Σύνδεση συνδρομητών

Ένας περίπατος της αμφιλύκης  

Τρίτη, 01 Νοεμβρίου 2022 23:59
1975. Ο Στρατής Τσίρκας και ο Αλέξανδρος Κοτζιάς συνομιλούν με τη Μαρώ Σεφέρη (με γυρισμένη την πλάτη), στο σπίτι της Αριέττας Ρούφου, το 1975.
Αρχείο οικογένειας Αλέξανδρου Κοτζιά
1975. Ο Στρατής Τσίρκας και ο Αλέξανδρος Κοτζιάς συνομιλούν με τη Μαρώ Σεφέρη (με γυρισμένη την πλάτη), στο σπίτι της Αριέττας Ρούφου, το 1975.

Ο Στρατής Τσίρκας για τον Ρόδη Ρούφο 

 Της Χρύσας Προκοπάκη, με την ανάμνηση της εκδήλωσης της Δημοκρατικής Ενότητας για τον Τσίρκα το 1985 στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ.

Στο αρχείο Τσίρκα, στο πάντοτε φιλόξενο ΕΛΙΑ, απόκειται ένα δακτυλόγραφο κείμενο του Στρατή Τσίρκα με τίτλο «Στήλη / Ρόδης Ρούφος / † 12 Οκτωβρίου 1972» που η δημοσίευσή του χρονίζει – και με ευθύνη του υπογράφοντος, που το είχε  “καπαρώσει” στο πλαίσιο μιας εν εξελίξει έρευνας για την τελευταία δεκαετία του καϊρινού Τσίρκα στην Αθήνα, δεκαετία που διασταυρώνεται τόσο με τη σύνθεση και τη συγγραφή της Χαμένης Άνοιξης όσο και με την «έμπρακτη φιλαλληλία» των Δεκαοχτώ Κειμένων, των Νέων Κειμένων και της Συνέχειας.[1] Τοποχρονολογημένο  στη Σκύρο, τη Δευτέρα 24 Ιουλίου 1975, το κείμενο της «Στήλης» σκηνοθετεί μια  νεκρολογική συνομιλία με τον πρόωρα χαμένο Ρόδη Ρούφο, με τον Τσίρκα να  αναδεικνύει, στο πρώτο μέρος, το «ξεχωριστό» που είχε ο Ρούφος –εκτός «από ταλέντο είχε πνευματική τιμιότητα, δημοκρατική αρετή, πολιτική κρίση, συνέπεια και τόλμη, μετριοφροσύνη, τακτ, αφοσίωση στους φίλους του, αβρότητα στις σχέσεις του με τους άλλους»– και να σκιαγραφεί στον συνομιλητή αυτής της μεταπολιτευτικής νέκυιας, στο δεύτερο μέρος, τις νύχτες που έζησε το 1973 έξω από την κατάληψη πρώτα της Νομικής, έπειτα του Πολυτεχνείου, με την αίσθηση της επιφάνειας πως έβλεπε την πρώτη νύχτα «να χαμογελά η μορφή» του Ρόδη Ρούφου «και να επιδοκιμάζει συνεπαρμένη». 

Στο επιμελημένο από τον Λουκά Ρούφο, πλούσιο Αφιέρωμα στον Ρόδη Ρούφο στη Νέα Εστία για τα σαραντάχρονα από τον αδόκητο και πρόωρο θάνατο του διπλωμάτη και συγγραφέα, στη «Στήλη» για τον Ρούφο αναφέρθηκε ήδη ο Μίλτος  Φραγκόπουλος. Τη συσχέτισε με τη «Στήλη – Μάριος Χάκκας», κείμενο του Τσίρκα δημοσιευμένο τον Απρίλιο του 1973 στο δεύτερο τεύχος της Συνέχειας, και παρέθεσε το εδάφιο του δακτυλόγραφου που αρκεί να υποδείξει το σημείο φυγής των δύο  επιμνημόσυνων κειμένων, του δημοσιευμένου και του αδημοσίευτου: «…είναι  οδυνηρό ν᾿ αναλογίζεται κανείς πως τον ίδιο χρόνο, μέσα σε τρεις μήνες, η καταραμένη αρρώστια πήρε δυο από τους πιο προικισμένους λογοτέχνες της  μεταπολεμικής πεζογραφίας, ο Χάκκας μόλις 42 χρονώ κι εσύ [Ρόδη] 48. Ξεκίνησε ο καθένας από αντίθετη όχθη, αλλά στην πορεία η άκρα τιμιότητα και το ερευνητικό  σας πνεύμα βοήθησαν να δείτε τα σφάλματα και τα στραβά του δικού του  στρατοπέδου ο καθένας, και με τα χρόνια να φτάσετε σε μια σταθερή και νηφάλια  αντιμετώπιση όλων εκείνων που μεθούν ρίχνοντας λάδι στη φωτιά και πλουτίζουν με τις σοδειές του διχασμού».[2]

