Σκύρος, Δευτέρα, 24 Ιουλίου 1975
Ρόδη, κοντεύουν τρία χρόνια που μας άφησες κι ακόμη δεν κάναμε τον περίπατο της αμφιλύκης. Σε είδα, όμως, δυο ή τρεις φορές, μ᾿ εκείνο το τρυφερό χαμόγελο, την πονηρούτσικη λάμψη στα μάτια, το φως κυλούσε από τ᾿ άσπρα σου μαλλιά και περεχούσε με μια γλύκα το μέτωπο, τα μάγουλά σου. Θα σου πω πού και πότε. Μα νομίζω πως σε τούτο το νησί θα είναι πιο εύκολο να κουβεντιάσουμε, όπως έγινε και με το Μάριο στα 1972. Και είναι οδυνηρό ν᾿ αναλογίζεται κανείς πως τον ίδιο χρόνο, μέσα σε τρεις μήνες, η καταραμένη αρρώστια πήρε δυο από τους πιο προικισμένους λογοτέχνες της μεταπολεμικής πεζογραφίας, ο Χάκκας μόλις 42 χρονώ κι εσύ 48. Ξεκίνησε ο καθένας από αντίθετη όχθη, αλλά στην πορεία η άκρα τιμιότητα και το ερευνητικό σας πνεύμα βοήθησαν να δείτε τα σφάλματα και τα στραβά του δικού του στρατοπέδου ο καθένας, και με τα χρόνια να φτάσετε σε μια σταθερή και νηφάλια αντιμετώπιση όλων εκείνων που μεθούν ρίχνοντας λάδι στη φωτιά και πλουτίζουν με τις σοδειές του διχασμού. Και είναι ακόμη πιο χαρακτηριστικό πως στον κοινό αγώνα εναντίον του σκοταδισμού, τρία από τα πιο ωραία διηγήματα του Μάριου Χάκκα δημοσιεύονται μαζί με το δοκίμιο του Ρόδη Ρούφου «Οι περιφρονητές του πλήθους», στον ίδιο τόμο, Νέα Κείμενα 2, Φθινόπωρο του 1971.[2]
Ήρθα λοιπόν στη Σκύρο πέρυσι, ήρθα κι εφέτος. Εδώ είναι που έλεγα στη γυναίκα σου πόσο λείπεις, πόσο η απουσία σου γίνεται αισθητή τούτες τις ώρες που περνάει πάλι ο τόπος, ένα χρόνο μόλις ξεκουμπίστηκε στ᾿ ανάθεμα η τυραννίδα: Κλομπς, αύρες, δακρυγόνα, φωτιές, οδοφράγματα και συλλήψεις και τραυματισμοί, επειδή έκαναν πορεία οι οικοδόμοι.[3] Και να τηλεφωνούν οι φίλοι: «Η Αθήνα καίγεται, ξαναζούμε ώρες του Πολυτεχνείου». Ξέχασαν, φαίνεται, πριν από τρεις μήνες, στην πορεία της 21 Απριλίου, που οι αύρες βομβαρδίζαν με δακρυγόνα τους ανυποψίαστους πολίτες στους ανήφορους του Λυκαβηττού.
– Γιατί, τι είχε ο Ρόδης το ξεχωριστό, ρώτησε η Αριέττα.[4]
– Εκτός από ταλέντο είχε πνευματική τιμιότητα, δημοκρατική αρετή, πολιτική κρίση, συνέπεια και τόλμη, μετριοφροσύνη, τακτ, αφοσίωση στους φίλους του, αβρότητα στις σχέσεις του με τους άλλους. Οι πιο πολλές συνεδριάσεις για τα 18 Κείμενα έγιναν στο σπίτι του. Αν δεν ήταν όμως τα δικά του χαρίσματα, που μας κρατούσαν ενωμένους κι όλο μεγάλωνε ο κύκλος μας, θα είχαμε σκορπίσει από την πρώτη ή τη δεύτερη δοκιμή.
Ρόδη, ένα μόνο παράδειγμα της αγωνιστικής σου εχεμύθειας αρκεί: Μέσα στις ατέλειωτες νύχτες της χουντικής κατοχής έγραψες γαλλικά, κεφάλαιο με κεφάλαιο, και φυγάδεψες στο εξωτερικό, όπου τυπώθηκε με πρόλογο του Βέλγου φίλου Πιερ Μερτένς (Η αλήθεια για την Ελλάδα, Λωζάννη 1970), ένα συνταρακτικό βιβλίο. Εκεί δεν αρκείσαι να καταγγείλεις γεγονότα και καταστάσεις, όπως είχαν ήδη κάνει άλλοι, δικοί μας ή φίλοι του λαού μας, αλλά πηγαίνεις σε βάθος, αναλύεις τους μηχανισμούς του καθεστώτος των συνταγματαρχών, πώς κι από πού ξεκίνησαν. Βέβαια, όταν περιγράφεις το παρελθόν, μοιραία η οπτική σου διατηρεί ακόμα ίχνη ενός οπαδού του Ζέρβα που αντιπαρατάχθηκε στο ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ. Είναι μια αδύνατη πλευρά του βιβλίου που περιορίζεται σε μερικές σελίδες στην αρχή. Από την άλλη όμως έχεις το θάρρος να ξεφουσκώσεις κάμποσους μύθους περί «Αντιστάσεως» που κυκλοφορούσαν οι επιτήδειοι στο εξωτερικό. Τέλος πάντων, δικαίωμά σου να έχεις τη γνώμη σου πάνω στα καθέκαστα του Εμφυλίου, σκέφτομαι όμως πως αν ήταν το βιβλίο σου να κυκλοφορήσει ελληνικά στην Ελλάδα μέσα στη μαύρη επταετία, μόνος σου θα την αναθεωρούσες, όπως το έκανες δα και στο Χρονικό μιας Σταυροφορίας. Μακρηγόρησα όμως και δεν είπα το σημαντικό: Το βιβλίο, στο εξωτερικό, έκανε μεγάλη αίσθηση. Μολονότι πρέπει σ᾿ ορισμένα κεφάλαια να ζήτησες τη συνεργασία δυο ή τριών ειδικών, κανείς ποτέ δεν έμαθε ποιος ήταν ο συγγραφέας του βιβλίου, παρά μόνο ύστερα που πέθανες. Ξέρεις πολλούς νεοέλληνες ικανούς να μη καυχηθούν, ακόμη και σε στενότατο κύκλο, και να κρατήσουν ένα τέτοιο μυστικό ώς το θάνατό τους;[5]
Δεν είναι, Ρόδη, από την 21 Απριλίου 1967 που άρχισε η πνευματική σου πορεία για μια όλο και πιο ριζική αναθεώρηση των αξιών της δικής σου όχθης.[6] Αυτό διαφαίνεται από πριν, αν διαβάζω σωστά, στο μυθιστόρημά σου Οι Γραικύλοι, που πρόφτασε να τυπωθεί πριν από το πραξικόπημα και την επιβολή της βάρβαρης και ταπεινωτικής λογοκρισίας. Φαίνεται από τη συνέντευξη που έδωσες στον Ανένδοτο, φύλλο της 1ης Ιανουαρίου 1966,[7] όπου καθένας μπορεί να διαβάσει αυτά τα σημαντικά:
…χρειάζεται, αν πρόκειται να έχει ποιότητα το έργο, κάτι παραπάνω από την πετυχημένη αισθητική μορφή που αρκεί για άλλου είδους βιβλία – χρειάζεται πνευματική τιμιότητα. Γι’ αυτήν υπάρχουν δυο βασικοί κανόνες:
Πρώτος κανόνας: να μην ξεχνάμε ότι στις μεγάλες τραγικές συγκρούσεις της Ιστορίας, σπάνια υπάρχουν «καλοί» και «κακοί»: συνήθως όλοι έχουν κάποιο δίκιο – κι ο Κρέων κι η Αντιγόνη, κι «εμείς» και οι «άλλοι». Δουλειά του λογοτέχνη είναι να τους καταλάβει όλους σαν ανθρώπινα όντα, όχι σα σχηματικά σύμβολα.
