Οι επαναστάσεις, ως γνωστόν, αλλάζουν δραστικά τις κοινωνίες που τις αποτολμούν.[1] Η Επανάσταση του 1821 δεν αποτέλεσε εξαίρεση, καθώς μεταμόρφωσε την «Ελλάδα» από μια αφηρημένη ιδέα σε απτή πραγματικότητα, ενώ μετέτρεψε σταδιακά τους «Ρωμηούς» σε «Έλληνες», και τους οθωμανούς υπηκόους σε πολίτες. Εκδιώκοντας δε όχι μόνο τους Οθωμανούς αλλά και το οθωμανικό σύστημα εξουσίας, ο αγώνας μετέτρεψε σε βάθος χρόνου τις ελληνικές περιοχές από μια οθωμανική περιφέρεια σε κράτος δυτικού τύπου, με «πολίτευμα ευρωπαϊκόν». Η Επανάσταση άλλαξε, επίσης, και την ίδια τη ζωή των ανθρώπων που ενεπλάκησαν σε αυτήν, και μάλιστα με τρόπους που ξάφνιασαν ακόμα και τους ίδιους:
Εν τη ζωή μου δεν απήντησα θαυμασιώτερον […] παρά την μεταβολήν εμού του ιδίου αυτού. Οσάκις διαλογίζωμαι τον προ της επαναστάσεως βίον μου, και είτα την θέσιν και την κατάστασιν, εις ην ήδη ευρίσκομαι, μένω εκστατικός, ώστε δυσπιστώ αν εγώ αυτός είμαι εκείνος ο προ της Επαναστάσεως.
Αυτά μας μεταφέρεται ότι είπε ο Βάσος Μαυροβουνιώτης, ένας σλάβος, ορθόδοξος οπλοφόρος, ο οποίος, από ταπεινός και άσημος που ήταν πριν από τον αγώνα, κατέληξε με τη συμμετοχή του στην Επανάσταση να γίνει έλληνας στρατηγός, υπασπιστής του Όθωνα και πλούσιος γαιοκτήμονας.[2]
Αν, όμως, οι επαναστάσεις αλλάζουν τις κοινωνίες και τους ανθρώπους τους, ισχύει και το αντίστροφο: και οι κοινωνίες αλλάζουν τον τρόπο που βλέπουν τις επαναστάσεις τους. Εφόσον, υπό μίαν ουσιαστική έννοια, δεν υπάρχει παρελθόν αλλά η μνήμη του παρελθόντος, είναι προφανές ότι και η μνήμη του 1821 θα αλλάζει κάθε φορά που αλλάζουν οι ευρύτερες ιστορικές συγκυρίες: Αλλιώς εορτάστηκε, για παράδειγμα, η επανάσταση το 1871, στα πενηντάχρονά της, όταν το κύριο ζήτημα ήταν η ενσωμάτωση του πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ στο εθνικό αφήγημα, και αλλιώς το 1971, στα 150 χρόνια της, όταν το χουντικό καθεστώς μετέτρεψε τους εορτασμούς σε «ψωροκωστιανή» υπερπαραγωγή, με «προχειροφτιαγμένα σκηνικά από χαρτόνι» και γενναίες δόσεις εθνικιστικού κιτς.[3] Η κάθε εποχή έχει και το 1821 που της αξίζει.
Ο λόγος που αναφέρω όλα αυτά τα προφανή δεν είναι μόνο για να θυμίσω ότι δεν υπάρχει ένας μόνο τρόπος προσέγγισης της επανάστασης (και ευτυχώς!) αλλά και για να υπογραμμίσω ότι υπάρχει πάντοτε –και θα υπάρχει πάντοτε– αρκετός χώρος για διαφορετικούς τρόπους θέασης του ελληνικού αγώνα για την ανεξαρτησία, μακριά από στείρες επετειολογίες και αναμασήματα στερεοτύπων, που αρνούνται να πεθάνουν με φυσικό θάνατο. Προς την κατεύθυνση αυτή κινήθηκε και η Επιτροπή για το 1821 που συνέστησε το ΑΠΘ, υπό την εποπτεία της οποίας έλαβε χώρα στη Θεσσαλονίκη μια σειρά εκδηλώσεων για τα 200 χρόνια της Επανάστασης.[4] Στο πλαίσιο των δράσεων αυτών εντάχθηκε και το ερευνητικό πρόγραμμα «Νέοι ιστορικοί του ΑΠΘ για το 1821», το οποίο εκπονήθηκε με την ευγενική στήριξη της Εθνικής Τράπεζας. Ο σκοπός του έργου ήταν να δώσει τη δυνατότητα σε νέους ιστορικούς (όλοι τους απόφοιτοι προπτυχιακών ή/και μεταπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών του ΑΠΘ) να διερευνήσουν πτυχές της Επανάστασης. Στη συνέχεια, οι συγγραφείς επεξεργάστηκαν τα πορίσματα της έρευνάς τους υπό την επίβλεψη ιστορικών του ΑΠΘ.[5] Καρπός της προσπάθειας αυτής είναι το συλλογικό αυτό έργο.
