Σύνδεση συνδρομητών

Θρησκεία και πολιτική στον ορθόδοξο κόσμο

Δευτέρα, 26 Σεπτεμβρίου 2022 23:29
O καθηγητής Πασχάλης Κιτρομηλίδης από τον Αλέκο Παπαδάτο. Σχέδιο για το εξώφυλλο του τεύχους 134 του Books' Journal.
Αλέκος Παπαδάτος
O καθηγητής Πασχάλης Κιτρομηλίδης από τον Αλέκο Παπαδάτο. Σχέδιο για το εξώφυλλο του τεύχους 134 του Books' Journal.

Πασχάλης Κιτρομηλίδης, Θρησκεία και πολιτική στον ορθόδοξο κόσμο.Το Οικουμενικό Πατριαρχείο και οι προκλήσεις της νεωτερικότητας, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2021, 256 σελ.

Αν με τον όρο μετανεωτερικότητα εννοούμε την επιστροφή στη θρησκεία, για όσους πιστεύουν στη δυναμική του Διαφωτισμού το νέο βιβλίο του καθηγητή Πασχάλη Κιτρομηλίδη, που μεταφράστηκε από τα αγγλικά, αποπειράται να ανοίξει διάλογος και στη χώρα μας μεταξύ θρησκείας και νεωτερικότητας. Οι δεδηλωμένοι πολέμιοι ένθεν και ένθεν της μεθορίου της νεωτερικότητας, στο παρελθόν, φάνηκε ότι μάλλον δεν τον επιθυμούσαν. Σήμερα; (Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο τεύχος 130 του Books' Journal. Συνέντευξη με τον Πασχάλη Κιτρομηλίδη φιλοξενείται στο τχ. 134, που κυκλοφορεί)

Ο περασμένος αιώνας υπήρξε η εποχή, κατά την ο­ποία ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία της η ανθρωπότητα έζησε σε τόσο μεγάλη έκταση τη δημιουργία και περαιτέρω εξέλιξη της κοσμικής κοινωνίας (secular society), μιας κοινω­νίας δηλαδή με κυρίαρχο αφήγημα τις αρχές της νεωτερικότητας. Πριν από μερικές μόνο δεκαετίες πολλοί επιστήμονες και διανοούμενοι προέ­βλεπαν με απόλυτη σχεδόν βεβαιότητα μια αυστηρά και απο­κλειστικά κοσμική διάρθρωση της κοινωνίας και, τουλάχιστον στον λεγόμενο δυτικό κόσμο, την εξάλειψη και αυτής ακόμη της παραδοσιακής θρησκείας. Το 1965 εκδόθηκε στις ΗΠΑ το δημοφιλέστερο ίσως στο είδος του έργο του θεολόγου Harvey Cox, The Secular City, στο οποίο αναγγέλλονταν η κατάρρευση της παραδοσιακής θρησκείας και η πλήρης εκκοσμίκευση της σύγχρονης κοινωνίας.

Όλοι, ίσως ακόμη και ο Cox, διέβλεπαν σ’ αυτή την εξέλιξη ανθρωπιστικά και απελευθερωτικά στοιχεία, και ήταν απόλυτα πε­πεισμένοι ότι ο 20ός αιώνας, με μαθηματική μάλιστα ακρίβεια, θα έκλεινε με ακόμη μεγαλύτερη εκκοσμίκευση. Από την αυγή όμως του 21ου αιώνα, αυτή η θεωρία της εκκοσμίκευσης και η εξ αυτής απορρέουσα τοποθέτηση της θρησκείας στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής σε ένα μεγάλο τμήμα της παγκόσμιας διανόησης δεν είναι τόσο δημοφιλής και αυτονόητη, όσο τουλάχιστον εμφανιζόταν πριν. Ιδιαίτερα μετά την επίθεση στους δίδυμους πύργους της Νέας Υόρκης.

Η μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 κρίση της παγκόσμιας κοινότητας, με την αμφισβήτηση εν ονόματι της θρησκείας της έννομης τάξης και των διεθνών κανόνων ανά­πτυξης των κοινωνιών και απόδοσης δικαιοσύνης για υπαρ­κτές αδυναμίες του συστήματος, αλλά και η υποβόσκουσα κρίση της ελλη­νικής κοινωνίας από τις αρχές ακόμη της δημιουργίας του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους με την υφέρπουσα διένεξη μεταξύ ευρωπαϊστών και παραδοσιακών, κάλλιστα μπορεί να  ενταχθεί στο πλαίσιο της έντονης συζήτησης που πραγματοποιείται διεθνώς για το ρόλο της θρησκείας στη μετανεωτερική εποχή, ιδιαίτερα μετά την έξαρση των εθνικιστικών κινημάτων και συμπεριφορών.