Η προαπαιτούμενη για τη δημοσίευση του τεκμηρίου έρευνά μου στο αρχείο Στρατή Τσίρκα, ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ –και ευχαριστώ από τη θέση αυτή τον Λουκά Ρούφο  για την υπομονή του και την πρόταση να περιληφθεί η πρόδρομη παρουσίαση του κειμένου στο ανά χείρας αφιέρωμα στα πενηντάχρονα του θανάτου του πατέρα του– επιφυλάσσει μια σειρά από εκπλήξεις, που χωρίς να αναιρούν την εύστοχη αναφορά του Φραγκόπουλου, συνδράμουν στο να διαβαστεί με μεγαλύτερη συμφραστική ασφάλεια ο περίπατος της αμφιλύκης που κάνει ο Τσίρκας με τον πεθαμένο φίλο στη  Σκύρο τη Δευτέρα 24 Ιουλίου 1975, κατά την πρώτη δηλαδή επέτειο της αποκατάστασης της δημοκρατίας κι ενόσω, με την καταστολή της διαδήλωσης των  οικοδόμων από την αστυνομία, «τηλεφωνούν οι φίλοι: “Η Αθήνα καίγεται, ξαναζούμε ώρες του Πολυτεχνείου”». Οι αρχειακές συνάφειες, στις οποίες εστιάζουν με τηλεγραφική συντομία οι αράδες που έπονται, είναι έτσι σε θέση να φωτίσουν  διαδοχικά και αλληλένδετα την ειδολογική ταυτότητα, το εκδοτικό περικείμενο και  την ιστορική στιγμή ενός κειμενικού μάρτυρα της «έμπρακτης φιλαλληλίας» επί  χούντας μεταξύ Ρόδη Ρούφου και Στρατή Τσίρκα, δύο εμβληματικών διανοουμένων  του αντιδικτατορικού μετώπου. Όπως γράφει ο Νίκος Κ. Αλιβιζάτος, επικαλούμενος  τον Θανάση Βαλτινό, «ο Ρόδης Ρούφος από πλευράς “κεντροδεξιάς” και ο Στρατής  Τσίρκας από πλευράς “αριστεράς” ήταν τα κεντρικά πρόσωπα των Δεκαοχτώ  Κειμένων, που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Κέδρος, της Νανάς Καλλιανέση, τον  Ιούλιο του 1970, δίνοντας το σύνθημα για την άμεση όσο και ανοιχτή εφεξής  αντιδικτατορική παρέμβαση των διανοουμένων».[3]

 

Παρά την προφανή διαφοροποίησή τους ως προς τις εκδοτικές τύχες αλλά και ως  προς τη στιγμή της σύνταξης – η «Στήλη» για τον Χάκκα, σε δακτυλόγραφη εκδοχή της στο αρχείο Τσίρκα, τοποχρονολογείται στη Σκύρο στις 7 Ιουλίου 1972, δύο μέρες  μετά τον θάνατο του φίλου, ενώ εκείνη για τον Ρούφο φέρει, όπως ήδη σημειώθηκε,  μεταγενέστερη χρονολογική σήμανση –, τα δύο κείμενα δείχνουν να επιτελούν την  ίδια επιμνημόσυνη λειτουργία και να διαμορφώνουν στο εργαστήρι του πεζογράφου  Στρατή Τσίρκα τον κειμενικό τύπο μιας, ας πούμε, ελεγειακής αφηγηματικής νεκρολογίας. Όσο για την ονομασία «Στήλη» του επιμνημόσυνου αυτού τύπου, αρκεί να σημειωθεί εδώ πρόχειρα πως με τον τίτλο στήλη 20-9-71. Ο θάνατος του ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΕΦΕΡΗ στον ελληνικό τύπο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ερμής το 1972 η δίτομη  συναγωγή επιμνημόσυνων δημοσιευμάτων για τον ποιητή, όπου περιλαμβάνεται και  η δημοσιευμένη στις 24/9/1971 στο Βήμα νεκρολογία του Τσίρκα για τον Σεφέρη με  τίτλο «Οι τελευταίες μέρες».[4] Ο συνειρμικός συσχετισμός των «Στηλών» του Τσίρκα με τη στήλη 20-9-71 αποκτά πάντως ισχυρότερο έρεισμα, εφόσον συνυπολογιστεί πως ο χαρακτηρισμός «Στήλη» θα αποδοθεί σε δεύτερο χρόνο από τον Τσίρκα και στη νεκρολογία του για τον Σεφέρη.

