Εικόνα πρώτη. Ο Τίμος, τεσσάρων ετών, με πολτοποιημένο το χέρι. Ένα από πιο μικρά θύματα του εμφυλίου. Βλέποντας τα τανκς να περνάνε έξω από το σπίτι του, από περιέργεια, έβαλε το χέρι του στις ερπύστριες ενός απ’ αυτά. Το χέρι σώθηκε από την επιμονή της νοσοκόμας να μην ακρωτηριαστεί.
Εικόνα δεύτερη. Τέλη του εμφυλίου. Ο Τίμος, πεντάχρονο παιδί, βλέποντας τον πατέρα του φυλακισμένο στα σύρματα, τρυπώνει σαν γατάκι κάτω απ’ αυτά για να τον φτάσει. Και παγώνει τους πάντες: γονείς, φρουρούς και κρατούμενους, μπροστά στον κίνδυνο να τον ξεσκίσουν οι φονικές βελόνες που φέρουν τα σύρματα. Ώσπου μπαίνει θριαμβευτικά στη φυλακή, για να γίνει ο πρώτος εθελοντής κρατούμενος.
Εικόνα τρίτη, η εικόνα του νέου άνδρα, που εισέρχεται στην ιστορία γεμάτος «παράσημα». Έντεκα σημάδια από πετροπόλεμο στο κεφάλι μετράει ο κουρέας όταν τον κουρεύει για να πάει σχολείο, με συνέπεια το μισό κεφάλι να μην έχει μαλλιά! Είναι τα «παράσημα του πολεμιστή».
Αλλά μετά τον πετροπόλεμο έρχεται η είσοδος στην «ομαλότητα». Η οποία αναγγέλλεται πανηγυρικά σε όλη την πόλη με το πρώτο κοστούμι. Παντελόνι - σακάκι από ίδιο ύφασμα! Καφέ ψαροκόκαλο. Θαύματα δηλαδή. Βεβαίως, με κοντό παντελόνι.
Κι από δίπλα τα καινούργια παπούτσια που μιλούσαν και διαλαλούσαν ότι περνάει ο θριαμβευτής, ο μελλοντικός ήρωας, ο γαμπρός ολόκληρης της Δράμας. Αφού, εξοπλισμένα με τα καρφιά που έπεισε τον τσαγκάρη να προσθέσει, βρόνταγαν στο λιθόστρωτο σε κάθε βήμα, που τον άκουγε όλη η πόλη.
Και επειδή τόση ευτυχία –και παπούτσια και ολόκληρο κοστούμι μαζί– δεν αντέχεται, αφού είναι «υπέρ μοίραν», ακολουθείται από την αντίθετη παράσταση, της μελαγχολίας, της μιζέριας και του σκοταδισμού της μετεμφυλιακής εποχής: είναι το πρώτο σχολείο. Η εμπειρία του είναι τόσο τραυματική ώστε αυτήν ακριβώς τη μελαγχολία ανακαλεί ο συγγραφέας αργότερα όταν, φοιτητής πια, βρίσκεται στη φυλακή.
Η δύσκολη όμως αυτή περίσταση μας προειδοποιεί για το πόσο πολυμήχανος γίνεται ο συγγραφέας στα δύσκολα. Το επιχείρημά του απέναντι στη μάνα του για να μην ξαναπάει στο σχολείο του τρόμου, τον αποκαλύπτει: ξέρω, της λέει, «ολόκληρη την αλφαβήτα απ’ έξω. Άρα άδικα ταλαιπωρούμαι»!
Για να γίνεις σωστός αριστερός, πρέπει να έχεις υπάρξει και σωστός χριστιανός. Ο ήρωάς μας υπήρξε και αυτό. Και το απέδειξε, όχι μόνο με την συνεπή θητεία του στον χριστιανικό «κύκλο» και στο κατηχητικό, αλλά και εμπράκτως: στον πόλεμο κατά των αλλοδόξων και των απίστων που διεξήγαγε, σπάζοντας τα τζάμια τους. Άλλωστε μία είναι η αλήθεια, οπότε οι «άλλοι» δεν χρειάζεται να υπάρχουν. Είναι απλώς περιττοί. Ήταν δηλαδή ο τέλειος πιστός.
Όμως στη συνέχεια, στο Γυμνάσιο, σηκώνει την αντίθετη σημαία. Και με αφορμή την οργάνωση απεργίας στο σχολείο του, εξορίζεται, με διαγωγή χειρίστη, από όλα τα σχολεία της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Για να συνεχίσει πρέπει να πάει στην Κατερίνη.
Απέναντι στη χούντα
Με τέτοιο πολυτάραχο παρελθόν, μπαρουτοκαπνισμένος, ως φοιτητής, ήταν φυσικό να βρεθεί στην αντίσταση απέναντι στη χούντα.