Αφώτιστες πτυχές του αγώνα
Το βιβλίο αποτελείται από μελέτες 13 ιστορικών (επτά ανδρών και έξι γυναικών) και διαρθρώνεται σε τρεις ενότητες: Η πρώτη ενότητα αφορά τις «αναπαραστάσεις» του 1821 κατά τον 19ο και τον 20ό αιώνα, και αναλύει τις εικαστικές απεικονίσεις του αγώνα στο πλαίσιο της αποκατάστασης των αγωνιστών του (Σ. Βασιλείου), τους εορτασμούς της Επανάστασης στη Θεσσαλονίκη το 1921 και το 1930 (Χ. Μανδατζής), τις απόπειρες κατασκευής της θυσίας της Αράπιτσας το 1822 ως ενός «μακεδονικού Ζαλόγγου» (Γ. Βλαχοδήμου) και τέλος τους πανηγυρικούς που εκφώνησαν οι καθηγητές του ΑΠΘ κατά τους εορτασμούς της 25ης Μαρτίου (Ε. Πουλιάσης). Η δεύτερη ενότητα, που επιγράφεται «η μαρτυρία των ιστορικών αρχείων», χρησιμοποιεί ελληνικές, οθωμανικές και σερβικές αρχειακές πηγές και διερευνά πτυχές των ελληνο-σερβικών σχέσεων (Γ. Τομάσεβιτς), το ζήτημα της επιστροφής στο ελληνικό κράτος των αιχμαλώτων του αγώνα (Α. Ντάσιος - Σ. Γαστεράτος), το φαινόμενο του αρματολισμού (Κ. Σαρρής), καθώς και την προεπαναστατική πορεία μιας προυχοντικής οικογένειας του Μωριά (Χ. Κυριακόπουλος). Το τρίτο και τελευταίο μέρος του βιβλίου, με τον τίτλο «Αναγνώσεις της Επανάστασης», εξετάζει τη δημιουργία και την προώθηση μιας νεωτερικής εκδοχής του «ηρωισμού», όπως αυτή προβλήθηκε από τον ελληνικό επαναστατικό Τύπο (Κ. Διώγος), τη στάση της «εγγράμματης ρωσικής ελίτ» αλλά και της ρωσικής κοινής γνώμης έναντι της Επανάστασης (Μ. Χεριανίδου), τους τρόπους με τους οποίους η τουρκική μετα-οθωμανική ιστοριογραφία αποτίμησε το 1821 και, τέλος, τα επαναστατικά σκιρτήματα στη Μικρά Ασία και την καταστολή τους από τους Οθωμανούς (Μ. Πεγνίογλου).
Η επιγραμματική αυτή αναφορά στο περιεχόμενο του βιβλίου, δίνει, νομίζω, μια αδρή εικόνα του τι είναι αλλά και του τι δεν είναι το συλλογικό αυτό έργο. Θα ξεκινήσω από το τελευταίο σημείο: το βιβλίο αυτό δεν είναι μια ακόμα γενική ιστορία της Επανάστασης με χρονολογική σειρά και δεν παρουσιάζει την πορεία της επανάστασης ως μια παρέλαση γεγονότων του τύπου «one damn thing after another», όπως θα έλεγαν και οι Αγγλοσάξωνες. Γενικές ιστορίες του αγώνα έχουμε ήδη αρκετές και, όπως θα περίμενε κανείς, η περσινή χρονιά είδε την έκδοση ακόμα περισσότερων. Δεν είναι, επίσης, ένα έργο που περιορίζεται μόνο σε γεγονότα της επαναστατικής περιόδου (1821-1827), όπως συνήθως συμβαίνει σε τέτοιου είδους βιβλία. Τέλος, δεν είναι ένα βιβλίο που περιλαμβάνει αποκλειστικά ελληνικές ιστορικές εξελίξεις και διαδικασίες, κάτι που επίσης χαρακτηρίζει τις περισσότερες σχετικές μελέτες.