Δεύτερος κανόνας: το χρέος να ειπωθεί όλη η αλήθεια, δίχως συμβιβασμό με καμιά σκοπιμότητα, οσοδήποτε ιερή. Δουλειά του λογοτέχνη δεν είναι να υπερασπίσει ή να καταδικάσει μια παράταξη ή μιαν ιδεολογία, αλλά να τα δείξει όλα, με αμεροληψία.
Παραδέχομαι αμέσως ότι δεν κατόρθωσα πάντα να συμμορφωθώ όσο θάθελα μ᾿ αυτό το ιδανικό πνευματικής τιμιότητας ... Άρχισα να γράφω το Χρονικό μιας Σταυροφορίας –αυτοβιογραφική σχεδόν αφήγηση εμπειριών από τα χρόνια της Κατοχής– σα μια πονεμένη μαρτυρία για έναν αγαπημένο φίλο που είχαν σκοτώσει οι «άλλοι», οι ιδεολογικοί αντίπαλοι. Στο πρώτο μέρος της τριλογίας, τη Ρίζα του Μύθου, η οργή και η πικρία μου ήταν ακόμα νωπή. Μόνο λίγο-λίγο, προχωρώντας, κατόρθωσα να ξεπεράσω την ίδια μου την εμπάθεια για να φτάσω τελικά, με την Άλλη Όχθη, στην κάθαρση της συγγνώμης. Τότε μπόρεσα να δείξω δίχως δισταγμό όλες τις αδυναμίες και τις βρωμιές του δικού μου στρατοπέδου, και να παινέψω ειλικρινά όσα έβρισκα αξιοθαύμαστα στους αντιπάλους.
Θυμάμαι την τελευταία φορά που σε είδα, ήταν στον «Ευαγγελισμό», μνήμες από το πέρασμα του Σεφέρη φώλιαζαν στο ασανσέρ, στους διαδρόμους, στ’ αθόρυβα πατήματα των αδελφών νοσοκόμων. Η κλεψύδρα της ζωής σου άδειαζε γοργά, μα το ήξερες άραγε; Σε βρήκα ήρεμο, χαμογελαστό, γεμάτο πνευματική δίψα και περιέργειες για το πώς ζει ο κόσμος έξω. Και πάλι αναρωτιέμαι: Άραγε ήξερες; Τίποτε στη συμπεριφορά σου δεν το πρόδινε αυτό. Το αντίθετο μάλιστα. Κι ώς τούτη τη στιγμή που γράφω δεν έχω έτοιμη την απάντηση. Λέω: Αν δεν ήξερες, ας είναι ευλογημένοι οι γιατροί που σου διευκόλυναν το πέρασμα δίχως το άγχος του θανάτου. Αν όμως ήξερες, όπως ήξερε ο Χάκκας, τότε σκύβω με συντριβή το κεφάλι και προσκυνώ τον γενναίο, που έφυγε με το κεφάλι ψηλά, «σαν έτοιμος από καιρό», αφήνοντας στους επιζώντες ένα σπάνιο παράδειγμα στωικότητας κι αξιοπρέπειας. Κι όλο πάω να πιστέψω πως αυτό το δεύτερο είχε συμβεί. Μια μικρή ένδειξη: Θα είχε περάσει περίπου μισή ώρα, που κουβεντιάζαμε, όταν αντιλήφθηκα πως από την ομιλία σου είχε εξαφανιστεί η ελαφρή και κατά διαλείμματα βραδυγλωσσία σου. Λένε πως κάτι τέτοιο συμβαίνει κάποτε ύστερα από δυνατή συγκίνηση: Αν είχες μάθει την πραγματική σου κατάσταση; Από την άλλη πάλι λέω, δε γίνεται, γιατί σ’ άκουσα να προγραμματίζεις μεγάλη σειρά για διαβάσματα, όπου δέσποζε η τελευταία σου ανακάλυψη, ο Έντμουντ Ουίλσον, «Οι τριπλοί στοχαστές», «Για το σταθμό Φιλλανδίας», «Η πληγή και το τόξο», «Η Ευρώπη δίχως Μπαίντεκερ», «Απστέητ» κ.λπ. κ.λπ.[8] Απολάμβανες τη διανοητική τιμιότητα αυτού του συγγραφέα και χάρηκες όταν έμαθες πως αυτό τουλάχιστο κανείς δεν του το αμφισβητούσε. Έτσι κατάλαβα πως σ’ απασχολούσε η γνώμη των φίλων για τη δική σου εξέλιξη απέναντι στην ταραγμένη εποχή της Κατοχής και του Εμφυλίου. Είχε τύχει λίγες μέρες νωρίτερα να δημοσιέψει ο Αλέξ. Αργυρίου μια επιφυλλίδα στο Βήμα (9.9.72) με τίτλο «Κλειδιά και αντικλείδια μιας εποχής», όπου με προσοχή και ειλικρίνεια κατάγραφε τις αντιδράσεις του από το ξαναδιάβασμα του Χρονικού μιας Σταυροφορίας. Χαρακτηριστικά τόνιζε κοντά στο τέλος: «Γεγονός είναι ότι κάθε μαρτυρία της εποχής εκείνης, με τις περιορισμένες και τις παραμορφωμένες πληροφορίες, δεν είναι δυνατόν παρά να μετέχει και της αλήθειας και της πλάνης. Πιθανώς αν ήταν αλλιώς τα πράγματα, αν υπήρχαν ίσες ευκαιρίες –με ίση όμως τόλμη και θάρρος όπως του Ρ. Ρούφου– να είχαν δώσει τη δυνατότητα μιας εικόνας πιο αληθοφανούς.»[9]
– Τελικά, είπες με χιούμορ, δεν μας λέει ο φίλος με ποιον είναι: Με το λιοντάρι ή με τον Ανδροκλή;
Ύστερα, επειδή ρωτούσες πώς είναι τα πνεύματα, σου διηγήθηκα για την ταβέρνα «Τα Χανιά», κοντά στην Αγία Ειρήνη, όπου είχα περάσει με φίλους μιαν αξέχαστη βραδιά. Εκεί πριν από λίγα χρόνια είχα πρωτακούσει και τον Ξυλούρη με τη λύρα του. Κι είπα για τη λεβεντιά και την έξαρση των Κρητικών όταν χόρευαν τον πεντοζάλη, παλικάρια και κοπελιές, όλα παιδιά του μόχθου που έρχονταν μόνο τα Σαββατόβραδα για ν’ ανασάνουν, και πώς το κοινό, ύστερα από τις μαντινάδες και τον Ερωτόκριτο, ζητούσε στο τέλος το «Πότε θα κάνει ξαστεριά». Και να σειέται ολόκληρη η ταβέρνα από τ’ αγωνιστικό εμβατήριο, μέσα στη μαύρη νύχτα της διχτατορίας... Δεν είδα πρόσωπο ν’ αστράφτει από αγαλλίαση όσο το δικό σου, όταν σου τα ’λεγα.
– Πρέπει να πάμε, θα είναι πολύ ωραία, γύρισες κι είπες της Αριέττας.