Από τις επιλεκτικές αναφορές σε συγκεκριμένα πρόσωπα εκείνης της περιόδου, όπως ο Παναγιώτης Κανελλάκης και ο Γιώργος Βερνίκος, οι οποίοι ούτε με τις χήρες και τις γυναίκες του Μάο και του Χότζα πλάγιαζαν ούτε τα κίτρινα ποτάμια του Μάο ή το ατσάλι του Στάλιν ονειρεύονταν, φέρνει ξανά στο προσκήνιο αυτό που ουδείς ήθελε να δει: ότι, τελικά, ο αντίπαλος της τυραννίας δεν ήταν η Αριστερά –με εξαίρεση το ανανεωτικό τμήμα της– αλλά η δημοκρατία. Άλλωστε, η εκδοχή ότι η δικτατορία κηρύχθηκε επειδή κινδύνευε η χώρα από την Αριστερά είναι το απόλυτο ψέμα. Διότι η Αριστερά όχι μόνο δεν είχε δώσει ούτε καν πρόφαση για επέμβαση αλλά ακόμη και στις εκλογές που θα διεξάγονταν τον επόμενο μήνα (Μάιο 1967) ανέμενε την εκλογική συντριβή της, ως συνέπεια του βέβαιου θριάμβου της Ένωσης Κέντρου.
Ο συγγραφέας, με τις αναφορές του στην αντίσταση και ιδιαίτερα στο Πολυτεχνείο, θέτει άλλοτε ρητά και άλλοτε υπόρρητα το θεμελιώδες ερώτημα: τελικά η αντίσταση και ιδιαίτερα το Πολυτεχνείο συνέβαλαν στην πτώση της χούντας; Η απάντησή του είναι: όχι.
Δεν είναι τυχαίο ότι, όπως επισημαίνει, κάποιες από τις ευγενέστερες μορφές της πρόσφατης ιστορίας μας, όπως ο Ηλίας Ηλιού και ο Μπάμπης Δρακόπουλος –και ο Λεωνίδας Κύρκος θα συμπλήρωνα–, οι οποίοι μαζί με το ήθος των πεποιθήσεών τους συναιρούσαν και την ηθική της ευθύνης, γνωρίζοντας την αδυναμία της αντίστασης να αλλάξει το καθεστώς ανέλαβαν μία τεράστια προσωπική και πολιτική ευθύνη: να δηλώσουν ότι θα συμμετάσχουν στις εκλογές που θα διεξήγε ο Μαρκεζίνης.
Πιστεύοντας προφανώς ότι από τη στιγμή που αρχίζει μια ανθρώπινη πράξη, όπως ήταν οι επικείμενες εκλογές, τα αποτελέσματά της είναι πάντα απροσδόκητα. Αυτή η πορεία, όχι απλώς ανακόπηκε με το Πολυτεχνείο, αλλά μπήκαμε σε ένα καθεστώς απόλυτου τρόμου, με ολοκληρωτικά χαρακτηριστικά.
Θυμίζω ότι, μετά το Πολυτεχνείο, ξαναρχίσαμε να περπατάμε –κυριολεκτώ– με σκυμμένα κεφάλια. Γι’ αυτό ο Τίμος, δανειζόμενος και την αντίστοιχη σκέψη του συντρόφου του Ορέστη Σκαλτσά, κρίνει ως «τακτικό λάθος» το Πολυτεχνείο. Το οποίο, όπως επισημαίνει, μόνον ως αντικείμενο καπηλείας χρησιμοποιείται. Και για την έμφαση, εστιάζει ιδιαίτερα στην καπηλεία της «σημαίας του», για την οποία αποφαίνεται ότι «επινοήθηκε στα κατοπινά χρόνια» από κάποιο «σατανικό μυαλό», ως όργανο για τις φιέστες. (Η επισήμανση του Τίμου θυμίζει κάτι αντίστοιχο που γράφει ο καθηγητής Στέφανος Παπαγεωργίου στο βιβλίο του Από το γένος στο έθνος, για το Λάβαρο της Αγίας Λαύρας. Ότι μόνο μία φορά υψώθηκε: στο Σύνταγμα από τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο!)
Το νόημα της αντίστασης
Πάντως, πουθενά ο Τίμος Παπαδόπουλος δεν αναρωτιέται αν ορθά υπήρξε αντίσταση. Αντίθετα, εξαίρει «το μεγαλειώδες πολιτικό και ηθικό μήνυμά της».
