Ο Ζορζ Μπερνανός (1888-1948) πέρασε από τους Ιησουίτες, την Action francaise και τον φιλοβασιλικό Τύπο στην άμεση, από πρώτο χέρι, εμπειρία του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, στην κριτική του κομφορμισμού της καθολικής Εκκλησίας και στην υπεράσπιση των Δημοκρατικών κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου. Ο ίδιος, όμως, δεν απομακρύνθηκε στιγμή από τη χριστιανική του πίστη, κορυφαίο επιστέγασμα της οποίας αποτελούν οι Διάλογοι Καρμηλιτισσών, το κύκνειο άσμα του, γραμμένο λίγο πριν από τον πρόωρο θάνατό του. Λογοτεχνικό έργο της Gertrud von Le Fort, υπό τον τίτλο La Dernière à l'échafaud, οι Διάλογοι Καρμιλητισσών προορίζονταν να γίνουν ταινία από τον αιδεσιμότατο Bruckberger με διαφορετικό τίτλο. Το σενάριο κατέληξε στον Μπερνανός προκειμένου να γράψει τους διαλόγους, αλλά η ταινία δεν γυρίστηκε ποτέ (ο παραγωγός θεώρησε το σενάριο εντελώς αντικινηματογραφικό) και το κείμενο του Μπερνανός, που βρέθηκε σε ένα μπαούλο, κυκλοφόρησε σε βιβλίο το 1949 για να γίνει κατόπιν τεράστια θεατρική επιτυχία και να φτάσει στη διεθνή αναγνώριση με την όπερα του Φρανσίς Πουλένκ.
Η υπερνίκηση του φόβου
Η δράση στους Διαλόγους Καρμηλιτισσών ξετυλίγεται στη μονή των Καρμηλιτισσών και ενώ έξω φυσομανά η Γαλλική Επανάσταση. Η Μπλανς, κόρη αριστοκρατικής οικογένειας, αποφασίζει να τάξει τον βίο της στον Θεό για να καταπολεμήσει, και εντέλει να κατανικήσει, το φόβο, ο οποίος την ξεθεμελιώνει από παιδί. Όσο η επαναστατική βία ετοιμάζεται να αφανίσει το μοναστήρι, οι μοναχές δίνουν ιερό όρκο για τη διατήρηση της πίστης τους, με αποτέλεσμα, μέσα από μια συναρπαστική εναλλαγή των διαλόγων κι από ένα στιβαρό σώμα σκηνικών οδηγιών, η άλλοτε φοβισμένη με τα πάντα Μπλανς (αρχής γενομένης από τον πατέρα της και φτάνοντας μέχρι την Ηγουμένη των Καρμιλητισσών) να ανεβεί ατρόμητη στο ικρίωμα των επαναστατών και να κερδίσει το δυσκολότερο: τη Θεία Χάρη. Όπως επιγραμματικά το συνοψίζει στο στοχαστικό του επίμετρο ο Σταύρος Ζουμπουλάκης:
Η Μπλανς δεν ανεβαίνει στο ικρίωμα για τηρήσει μια ένορκη δέσμευσή της. Ανεβαίνει χαρούμενη, «αγαλλομένω ποδί», γιατί λυτρώθηκε από την τυραννία του φόβου μέσα στον οποίο έζησε όλη τη ζωή της. Δεν κατανίκησε τον φόβο με κάποια προσωπική προσπάθεια, ψυχολογική θεραπεία ή ό,τι άλλο συναφές. Όλα τα έκανε η Χάρη του Θεού, «η πάντοτε τα ασθενή θεραπεύουσα και τα ελλείποντα αναπληρούσα».