Είναι ενδεικτική, μάλιστα, η διοργά­νωση την τελευταία εικοσαετία διεπιστημονικών συνεδρίων σε ακαδημαϊκά κέντρα, όπως το Harvard και η South Florida, με θέμα τη θρησκεία και την πολιτική (με την ευρύτερη έννοια του όρου), πράγμα εντελώς αδιανόητο είκοσι ή τριάντα χρό­νια πριν. Η έκδοση συλλογικών τόμων, που πραγματεύ­ονταν διεπιστημονικά το κοινωνικό αυτό φαινόμενο της πα­λινόρθωσης της θρησκείας και του θρησκευτικού φαινομένου γενικότερα στην κοινωνική ζωή των λαών, αποτελεί συνηθι­σμένο πλέον φαινόμενο. Ο ίδιος άλλωστε ο Cox, σε νεότερο άρθρο του (“Religion and Politics after the Secular City”, J. Neusner (εκδ.), Religion and the Political Order, 1996, σελ. 1-10), αναγνωρί­ζει σήμερα τη ριζική αλλαγή που έχει επέλθει στην ανθρώπινη πνευματικότητα και ομολογεί την απροσδόκητη παλινόρθω­ση σε παγκόσμια κλίμακα της θρησκείας, με πρόθεση σε με­ρικές περιπτώσεις να επηρεάσει εκ νέου τον δημόσιο βίο, ακό­μη και την πολιτική. Η εξέλιξη αυτή συμπίπτει με το κοινωνικο-ιστορικό και διανοητικό κίνημα, το οποίο απο­καλείται μετανεωτερικότητα (postmodernity).

 

Μετανεωτερικότητα

Μετανεωτερικότητα είναι ένας αρκετά αμφιλεγόμενος ό­ρος, με τον οποίο προσδιορίζεται αφενός μια ιστορική μετά­βαση στη νεότερη ιστορία του σύγχρονου πολιτισμού, α­φετέρου μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδος. Σε διεπιστη­μονικό επίπεδο γίνεται συνήθως αναφορά στη διαλεκτική α­ντιπαράθεση και τη διαδοχική μετάβαση από την προνεωτερικότητα (premodernity) στη νεωτερικότητα (modernity) και από κει στη μετανεωτερικότητα (postmodernity). Πιο συγκεκριμένα, στην εναλλαγή κα­τά την ιστορία του πολιτισμού των σχέσεων θρησκείας και δη­μόσιας γνώσης (public knowledge).

Κατά την προνεωτερικότητα (premodernity), την εποχή δη­λαδή που προηγείται του «αιώνα των φώτων» (siècle des lumières), οι κοσμολογικές ιστορίες των ιερών κειμένων όλων ανεξαρτήτως των θρησκειών αποτελούσαν –η καθεμία βέ­βαια για το δικό της πολιτιστικό περιβάλλον– τη μοναδική και αποκλειστική βέβαιη δημόσια γνώση την οποία οι άνθρωποι πίστευαν ότι διέθεταν για την παγκόσμια πραγματικότητα.

Με την εμφάνιση, όμως, του Διαφωτισμού, η κοσμική επι­στήμη αντικατέστησε τη θρησκεία σε ό,τι αφορά τη βέβαιη δη­μόσια γνώση, με αποτέλεσμα να εκπέσουν οι ιερές ιστορίες στο επίπεδο της αβέβαιης γνώσης και η θρησκεία σε ατομική υπόθεση. Γι’ αυτό μάλιστα και ένα από τα πρωταρ­χικά ιδεώδη του μοντερνισμού ήταν ο πλήρης διαχωρισμός Κράτους-Εκκλησίας, η εξώθηση της θρη­σκείας στον ιδιωτικό τομέα των ανθρώπινων δραστηριοτήτων και η διακήρυξη του δημόσιου τομέα ως κοσμικού (secular), απαλλαγμένου δηλαδή από κάθε θρησκευτική επιρροή. Η εξέλιξη βέβαια αυτή, οφείλουμε να ομολογήσουμε, υπήρξε συνέπεια των θρησκευτικών πολέμων με­ταξύ Προτεσταντών και Ρωμαιοκαθολικών που συντάραξαν την Ευρώπη τον 16ο και τον 17ο αιώνα. Η συνθήκη της Βεστφαλίας το 1648, η οποία ουσιαστικά σήμανε το τέλος της «χριστιανοσύνης» ως πολιτικού παράγοντα στον δημόσιο στίβο, δεν ή­ταν παρά μια προσπάθεια να αποκλειστεί στο μέλλον η πε­ρίπτωση να μετατραπεί η θρησκεία σε αιτία πολέμου.