Θα προσθέταμε σήμερα ότι είναι και χωρίς κανένα νόημα το ερώτημα αν η αντίσταση συνέβαλε στην πτώση της δικτατορίας. Διότι, ανεξάρτητα από οποιοδήποτε αποτέλεσμα, σημασία έχει η τεράστια ηθική και ψυχολογική επιρροή της, που δεν υποκαθίσταται από κανένα αποτέλεσμα. Άλλωστε, μετά την πτώση της χούντας, πάνω στην αντίσταση των ελάχιστων φοβισμένων ανθρώπων που μπόρεσαν να θέσουν την αξιοπρέπειά τους πάνω από το φόβο τους ακούμπησε ένας ολόκληρος λαός, για να διασωθεί ηθικά.
Ο οποίος προηγουμένως είτε βολεύτηκε και στήριξε, είτε φοβήθηκε, είτε συμβιβάστηκε με το τέρας της δικτατορίας.
Για τη σημασία της αντίστασης, αρκεί να φανταστούμε έναν απολύτως κυνικό λαό που δεν θα είχε να επικαλεστεί κανένα μύθο για την αξιοπρέπειά του παρά μόνο την ευτέλεια και τον κυνισμό της συναλλαγής με μια κρατική εξουσία που δρούσε σαν εγκληματική οργάνωση. Και δεν έχει καμία σημασία αν η αντίσταση «κατασχέθηκε» στη συνέχεια από σταλινικούς δημαγωγούς, με ιδεολογίες που οδηγούν απευθείας σε ολοκληρωτικά ή τυραννικά φαντάσματα, σαφώς χειρότερα από τη δικτατορία.
Σημασία έχει ότι η αντίσταση υπήρξε.
Και από αυτή την αντίσταση, ως πραγματικός αντιήρωας, ο συγγραφέας μάς δίνει τις πιο εφιαλτικές εικόνες. Που επιβεβαιώνουν ότι η κρατική εξουσία είχε μετατραπεί σε εγκληματική οργάνωση. Με πιο εφιαλτική εικόνα, αυτή που δημιουργούσαν μέσα στην ΕΣΑ «οι κραυγές των άλλων» την ώρα του βασανισμού τους.
Όμως, παρ’ όλο που οι μέρες ήταν βασανιστικά μεγάλες, λέει ο Τίμος, δεν άφησαν τίποτε στη μνήμη του. Ούτε ο πόνος του, ούτε τα τραύματά του. Έστω και αν κάποιες φορές μεταφέρθηκε τραυματισμένος στο νοσοκομείο. Αυτά τα ξέχασε όλα. Αντίθετα, την πιο άγρια περίοδο της ζωής του σημάδεψαν, μας λέει, «οι κραυγές των άλλων». Όπως του Δημήτρη Τσάτσου. Συνοδεύει μάλιστα την εξομολόγηση αυτή με το «μυστικό» ενός ΕΣΑτζή, που του το αποκάλυψε μετά την δικτατορία: ότι και αυτού τον ύπνο στοιχειώνουν ακόμη οι ίδιες κραυγές.
Κι όμως, ο Τίμος, έχοντας ζήσει στο σώμα του και στην ψυχή του την κόλαση της ΕΣΑ, μετά την πτώση της δικτατορίας έπραξε κάτι απείρως σημαντικότερο από οποιαδήποτε αντιστασιακή πράξη: αυτοπεριοριζόμενος στις αντιδράσεις του, συμπεριφέρθηκε ως ο πρώτος «αρεντικός» πολίτης της χώρας.
Όταν κλήθηκε από το γραφείο του επιτρόπου Ζούβελου να καταθέσει κατά του Ιωαννίδη για βασανιστήρια –είχε βασανιστεί και από τον ίδιο τον Ιωαννίδη προσωπικά– αρνήθηκε. «Δεν είχα ποτέ αισθήματα εκδίκησης σε πρόσωπα», εξηγεί. Δίνοντας τον κορυφαίο ορισμό της ανθρωπινότητας.
Το «θαύμα» μάλιστα κορυφώνεται στα 1982 όταν, ως διευθυντής εκδοτικού οίκου, δέχεται επιστολή, με αποστολέα τον φοβερό Χατζηζήση της ΕΣΑ, από τον Κορυδαλλό, όπου εκείνος βρισκόταν κατάδικος για βασανιστήρια, με την οποία του παρήγγειλε κάποια βιβλία. Ο Τίμος του τα έστειλε δωρεάν, με την εξής επιστολή:
Τα βιβλία αυτά είναι δώρο από έναν πρώην κρατούμενό σου. Είναι μία προσφορά και πολύτιμη συντροφιά στις σκληρές ώρες της μοναξιάς…[1]
Με τη στάση του απέναντι στον φυλακισμένο Χατζηζήση, ο Τίμος Παπαδόπουλος θέτει τεράστια φιλοσοφικά ζητήματα, παραπέμποντας στη Χάννα Άρεντ.
