Εκτός από Λαό με Λ κεφαλαίο που δέσποζε στο ρητορικό προσκήνιο, στη γειτονιά έδινε κι έπαιρνε και το λαουτζίκος, αν και για ευνόητους λόγους κανείς δεν ήθελε να σχετίζεται με αυτόν ούτε να βρίσκεται εκεί. Ακόμη και τα λεξικά ντρέπονταν να τον αναφέρουν. Το ανυπέρβλητο μεγαλειώδες 15τομο μαμούθ Μέγα Λεξικόν όλης της Ελληνικής Γλώσσης του Δημητράκου, που αφιερώνει 2 σχεδόν σελίδες στο Λαό με παράγωγα και σύνθετα, υποκύπτει σιωπηλά στο ταμπού και αγνοεί το περιφρονητικό υποκοριστικό. Το πόπολο είχε ακόμη πιο προβληματική υπόσταση. Εκτός από ξενόφερτο απαιτούσε πτυχίο για να το χρησιμοποιείς.
Το ΛΑΕ ΠΕΙΝΑΣ ΓΙΑΤΙ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΚΥΝΑΣ με ξάφνιασε. Ο μόνος εμπειρικός λαός που ήξερα ήταν ο κυρ Στέλιος, ο φύλακας στο πάρκινγκ του Εθνικού Θεάτρου. Καθόταν όλη μέρα σε ξύλινη καρέκλα και κάπνιζε άφιλτρα Καρέλια, Σαντέ ή ό,τι έπεφτε στα χέρια του, το ένα μετά το άλλο, τσιμπολογώντας μεζεδάκια από το διπλανό καφενείο. Ήταν πάντα ιδρωμένος και φορούσε ξεκούμπωτο κοντομάνικο πουκάμισο χωρίς φανελάκι ακόμη και το χειμώνα. Πολλές φορές τον τύλιγε το σύννεφο σκόνης από τα αυτοκίνητα που μπαινόβγαιναν βιαστικά στο χωμάτινο πάρκινγκ. Ακόμα και καθιστός, ο κυρ Στέλιος αγκομαχούσε και ξεφυσούσε με δύσπνοια και το σφύριγμα χρόνιας αποφρακτικής πνευμονοπάθειας τελικού σταδίου ακουγόταν από χιλιόμετρα. Ούτε για τα μεζεδάκια δεν σηκωνόταν – του τα έφερναν σε μεταλλικό δίσκο όπως οι καφετζήδες στις παλιές ελληνικές ταινίες. Και όταν έφτυνε, τα ντεσιμπέλ παραγωγικού τσιγαρόβηχα τράνταζαν Κουμουνδούρου και Σατωβριάνδου μέχρι Μάρνη.
Με το τσιμπολόγημα η κοιλιά του ξεπρόβαλλε από τις ανοιχτές πτυχές του πουκάμισου σαν βαρελοειδές κομοδίνο και έφτανε στο απέναντι πεζοδρόμιο. Φαινόταν έτοιμη να γεννήσει το καινούργιο και δέσποζε σαν εποικοδόμημα σχετικά αυτονομημένο από τη βάση, όπως εξηγούσαν Οι Στοιχειώδεις Αρχές Φιλοσοφίας του Ζωρζ Πόλιτζερ. Από ιατρική άποψη (είχα διαβάσει τους Κυνηγούς Μικροβίων και ήξερα ότι θα γινόμουν γιατρός) λίγη πείνα δεν θα έβλαπτε τον κυρ Στέλιο.
Ο Λαός ήταν στον ενικό σαν να είναι ένα πράγμα και τα παιδιά του Πολυτεχνείου πίστευαν με ζέση ειλικρινή ότι ήταν ένα μ’ αυτόν. Ανησυχούσαν και ενδιαφέρονταν για το Λαό σαν να ήταν φιλάσθενος μπαμπάς ή θείος με βαρηκοΐα που χρειάζεται νταντά. Αλλά με το ΛΑΕ ΠΕΙΝΑΣ ΓΙΑΤΙ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΚΥΝΑΣ τοποθετούσαν τους εαυτούς τους σε ανώτερο επίπεδο.