Η μετανεωτερικότητα (postmodernity), αν και πρόσφατο σχετικά φαινόμενο, είχε τις προδρομικές απαρ­χές της στην εμφάνιση των κοινωνικών επιστημών. Οι επιστή­μες αυτές, εξετάζοντας εκ νέου τις κοινωνίες διαφόρων πολι­τισμικών αποχρώσεων κατά την προνεωτερικότητα, πο­λύ σπάνια πλέον διαπιστώνουν μονολιθικές (ιεροκρατικές) πε­ριγραφές για τη φύση και τη φυσική τάξη, με αποτέλεσμα να μην ισχύουν πλέον τα απαξιωτικά για τη θρησκεία αξιώματα της νεωτερικότητας – ή, τουλάχιστον, διαπίστωσαν ότι χρήζουν ριζικής ανα­θεώρησης. Σήμερα σπάνια υποστηρίζεται ότι η ανθρωπότη­τα κατά την προνεωτερικότητα ζούσε πάντα στα όρια της «φύ­σης», της θρησκοληψίας, στη σκιά δηλαδή της θρησκείας. Σε όλες τις κοινωνίες ανακαλύπτονται ενδείξεις ότι αυτές πάντα ζούσαν στο πλαίσιο του «πολιτισμού», που ως γνωστόν είναι προϊόν της γλώσσας και της ανθρώπινης εν γένει δημιουργι­κότητας. Άλλωστε, και από την ορολογία που διεθνώς χρησιμοποιείται (cult-culture), δεν μπορεί παρά να υπάρχει κάποια σχέση  (θρησκείας) λατρείας-πολιτισμού.

Η διαπίστωση αυτή, κυρίως όμως η εφαρμογή κατά το τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα και στην επιστήμη (συμπερι­λαμβανομένων και των κοινωνικών επιστημών) των ίδιων με­θόδων κοινωνιολογικής και ιστορικής κριτικής, οι οποίες εφαρ­μόστηκαν κατά τη νεωτερική εποχή για τη θρησκεία, συνέβαλε και στην ανακάλυψη της σχετικότητας κάθε κοσμοθεωρίας, όχι αποκλειστικά και μόνο της θρη­σκευτικής, αφού καμιά πλέον θεώρηση δεν μπορεί αυτόματα να εκλη­φθεί ως απόλυτα «αντικειμενική».

Υποστηρίζοντας όλα τα παραπάνω, θεωρώ επιβεβλημένο να υπογραμμίσω, εκείνο που οι κοινωνιολόγοι της γνώσεως πολύ συχνά μας υπενθυμίζουν, ότι δηλαδή ο μοντερνισμός, ο αντι-μοντερνισμός, η κατ’ άλλους εναλλακτικός μοντερνι­σμός, ο μετα-μοντερνισμός, η μετανεωτερικότητα δηλαδή, α­κόμη και ο απο-μοντερνισμός, η πλήρης αποδόμηση της νεω­τερικότητας, θα πρέπει πάντοτε να εκλαμβάνονται ως ταυτόχρονες, ταυτόσημες και παράλληλες διαδικασίες, ποτέ ως διαδοχικές. Αλλιώς η μετανεωτερικότητα μπορεί εύκολα να καταλήξει σε ένα νέο είδος παραδοσιαρχίας (neo-traditiona­lism), να οδηγήσει δηλαδή σε τελευταία ανάλυση σε πλήρη άρ­νηση των επιτευγμάτων του Διαφωτισμού και των θετικών αξιών του λεγόμενου «δυτικού πολιτισμού».

 

Θρησκεία και νεωτερικότητα

Η έκδοση της ελληνικής μετάφρασης από τα αγγλικά της συλλογής των μελετών του ακαδημαϊκού Πασχάλη Μ.  Κιτρομηλίδη (Religion and Politics in the Orthodox World. The Ecumenical Patriarchate and the Challenges of Modernity, Routledge 2019) από τις εκδόσεις «Επίκεντρο» με τίτλο Θρησκεία και πολιτική στον ορθόδοξο κόσμο. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο και οι προκλήσεις της νεωτερικότητας, με προλεγόμενα μάλιστα από τον Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη (Ζηζιούλα), έρχεται να καλύψει ένα εμφανές κενό στην ελληνική, αλλά και την εν γένει ορθόδοξη, βιβλιογραφία.

