμως στο περιθώριο μιας ανδροκρατούμενης κοινωνίας, κατέφυγε στη δημιουργική της φαντασία για να συνθέσει μια προσωπική ποίηση που, όμως, αγγίζει διαχρονικές, οικουμενικές αλήθειες και φτάνει σφριγηλή μέχρι σήμερα. Μολαταύτα, το ποιητικό της έργο παραμένει υποφωτισμένο και ελάχιστα μελετημένο. Από αυτή την άποψη, το δίγλωσσο βιβλίο με 41 ποιήματά της, σε μετάφραση, εικονογράφηση και σχολιασμό της Βασιλικής Σιαφάκα και επιμέλεια της Διώνης Δημητριάδου, από τις εκδόσεις ΑΩ, έρχεται αφενός να καλύψει ένα κενό στη λογοτεχνική βιβλιογραφία, αφετέρου να συμβάλλει στην καλύτερη γνωριμία με την καλλιτεχνική ευαισθησία και τη λογοτεχνική ευφυΐα μιας σημαντικής εκπροσώπου του αγγλικού ρομαντισμού.
Στο εκτενές βιογραφικό σημείωμα, που προτάσσεται των ποιημάτων, με τίτλο «Η ορατή ζωή της Έμιλυ Μπροντέ» (σ. 19-31), παρατίθενται χρήσιμες πληροφορίες για την οικογενειακή της ζωή, τα παιδικά της χρόνια, τις πρώτες λογοτεχνικές επιρροές και τις απόπειρές της, για το λειτούργημα της δασκάλας που υπηρέτησε και τις εκδοτικές της προσπάθειες. Όλα αυτά τα περικειμενικά στοιχεία[2] βοηθούν να καταλάβουμε καλύτερα τη λειτουργία της ποίησης στη ζωή της. Έχοντας χάσει τη μητέρα της σε πολύ μικρή ηλικία, ο εφημέριος και λογοτέχνης πατέρας της ανέλαβε την ανατροφή, τη διαπαιδαγώγηση αλλά και τη μύηση της Έμιλυ και των αδερφών της στον κόσμο των βιβλίων. Η ίδια, αργότερα, έζησε την απώλεια τριών της αδελφών και, έκτοτε, ο θάνατος στοιχειώνει την ποίηση και τη ζωή της. Τα παιχνίδια και οι ιστορίες που σκαρώνει με τις αδελφές της αποτελούν μια αναγκαία διέξοδο για τη νεαρή Έμιλυ. Μέσα από αυτά αναδύονται οι φανταστικοί κόσμοι της Angria και της Gondal, γύρω από τους οποίους έμελλε να ξετυλιχτούν οι ποιητικοί της στοχασμοί. Αργότερα, ως δασκάλα, λυγίζει από το εξοντωτικό ωράριο και επιστρέφει στο πατρικό της σπίτι για να αναλάβει το νοικοκυριό. Παράλληλα, όμως, μελετά και μεταφράζει αρχαίους Έλληνες, Ρωμαίους και νεότερους συγγραφείς, ενώ επιχειρεί να εκδώσει ποιήματά της, σε κοινό βιβλίο με τις αδελφές της, Σάρλοτ (1816-1855) και Αν (1820-1849). Τα ποιήματα της Έμιλυ αφήνουν θετικές εντυπώσεις για τη μουσικότητα και τη συναισθηματική τους δύναμη, μολονότι οι τρεις αδελφές υπογράφουν με ανδρικά ψευδώνυμα, ένδειξη των ισχυρών προκαταλήψεων εκείνης της εποχής απέναντι στις γυναίκες συγγραφείς.