– Το καλοκαίρι κλείνουν, απόσωσα βιαστικά, υπόγειο, βλέπεις, κάνει πολλή ζέστη. Τέλη Οκτωβρίου ανοίγουν πάλι.
– Ε, τότε, τέλη Οκτωβρίου, είπες.
Τελείωσα κάποτε την επίσκεψή μου κι είπα να πηγαίνω, και υποσχέθηκα πως θα ξανάρθω, και τότε σηκώθηκες απ’ το κρεβάτι, δίχως κανένα κόπο, πέρασες τη ρόμπα σου και με συνόδεψες σ’ όλο το μακρύ διάδρομο, ώς το ασανσέρ και περίμενες ν’ ανέβει, να με δεις να μπαίνω. Ήσουν τέλειος.
***
Τέσσερις μήνες και δέκα μέρες ύστερα από την ταφή σου, στις 22 του Φλεβάρη 1973, τρεις χιλιάδες πεντακόσιοι φοιτητές κλείστηκαν στο κτίριο της Νομικής Σχολής. Δεν ήταν η πρώτη εκδήλωση, είχε προηγηθεί το κλείσιμό τους στο Πολυτεχνείο στις 14 του Φλεβάρη, όπου η αστυνομία παραβίασε το πανεπιστημιακό άσυλο, έσπασε κεφάλια φοιτητών και φοιτητριών, έκανε και συλλήψεις. Καταδικάστηκαν τότε οχτώ και κλείστηκαν στους στρατώνες. Ακυρώθηκε η αναστολή θητείας για σπουδές. Η Χούντα επιστράτευε τους πιο δραστήριους που κινούνταν για ελεύθερες εκλογές στους Φοιτητικούς Συλλόγους.
Πριν από το μεσημέρι το κτίριο έχει γεμίσει από κορίτσια κι αγόρια που είναι αποφασισμένα να μείνουν εκεί ώσπου να γίνουν δεκτά τα αιτήματά τους. Καμιά εκατοστή εγκάθετοι κι Εκοφίτες δοκιμάζουν να προκαλέσουν αντιπερισπασμό. «Έξω τα κομμούνια» φωνάζουν. Ο δεύτερος όροφος της Σχολής είναι γεμάτος σα δίκορκο αυγό. Τα παιδιά ανεβαίνουν στην ταράτσα και υψώνουν στον κοντό τη σημαία τραγουδώντας τον εθνικό Ύμνο. Οι φασίστες συνεχίζουν τις προκλήσεις: «Έξω ο κομμουνισμός!» Γίνεται ψηφοφορία, οι διαφωνούντες, το πολύ διακόσιοι, φεύγουν, κατεβαίνουν στο υπόγειο κι εκεί αμπαρώνονται. Έτσι όμως ελέγχουν και την είσοδο από την οδό Σόλωνος, τη μόνη ανοιχτή εκείνη τη μέρα. Οπλίζονται με ρόπαλα και διώχνουν όσους φοιτητές προσπαθούν να μπουν ή να περάσουν στους συντρόφους τους τσιγάρα και τρόφιμα. Στο μεταξύ αστυφύλακες και μυστικοί της Ασφάλειας έχουν καταλάβει όλους τους γύρω δρόμους, απαγορεύουν την προσπέλαση, δεν αφήνουν παρά τους γέροντες και τους τουρίστες. Τα παιδιά στο δεύτερο όροφο συνεδριάζουν, γράφουν τα αιτήματά τους. Άλλα φτιάχνουν στα γρήγορα προκηρύξεις με μπικ και μαρκαδόρους και τις ρίχνουν βροχή από τα παράθυρα. Στην ταράτσα υποστέλλουν τη σημαία μεσίστια. Πάνω από το παραπέτο της ταράτσας προβάλλουν στην αράδα κεφάλια κοριτσιών και αγοριών. Κάτι φωνάζουν. Ο κόσμος από κάτω, μαζεμένος στις αφετηρίες των λεωφορείων της πλατείας Ακαδημίας, προσπαθεί να πιάσει τα λόγια. Ρυθμικά τους έρχεται το μήνυμα: «Συμπα-ρά-σταση Λαέ!» «Συμπα-ρά-σταση Λαέ!» Αργά, γραμμένα σε μεγάλα τετράγωνα χαρτόνια που καλύπτουν το ύψος του παραπέτου, κατεβαίνουν και στερεώνονται τα γράμματα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. Ένα ρίγος περνάει το πλήθος στους γύρω δρόμους, στην πλατεία Ακαδημίας ώς την οδό Ιπποκράτους και πίσω στην Ομήρου και δεξιά στην Πανεπιστημίου κι αριστερά στη Σόλωνος. Εδώ κι εκεί μερικοί ξεκολλούν από τις σχηματισμένες ομάδες και τρέχουν να φέρουν το μήνυμα στη σκλαβωμένη Αθήνα: Οι φοιτητές πρωτοπόροι, άρχισαν τον αγώνα, κατέλαβαν και κλείστηκαν στο φρούριό τους. Ελεύθεροι φοιτητές. Ελεύθεροι πολιορκημένοι. Ένα μακρύ πάνινο πανώ ξεδιπλώνεται κατακόρυφα: ΕΞΩ ΟΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ. Γειτονεύει μ᾿ ένα πιο κοντό με το φοιτητικό σύνθημα ΑΠΟΧΗ, από τις εξετάσεις δηλαδή και τα μαθήματα. Κι ο κόσμος δε σταματάει να έρχεται. Σιωπηλός, τάχαμου τη δουλειά μου, αλλά με μάτια να γυροφέρνουν, να επισημαίνουν τους αστυφύλακες, τους μυστικούς, τους λερούς και μακρυμάλληδες Εσατζήδες. Και τα λεωφορεία μ᾿ αναμμένες μηχανές ν’ αμολούν καυσαέρια στις αφετηρίες κι οι σταθμάρχες να σφυρίζουν αναχώρηση κι αυτά να φεύγουν αδειανά κι ο κόσμος να μένει στις ουρές... Κι όλο να έρχονται κι άλλοι. Το μήνυμα έχει φτάσει στους συνοικισμούς, στα προάστια, η Καισαριανή, το Παγκράτι, ο Βύρωνας, το Περιστέρι... Έρχονται γυναίκες, μανάδες και νοικοκυρές, με μιαν αλλόκοτη έκφραση στο πρόσωπο: ελπίδα και χαρά και αγωνία. «Συμπα-ρά-σταση Λαέ!» «Τα κακόμοιρα τα παιδιά, μ’ αυτούς τους φονιάδες πήγαν να τα βάλουν;» «Θέλει αρετήν και...» Στην οδό Μασσαλίας, εμπρός στο νεκροτομείο, κάτω από την επιγραφή ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ έρχονται κι αράζουν οι κλούβες. Ποιος έχει διάθεση να πάει σπίτι του για φαγητό. Εκείνα τα κακόμοιρα πώς θα φάνε; Μπα, αυτή να ’ταν μονάχα η έγνοια τους. Ήρθε ο Διευθυντής της Αστυνομίας, ήρθε κι ο Εισαγγελέας, ήρθε κι ο Πρύτανις του Πανεπιστημίου. Θα χτυπήσουν; Ο κοσμήτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής ανεβοκατεβαίνει λαχανιάζοντας κι ιδροκοπώντας τους ορόφους του κτιρίου. Διαπραγματεύσεις. Τι διαπραγματεύσεις; Τα αιτήματα είναι σαφή και συγκεκριμένα. Ναι ή ου; Θα σας βγάλουμε με τη βία. Ώστε αυτό είναι το πανεπιστημιακό άσυλο; Θα σας πατάξωμεν, διότι αν συνεχισθεί αυτή η ανταρσία, θα καταποντισθώμεν! Τα ίδια, Ρόδη, θα πει βγάζοντας αφρούς λύσσας μέσα στο φασιστικό του παραλήρημα κι ο διχτάτορας όταν συγκέντρωσε ανώτατους και ανώτερους εκπαιδευτικούς για να τους βρίσει και να τους απειλήσει.
