Το βλέμμα του αφηγητή στις Ιστορίες από το Μετς (2017), το αμέσως προηγούμενο πεζογραφικό βιβλίο του Γιάννη Ν. Μπασκόζου, αποτυπώνει μια πόλη που επηρεάζει βαθιά τους ανθρώπους και είναι έτοιμη να τους προϋπαντήσει σε κάθε τους βήμα, χωρίς ωστόσο να καταλαμβάνει ως υπερκείμενη οντότητα το πεδίο τους. Ο αθηναϊκός ορίζοντας δεν αποτελεί στις Ιστορίες από το Μετς αντικείμενο ακαδημαϊκής καταγραφής – γίνεται, αντιθέτως, το οργανικό στοιχείο μιας ολοζώντανης εμπειρίας, που μας κερδίζει αμέσως με το διακριτικό της χιούμορ και την παντελώς ανεπιτήδευτη, χωρίς ίχνος ναρκισσισμού, γλώσσα της. Οι φιλίες που μπορεί να ξεπεραστούν από το χρόνο, αλλά θα μείνουν για κάποιο λόγο στο νου και την καρδιά, τα ερωτικά σκιρτήματα μιας ανέμελης νιότης που αγωνίζεται παρ’ όλα αυτά να ανακαλύψει τη σχέση του εαυτού της με το σύμπαν, τα ατομικά σπαράγματα της καθημερινότητας μέσα στο υπερφορτισμένο πολιτικά κλίμα των πρώτων μεταπολιτευτικών ετών, καθώς και το πάθος για τη λογοτεχνία ή η αγάπη για την τζαζ, και όχι μόνο για την τζαζ μα και για πλήθος άλλες μουσικές: από λαϊκά, ρεμπέτικα, ροκ και σόουλ μέχρι δημοτικά. Αυτός είναι ο κόσμος που φιλοτεχνεί ο Μπασκόζος τόσο στις Ιστορίες από το Μετς όσο και στα παλαιότερα βιβλία του, το Μεζ (2005) και το Ποιοι ακούνε ακόμα τζαζ; (2011).
Θυμάσαι στο Παγκράτι;
Επέμεινα στα παλαιότερα βιβλία του συγγραφέα, επειδή η τωρινή νουβέλα του, υπό τον τίτλο Η μπαλάντα των ανίδεων και καλών (από τη συμφωνία του Μανώλη Καλομοίρη, Των ανίδεων και καλών ανθρώπων), αποτελεί εμβάθυνση στην εφηβική και τη νεανική μνήμη του Παγκρατίου, χωρίς αισθηματολογίες ή νοσταλγικές νότες, και με σαφώς ειρωνική απόσταση από τα δρώμενα. Το Άλσος Παγκρατίου και οι θεατρικές και συναυλιακές του δόξες, μαζί με το λάκκο για λοντάρια και αρκούδες (δεν ξέρω για λιοντάρια, αρκούδα όμως έχω δει, κρατημένος από το χέρι της μάνας μου), το ζαχαροπλαστείο του Λέντζου και το Pastry Family, η Τούλα, η ταβέρνα του Μεγαρίτη, τα σινεμά στην οδό Βουλιαγμένης, συν όλη την παγκρατιώτικη ανθρωπογεωγραφία, συνιστούν τα καθιερωμένα πλέον τοπόσημα του Μπασκόζου – τώρα από τα μαύρα χρόνια της δικτατορίας μέχρι και την αυγή της Μεταπολίτευσης. Και πρόκειται πάλι για τις παρέες και τις σχέσεις, για τις μουσικές και τα κορίτσια, για τα ποτά και τους καφέδες, μα, πρωτίστως, σε ένα κείμενο περισσότερο ενιαίο και συνθετικό αυτή τη φορά, για αγόρια και τις νεαρές γυναίκες που, αναζητώντας τη βιολογική και τη διανοητική τους ενηλικίωση, δοκιμάζουν, σχεδόν με τρόμο, τα πρώτα βήματά τους: βήματα αγχώδη και τολμηρά, βήματα διστακτικά και αλματώδη, καθώς και απρόσμενες βουτιές σε βαθιά και σε ρηχά νερά όταν έχουν ανθίσει οι νεραντζιές.