2
Διαβάζοντας τα ποιήματα της Έμιλυ Μπροντέ, αλλά και τις εξαιρετικά βοηθητικές φιλολογικές σημειώσεις για κάθε ποίημα ξεχωριστά στο τέλος του βιβλίου, συμπεραίνει κανείς ότι η ποίηση δεν ήταν απλώς μια παράπλευρη ασχολία για εκείνη, απόρροια των λογοτεχνικών της ανησυχιών και αναγνώσεων. Σε ένα σκληρό και συντηρητικό περιβάλλον για μια γυναίκα, όπως αυτό της βικτωριανής Αγγλίας, μέσα από την ποίηση η Έμιλυ «ανασαίνει», βρίσκει τον αναγκαίο χώρο στη φαντασία, για να εκφραστεί και να εξισορροπήσει τη σκιά του θανάτου που απλώνεται γύρω της. «Μα, εγώ μεγάλωσα σαν σύντροφος της έγνοιας / Ανάδοχο παιδί του πόνου και της θλίψης», γράφει («Ερειπωμένο φρούριο», σ. 169). Πλάθει έναν παράλληλο, αόρατο κόσμο, καμωμένο από τις αντανακλάσεις των βιωμάτων και των παραστάσεων του πραγματικού. Από το ποιητικό της σύμπαν δεν λείπουν ο πόνος και η απώλεια, αλλά η μεταφορικότητα και υποβλητικότητα του λόγου της αμβλύνουν την αίσθησή τους και παρηγορούν. Αυτή η παραμυθητική διάσταση της ποίησής της, που λειτουργεί ως αποκούμπι, προβάλλεται κυρίαρχα στο βιβλίο. Παράλληλα, όμως, μέσα από τις προσεγμένες μεταφράσεις, διαφαίνονται και οι αμιγώς λογοτεχνικές της αρετές. Οι ποιητικές της εξομολογήσεις εμφανίζουν όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά στοιχεία που την τοποθετούν στο ρομαντικό κίνημα του πρώτου μισού του 19ου αιώνα[3].
Η Έμιλυ Μπροντέ, ακολουθώντας τα κηρύγματα της ρομαντικής ποίησης, προκρίνει τη φαντασία και το πνεύμα έναντι της σκληρής πραγματικότητας και των εφήμερων γελασμάτων της ύλης (δώρα, πλούτος, δύναμη): «Κι έδωσα στην ψυχή μου να λατρεύει / Εσένα Πνεύμα, πανταχού παρόν· / Σκλάβο μου, σύντροφο και βασιλιά μου» («Για μένα παρακάλεσε», σ. 93). Όταν παραιτείται της φαντασίας, η ποιήτρια αισθάνεται αλλοτριωμένη. Γι’ αυτό, συνεχώς την προσκαλεί και υποτάσσεται στον κόσμο του πνεύματος: «Ναι, Φαντασία, έλα, Μαγική μου αγάπη! / Φίλα με απαλά στον κρόταφο· / Και γύρε πάνω απ’ το μοναχικό κρεβάτι μου, / Ανάπαυση και ευτυχία να μου φέρεις» («Τι καθαρά που φέγγει», σ. 87). Η φαντασία είναι ο παρηγορητής της, η μόνιμη σύντροφος στα σκοτάδια της ζωής που την περιζώνουν, το απαραίτητο αντίβαρο στην πραγματικότητα και τη λογική, μια απελευθερωτική δύναμη ακόμη κι όταν η ελπίδα εξατμίζεται. Αυτό εξηγεί και γιατί οι οραματικές σκηνές –σε αντίθεση με τις φευγαλέες, σκοτεινές της πραγματικότητας– είναι πάντα φωτεινές, διαυγείς και γαλήνιες: «Όμως εσύ πάντα εκεί, να εμπνέεις / Το άπιαστο όραμα να ζωοδοτείς / Νέες δόξες πάνω στη μαραμένη άνοιξη να πνέεις, / Για μια Ζωή πιο όμορφη απ’ το Θάνατο να καλείς» («Στη φαντασία», σ. 85).