Το αρχείο Τσίρκα κομίζει έτσι προς συνανάγνωση τρεις δακτυλόγραφες, και  μάλιστα χαρακτηρισμένες ήδη για το τυπογραφείο, «Στήλες»: «Στήλη / Γιώργος Σεφέρης / † 20.9.71», «Στήλη / Μάριος Χάκκας / † 5 Ιουλίου 1972» και «Στήλη /  Ρόδης Ρούφος / † 12 Οκτωβρίου 1972». Η τοποθέτηση εξάλλου των αφηγηματικών αυτών ελεγείων μεταξύ των τεκμηρίων της σύνθεσης της Χαμένης Άνοιξης, στο γενετικό ντοσιέ του πρώτου τόμου της δεύτερης ανολοκλήρωτης τριλογίας του Τσίρκα με τίτλο Δίσεχτα Χρόνια και θέμα το αθηναϊκό παρόν του συγγραφέα από τα  Ιουλιανά στη μεταπολίτευση, συνιστά προφανώς ένδειξη που δεν θα πρέπει να  αφήσει αδιάφορη την αναζήτησή μας ως προς το ιδεαζόμενο εκδοτικό περικείμενο της αδημοσίευτης «Στήλης» για τον Ρόδη Ρούφο.

Η εξιστόρηση της γενετικής ιστορίας της Χαμένης Άνοιξης και των ματαιωμένων ενδεχόμενων της μυθιστορηματικής συγγραφής της δεν μπορεί να συνοψιστεί στο πλαίσιο του προκείμενου σημειώματος, πόσο μάλλον να αναδειχθεί και στην περίπτωση αυτή ό,τι έχει σε σχέση με τις Ακυβέρνητες Πολιτείες ονομάσει ο  υπογράφων «στίξη της ανάγνωσης», το ότι δηλαδή η λογοτεχνία είναι συχνότερα απ’ ό,τι θεωρείται ένα συνεταιρικό εγχείρημα παραγωγής και πρόσληψης.[5] Η αυτοψία  των σχετικών φακέλων στο αρχείο Τσίρκα επιβεβαιώνει πάντως την παλαιότερη  πληροφορία της Χρύσας Προκοπάκη πως στο κυρίως μυθιστορηματικό σώμα της Χαμένης Άνοιξης ο Τσίρκας είχε κατά νου να εντίθενται τόσο τμήματα του  ημερολογίου της μυθιστορηματικής συγγραφής όσο και «κεφάλαια-ελεγεία για τους  “πεθαμένους φίλους”, που ο Τσίρκας ονόμαζε “στήλες”».[6]

Την πρώιμη άλλωστε αποτύπωση μιας ασαφούς τότε ακόμη συγγραφικής διάθεσης τη διαβάζουμε ήδη στη «Στήλη» για τον Χάκκα, αναφορά που την ίδια στιγμή επικουρεί στο να κατανοήσουμε τον χαρακτηρισμό και της παρουσιαζόμενης εδώ «Στήλης» ως περίπατο της αμφιλύκης: «Όταν καινούριοι φίλοι με ρωτούν τι γράφω τώρα, τους λέω για ένα μυθιστόρημα, που αρχίζει στις 4 Ιουλίου 1965, στην  Αθήνα, και τα λοιπά, και πως θα ήθελα να υπάρχει, εκτός απ’ τη φωνή του άντρα και της γυναίκας, και μια τρίτη, της αμφιλύκης. Εκεί ο συγγραφέας έχει την αίσθηση πως  περπατά πάνω σ’ ένα σύνορο· συχνά στρέφει το πρόσωπο πάντα απ’ το μέρος της  καρδιάς, για ν᾿ αποκριθεί στο φίλο πλάι του. Τόσο μέσα στο νου του έχουν  μπερδευτεί πεθαμένοι και ζωντανοί».[7]