Η σπουδαιότερη ανατόμος του ολοκληρωτισμού έχει αναδείξει τη συγχώρεση ως τη μόνη αυστηρά ανθρώπινη πράξη που επιτελεί το φαινομενικά αδύνατο: απελευθερώνει και εμάς και τους άλλους, με όρους θαύματος, από την αλυσίδα και τις επιπτώσεις που γεννά ο αμετάκλητος χαρακτήρας των πράξεών μας. Με συνέπεια η συγχώρεση, απαλλάσσοντας τους ανθρώπους απ’ ό,τι έχουν πράξει, να ακυρώνει αυτό που έγινε και να δίνει τη δυνατότητα για μία νέα αρχή, εκεί όπου κάθε αρχή έμοιαζε αδύνατη.
Όμως όπως επισημαίνει η Άρεντ, τα ολοκληρωτικά καθεστώτα ήταν αυτά που διέπραξαν «εγκλήματα, τα οποία ο άνθρωπος δεν μπορεί ούτε να τιμωρήσει, ούτε να συγχωρήσει». Αφού είναι τόσο τερατώδη και α-νοηματικά, ώστε να μην μπορεί «η οργή να εκδικηθεί, η αγάπη να τα αντέξει ή η φιλία να τα συγχωρήσει». Η κόλαση της ΕΣΑ δεν απείχε πολύ από αυτό το τερατώδες που επινόησαν και εφάρμοσαν τα ολοκληρωτικά καθεστώτα.
Τι κάνεις λοιπόν με τα «εγκλήματα τα οποία ο άνθρωπος δεν μπορεί ούτε να τιμωρήσει, ούτε να συγχωρήσει»;
Ο Τίμος δίνει εμπράκτως την απάντησή του: δεν συγχωρεί κανένα τέτοιο έγκλημα. Απλώς ο ίδιος, σε προσωπικό επίπεδο, προχωρεί σε μία συγχώρεση που δεν απευθύνεται ούτε στην πράξη ούτε στον εγκληματία, αλλά στον άνθρωπο που ανιχνεύει πίσω απ’ αυτόν. Ο οποίος μπορεί να πάσχει και από μοναξιά.
Για τους ίδιους προφανώς λόγους δεν διαφωνεί καθόλου με την τιμωρία του. Αντίθετα, αφού του στέλνει τα βιβλία για συντροφιά στις ώρες της μοναξιάς του, διακόπτει την επαφή.
Και για τη στάση του αυτή, έχει όχι μόνον τον έπαινο αλλά και την «άδεια» της Χάννα Άρεντ. Σχετικά, η Βάνα Κυριανίδου-Νικολαΐδου[2] επισημαίνει ότι, αναγνωρίζοντας η Άρεντ τη δυνατότητα διάπραξης εγκλημάτων που ο άνθρωπος δεν μπορεί ούτε να συγχωρήσει ούτε να τιμωρήσει, έθεσε όριο και στη συγχώρεση. Και «καταδίκασε» σε θάνατο τον Άιχμαν. Γι’ αυτό και ο Τίμος, θέτοντας το προσωπικό του όριο στη συγχώρεση, σταμάτησε στη μοναξιά του βασανιστή και διέκοψε κάθε επαφή.
Ki ύστερα ήρθε η Δημοκρατία που έφερε την πολιτική. Την ύψιστη ανθρώπινη δραστηριότητα, που οικοδομεί τον κόσμο των ανθρώπων. Μέσα στον οποίο οι άνθρωποι αποκτούν και την ελευθερία και τα δικαιώματα και τους θεσμούς, που τους επιτρέπουν να χτίσουν την προσωπική τους ευτυχία.
*Ξαναδουλεμένο κείμενο που εκφωνήθηκε σε εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου στην αίθουσα της ΕΣΗΕΑ, στις 14/12/2023. Μίλησαν ακόμα ο Νάσος Βαγενάς, ο Σπύρος Λυκούδης και ο Μάκης Παπούλιας. Την εκδήλωση συντόνισε ο Δημήτρης Κανελλόπουλος.
[1] Όταν κάποια στιγμή ο Τίμος Παπαδόπουλος συναντιέται τυχαία με τον προσωπικό του βασανιστή, τον γνωστό Πέτρου της ΕΣΑ, «ιδρώνει από την ταχυπαλμία», όπως εξομολογείται. Δείγμα σοβαρού ψυχικού επανατραυματισμού που του προκαλεί κάθε επαφή με τον τερατώδη κόσμο των βασανιστών.
[2] Βάνα Κυριανίδου-Νικολαΐδου, Hannah Arendt. O νόμος της γης και η λησμονημένη παράδοση, Αλεξάνδρεια, 2021.