Όσο και να μην το έβλεπαν, να μην μπορούσαν να το δουν ή να ντρέπονταν να το παραδεχτούν, η μόρφωση που είχαν τους κατέτασσε πολύ πάνω από τον κυρ Στέλιο.
Το αυτάρεσκα αποκαλούμενο φοιτητικό κίνημα σκόνταφτε στο ίδιο πρόβλημα που είχαν τα διαγγέλματα του Δικτάτορα. Προσπαθείς να επικοινωνήσεις με κάτι που δεν καταλαβαίνεις και που σου γλιστράει μέσα από τα χέρια. Απευθύνεσαι σε ένα πράγμα που υπάρχει μόνο σαν ding an sich ανεξαρτήτως των αισθήσεων. Αναπόφευκτα κατέληγαν να νουθετούν, να συμβουλεύουν και να υπαγορεύουν όπως οι σημερινές γκουρού αυτοβελτίωσης, ινφλουένσερς, ποπ ψυχολόγοι και life coaches. Dictate σημαίνει υπαγορεύω αλλά δεν θέλω να συνεχίσω αυτό το νήμα σκέψης.
Παράξενο πράγμα ο Λαός. Είχε επιλεκτική αμνησία και χρειαζόταν να του υπενθυμίζεις ότι πεινάει.
Γιατί τέτοια εμμονή με πείνα το 1973; Εκτός από δραματικές φωτογραφίες με παιδάκια από Μπιάφρα και Μπαγκλαντές όταν οι εφημερίδες δεν είχαν κάτι καλύτερο για να γεμίσουν τις σελίδες τους, δεν είχα δει ούτε ήξερα κανέναν να πεινάει. Και δεν ήταν μόνο η κοιλιά του κυρ Στέλιου σαν μαθηματική απόδειξη ότι η πείνα αποτελούσε λογοτεχνικό και ιστορικό παρελθόν.
Οι ταβέρνες στην Ψαρών και γύρω από τον Άγιο Παύλο ήταν φίσκα. Όποτε και να πήγαινες δεν έπεφτε καρφίτσα και η τσίκνα μπιφτεκίλας και μπριζολίλας πλανιόταν πάνω από Μεταξουργείο και Σταθμό Λαρίσης όπως το φάντασμα του κομμουνισμού πάνω από την Ευρώπη. Οι ουρές στα σουβλατζίδικα της Ομόνοιας ήταν θρυλικές ενώ ψηλά στη Σατωβριάνδου εμφανίστηκε το πρώτο φαστφούντ. Αντί για πείνα, το 1973 ήταν χρονιά μεγάλου φαγοποτιού. Πολτολαϊκά χρονογραφήματα στο Ρομάντσο και αλλού γκρίνιαζαν για το φαγητό στα εστιατόρια. Άβραστο αυτό, μπαγιάτικο ετούτο, άψητο το άλλο και τα φασολάκια όχι τόσο φρέσκα ούτε καλά καθαρισμένα. Τα σκιρτήματα ελληνικού φουντισμού ξεκίνησαν τότε, πολύ πριν τα μισελενάτα. Ακόμα και στα λαϊκά τραγούδια η πείνα συνέβαινε πολύ μακριά, στην Ασία. Ποιος ξέρει, ίσως η πολιτιστική επανάσταση της αστακομακαρονάδας και οι σημερινοί μεταμοντέρνοι εφιάλτες παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας έχουν τις γενεαλογίες τους στα βαθιά σέβεντις, αλλά αυτό ας το αφήσουμε στους food historians.
Βεβαίως, το ελαφρυντικό των παιδιών της δικτατορίας είναι ότι τα αντιοξειδωτικά και πολλαπλά ιατρικά οφέλη διαλειμματικής νηστείας και πολύωρης πείνας ήταν άγνωστα τότε.