Όσο επισκοπώ τα αρχειακά δεδομένα, η συγκεκριμενοποίηση της διάθεσης αυτής σε συγγραφικό πρόγραμμα –συνεπώς και η απόφαση της συγγραφής της «Στήλης» για τον Ρόδη Ρούφο όχι ως αυτοτελή, έστω υστερόχρονη, νεκρολογία αλλά ως κεφάλαιο-ελεγείο εντός του σχεδιαζόμενου από τον Τσίρκα νέου και  μεταπολιτευτικού μυθιστορήματός του– πραγματοποιείται στις 30 Δεκεμβρίου 1974. Σε ημερολογιακή καταγραφή τότε διαβάζουμε: «Επιφάνεια! Θαρρώ πως βρήκα τη λύση για να τελειώνει γρήγορα το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος! Να παρεμβάλλω κάθε τόσο (μ᾽ ένα ρυθμό λανθάνοντα ή μυστικό/μουσικό ή και ανύπαρχτο) κομμάτια όπως για το Χάκκα και το Σεφέρη. Έτσι πρώτο πρώτο ένα με τίτλο ακριβώς Επιφάνεια, όπου θα εξηγώ πως παίρνω τη λέξη με την έννοια που της  έδινε ο Τζόυς». Στη σημείωση αυτή «το κομμάτι για το Ρόδη Ρούφο», δηλαδή η  «Στήλη / Ρόδης Ρούφος / † 12 Οκτωβρίου 1972», σχεδιαζόταν να περιλάβει μόνο τη «νύχτα της Νομικής Σχολής», ενώ για τη «νύχτα του Πολυτεχνείου» προβλεπόταν τη  χρονική εκείνη στιγμή ένα επιπλέον κεφάλαιο του μυθιστορήματος. Η συγγραφική αυτή απόφαση θα τροποποιηθεί στη συνέχεια, για να πάρει η «Στήλη» τη μορφή που, βεβαίως εκτός Χαμένης Άνοιξης, προσφέρεται σήμερα στην ανάγνωσή μας.[8] Εφόσον  πάντως δεν είχε ματαιωθεί ο διάλογος των πρώτων αναγνωστριών και αναγνωστών της Χαμένης Άνοιξης με τον περίπατο της αμφιλύκης, γνωρίζουμε από τον χαρακτηρισμό του δακτυλόγραφου για το τυπογραφείο πως η «Στήλη» για τον Ρούφο το 1976 εντός Χαμένης Άνοιξης θα είχε παρεμβληθεί αμέσως πριν από το καταληκτικό κεφάλαιο ΧΧ με την ηρωική κηδεία του Σωτήρη Πέτρουλα και τον όρκο του Μίκη Θεοδωράκη «πως η πρωτοπόρα γενιά των Λαμπράκηδων θα φέρει στην Ελλάδα τη Μεγάλη Άνοιξη».[9]

Όπως κι αν έχει με τη «στίξη της ανάγνωσης», εξ αποτελέσματος δείχνει ασφαλής ο ισχυρισμός πως, με την απόσυρση των ένθετων «Φύλλων Ημερολογίου», ανάμεσά τους και της νεκρολογικής συνομιλίας με τους «πεθαμένους φίλους» Γιώργο Σεφέρη, Μάριο Χάκκα και Ρόδη Ρούφο, ένα μυθιστόρημα που θα μπορούσε να είχε συζητηθεί σαν ένας ακόμη επίκαιρος, και όχι μόνο για τα νεοελληνικά πράγματα, πειραματισμός του Τσίρκα πάνω στη σχέση ιστορίας, λογοτεχνίας τεκμηρίων και μεταμυθοπλαστικής γραφής, εν τέλει κρίθηκε και κάποτε κατακρίθηκε ως θρίαμβος  του κριτικού ρεαλισμού στο σύγχρονο μυθιστόρημα – χωρίς βέβαια να λησμονούμε  τις ποιητολογικές σχετικές παραδοχές του ίδιου του Τσίρκα.[10] Στη συνάφεια έτσι μιας  εκ των υστέρων ανάγνωσης της «Στήλης» του Στρατή Τσίρκα για τον Ρόδη Ρούφο,  τέτοιας που το προκείμενο αφιέρωμα καθιστά πλέον δυνατή, το ανέκδοτο κείμενο θα  πρέπει, κρίνω, να διαβαστεί ως οιονεί διαγεγραμμένο, ως λόγος δηλαδή που  αρθρώθηκε και δεν αρθρώθηκε την ίδια στιγμή, σύμπτωμα εν τέλει των συνεχειών  και ασυνεχειών ανάμεσα στη χαμένη άνοιξη της δεκαετίας του 1960, την αντιδικτατορική σύμπραξη των διανοουμένων και την ιστορική στιγμή της μετάβασης[11] κατά τα πρώτα έτη της μεταπολίτευσης, με τους ανοικτούς λογαριασμούς σε επίπεδο εμπειρίας του μεταιχμιακού παρόντος, αφηγηματοποίησης του τραυματικού παρελθόντος και πάσης φύσεως (ιδεολογικών) προσδοκιών από τα ανοικτά και επίδικα μελλοντικά ενδεχόμενα.