Οι ώρες περνούσαν μέσα στην ορθοστασία και την αγωνία. Κι εκείνοι εκεί πάνω στην ταράτσα τραγουδούσαν και χόρευαν. Συμπα-ρά-σταση Λαέ! Εδώ θα τη βγάλουμε τη νύχτα. Κι ο κλοιός να περισφίγγεται. Ροπαλοφόροι παρακρατικοί βαστούν την οδό Σόλωνος και βαρούν και παίρνουν στο κυνήγι όποιον πασχίζει να πετάξει τίποτε από τα παράθυρα στα παιδιά, μα ψωμί, μα τσιγάρα, μα σημείωμα. Κι έπεσε το σούρουπο και τα σπουργίτια μέσα στα δεντράκια του κηπάριου στη ράχη του Πανεπιστημίου να τιτιβίζουν ανήσυχα κι οι σκιές των δέντρων να μακραίνουν και να σκεπάζουν όλη την πλευρά με το κιγκλίδωμα. Και μέσα στη σκιά να στέκονται τώρα οι πολίτες με τη λαχτάρα στην καρδιά, κάποιος είπε πως οι μπασκίνες θα κάνουνε γιουρούσι, κι ένας εργατικός άκουσε δυο Εσατζήδες να διαλέγονται: «Δε γίνεται, σου λέω, θα χρειαστεί ανεμόσκαλα». Κι εγώ, Ρόδη, που ξέρω πως ο Αλέξανδρος[10] έχει την κόρη του εκεί πάνω στην ταράτσα και τρώγεται, τρέχω και του το προφταίνω: «Να δεις, θα τα χτυπήσουν τα παιδιά». Πρέπει, πρέπει, πρέπει να έρθει κι άλλος κόσμος, αν είναι δυνατό, η Αθήνα ολάκερη. Και τότε άναψε το σιντριβάνι, εκείνο ντε το μαρμάρινο, που έστησε μέσα στην τύφλα του αρχοντοχωριατισμού του ο χουντικός δήμαρχος κι άρχισαν τα νερά που τρέχαν να φωτίζονται γιορταστικά, πότε κόκκινα, πότε πράσινα, πότε πορτοκαλιά, σα να κορόιδευαν τον κόσμο, μπρος στο ανακαινισμένο κτίριο του Δημοτικού Νοσοκομείου, τώρα Πολιτιστικό Κέντρο τάχαμου, με μάρμαρα πια. Κι ήταν σαν ορχήστρα αρχαίου θεάτρου, κατάφωτη, και στη μέση το σιντριβάνι, μα πίσω κατά τη μεριά της Ασκληπιού μέσα στο μισοσκόταδο χορεύουν κάτι σκιές, θαρρείς παντομίμα μοντέρνου μπαλέτου. Αστυφύλακες και μυστικοί. Παρατάσσονται, πιάνουν τα πόστα κοιτάζοντας κατά την οδό Μασσαλίας και τα παιδιά της ταράτσας Συμπα-ρά-σταση Λαέ. Και το σιντριβάνι στο κέντρο ν’ αλλάζει χρώματα. Και το πλήθος μέσα στο σκοτάδι να κοιτάζει και να περιμένει. Κι άξαφνα έπεσε σιωπή. Εκεί στο βάθος δυο μυστικοί με κλομπς κυνηγούν ένα παλικάρι που πασχίζει να περάσει προς τη Μασσαλίας. Κάνει πίσω, τσαλίμι δεξιά, τσαλίμι αριστερά. Μπαλέτο. Σιωπή. Ο κόσμος σκεπάζει με το χέρι το στόμα του μη βγάλει άχνα. Η αγωνία, λες χυλός που χύνεται κι ανεβαίνει τα μαρμάρινα σκαλοπάτια μπρος στο σιντριβάνι, κλιμακώνεται. Στη διασταύρωση Ακαδημίας και Ιπποκράτους, αυτοκίνητα, λεωφορεία και δίκυκλα που ανεβαίνουν από την Κάνιγγος έχουν καθηλωθεί, περιμένουν το πράσινο. Απ’ το κιγκλίδωμα του Πανεπιστημίου ώς το Δημοτικό Νοσοκομείο ένας χώρος κατάφωτος και γυμνός και μέσα στη σκιά χίλιες καρδιές χτυπούν, χίλια στόματα σφίγγουν τα χείλια. Θα γλιτώσει, δε θα γλιτώσει το παλικάρι; Οι χαφιέδες το στριμώχνουν, σηκώνουν τα κλομπς και βαρούν. Τότε πίσω ακούστηκε μια κραυγή κι αμέσως κατόπι ένας λυγμός. Ένα κορίτσι τσακισμένο στα δυο κλαίει δαγκώνοντας το μπράτσο της. Την αγκαλιάζει ένα αγόρι και την παίρνει μακριά. Η σιωπή έχει αγριέψει. Μια σιωπή φρενιασμένη που κρέμεται άγρια πάνω από τα κεφάλια όλου αυτού του πλήθους. Θυμήθηκα την ίδια, στην πορεία από την Πλας ντε λα Νασιόν ώς τη Βαστίλλη, στις 14 Ιουλίου 1951. Περνούσαν οι αντιπροσωπείες, περνούσαν τα συνδικάτα, περνούσαν οι σημαίες και τα λάβαρα κι ο Διευθυντής της Αστυνομίας που είχε κάπου κρυμμένους τους κρανοφόρους με τα ρόπαλα, τις ασπίδες και τις κλούβες τούς έδωσε ξαφνικά το σύνθημα να κόψουν από την πορεία το κομμάτι των Αλγερινών που σήκωνε περήφανα τη σημαία του δικού του ΕΑΜ.[11] Κάτι σφυριξιές, κάτι κρότοι, κάτι χτυπήματα. Μια φωνή: Βοήθεια, σύντροφοι. Η πορεία σταμάτησε. Τότε έπεσε εκείνη η άγρια σιωπή που έλεγα. Κι απότομα το τμήμα της πορείας που είχε προχωρήσει έκανε μεταβολή, κι άκουσα, άκουσα με τ᾿ αυτιά μου να τρέμει η γης από το ποδοβολητό των ανθρακωρύχων που προπορεύονταν κι έρχονταν τώρα, τι έρχονταν, κατέβαιναν πύρινο ποτάμι και στο διάβα του ξεριζώνει δέντρα, σιδερένιες γρίλιες, κιγκλιδώματα, μοχλούς, κοντάρια που κατεβάζουν τα ρολά, τι καρέκλες, τι παράθυρα, τι μπάγκους. «Λα φούρια φραντσέζε», έτσι την ήξερε ο Σταντάλ.[12] Κι οι φλίκοι[13] του κυρίου Διευθυντή της Αστυνομίας γίνηκαν καπνός, οι κλούβες τους γίνηκαν πατσάς. Και καθώς περνούσε ο σίφουνας, αμάθητος εγώ, θα μ’ έπαιρνε κι ένας θεός ξέρει πού θα με πήγαινε, αν δε με τραβούσε από το χέρι μια θυρωρός μέσα στο προστατευτικό κούφωμα της πόρτας της. Αλίμονο αν γίνει κάτι τέτοιο εδώ στην Ακαδημίας, το πλήθος άραζε μουλωχτά, έτοιμο να χιμήξει. Εξήντα δευτερόλεπτα θανάσιμης αναμονής. Όμως στην Ιπποκράτους άναψε το πράσινο, ακούστηκε απ’ εκεί ένας ορυμαγδός, συρφετός ακράτητος τα τροχοφόρα, μας γέμισαν τα καυσαέρια, ωστόσο μερικοί αναστέναξαν μ᾿ ανακούφιση. Πάει, όμως, το έπαιρναν το παλικάρι. Κι από την ταράτσα φώναζαν: «Συμπα-ρά-σταση Λαέ!»