ΛΑΕ ΚΑΝΕ ΔΙΑΙΤΑ θα ήταν απείρως πιο πρωτοποριακό και υγιεινό. Και αν σκεφτούμε τους τσιγαρόβηχες και τη βαριά δύσπνοια του κυρ Στέλιου στην καρέκλα, ΛΑΕ ΜΗΝ ΚΑΠΝΙΖΕΙΣ θα ήταν επίσης καλό, όπως Μπαμπά μην τρέχεις δίπλα στην Παναγίτσα με φυλαχτό κρεμασμένα δεξιά από το τιμόνι.
Μήπως όμως ο κυρ Στέλιος πεινούσε για ελευθερία και όχι μόνο μεζεδάκια; Ακόμη και αν ποιητική αδεία και χωρίς την παραμικρή ένδειξη υποθέσουμε κάτι τέτοιο (φαινόταν μια χαρά ελεύθερος στην καρέκλα του και δεν προσκυνούσε ούτε τον καφετζή που του έφερνε τις βαρυφορτωμένες πιατέλες), οι διαδηλωτές θα έπρεπε να αποφεύγουν οιαδήποτε σύνδεση ή συνειρμό ανάμεσα σε πείνα και προσκύνημα. Δηλαδή αν είμαστε χορτάτοι είναι οκέι να προσκυνάμε; Η ελευθερία περνάει από το στομάχι; Τι ακριβώς είχε στο μυαλό του το αντιδικτατορικό κίνημα; Ελευθερία του χοιροτροφείου;
Με απασχολούσε επίσης ο γρίφος του ερωτηματικού που έλειπε. Το σύνθημα ακουγόταν σαν ερώτημα αλλά δεν είχε ερωτηματικό και αυτή η σχεδόν μεταστρουκτουραλιστική απουσία με μπέρδευε. Τελικά τι ήταν το ΛΑΕ ΠΕΙΝΑΣ ΓΙΑΤΙ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΚΥΝΑΣ; Παράπονο; Καημός; Διαμαρτυρία; Έκκληση; Εξεγερτική άρια;
Ή μήπως ήταν Εισαγγελική Κατηγορία, Προειδοποίηση και Απειλή; Στο σχολείο μαθαίναμε τι είχε διατάξει ο Κολοκοτρώνης για τους προσκυνημένους όταν κατέβηκε ο Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο. Ίσως γι’ αυτό, μετά τον Ιούλιο του 1974, ήταν όλοι αντιστασιακοί.
Μεγάλη ντροπή να μιλάω έτσι για το σημαντικότερο γεγονός της πρόσφατης ιστορίας μας. Αλλά ακόμη και σήμερα, μισό αιώνα αργότερα, όποτε σκρολάρω νοσταλγικά ρεπορτάζ και θαμπές grainy φωτογραφίες του ΛΑΕ ΠΕΙΝΑΣ ΓΙΑΤΙ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΚΥΝΑΣ, στον αμφιβληστροειδή μου σχηματίζεται η ιδρωμένη κοιλιά του κυρ Στέλιου σαν ανεξίτηλη αισθητική τιμωρία ανάμεικτη με επιστημολογικά αδιέξοδα.
Το κείμενο αυτό είναι το δεύτερο από σειρά τριών κειμένων του Γιώργου Ζώταλη, με θέμα το Πολυτεχνείο και τη μνήμη του, πενήντα χρόνια μετά. Το πρώτο δημοσιεύτηκε εδώ, στην ιστοσελίδα του Books’ Journal: https://booksjournal.gr/gnomes/4613-mnimi-polytexneiou-peninta-xronia-amfithymia. Το τρίτο κείμενο θα δημοσιευτεί στο τεύχος 147 της χάρτινης έκδοσης, που ετοιμάζεται και θα κυκλοφορήσει στις 15 Νοεμβρίου, παραμονές της επετείου – στην ιστοσελίδα θα αναρτηθεί αργότερα.