Μια προσεκτική ανάγνωση της «Στήλης», άλλωστε, δεν μπορεί παρά να  διαγνώσει ένα πεδίο αμφίθυμων εντάσεων, για το οποίο και μόνο η χρονολόγηση του περίπατου της αμφιλύκης στον απόηχο των βίαιων συγκρούσεων ανάμεσα σε απεργούς διαδηλωτές και την αστυνομία της πρώτης περιόδου της Μεταπολίτευσης θα αρκούσε να υποψιάσει. Πάντως, παρά τις κριτικές αιχμές και τις επιμέρους αποσιωπήσεις ή εμφάσεις, που δείχνουν να μαγνητίζουν τον Ρόδη Ρούφο του Τσίρκα πιο αριστερόστροφα, γεννώντας κάποτε την καχυποψία της χρονολογημένης πολιτικής χρήσης, η συνολική εντύπωση της «έμπρακτης φιλαλληλίας» δεν κινδυνεύει να τεθεί υπό αναθεώρηση εντός του αρθρωμένου λόγου. Πρόκειται για φιλαλληλία έμπρακτη, καθώς ακριβώς προκύπτει μέσα από τη βιωμένη την κρίσιμη  στιγμή ανάληψη της ευθύνης αλλά και τη συνεπόμενη ευγνωμοσύνη, την οποία  άλλωστε στρατηγικά όσο και αλληγορικά υπογραμμίζει ο αισώπειος μύθος για τον Ανδροκλή και το λιοντάρι: «σηκώθηκες και είπες: “Διεκδικώ την τιμή να έχω μόνος  την ευθύνη για τη σύνταξη αυτής της Ανακοίνωσης”. “Δεκτόν”, είπαμε, γιατί ο τόνος σου δε σήκωνε συζήτηση». 

 

Τηρουμένων των αναλογιών, την απόσυρση του κεφαλαίου και τη συναφή χρονολογημένη αμφιθυμία την ιστορική στιγμή της μετάβασης των πρώτων ετών της μεταπολίτευσης θα μπορούσε να πλαισιώσει εδώ καταληκτικά μια επιστολή του  Στρατή Τσίρκα προς τον Αλέξανδρο Κοτζιά, αμέσως μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, στις 3 Αυγούστου 1974,[12] γύρω από το ερώτημα εάν η εκδοτική  προσπάθεια της Συνέχειας θα έβρισκε συνέχεια και μετά την πτώση της δικτατορίας. Ο Τσίρκας, τονίζοντας ότι όσοι «πρώτοι τόλμησαν να σηκώσουν τη σημαία της πνευματικής Αντίστασης» ύψωσαν «μνημείο ιστορικό για να παραδειγματίζονται οι  επερχόμενες γενεές», πρότεινε μολαταύτα το «μαρμάρωμα ενός τόσο γόνιμου έργου». Μεταξύ των άλλων λόγων, οικονομικών δυσχερειών ή και διαπροσωπικών ασυνεννοησιών, θα αναφερθεί και στον θάνατο του Γιώργου Σεφέρη και του Ρόδη  Ρούφου, τιμώντας και στη συνάφεια αυτή του δεύτερου «τον ενθουσιασμό, την  ενεργητικότητα, τον πραχτικό νου, το συνδυαστικό και διπλωματικό ταλέντο». Χωρίς  έτσι να αμφισβητεί τη χρεία της μετωπικής συνεργασίας στο χώρο της πολιτικής και  των κομμάτων –αλλά και στον «πνευματικό και ιδεολογικό χώρο», λ.χ. μέσω «ενός μικρού, σεμνού, αδέκαστου πνευματικά, και πολιτικά υπεράνω κομμάτων περιοδικού, που δεν είναι του παρόντος»– αλλά και διαβλέποντας πως υπήρξε «στον ίδιο το  σκοπό των ώς τώρα εκδόσεών μας, ο σπόρος του θανάτου τους», αποτιμούσε ως εξής το τι υπήρξε πλέον του παρόντος: 