Στα ποιήματά της πλανάται μια μελαγχολική διάθεση για την επίγεια ζωή και μια ανικανοποίητη νοσταλγία για ό,τι πλέον δεν υπάρχει. Φαίνεται πως η ψυχή της δε χωρά στα πεπερασμένα μεγέθη της πραγματικότητας. Αλλού αποζητά τη χαρά και την αγάπη, σε ένα εξιδανικευμένο παρελθόν ή κάποιο απρόσιτο όνειρο. Ακόμη και ο έρωτας εμφανίζεται περισσότερο πλατωνικός, ένα παροδικό, αφηρημένο ιδεώδες, παρά μια σωματική, έντονα βιωμένη εμπειρία. Δεν είναι τυχαίο ότι στο ποίημα «Έρωτας και φιλία» (σ. 142-143), παρομοιάζοντας τον έρωτα με άγριο ρόδο, τονίζει την προσωρινότητα και υποβαθμίζει την αξία του. Η Έμιλυ Μπροντέ αποδέχεται τη λύπη ως μια εγγενή συνιστώσα της ύπαρξής της: «Έμαθα πως η ύπαρξη μπορούσε να αγαπιέται, / να δυναμώνει και να τρέφεται, δίχως χαρά να τη συντρέχει» («Μνήμη», σ. 51). Σε ορισμένα ποιήματα δηλώνει περισσότερο εξοικειωμένη με το αναπόδραστο του τέλους, χωρίς να την απωθεί ή να την τρομάζει, παρά με τις παροδικές και υλικές χαρές της ζωής: «Έχει πολλά η ζωή να φοβηθείς, / Όχι όμως πατέρα τους νεκρούς» («Πίστη και απελπισία», σ. 37). Οι νεκροί αναχωρούν από τη ζωή, αλλά εξακολουθούν να μας παρακολουθούν από την άλλη όχθη. Βέβαια, οι συχνές νεκρικές της αναφορές δεν έχουν σπαραξικάρδιο τόνο ή θρηνητική διάθεση, καθώς οι κεκοιμημένοι αναπαύονται σε έναν γαλήνιο τόπο, «Μια γη χωρίς τον πόνο και την αχρειότητα, / Μια γη αναγεννημένη στη Θεότητα» (ό.π., σ. 39). Όπως και στα Ανεμοδαρμένα Ύψη με τον Χίθκλιφ και την Κάθριν, έτσι και στα ποιήματα κυριαρχεί το μοτίβο της εναγώνιας προσμονής για τη μεταθανάτια επανένωση των αγαπημένων.
Γενικότερα, ο θάνατος δεν έχει σκοτεινό και τραγικό πρόσημο στην ποίηση της Έμιλυ Μπροντέ, δεν είναι το οριστικό τέλος. Παρουσιάζεται μάλλον ως η φυσική εξέλιξη των πραγμάτων, μια ήρεμη απόσυρση από τις κακουχίες της ζωής σ’ ένα ειδυλλιακό τοπίο, σαν να σβήνεται «ό,τι καλό ηττήθηκε, ό,τι κακό νικά» («Ο φιλόσοφος». σ. 49). Έχει κανείς την αίσθηση ότι η ποιήτρια προσπαθεί να εξημερώσει το πνιγηρό συναίσθημα και τον φόβο της, μέσα από μια ελεγειακή ατμόσφαιρα και μια στωική ενατένιση του τέλους της ζωής, ως ήρεμου περάσματος σε μιαν άλλη κατάσταση της ύπαρξης, πιο ειρηνική και αδέσμευτη από τους υλικούς περιορισμούς.
Στα υπαρξιακά αδιέξοδα της Έμιλυ Μπροντέ απουσιάζει ο λυτρωτής ή τιμωρός Θεός, όπως τουλάχιστον τον παρουσιάζει η χριστιανική παράδοση. Η ποιήτρια πιστεύει κυρίως στη μεταφυσική της ατομικής φαντασίας, όχι όμως σε παραδείσιες προφητείες, απειλές για κόλαση και ανούσιες προσευχές προς ένα ανώτερο ον. Ο Θεός βρίσκεται μέσα της, καθώς η λύτρωση έρχεται από την ίδια την ανθρώπινη θέληση: «Λαθεύω μήπως να λατρεύω, αυτό / Που η Πίστη δεν αμφισβητεί, ούτε η Ελπίδα αφήνει / Αφού ό,τι προσεύχομαι το βρίσκω στην ψυχή μου; / Μίλα, Θεέ των οραμάτων, για μένα παρακάλεσε, / Πες τους γιατί σε διάλεξα!» («Για μένα παρακάλεσε», σ. 95).