Έγιναν, βέβαια, απόπειρες και στο παρελθόν να ανοίξει κάποιος διάλογος στη χώρα μας μεταξύ θρησκείας και νεωτερικότητας, οι δεδηλωμένοι όμως πολέ­μιοι έν­θεν και ένθεν της μεθορίου της νεωτερικότητας, φάνηκε ότι μάλλον δεν τον επιθυμούσαν. Παρά την προσπάθεια για την αναγκαιότητά του με την απαραίτητη σύνθεση στην νεοελληνική πραγματικότητα της μακραίωνης πνευματικής παράδοσης του ελληνισμού και της εξέλιξης, που με πάθος υποστήριξε ο Στέλιος Ράμφος σε μια σειρά από φιλοσοφικές αναζητήσεις του (βλ. Το μυστικό του Ιησού, Ο καημός του ενός, κ.ά.).

Το βιβλίο του Κιτρομηλίδη αποτελεί συλλογή άρθρων της δεκαετίας 2004-2014 και περιλαμβάνει επτά δημοσιευμένες μελέτες που αφορούν το ευρύ ερώτημα της σχέσης του Ορθόδοξου Χριστιανισμού με τις κοσμικές ιδεολογίες της νεωτερικότητας, τον Διαφωτισμό και τον εθνικισμό.

Ισχυρή πεποίθησή του είναι «ότι η Ορθοδοξία, ως αυθεντική έκφραση και διερμήνευση της χριστιανικής διδασκαλίας των οικουμενικών ηθικών αξιών της ισότητας και της δικαιοσύνης, βρίσκεται επί της ουσίας εγγύτερα στον Διαφωτισμό και τα πανανθρώπινα ιδεώδη, παρά στον εθνικισμό και τις δικές του ιδεολογίες της μερικότητας και της αποκλειστικότητας».

Και όπως ομολογεί σε άλλο σημείο, το βιβλίο «χωρίς να επιδιώκει εξαντλητική κάλυψη των σχετικών θεμάτων, επιχειρεί να θέσει προβληματισμούς, να προβεί σε αποσαφηνίσεις και να αναδείξει την ιστορικότητα των φαινομένων που εκθέτει για να συμβάλει σε μια ακριβέστερη αντίληψη του βίου της Ορθοδοξίας υπό τις συνθήκες και τις προκλήσεις της νεωτερικότητας». Τελικά, ο συγγραφέας προσφέρει μια αναθεωρημένη εικόνα αναφορικά με τη σχέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπως εκπροσωπείται από την εκκλησιαστική πρακτική του Οικουμενικού Πατριαρχείου, με τις ιδεολογίες της κοσμικής νεωτερικότητας και την απόκρισή της σε αυτές.

Όπως σημειώνει και ο Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης (Ζηζιούλας), που προλογίζει το βιβλίο, «ο συγγραφέας, αναγνωρισμένη αυθεντία στην μελέτη της ιστορίας του Διαφωτισμού, επικεντρώνει στο βιβλίο αυτό την προσοχή του στις μεταβολές της Ορθόδοξης Εκκλησίας από την περίοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, κατά την οποία η Εκκλησία, παρά τις δύσκολες ιστορικές συνθήκες, χάρη στην τεράστια συμβολική και ηθική της δύναμη και την οργάνωσή της γύρω από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, διέσωσε την ενότητα και καθολικότητά της καλλιεργώντας μια κοινή Ορθόδοξη ταυτότητα και νοοτροπία στους πληθυσμούς της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, στην περίοδο, κατά την οποία η επικράτηση των ιδεών και κινημάτων του εθνικισμού κατέστησε οξύτατη τη σύγκρουση του χριστιανικού οικουμενισμού και του εθνικισμού και στη γεωγραφική αυτή περιοχή».

Το βιβλίο απαρτίζεται, εκτός από τα Προλεγόμενα του Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη (σελ. 9-13),  τον Πρόλογο του συγγραφέα στην ελληνική έκδοση (σελ. 15-17),  τον αρχικό πρόλογο της αγγλικής έκδοσης (σελ. 19-21),  Ευχαριστίες (σελ. 23-25), εκτενέστατη Εισαγωγή (σελ. 27-46), από τα ακόλουθα 7 κεφάλαια:

1. Η Ορθόδοξη Εκκλησία και ο Διαφωτισμός: Μαρτυρίες από την αλληλογραφία μεταξύ του Ουγγροβλαχίας Ιγνατίου και του G. P. Vieusseux (σελ. 47-67),

2. Η Ορθόδοξη Εκκλησία και η διαμόρφωση των σύγχρονων κρατών στη Νοτιοανατολική Ευρώπη (σελ. 69-97),

3. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η πρόκληση του εθνικισμού κατά τον δέκατο ένατο αιώνα: Μια εποχή ιδεολογικών συναντήσεων (σελ. 99-128),

4. Το τέλος των αυτοκρατοριών, η Μικρασιατική Καταστροφή και το Οικουμενικό Πατριαρχείο (σελ. 129-148),

5. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, 1946-1991 (σελ. 149-182),

6. Μια θρησκευτική διεθνής στη Νοτιοανατολική Ευρώπη; (σελ. 183-206), και  

7. Ορθοδοξία, εθνικισμός και εθνοτικές συγκρούσεις (σελ. 207-214).

Υπάρχει και κατάλογος «Οικουμενικοί Πατριάρχες από το έτος 1800» (σελ. 215-216),  Βιβλιογραφία με Αρχειακές και χειρόγραφες πηγές, Πρωτογενείς πηγές και Δευτερογενείς πηγές (σελ. 217-234), καθώς και Ευρετήριο, ελληνόγλωσσο και ξενόγλωσσο (σελ. 235-252). Η έκδοση διανθίζεται και από φωτογραφίες, πολλές των οποίων από το φωτογραφικό αρχείο του αείμνηστου Ν. Μαγγίνα.

Εύχομαι η εκδοτική αυτή πρωτοβουλία του συγγραφέα και εκδότη του Επίκεντρου, Πέτρου Παπασαραντόπουλου, και οι νηφάλιες και αντικειμενικές κριτικές παρατηρήσεις του ακαδημαϊκού Πασχάλη Κιτρομηλίδη να ευαισθητοποιήσουν την ελίτ, αλλά και την ευρύτερη κοινωνία μας, και να την οδηγήσουν επιτέλους σε μια δημιουργική σύνθεση των ιδανικών του Διαφωτισμού με την παράδοση του Ελληνο-Ορθόδοξου οικουμενικού πνεύματος, που όπως υποστηρίζεται πόρρω απέχει  από εθνικισμούς και διαιρετικές συμπεριφορές. Και επιπλέον τα ιδεώδη αμφοτέρων συγκλίνουν σε μεγάλο βαθμό.

Πέραν όμως της συμβολής του βιβλίου στη σύγχρονη νεοελληνική πραγματικότητα, εξίσου σημαντικό, λόγω της ανάδειξης του οικουμενικού χαρακτήρα της πρωτόθρονης Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, είναι το μήνυμα που εκπέμπει και στον ευρύτερο Ορθόδοξο χώρο. Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο σε πολλούς, η Εκκλησία δεν υπάρχει για τον εαυτό της, αλλά για τον κόσμο. Γι’ αυτό και ε­πίσημα οι Ορθόδοξοι οφείλουν να ενώνουν τις δυνάμεις τους «με πά­ντα άνθρωπο καλής θελήσεως», όπως εμφατικά τονίζεται στα κείμενα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθόδοξης Εκκλησίας (Κρήτη, 2016).

Άλλωστε, η Εκκλησία επιτελεί το έργο της, όχι με εκείνα που συνήθως πράττει ούτε με εκείνα που λέγει, αλλά κυ­ρίως με αυτό που είναι. Αυτό το «είναι», με αλλά λόγια η ταυτότητα και αυτοσυνειδησία της, δεν είναι τίποτε άλλο παρά το όραμα ενός καινούργιου κόσμου. Το όραμα όμως αυτό, πέρα από εσχατολογικό γεγονός, αποτελεί και χειροπια­στή ιστορική πραγματικότητα, εναλλακτική πρόταση ζωής, την οποία οφείλει να εκφράζει μέσα από μια δημιουργική συνάντηση με τα ιδεώδη του Διαφωτισμού, το κύριο δηλαδή αφήγημα του πολιτισμένου περιβάλλοντος, στο οποίο ασκεί την αποστολή της. Εκκλησία χωρίς αυτή την ιερή «αποστολή» απλούστατα δεν είναι Εκκλη­σία.

Πέτρος Βασιλειάδης

Ομότιμος καθηγητής στο τμήμα Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Βιβλία του: Η περί της Πηγής των Λογίων θεωρία (1977), Σταυρός και Σωτηρία (1983), Χάρις-Κοινωνία-Διακονία (1985), Eucharist and Witness (1998), Μετανεωτερικότητα και Εκκλησία: Η Πρόκληση της Ορθοδοξίας (2002), Lex orandi: Λειτουργική θεολογία και λειτουργική αναγέννηση (2005), Ενότητα και μαρτυρία (2007).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.