Κι οι ώρες περνούσαν κι η νύχτα κατέβαινε κι ο κόσμος, όπως είχε φτάσει αθόρυβα σαν πλημμυρίδα, χόρτασε αγωνία και περηφάνεια κι ένιωσε να σαλεύει μέσα του αμφίρροπη μια γνώμη, σήμανε άραγε η ώρα; Και γινόταν πανζουρλισμός, γιατί ο κάθε γιωταχής που έπαιρνε χαμπάρι, ας πάμε σου έλεγε, τι χάνουμε, συμπαράσταση, και τα λεωφορεία έφευγαν τώρα γεμάτα, βρισκόμαστε στη φυρονεριά. Και στο σκοτάδι κάτω από τα δέντρα δεν μπορούσες να καταλάβεις είναι χίλιοι, είναι διακόσιοι, και σκιές γλιστρούσαν, έφευγαν ή έρχονταν και ποιος να εμπιστευθεί πια το διπλανό του, που έβλεπε τους Εσατζήδες να σουλατσάρουν μες στο φως και κάθε τόσο τους πλησίαζαν κάτι ακαθόριστοι τύποι και ψουψουψού κι ύστερα φεύγαν ετούτοι και χάνονταν μέσα στους ανθρώπους που δεν το κουνούσαν. Εδώ θα μείνουμε κι ας λιώσουμε στα πόδια μας, μανάδες, γιαγιάδες, αδελφές, συντρόφισσες, γκόμενες κι εργατικοί άνθρωποι με βασανισμένα πρόσωπα και τα παιδιά του Ανοιχτού Θεάτρου ανεβασμένα στην πεζούλα στη ράχη του Πανεπιστημίου να χειρονομούν παντομίμα σ’ αυτούς που βίγλιζαν από την ταράτσα της Νομικής: Συμπα-ρά-στα-ση. Εδώ είμαστε. Μαζί σας. Δε θα φύγουμε. Κι οι πατεράδες, αχ οι έρημοι οι πατεράδες, να μασούν από μέσα τα μάγουλά τους μπας και τους ξεφύγει καμιά φωνή και την καρδιά τους να την τριβελίζει η σιγουριά: Περιμένουν ν’ αδειάσει ο τόπος απ’ τον κόσμο για να χτυπήσουν. Πρέπει να μείνουμε πάση θυσία. Κι οι φωτεινές επιγραφές ένα γύρο έπιασαν να σβήνουν, κάτι κουλουρτζήδες είδαν τα καλάθια τους ν’ αδειάζουν στο λεπτό, πήγαν ξανάρθαν με καινούρια, ύστερα βαρέθηκαν. Αμάν λίγο νερό, μια λεμονάδα. Εδώ θα λιώσουμε. Και τα λεωφορεία φορτωμένα σα τσαμπιά έκαναν την τελευταία τους διαδρομή, τέρμα. Και μέσα στη σκιά των δέντρων έμεναν ή πηγαινοέρχονταν οι πιστοί, όσοι γνοιάζονταν για κάποιο δικό τους εκεί μέσα και μερικοί άλλοι. Διηγείται ο Αλέξανδρος. Ήταν ένας αδύνατος με ψαρά μαλλιά και σκαμμένα μάγουλα: Έχετε δικό σας παιδί μέσα; Την κόρη μου, λέει ο Αλέξανδρος. Κι εγώ, λέει ο άγνωστος. Εγώ είμαι παλιός Ελασίτης κι ύστερα απ’ όσα τράβηξα και τα σφάλματα και λοιπά για να συντομεύω, έχω μια κόρη κι είπα θα τη σπουδάσω, θα την κάνω άνθρωπο, μα στην πολιτική δε θα την αφήσω ν’ ανακατωθεί ποτέ πια. Εντούτοις, κύριε, κάτι 18 Κείμενα απ’ εδώ κάτι Ρήγας Φεραίος απ’ εκεί, νάτη, χώθηκε ώς τα μπούνια. Κι όπως το διηγόταν ο Αλέξανδρος, σε είδα Ρόδη, σε είδα ολόσωμο εκεί μπροστά μας με το φεγγερό σου πρόσωπο και τα γυαλιά σου ν’ αστράφτουν και το χαμόγελό σου. Ήσουν ο ίδιος όπως εκείνη τη νύχτα του Απρίλη του 1969, που ήρθες στο σπίτι του γιατρού, με τ’ οριστικό πια κείμενο της Ανακοίνωσης, που έμεινε γνωστή ως των 18 συγγραφέων[14] –απ’ αυτό βαστάει μια ρίζα του δέντρου που αντρώθηκε τον άλλο χρόνο ως 18 Κείμενα– κι αφού, επιμένοντας μαζί κι ο Αλέξης Αργυρίου, ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, ο Θ. Δ. Φραγκόπουλος, κι ο Τάκης Σινόπουλος και δε θυμάμαι ποιος ακόμη, βάλατε βέτο να μην υπογράψω, για τους γνωστούς λόγους,[15] πιάσαμε να συζητούμε πώς θ’ αντιμετωπισθεί η επίθεση της Ασφάλειας, που οπωσδήποτε θ’ ακολουθούσε τη δημοσίευση, σηκώθηκες και είπες: «Διεκδικώ την τιμή να έχω μόνος την ευθύνη για τη σύνταξη αυτής της Ανακοίνωσης». «Δεκτόν», είπαμε, γιατί ο τόνος σου δε σήκωνε συζήτηση. Έτσι χαμογελαστή πηγαινοερχόταν η μορφή σου μπρος σ’ εκείνους που περίμεναν κι άξαφνα γέμισε ο τόπος από ταξί. Επέλαση. Να δεις τα φέραν για να μπαγλαρώσουν τα παιδιά. Μα όχι, αποδείχτηκε πως οι ταξιτζήδες κάναν ομαδική εκδήλωση συμπαράστασης. Και μια γυναίκα που είχε το παιδί της εκεί μέσα ζητούσε από έναν ταξιτζή να της νοικιάσει τ’ αμάξι και να κάνει μέσα εκεί το ξαγρύπνημα, γιατί τα πόδια της δεν τη βαστούσαν πια. Κι ο ταξιτζής: «Έμπα, κυρά μου, κι εγώ δε θα το κουνήσω απ’ εδώ πέρα, μπας δεν είναι δικοί μου άνθρωποι αυτοί που κλείστηκαν, για το καλό μας ολουνών το κάνουνε.» Και τότε άρχισε το πλήθος ν᾿ ανάβει κεράκια, ποιος το σκέφθηκε, ποιος τα έφερε; Και γέμισε ο χώρος αντίκρυ και κάτω από τη Νομική Σχολή αναμμένα κεράκια και τα παιδιά από πάνω βλέπαν πως δεν ήταν ασυντρόφιαστα και φώναζαν «Έξω η Χούντα απ’ τις Σχολές», «Ελευθερία». Τότε φάνηκε πάλι, Ρόδη, να χαμογελά η μορφή σου και να επιδοκιμάζει συνεπαρμένη.