Το θέμα του Μπερνανός δεν είναι οι πολιτικές διώξεις της Γαλλικής Επανάστασης, ούτε καν η ίδια η Επανάσταση, η οποία μεταβάλλεται απλώς σε εξωτερική αφορμή (σε ζωτικό περίγυρο για τα δρώμενα), όταν δεν δίνει και κάποια περιστασιακά δείγματα ανοχής ή κατανόησης για τους εχθρούς της. Το θέμα του είναι η πάλη της Μπλανς με τον βαθιά εγκατεστημένο φόβο της και η νικηφόρα έξοδός της προς τη Θεία Χάρη. Κι έχει, φαντάζομαι, ιδιαίτερη σημασία να εννοήσουμε πως η Θεία Χάρις δεν προβάλλεται εδώ ως χείρα θεϊκής βοήθειας για τη σωτηρία του ανθρώπου, αλλά ως κατίσχυση του άκτιστου επί του κτιστού, ως υπέρτατη εκδήλωση της θείας ενέργειας έναντι της αμαρτίας και της τρωτής ανθρώπινης φύσης. Οικοδομώντας, όμως, πέτρα την πέτρα και έννοια την έννοια, αυτόν τον αχειροποίητο κόσμο, και εξυψώνοντας το πρόσωπο της Μπλανς στην κορυφή της λυτρωτικής μεταμόρφωσης η οποία της επιτρέπει να αποδράσει οριστικά από την αμαρτία, ο Μπερνανός χρειάζεται πρώτα να στήσει και κατόπιν να σπάσει δύο θεμέλιους χειροποίητους λίθους: ο ένας είναι το σύμπλεγμα του φόβου, του τρέμουλου και της αδυναμίας που διώκει κατά το μεγαλύτερο μέρος της δράσης την Μπλανς. Ο άλλος είναι η αγωνία για το άπειρο κενό του θανάτου, εκπεφρασμένη στη μορφή της απερχόμενης Ηγουμένης.
Το δραματικό βάρος του ακτίστου
Η μεγάλη λογοτεχνική δύναμη του Μπερνανός δεν προκύπτει από το γεγονός της σύζευξης του κτιστού με το άκτιστο, εφόσον οι Διάλογοι Καρμηλιτισσών οδεύουν ευθύς εξαρχής προς το άκτιστο, αλλά από το δραματικό βάρος το οποίο αποκτά το κτιστό μέχρι τη μετουσίωσή του. Ας παρακολουθήσουμε την Μπλανς όσο τελεί ακόμη εν αδυναμία: ένα φυλλαράκι στον αέρα, μια σταγόνα στον ωκεανό, ένα τίποτε ενώπιον του οποιουδήποτε. Κι ας δούμε παράλληλα την Ηγουμένη όταν καταλαβαίνει πως ο θάνατος είναι προ των πυλών: το χάος που αναδεύεται στο βάθος της ετοιμοπαράδοτης σάρκας της, την τρέλα και την αίσθηση του εκμηδενισμού, την υβριστική της αναμέτρηση με τον Θεό, που αγγίζει τα όρια της ύπαρξής της με την παραγνώριση ή και με την άρνησή του. Ναι, η στέψη της Θείας Χάριτος θα γίνει το αχειροποίητο στέγαστρο για την αποχώρηση της Μπλανς από τα εγκόσμια – υπό τον όρο, ωστόσο, της τεράστιας δοκιμασίας της κάτω από τα σπαραγμένα φτερά του φθαρτού και πεντάρφανου σκελετού της. Και ναι, η Ηγουμένη θα πεθάνει σε μιαν απρόσβλητη ακόμη από τους επαναστάτες μονή, με την ψυχή της, ωστόσο, ριγμένη στην άβυσσο της αλαλίας και της παράνοιας. Γι’ αυτό η Θεία Χάρις είναι υπέρλαμπρο άστρο, γι’ αυτό, εντούτοις, και ο Μπερνανός σπεύδει να δώσει χώρο, υπόσταση, αλλά και τρομώδη ανάσα σε εκείνο που δεν θα θεμελιωθεί ποτέ: στον μαύρο άγγελο του θανάτου και στην απόκοσμη βοή του.