Εν αρχή ην η μουσική και η πολιτική. Ο αυτοβιογραφικός αφηγητής παρακολουθεί τη γέννηση ενός μουσικού συγκροτήματος, κεντώντας προσεκτικά και με κρυμμένο χαμόγελο τις αντιδράσεις, τις αντιφάσεις, τις ελλείψεις και τις παντοειδείς ανασφάλειες (κυρίως με το ντύσιμο και με τη στάση απέναντι στα κορίτσια) των μελών του. Μικρές και μεγάλες προδοσίες, ώριμες κυρίες οι οποίες τον μυούν στο σεξ, μια μαγική συνομήλικη που τον αιχμαλωτίζει υποβλητικά στο δίχτυ της γοητείας της, περιστασιακές και σταθερότερες βλέψεις και, κατόπιν όλων αυτών, η πρόκληση της πολιτικής και του μαρξισμού (με ό,τι μπορούν να καταλάβουν ο ίδιος και οι φίλοι του από πολιτική και μαρξισμό), η προσπάθεια για ένταξη σε αντιδικτατορικές οργανώσεις, ο φόβος, η σπαρακτική άγνοια, οι επιφυλάξεις και, εντέλει, η σπασμωδικότητα, το χάσιμο και η αυτοπεριχαράκωση ως προς τις δυνατότητες της άμεσης δράσης.
Η δυναμική της στιγμής
Όπως είναι αναμενόμενο, και ευκταίο, ο Μπασκόζος δεν κάνει κοινωνιολογία και δεν γράφει ιστορία της νεολαίας και των νεανικών οργανώσεων κατά τη διάρκεια της δικτατορίας ή αμέσως μετά την πτώση της. Δουλειά της νουβέλας του είναι να πιάσει και να ακινητοποιήσει το αίσθημα και τη δυναμική της στιγμής, τις καταστάσεις που ζουν για μερικές ημέρες, για μερικές ώρες ή για μερικούς μήνες οι παρέες του Παγκρατίου στις αρχές ή στα μέσα της δεκαετίας του 1970, όταν νεαρές και νεαροί επιζητούν να συμπεριφερθούν σαν μεγάλοι αλλά δεν έχουν πάψει να ακούν το παιδί μέσα τους, που συχνά αναστέλλει την αποκοτιά τους ή βιάζεται να βάλει φωτιά στην ενστικτώδη επιθυμία τους, είτε πρόκειται για την πολιτική είτε πρόκειται για τους έρωτες, τις μουσικές και τα παρθενικά διαβάσματά τους.
Είμαι γέννημα-θρέμμα του Βύρωνα και του Παγκρατίου, γεννημένος μερικά μόνο χρόνια μετά τον Γιάννη Μπασκόζο. Θέλω να πιστεύω πως το Παγκράτι και το κλίμα της μεταδικτατορικής νεολαίας, όπως άρχισα να τα συνειδητοποιώ λίγο αργότερα, σε ελαφρά απόκλιση από το χρόνο αναφοράς του βιβλίου, δεν επηρεάζουν την κρίση μου για την αξία του. Είμαστε όλοι μεγάλοι πια και οι προκαταλήψεις περισσεύουν. Ο Μπασκόζος μιλάει και γράφει για τα παιδιά και τους νεαρούς της χούντας και της Μεταπολίτευσης με έναν τρόπο ο οποίος τοποθετεί το εγώ δίπλα στο εμείς και, αναπόσπαστα από αυτό, καταφέρνει να αναδείξει, αντί για μια σούπα χλιαρών αναμνήσεων, ένα ολοζώντανο σώμα αισθημάτων. Κι αυτό είναι το σπουδαιότερο.