Την άλλη μέρα πια τ᾿ απόγεμα, 23 Φεβρουαρίου, ύστερα από διαπραγματεύσεις και εγγυήσεις της Εξουσίας στη Σύγκλητο, έγινε η έξοδος των παιδιών. Μα η Χούντα ποιες εγγυήσεις σεβάστηκε για να σεβαστεί και τούτες; Εσατζήδες, πεζοναύτες, ασφαλίτες ταμπουρωμένοι στην Ασκληπιού, τη Μαυρομιχάλη, τη Χαριλάου Τρικούπη, ώς πέρα στην πλατεία Κάνιγγος, ρίχτηκαν πάνω στους φοιτητές και κατέβαζαν με τα κλομπς σε κεφάλια, μα κοριτσιών, μα αγοριών και κλοτσιές και γροθιές με πρωτείδωτη σκληρότητα.
Στη σφαγή του Πολυτεχνείου δεν σε είδα. Πιο σωστά: Τη νύχτα της Παρασκευής, 16 Νοεμβρίου 1973, γύρω στις οχτώ, μέσα στους καπνούς των δακρυγόνων και τις εκπυρσοκροτήσεις, από την Πατησίων πήρα βιαστικά την οδό Σολωμού με κατεύθυνση την Γ΄ Σεπτεμβρίου. Στο αριστερό μου χέρι ανοιχτό το τρανζίστορ «Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο». Άξαφνα εμπρός μου αναγνώρισα σε κάποιον τη ράχη σου και τα μαλλιά σου. Αυτός άκουσε το τρανζίστορ και γύρισε το πρόσωπο. Ήταν άλλος. Πιο πέρα τον έχασα. Όταν έφτασα στην Γ΄ Σεπτεμβρίου είδα να γίνεται μεγάλο κακό. Ένα θωρακισμένο της Αστυνομίας έριχνε βόμβες δακρυγόνων προχωρώντας πολύ αργά. Πυροβολισμοί. Και άγνωστοι (προβοκάτορες;) σήκωναν σιδερένιους λοστούς και σπάζαν βιτρίνες. Και κατά την οδό Μάρνη αναμμένες φωτιές. Πιο πέρα, κάθετα στο κατάστρωμα, σταματημένο ένα λεωφορείο, δίχως επιβάτες, δίχως οδηγό. Κι από την άλλη μεριά, την Ομόνοια; την πλατεία Βάθης; πυκνό ντουφεκίδι. Έκανα πίσω. Ο θυρωρός μιας πολυκατοικίας άνοιγε κι έπαιρνε μέσα κόσμο. Το τρανζίστορ μου τη δουλειά του. Μα κάθε που άνοιγε η γυάλινη πόρτα για να μπει κάποιος, μπαίναν και τα δακρυγόνα κι οι άνθρωποι έβηχαν και διαμαρτύρονταν. Ο σταθμός των φοιτητών κάνει έκκληση στον Ερυθρό Σταυρό και τους γιατρούς για να στείλουν φιάλες οξυγόνου, φάρμακα, γάζες... Μια σαραντάρα πλάι μου λέει «Αχ, δε βαστώ» και κάθεται στα σκαλοπάτια. Καθόμαστε όλοι, έτσι το τρανζίστορ ακούγεται καλύτερα. Ο σταθμός λέει στους γονείς «Μη φοβάστε. Τα παιδιά σας δεν κινδυνεύουν». Ακούω πλάι μου: «Αμήν, Παναγίτσα μου». Μα η γυναίκα, όταν ακούει τους φοιτητές να ζητούν από τον Ερυθρό Σταυρό να στείλει ασθενοφόρα κι απ’ τους γιατρούς να έρθουν στο Πολυτεχνείο γιατί η κατάσταση σε μερικούς πληγωμένους είναι σοβαρή, τότε τινάζεται. «Δεν αντέχω άλλο, πρέπει να βγω. Έχω το γιο μου κλεισμένο μέσα στο Πολυτεχνείο και τον άντρα μου καρδιακό, στο σπίτι. Θ’ ακούει το ραδιόφωνο και θα πάθει τίποτα. Θα βγω.» Ο θυρωρός κι άλλες δυο γυναίκες προσπαθούν να τη λογικέψουν: «Πού θα τρέχεις μες στην κόλαση. Περίμενε να ησυχάσει κάπως η κατάσταση». Κάνει υπομονή αλλά γύρω στις έντεκα δεν αντέχει άλλο, βγαίνει. Βγαίνω μαζί της. «Ένα ταξί». Πού ταξί. Με τα πόδια. Η Γ΄ Σεπτεμβρίου μας φαίνεται πιο σίγουρη. Παντού ερημιά. Μόνο οι μυρωδιές από καμένο και δακρυγόνα. Πριν φτάσουμε στην πλατεία Λαυρίου, βλέπουμε σταματημένες τις αστυνομικές κλούβες. Κλείνω το τρανζίστορ και το χώνω στην τσέπη. Οι αστυφύλακες, με φανερά τα ίχνη της κόπωσης, ακουμπούν τις ράχες τους στον τοίχο, μα ένας αξιωματικός τους κάθεται στην άκρη του πεζοδρομίου και στα γόνατά του ακουμπά κάτι σαν οπλοπολυβόλο. Έχει καταρρεύσει. Αυτός πρέπει να σκότωσε άνθρωπο. Πλησιάζω: «Μπορούμε να βρούμε ταξί πουθενά;» Μου κάνει μια βαριεστημένη χειρονομία, που μπορεί να σημαίνει «τράβα παρακάτω» ή και «δε μας παρατάς κι εσύ με το ταξί, δε βλέπεις;» Ποδαρόδρομο. Στην Ομόνοια, έξω από το ξενοδοχείο «Μπάγκειον» σταματούμε ένα ιδιωτικό. Παρακάλια. Λυπούνται, είναι δημοσιογράφοι της Βραδυνής και πρέπει να προφτάσουν. Πάλι ποδαρόδρομο. Στην Πανεπιστημίου ελάχιστοι διαβάτες, πολύ βιαστικοί, και φανερά τα ίχνη: εδώ πρέπει να χτυπήθηκαν. Στη γωνία Ιπποκράτους και Σόλωνος χωρίζουμε, λέει πως τώρα πια είναι κοντά το σπίτι της. Της εύχομαι όλα να πάνε καλά, για το παιδί και για τον άντρα της. Δεν τη ρώτησα πώς λέγεται, δεν ξέρω αν το παιδί της... Ανοίγω πάλι το τρανζίστορ. Ακόμα ζητούν ασθενοφόρα. «Σας μιλάει ο Ραδιοφωνικός Σταθμός των αγωνιζόμενων φοιτητών, των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων».
«Αλλά, θεά», έλεγε ο Σολωμός στην Ελευθερία στο Γ΄ σχεδίασμα των «Ελεύθερων Πολιορκημένων», «δεν ημπορώ ν᾿ ακούσω τη φωνή σου». Αυτό το βάλαμε προμετωπίδα στα 18 Κείμενα. Και να ο Σταθμός των φοιτητών στέλνει στα πέρατα της Αθήνας:
Τη Ρωμιοσύνη μη την κλαις
εκεί που πάει να σκύψει...