Όλη η μετωπική μας τακτική, δηλαδή η συγκολλητική ύλη που μας κρατούσε συνεπείς και αλληλέγγυους, παρ’ όλες τις διαφορές μας, στηριζόταν πρώτα και πάνω απ’ όλα σε μιαν άρνηση. Άρνηση,  αντίσταση, «όχι» στη χούντα. Κείμενα που περιείχαν απόψεις και θέσεις απαράδεχτες σε λίγους ή πολλούς από μας, τα φιλοξενούσαμε μόνο και μόνο γιατί, βασικά, ήταν εναντίον της δικτατορίας. Αλλά και μερικοί ή πολλοί από μας, για χάρη του ανώτατου σκοπού, δηλαδή της ενότητας, εφάρμοζαν ένα είδος αυτολογοκρισίας ή δεν ολοκλήρωναν ή  αποσιωπούσαν απόψεις και δοξασίες τους που μπορεί να έρχονταν σε  σύγκρουση με τη γενική, όχι συμφωνημένη, αυτονόητη όμως γραμμή των εκδόσεών μας. Ύστερα όμως από την πραγματοποίηση του κύριου στόχου, το γκρέμισμα της χούντας, έρχεται η ώρα των δημιουργικών εξορμήσεων και προτάσεων, που θα κρατήσει πολλά χρόνια. Αν ο καθένας από μας θελήσει να γράψει δίχως αυτοπεριορισμούς τις απόψεις που αντιστοιχούν στην ιδεολογική του τοποθέτηση, το περιοδικό θα παρουσιάσει ένα αξιοθρήνητο μωσαϊκό αλληλογρονθοκοπούμενων κειμένων, αν υποθέσουμε πως θα βρεθεί εκδότης και συντακτική  επιτροπή που θα το αντέξουν αυτό πέρα από ένα ή δύο τεύχη.

 

link

ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗ ΤΣΙΡΚΑ: https://booksjournal.gr/kritikes/logotexnia/4057-stili-rodis-royfos

 

 

[1] Η ευθύβολη διατύπωση είναι του Δ. Ν. Μαρωνίτη, στο σημείωμά του «Φευγαλέο» (Νέα Εστία 1856, Δεκέμβριος 2012: Αφιέρωμα στον Ρόδη Ρούφο, σ. 140), που έβλεπε αυτή την «έμπρακτη φιλαλληλία» να συμπαρακολουθεί το δημοκρατικό φρόνημα και την ομολογημένη αντίθεση των εκδοτικών αυτών  εγχειρημάτων στην αυταρχική εξουσία.

[2] Μίλτος Φραγκόπουλος, «In bello contra Alaricum. Σημειώσεις πάνω στα δοκίμια του Ρόδη Ρούφου», αυτόθι, σ. 237 και 252.  

[3] Νίκος Κ. Αλιβιζάτος, «Αναστοχασμοί και δράση ενός φιλελεύθερου μαχητή. Ο Ρόδης Ρούφος επί  χούντας», αυτόθι, σ. 39.  

[4] «Οι τελευταίες μέρες» αναδημοσιεύονται το 1972 στις σ. 156-161 του πρώτου τόμου με τον υπότιτλο Δέκα Μέρες, από κοινού με συντομότερες δηλώσεις του Τσίρκα στη σ. 13 και στις σ. 54-55, ενώ ο Ρούφος δίνει το παρών στη σ. 52 και, στο τέλος του δεύτερου τόμου με τον υπότιτλο Έξι Μήνες, με  απόσπασμα της παρέμβασής του στη δημόσια συζήτηση για τον Σεφέρη που είχε οργανώσει η «Εταιρεία Μελέτης Ελληνικών Προβλημάτων» στις σ. 202-203.

[5] Μίλτος Πεχλιβάνος, Από τη Λέσχη στις Ακυβέρνητες Πολιτείες. Η στίξη της ανάγνωσης, Πόλις,  Αθήνα 2008.