Αν ο Θεός ενυπάρχει στην ανθρώπινη ψυχή, ο παράδεισος στην ποίηση της Έμιλυ Μπροντέ ταυτίζεται με τη φύση. Το σταθερό σκηνικό των ποιημάτων της –όπως και στα Ανεμοδαρμένα Ύψη– είναι: λαγκάδια, χερσότοποι, λουλούδια, ωκεανοί, κυρίως χειμωνιάτικα και νυχτερινά τοπία. Σε αρκετά ποιήματα προτιμά το ψυχρό, νυχτερινό φως των αστεριών παρά το φως της μέρας, «Που δε ζεσταίνει, παρά μόνο καίει» («Αστέρια», σ. 43). Μέσα από ακουστικές και κινητικές εικόνες η φύση δεν παραμένει στατικό φόντο των ποιημάτων, αλλά έχει επιτελεστική λειτουργία, καθώς προωθεί τη δράση. Παρουσιάζεται, λοιπόν, ζωηρή, σε αρμονία με τη συναισθηματική κατάσταση του ποιητικού υποκειμένου, λες και συμπάσχει μαζί του. Στη φύση ο άνθρωπος βρίσκει την ισορροπία και τον εαυτό του, γαληνεύει το μυαλό του: «Το πιο γλυκό λουλούδι είν’ ο υάκινθος / Σαν τον χαϊδεύει αέρας καλοκαιρινός: / Και ο ανθός του μόνο το μπορεί / Την έγνοια του μυαλού μου να ηρεμεί» («Υάκινθος», σ. 129). Στη φύση καταργεί τα κοινωνικά του δεσμά: «Λεύτερη η ψυχή του ανθρώπου πετά μακριά απ’ το ζοφερό κελί της / Και τα δεσμά της σπάει, τα σίδερα της φυλακής λυγάει» («Ψηλά ανεμίζει τ’ άγριο ρείκι», σ. 149). Επομένως, στο πεζογραφικό και ποιητικό έργο της Έμιλυ Μπροντέ ο άνθρωπος δεν αποτελεί αυθύπαρκτη οντότητα, αλλά –ακόμη και μετά θάνατον– οργανικό στοιχείο του φυσικού του περιβάλλοντος.
Στα ποιήματά της απαντώνται αρκετά μεταφυσικά στοιχεία: κατάρες, οιωνοί, οράματα, φαντάσματα, μυθικά πλάσματα (λ.χ. η θεά μητέρα της Ιρλανδίας Ιέρνη), χωρίς ωστόσο τον άγριο, δυσοίωνο και ερεβώδη χαρακτήρα που αποκτούν στα Ανεμοδαρμένα Ύψη[4]. Στο μυθιστόρημα, η Έμιλυ Μπροντέ περισσότερο ανατέμνει και παρουσιάζει το ψυχικό βάθος των ηρώων της και τις δραματικές τους συγκρούσεις, μέσα από βίαιες και τραγικές αποκαλύψεις. Από την άλλη πλευρά, τα ποιήματά της είναι κυρίως στοχαστικοί ρεμβασμοί και ονειροπολήσεις σε νηφάλιους τόνους. Εντούτοις, όπως καταδείχτηκε και παραπάνω, στο μυθιστόρημά της αναγνωρίζονται αρκετά κοινά στοιχεία ποιητικότητας.