Ανεβαίνω τα σκαλοπάτια της οδού Πινδάρου. Μια κατάφωτη τζαμόπορτα πάνω στο κηπαράκι μιας πολυκατοικίας. Κοιτάζω, ένας φίλος μου περιστοιχισμένος από κυρίες και δεσποινίδες μιλά κουνώντας το τσιγάρο του. Φλερτάρει; Μιλά για τα γεγονότα; Υπάρχουν νεκροί; Δεν τολμώ να μπω, τραβώ πιο ψηλά σ’ ένα φιλικό σπίτι. Σε λίγο χτυπά το τηλέφωνο, άλλος φίλος ζητάει κατεπειγόντως ταξί, στη γωνιά Τοσίτσα και Στουρνάρα πυροβολούν από τις πολυκατοικίες στο ψαχνό, υπάρχουν τραυματίες και νεκροί. Του εξηγώ τι γίνεται για ταξί. Φεύγω για το σπίτι μου, θ’ ανησυχούν αλλά δεν θέλω να τηλεφωνήσω. Στη λεωφόρο Σοφίας, εμπρός στο μνημείο, εκεί που δολοφονήθηκε ο Ίων Δραγούμης[16] –έρημη Ρωμιοσύνη που τρως τα παιδιά σου– ακούω έναν αλλόκοτο κρότο να πλησιάζει από τους Αμπελόκηπους. Ερπύστριες. Σταματώ και περιμένω. Περνούν τα τανκς, τα μετρώ, δώδεκα. Διασχίζω, παίρνω την οδό Ηριδανού, φτάνω σπίτι και αμέσως τηλεφωνώ: «Βγήκαν τα τανκς – Πόσα; – Δώδεκα – Πού πηγαίνουν; – Κατά την πλατεία Συντάγματος». Αργότερα στο τρανζίστορ: «Αδέλφια μας φαντάροι, είμαστε άοπλοι». Και τέλος, με φωνή που κόβεται από λυγμούς, ένα παλικάρι: «Σε γνωρίζω από την κόψη...». Ο Σολωμός...
***
Δεν κουβεντιάσαμε, Ρόδη, για τα βιβλία σου, για το ρόλο σου στον Κυπριακό Αγώνα και στην Εταιρεία Μελέτης Ελληνικών Προβλημάτων... Ας πούμε, ας ελπίσουμε πως αυτό θα γίνει από τους κριτικούς και τους ιστορικούς.[17] Εμείς ένα περίπατο κάναμε, μήτε καν πορεία... Αχ, αυτή η λέξη πόσους συσχετισμούς υποβάλλει με τη σημερινή κατάσταση. Ένα μόνο θα σου πω, η πνευματική σου πορεία ήταν ενός γενναίου, ένας ωραίος άθλος. Αναρωτιέμαι ποιο θα ήταν το τέρμα της αν δεν έκοβε το νήμα της ζωής σου η Μοίρα τόσο νωρίς. Πάντως, απ’ τη μεριά του Ανδροκλή θα έμενες, αυτό το ξέρω. Είσαι πλάι μου και δεν είσαι πια. Χάνεσαι μέσα στο μούχρωμα. Και το Βουνί αντίκρυ πέρα σκυθρώπασε σαν ξερό δαμάσκηνο. Λίγο κάτω απ’ την κορφή του το κουλούριασε το άσπρο σύννεφο. Μελτέμι θα έχουμε και αύριο...[18]
[1] Το κείμενο δημοσιεύεται στο μονοτονικό, σε ελάχιστες περιπτώσεις προσαρμοσμένο στην ορθογραφική συνήθεια, χωρίς να σημειώνονται οι επιμέρους διαγραφές ή προσθήκες και με πλαγιασμένους τους τίτλους των αναφερόμενων εντύπων.
[2] Πρόκειται για τα διηγήματα «Ένα κορίτσι», «Το ψαράκι της γυάλας» και «Ο Γιάννης το θεριό μερμήγκι» (σ. 76-92), που προστίθενται ως πέμπτη ενότητα με τίτλο «Τρία διηγήματα» το 1972 στη μεταθανάτια επανέκδοση του Τυφεκιοφόρου του εχθρού· βλ. τώρα Άπαντα, Κέδρος, Αθήνα 31986, σ. 155-176. Για τα αποσπάσματα του δοκιμίου «Οι περιφρονητές του πλήθους» που προδημοσιεύτηκαν στα Νέα Κείμενα 2 το 1971 (σ. 278-284), βλ. τώρα Ρόδης Ρούφος, Οι μεταμορφώσεις του Αλάριχου και άλλα δοκίμια, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2018, σ. 245-252.
[3] Για τις βίαιες συγκρούσεις ανάμεσα σε απεργούς διαδηλωτές και την αστυνομία κατά την πρώτη περίοδο της Μεταπολίτευσης, βλ. Νίκος Σερντεδάκις, «Συνέχειες και ασυνέχειες της συλλογικής δράσης κατά τη μετάβαση από την “καχεκτική δημοκρατία” στη “μεταπολίτευση”», στο: Μεταπολίτευση. Η Ελλάδα στο μεταίχμιο δύο αιώνων, επιμ. Μάνος Αυγερίδης, Έφη Γαζή και Κωστής Κορνέτης, Θεμέλιο, Αθήνα 2015, σ. 99-115 (η αναφορά στην ένταση και την έκταση των επεισοδίων του Ιουλίου 1975 στις σ. 111-112). Για τη συλλογική δράση των οικοδόμων στα προδικτατορικά χρόνια, βλ. το δεύτερο μέρος στο: Δήμητρα Λαμπροπούλου, Οικοδόμοι. Οι άνθρωποι που έχτισαν την Αθήνα 1950-1967, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2019.
[4] Κατά πληροφορία του Λουκά Ρούφου, η οικογένεια της Αριέττας και του Ρόδη Ρούφου περνούσε κάποια καλοκαίρια στη Σκύρο, στο εξοχικό που διατηρούσε εκεί η οικογενειακή φίλη Δάφνη Οικονόμου.
[5] Όσο επισκοπώ τη σχετική βιβλιογραφία, ζητούμενη παραμένει μία μελέτη για την πρόσληψη του Vérité sur la Grèce, του προλογίσματος του Pierre Mertens (σ. 7-10) στην έκδοση της Λωζάννης (La Cité, 1970) και της αγγλικής ενημερωμένης έκδοσης με τίτλο Inside the Colonel’s Greece (Chatto & Windus, Λονδίνο 1972 και W.W. Norton & Company, Νέα Υόρκη 1972), σε μετάφραση και με εισαγωγή του Richard Clogg – βλ. πάντως τις αναφορές του Αλιβιζάτου, ό.π. σημ. 3, σ. 36-38. Για το δημοσίευμα του Mertens το 1975 για τον Τσίρκα και τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία βλ. αρ. 898 στη Βιβλιογραφία 1926-1978 της Κατερίνας Πλασσαρά (Ε.Λ.Ι.Α., Αθήνα 1979).
[6] Παρότι στην παρουσίαση αυτή δεν ενδιαφέρουν οι κατά βάση φραστικές αλλαγές που επέφερε στο δακτυλόγραφο επί του πιεστηρίου ο Τσίρκας με το μολύβι στο χέρι, ίσως έχει νόημα η παράθεση της αρχικής και πιο απόλυτης διατύπωσης της φράσης: «Δεν είναι, Ρόδη, από την 21 Απριλίου 1967 που χαράχτηκε η πνευματική σου πορεία σε μια όλο και πιο ριζική αμφισβήτηση κι αναθεώρηση των πολιτικών και ηθικών αξιών της δικής σου όχθης».
[7] Για τη σημασία της συνέντευξης αυτής, που αναδημοσιεύεται και στο ανά χείρας τεύχος, ας σημειωθεί πως σε αυτήν παραπέμπει τόσο ο ίδιος ο Ρούφος στον πρόλογό του στην επανέκδοση του Χρονικού στον Κέδρο το 1971 όσο και ο Θ. Δ. Φραγκόπουλος στο πάντοτε αξιανάγνωστο δοκίμιό του Κτέρισμα για τον Ρόδη, Αστρολάβος / Ευθύνη, Αθήνα 1990, σ. 41-42.