[6]Σημείωμα με τα αρχικά Χ.Π. στην αποσπασματική παρουσίαση «Φύλλων Ημερολογίου» της Χαμένης Άνοιξης στο περιοδικό Ο Δεκαπενθήμερος Πολίτης 7 (27/1/1984), σ. 40.  

[7] «Στήλη – Μάριος Χάκκας», Η Συνέχεια 2 (Απρίλιος 1973), σ. 53-54.

[8] Στην τροποποίηση αυτού του αρχικού σχεδιασμού οφείλεται άλλωστε πιθανότατα το ότι κατά τη  νύχτα του Πολυτεχνείου δεν λαμβάνει χώρα κάποια δεύτερη επιφάνεια του Ρούφου: «Στη σφαγή του Πολυτεχνείου δεν σε είδα. Πιο σωστά: Τη νύχτα της Παρασκευής, 16 Νοεμβρίου 1973, γύρω στις  οχτώ, μέσα στους καπνούς των δακρυγόνων και τις εκπυρσοκροτήσεις, από την Πατησίων πήρα  βιαστικά την οδό Σολωμού με κατεύθυνση την Γ΄ Σεπτεμβρίου. Στο αριστερό μου χέρι ανοιχτό το τρανζίστορ “Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο”. Άξαφνα εμπρός μου αναγνώρισα σε κάποιον τη ράχη σου και τα μαλλιά σου. Αυτός άκουσε το τρανζίστορ και γύρισε το πρόσωπο. Ήταν άλλος. Πιο πέρα τον έχασα». Όπως πάντως με αναγνωστική εγρήγορση μού υπέδειξε ο Γιάννης Παπαθεοδώρου, η διαφοροποίηση αυτή ανάμεσα στις δύο νύχτες δεν θα πρέπει να αφήσει αδιάφορη την ερμηνεία.

[9] Η Χαμένη Άνοιξη, Κέδρος, Αθήνα 302000, σ. 258.

[10] Βλ. προφανώς στα συμφραζόμενα αυτά την πολυκριτική «Η νεοελληνική πραγματικότητα και η  πεζογραφία μας», Η Συνέχεια 4 (Ιούνιος 1973), σ. 172-179.  

[11] Βλ. για την πυκνή συγκυρία από τον Ιούλιο του 1974 έως τον Δεκέμβριο του 1975, ως περίοδο που  «χαρακτηρίστηκε από μια έντονη αμφιθυμία μεταξύ συνέχειας και τομής», τον τόμο: Η Μεταπολίτευση  ’74 - ’75. Στιγμές μιας μετάβασης, επιμ. Βαγγέλης Καραμανωλάκης, Ηλίας Νικολακόπουλος και Τάσος  Σακελλαρόπουλος, Θεμέλιο, Αθήνα 2016 (το παράθεμα από την «Εισαγωγή», σ. 30).

[12] Ευχαριστώ και από τη θέση αυτή τους Ελισάβετ και Παναγιώτη Κοτζιά που μου διέθεσαν το  αρχειακό αυτό τεκμήριο.

Μίλτος Πεχλιβάνος

Καθηγητής νεοελληνικών σπουδών στο Freie Universität του Βερολίνου και διευθυντής του Κέντρου Νέου Ελληνισμού στο ίδιο Πανεπιστήμιο (www.cemog.fu-berlin.de). Έχει συνεπιμεληθεί μεταξύ άλλων τους τόμους Einführung in die Literaturwissenschaft (1995) και Ο λόγος της παρουσίας. Τιμητικός τόμος για τον Παν. Mουλλά (2005), έχει συνεργαστεί στην ελληνική έκδοση του Cambridge History of Literary Criticism (μέχρι στιγμής δύο τόμοι, 2004 και 2010) και έχει συστήσει στα ελληνικά το θεωρητικό έργο του Hans Robert Jauss (H θεωρία της πρόσληψης. Tρία μελετήματα, 1995). Εκτός από τη διδακτορική του διατριβή (Eκδοχές νεοτερικότητας στην κοινωνία του γένους: Nικόλαος Mαυροκορδάτος - Iώσηπος Mοισιόδαξ - Aδαμάντιος Kοραής, 1999) έχει δημοσιεύσει τη μονογραφία Από τη Λέσχη στις Ακυβέρνητες Πολιτείες. Η στίξη της ανάγνωσης (2008).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.