3
Με την επιλογή της μεταφράστριας να αποφύγει την έμμονη επιδίωξη της ομοιοκαταληξίας αλλά και την αυστηρή, κατά λέξη μετάφραση, αποδίδονται με άρτιο τρόπο στα νέα ελληνικά οι ρυθμικές παραλλαγές των πρωτότυπων στίχων, ο εκφραστικός και λεξιλογικός τους πλούτος, αλλά και η δυναμική των εικόνων. Εισπράττουμε την αίσθηση ενός ισορροπημένου ποιητικού λόγου μεταξύ λυρισμού και στοχαστικότητας, όπου μορφή και περιεχόμενο συμπλέκονται αρμονικά και μας μεταφέρουν ακέραιους τους συναισθηματικούς κραδασμούς της ποιήτριας. Αφενός, οι αποφθεγματικές φράσεις και οι φιλοσοφικές διατυπώσεις δεν είναι τόσο πυκνές, για να περιπλέκουν και να «επιβαρύνουν» τη νοηματική πρόσληψη των ποιημάτων. Αφετέρου, οι αφηρημένες έννοιες προσωποποιούνται, γίνονται απτές, εύληπτες εικόνες και «γειώνονται» στο αισθητικό πεδίο, όπως η ιδέα της αιώνιας αναγέννησης: «Χτύπα λοιπόν και ρίξ’ το, άλλα κλαδιά ίσως φυτρώσουν / Κει όπου πριν υπήρχε το ξερό· / Έτσι έστω, το σαπισμένο του κορμί θα τρέφει / Τη ρίζα που το γέννησε – την Αιωνιότητα» («Θάνατος», σ. 105). Τα σύμβολα, επίσης, δεν είναι τυποποιημένα και επαναλαμβανόμενα, ώστε να καταντούν μανιέρα. Αντιθέτως, είναι πηγαία και έχουν υποβλητικότητα. Τέλος, ο υποκειμενικός και βιωματικός χαρακτήρας των ποιημάτων δεν τα υποβιβάζει σε προσωπικές εξομολογήσεις, καθώς αναδεικνύουν τις διαχρονικές αλήθειες της ανθρώπινης ψυχής, που η ποιήτρια ανασύρει από το υπαρξιακό της βάθος.
Για όλους αυτούς τους λόγους η Έμιλυ Μπροντέ, από το καταφύγιο της ποίησης, τείνει το χέρι και οι στίχοι της –γεμάτοι σιγουριά και ζωντάνια– ακόμη μας αγγίζουν:
[…]
Κανένα αστέρι τη νύχτα μου δε θα φωτίσει
Ούτε και της ελπίδας η αυγή για μένα θ’ ανατείλει
Δε θλίβομαι για τ’ ουρανού το θαύμα
Ποτέ δεν πρόσμενα τις θείες εντολές.
Στο δύσκολο Καθήκον της Ζωής δε ζήτησα
Ουράνια βοήθεια ή εύνοια
Τη μοίρα μου αντίκρισα χωρίς το προσωπείο της,
Και πάλι δίχως δάκρυα την αντάμωσα. […]
(«Ερειπωμένο φρούριο», σ. 169)
[1] Anderson E. Walter, “The Lyrical Form of Wuthering Heights”, University of Toronto Quarterly, vol. 47 (2), χειμώνας 1977, σ. 122–134. Ανακτήθηκε στις 10/12/2020 από https://muse.jhu.edu/article/512425/pdf.
[2] Τα περικειμενικά στοιχεία αφορούν ό,τι περιβάλλει το κείμενο εντός του βιβλίου, όπως τον τίτλο, το εξώφυλλο, το οπισθόφυλλο, τα βιογραφικά στοιχεία και τις σημειώσεις (Genette, G., Paratexts: Threesholds of Interpretation, μετάφραση J.E. Lewin, Cambridge: Cambridge University Press, 1997, σ. 5).
[3] Βασικές τάσεις του ρομαντισμού είναι ο ατομικός συναισθηματισμός, η απαισιοδοξία, η φαντασία, το υπερβατικό στοιχείο, η επαφή με τη φύση, καθώς και η σύνδεση της τέχνης με τη φιλοσοφία (Travers, M., Εισαγωγή στη Νεότερη Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία, μετάφραση Ι. Ναούμ και Μ. Παπαηλιάδη, Αθήνα: Βιβλιόραμα, 2005, σ. 65-105).
[4] Dozier, Emily-Rena, “Gothic Criticisms: Wuthering Heights and Nineteenth – Century Literary History”, ELH, vol. 77 (3), φθινόπωρο 2010, σ. 757 – 775. Ανακτήθηκε στις 15/12/2020 από https://www.jstor.org/stable/40963185.