[8] Ας υπογραμμιστεί η έμφαση του Τσίρκα στην ανακάλυψη από τον Ρούφο του αριστερού αμερικανού διανοούμενου και πολέμιου της ψυχροπολεμικής πολιτικής της Δύσης Edmund Wilson και των βιβλίων του, λ.χ. εκείνου για την ιστορία των σοσιαλιστικών ιδεών (To the Finland Station: A Study in the Writing and Acting of History, 1940) ή και του οδοιπορικού του στην Ελλάδα μετά την Απελευθέρωση (Europe without Baedeker: Sketches among the Ruins of Italy, Greece and England,
1947, 21967).
[9] Βλ. τώρα τη συναγωγή του Αργυρίου Αναψηλαφήσεις σε δύσκολους καιρούς, Κέδρος, Αθήνα 1986, σ. 291.
[10] Προφανώς ο Αλέξανδρος Κοτζιάς.
[11] Από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 το αντιαποικιοκρατικό αλγερινό «Mouvement pour le triomphe des libertés démocratiques» (MTLD) συμμετείχε στις διαδηλώσεις της 14ης Ιουλίου, με τη βία να δίνει τον τόνο και την καταστολή στην Place de la Nation να κορυφώνεται το 1953 με επτά νεκρούς διαδηλωτές και δεκάδες τραυματίες· βλ. Emmanuel Blanchard, La Police parisienne et les Algériens (1944-1962), Nouveau Monde, Παρίσι 2011, σ. 129-143.
[12] H «γαλλική μανία» αποτελεί έκφραση που χρησιμοποιεί ο Μακιαβέλλι για να ονομάσει την καταιγιστική ήττα του ιταλικού στρατού από τη σφοδρότητα των Γάλλων στο Fornovo di Taro το 1495 και απαντά μεταξύ άλλων και στο Κόκκινο και το Μαύρο. Ευχαριστώ τους Κώστα Σπαθαράκη και Σωτήρη Παρασχά που μου υπέδειξαν την παρουσία της φράσης στο Λεξικό των κοινών τόπων του Φλωμπέρ: «FURIE FRANÇAISE. Να προφέρετε πάντα furia francese» (μτφρ. Τατιάνα Τσαλίκη Μηλιώνη, Ύψιλον, Αθήνα 1999, σ. 71).
[13] Από το γαλλικό flic, μειωτικός χαρακτηρισμός για τον αστυνομικό· βλ. και παραπάνω μπασκίνες.
[14] Η «Ανακοίνωση» των 18 Αθηναίων συγγραφέων της μεταπολεμικής γενιάς (Μιχαήλα Αβέρωφ, Αλέξανδρος Αργυρίου, Θανάσης Βαλτινός, Γιώργος Γεραλής, Ιάσων Δεπούντης, Λιλή Ιακωβίδη, Παντελής Καλιότσος, Λίνα Κάσδαγλη, Νίκος Κάσδαγλης, Φώντας Κονδύλης, Αλέξανδρος Κοτζιάς, Μένης Κουμανταρέας, Τάκης Κουφόπουλος, Κωστούλα Μητροπούλου, Ρόδης Ρούφος, Κώστας Ταχτσής, Καίη Τσιτσέλη, Θ. Δ. Φραγκόπουλος) δημοσιοποιήθηκε στις 23 Απριλίου 1969, έναν περίπου μήνα μετά τη «Δήλωση» του Γιώργου Σεφέρη στις 18 Μαρτίου 1969. Βλ. σχετικά Αλέξανδρος Αργυρίου, Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας, Καστανιώτη, Αθήνα 2007, τ. Ζ΄, σ. 85-87, όπου διαβάζουμε πως τη διαμαρτυρία «είχαν συνυπογράψει ο Μανόλης Αναγνωστάκης από τη Θεσσαλονίκη και ο Τάκης Σινόπουλος, γιατρός του ΙΚΑ, αλλά οι κυρίως διαχειριστές του θέματος (Ρ. Ρούφος και Α. Κοτζιάς) δεν θεώρησαν σκόπιμο να συμπεριλάβουν ένα μόνο πρόσωπο εκτός Αθηνών, και μάλιστα χρωματισμένο πολιτικά και σεσημασμένο στην τοπική αστυνομία, και έναν δημόσιο υπάλληλο που θα έχανε τα προς το ζην»· ως προς τις δυσκολίες της συγκέντρωσης των υπογραφών στην «Ανακοίνωση» αλλά και για τις διαφοροποιήσεις μεταξύ των 18 συγγραφέων αυτού του κειμένου διαμαρτυρίας και των συμβαλλόμενων στα Δεκαοχτώ κείμενα, βλ. το ιδιαιτέρως ενημερωτικό κείμενο του Θ. Δ. Φραγκόπουλου: «Το ημερολόγιο των “Δεκαοχτώ Κειμένων”», στο Δίαυλοι, Διογένης, Αθήνα 1974, σ. 188-193, αλλά και τη μαρτυρία του Μένη Κουμανταρέα: «Μαραμπού και χούντα», στο Η γυναίκα που πετάει, Κέδρος, Αθήνα 2006, σ. 107-130, και πβ. Αλέξης Ζήρας, «Ευθείες και πλάγιες επιβολές στην χουντική τριετία 1967-1969», Η Αυγή, 22/4/2019 (https://www.avgi.gr/entheta/309463_logokrisies-kai-siopes).
[15] Αντιγράφω από το «Ημερολόγιο» του Θ. Δ. Φραγκόπουλου, αυτόθι, σ. 189: «Ο Ρόδης μου αναφέρει ονόματα ανθρώπων που έχουν ειδικούς λόγους να φοβούνται: ένας που έχει ξένο διαβατήριο και μπορεί ν’ απελαθεί […]».
[16] Σημειώνω την πληροφορία του Θ.Δ. Φραγκόπουλου για τον θαυμασμό που έτρεφε ο Ρούφος στον Ίωνα Δραγούμη (Κτέρισμα για τον Ρόδη, ό.π. σημ. 19, σ. 24).
[17] Αν και με χρονοκαθυστέρηση, το ότι η ελπίδα αυτή δεν διασκεδάστηκε το μαρτυρούν, πλάι στα κατά καιρούς αφιερώματα του περιοδικού Τύπου ή τις εισαγωγές / επίμετρα στις επανεκδόσεις των βιβλίων του Ρούφου από την Εστία την τελευταία δεκαετία, και πρόσφατες μελέτες όπως εκείνη του Αλέξανδρου Δ. Μπαζούκη: Ρόδης Ρούφος. Ένας συγγραφέας σε καιρούς δοκιμασίας (Κατοχή, Αντίσταση, Κυπριακός Αγώνας), Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2021.
[18] Το δημοσίευμα αυτό δεν θα είχε σταθεί δυνατό δίχως την αμέριστη συμπαράσταση της Σοφίας Μπόρα, ψυχής στο ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ των λογοτεχνικών του αρχείων. Αλλά τούτο ισχύει για το σύνολο της ερευνητικής μου εργασίας πάνω στον Τσίρκα, οπότε οι ευχαριστίες εδώ μάλλον περισσεύουν ως αυτονόητες. Εξίσου αυτονόητες ας θεωρηθούν οι ευχαριστίες μου στη Μαρία Τοπάλη και στον Γιάννη Παπαθεοδώρου για τις αναγνωστικές τους προτάσεις επί του πιεστηρίου.