Σε αντίθεση με τα παραπάνω, το βιβλίο έχει μια θεματική δομή, με τους άξονες που προανέφερα, και επιχειρεί να φωτίσει πλευρές της Επανάστασης που δεν έχουν λάβει την προσοχή που τους αναλογεί, ή που θα έπρεπε να τους αναλογεί. Υπό την έννοια αυτή, το βιβλίο όντως πραγματεύεται «άγνωστες πτυχές» του ’21. Εξετάζει διαδικασίες μάλλον, παρά πρόσωπα· και τάσεις και νοοτροπίες, παρά αμιγώς στρατιωτικά και πολιτικά γεγονότα. Δεν στέκεται μόνο στην επαναστατική περίοδο αλλά εκτείνεται και στον 20ό αιώνα, ενώ το γεωγραφικό του εύρος δεν περιορίζεται στις περιοχές που τελικά έγιναν μέρος του πρώτου ελληνικού κράτους αλλά και σε αυτές που ενσωματώθηκαν αργότερα, όπως η Θεσσαλονίκη και η Μακεδονία, ή που δεν ενσωματώθηκαν ποτέ, όπως η Μικρά Ασία. Δεν είναι ένα βιβλίο που απαριθμεί τα επιτεύγματα της Επανάστασης αλλά ένα βιβλίο για το πώς τα θυμόμαστε (στο ΑΠΘ, για παράδειγμα, με τους πανηγυρικούς). Δεν υμνεί με παρωχημένο λόγο μπαρουτοκαπνισμένους ήρωες, αλλά μας βοηθά να κατανοήσουμε τι ακριβώς σήμαινε ο ηρωισμός τους και πώς η νεωτερική εκδοχή του ήρωα ερχόταν σε αντίθεση με τις προνεωτερικές παραδόσεις του κλεφταρματολισμού.
Η ευρυγώνια αυτή οπτική του βιβλίου, σε χρονολογικό, γεωγραφικό και θεματικό επίπεδο, ενισχύεται περαιτέρω με την προσθήκη της οπτικής των «άλλων» και της σχέσης τους με την Επανάσταση, είτε αυτοί είναι σέρβοι ηγεμόνες (όπως ο Μίλος Ομπρένοβιτς) είτε ρώσοι «Δεκεμβριστές» επαναστάτες, είτε τούρκοι ρεπουμπλικανοί ιστορικοί. Για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, η Ελληνική Επανάσταση παρουσιαζόταν αποκομμένη από το ευρύτερο (ευρωπαϊκό, οθωμανικό και βαλκανικό) της περιβάλλον. Η τάση αυτή έχει ευτυχώς ανασχεθεί τα τελευταία χρόνια, κατά συνέπεια το βιβλίο αυτό εντάσσεται επιτυχώς σε μία ταχύτατα αναπτυσσόμενη επιστημονική παράδοση η οποία εξετάζει την Επανάσταση σε συνάρτηση με τον περίγυρό της, ενώ διερευνά και το αποτύπωμα που αυτή άφησε τόσο στις ελίτ ομόδοξων χωρών (όπως η Ρωσία) όσο και σε αυτές των Τούρκων.[6]
H συλλογική μνήμη
Ένα επιπλέον θετικό σημείο του βιβλίου είναι και ο προβληματισμός που εισάγει γύρω από ζητήματα συλλογικής μνήμης: Η θυσία των γυναικών στο Ζάλογγο (η οποία μάλιστα συνέβη το 1803, δηλαδή πριν την επανάσταση) έχει πλήρως εδραιωθεί στην ελληνική συλλογική μνήμη. Αντιθέτως, αυτή της Νάουσας (που συνέβη στο ποτάμι της Αράπιτσας το 1822) θα έπρεπε να περιμένει μέχρι το 1955 για να αναγνωριστεί επίσημα. Γιατί όμως; Μήπως γιατί τότε οξύνθηκαν οι ελληνο-τουρκικές σχέσεις λόγω του Κυπριακού; Η κατασκευή του ιστορικού παρελθόντος, ως γνωστόν, γίνεται πάντοτε από τη συγκυρία του παρόντος και είναι αυτή ακριβώς η συγκυρία που μας υποβάλλει (ή μας επιβάλλει) ποιο γεγονός θα θυμηθούμε και ποιο θα λησμονήσουμε. Ένα άλλο ερώτημα πoυ προκύπτει από το βιβλίο αφορά τον εορτασμό της εκατονταετηρίδας του ’21 στη Θεσσαλονίκη (που δεν έγινε ουσιαστικά το 1921, για ευνόητους λόγους, αλλά το 1930): Γιατί ο εορτασμός αυτός έγινε «εν αγνοία του λαού» και «όλα υπήρξαν νεκρά και τυπικά» και με «χλιαρή» συμμετοχή των Θεσσαλονικέων; Μήπως επειδή η πόλη δεν αρέσκεται σε εθνικούς εορτασμούς; Κάθε άλλο! Οι εορτασμοί του 1821 έγιναν το τριήμερο 25η με 27η Οκτωβρίου του 1930 (δηλαδή στην επέτειο της απελευθέρωσης της πόλης) και ο ενθουσιασμός του λαού ήταν ασυγκράτητος. Πότε ακριβώς, όμως, εκδηλώθηκε ο ενθουσιασμός αυτός; Όταν οι Θεσσαλονικείς είδαν να παρελαύνουν τα μέλη του συνδέσμου μακεδονομάχων «Παύλος Μελάς». Η τοπική μνήμη, όπως αντιλαμβανόμαστε, είναι συχνά αρκετά επιλεκτική.
Όπως όλοι οι συλλογικοί τόμοι έτσι και αυτός δεν είναι ενιαίος σε υφολογικό ή αναλυτικό επίπεδο και, όπως όλες οι ανάλογες μελέτες, δεν είναι ούτε «πλήρης», όποιο και αν είναι το νόημα της λέξης αυτής, αν έχει κάποιο νόημα πλέον. Δεν ήταν αυτές οι φιλοδοξίες του έργου και ούτε θα έπρεπε να είναι. Περιέχει όμως μελέτες που βασίζονται σε πλήθος αρχειακών πηγών και δευτερογενούς βιβλιογραφίας και πραγματεύεται σημαντικά αλλά σχετικά παραμελημένα αντικείμενα, ενώ αναδεικνύει με ενάργεια και τη στέρεη επιστημονική σκευή που δίνει το ΑΠΘ στους αποφοίτους του.
Συνοψίζοντας, το βιβλίο αυτό αποτελεί μια πρόσφορη και σοβαρή συμβολή στην επιστημονική βιβλιογραφία της Επανάστασης, με έντονα τα στοιχεία της πρωτοτυπίας, της μεθοδολογικής πειθαρχίας και της σαφήνειας γραφής και σκέψης. Επιπλέον, είναι και μια ευτυχής σύμπραξη νεότερων ιστορικών και των καθηγητών τους, κάτι που του προσδίδει και ένα χαρακτήρα κοινότητας. Αυτό είναι ένα σημαντικό σημείο, που εικονογραφεί επακριβώς και την γενικότερη αντίληψη που θέλει να εκφράσει το ΑΠΘ. Του ευχόμαστε να έχει καλό ταξίδι στην ανοικτή θάλασσα της βιβλιογραφίας.
[1] Το κείμενο αυτό αποτελεί επεξεργασμένη μορφή της εισήγησης του συγγραφέα στην παρουσίαση του βιβλίου, η οποία πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη, 30 Μαρτίου 2022, στο αμφιθέατρο της κεντρικής βιβλιοθήκης του ΑΠΘ. Στην παρουσίαση συμμετείχαν επίσης ο Πρύτανης του ΑΠΘ, καθηγητής Νικόλαος Παπαϊωάννου, ο συνεπιμελητής του βιβλίου, καθηγητής Βασίλης Γούναρης, και ο κοσμήτορας της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ, καθηγητής Παναγιώτης Γκλαβίνης.
[2] Διονύσιος Σουρμελής, Ιστορία των Αθηνών κατά τον υπέρ της ελευθερίας αγώνα αρχομένη από της επαναστάσεως μέχρι της αποκαταστάσεως των πραγμάτων (δεύτερη έκδοση: Αθήνα 1853), 194-195.
[3] Για τις προσλήψεις του 1821 και τους εορτασμούς του βλ. Χριστίνα Κουλούρη, Χλαμύδες και Φουστανέλες: ιστορική μνήμη και εθνική ταυτότητα, 1821-1930 (Αθήνα 2020). Για τους εορτασμούς της Επταετίας, πρβ. τη μαρτυρία του Τάκη Θεοδωρόπουλου, «Από το 1971 της Χούντας έως το 2021», Καθημερινή, 7/6/2020.
[4] Περισσότερα στοιχεία για τις δράσεις του ΑΠΘ παρατίθενται στην ιστοσελίδα του πανεπιστημίου: https://websites.auth.gr/auth2021/
[5] Οι καθηγητές που έκαναν παρατηρήσεις στις μελέτες των συγγραφέων είναι οι Β. Γούναρης, Δ. Παπασταματίου, Γ. Στεφανίδης, Φ. Κοτζαγεώργης, Μ. Ροτζώκος, Δ. Λυβάνιος, καθώς και η Ε. Βόγλη, η οποία, παρότι υπηρετεί στο ΔΠΘ, είναι απόφοιτη και διδάκτορας του ΑΠΘ.
[6] Βλ. ενδεικτικά: Πέτρος Πιζάνιας (επιμ.), Η Ελληνική Επανάσταση του 1821: ένα ευρωπαϊκό γεγονός (Αθήνα 2009). Nikolai Todorov, Η βαλκανική διάσταση της Επανάστασης του 1821: Η περίπτωση των Βουλγάρων (Αθήνα 1982). Şükrü Ilıcak (επιμ.), “Those Infidel Greeks”: The Greek War of Independence through Ottoman Archival Documents (Brill 2021).