Η Περσεφόνη είχε γεννηθεί με οστεοψαθύρωση, είχε λιγότερο κολλαγόνο απ’ το κανονικό και τα κόκαλά της θραύονταν εύκολα – μπορούσε για ψύλλου πήδημα να βρεθεί στο νοσοκομείο με κάταγμα· και στον ύπνο της να γυρνούσε απότομα, που λέει ο λόγος, μπορεί να έσπαγε κάνα πλευρό – και δεν ήταν σχήμα λόγου απλώς, γιατί μια φορά στα δώδεκά της της συνέβη ακριβώς αυτό, την ίδια μέρα που της ήρθε περίοδος για πρώτη φορά. Στο σχολείο είχε απαλλαγή απ’ τη γυμναστική, και στα παιχνίδια στη γειτονιά στεκόταν πάντα παράμερα, κάτοικος ενός κρυφού κόσμου πέρα απ’ αυτόν των παιδιών και των άλλων ανθρώπων· ενός βαθιού κόσμου που φαινόταν μονάχα η επιφάνειά του στ’ απόμακρο κι ονειροπόλο βλέμμα στα μάτια του κοριτσιού. Κανείς δεν ήξερε τι σκεφτόταν, ούτε ήξερε κανείς τι έλεγε κείνες τις φορές που τα χείλια της ανοιγόκλειναν ελαφρά, ίσα ίσα για να μπει στα πνευμόνια της μια ανεπαίσθητη πνοή και να βγει μια ψιθυριστή λέξη που κανένας δεν την άκουγε.
Ήταν λεπτή, με χέρια και πόδια σαν κλαριά, κι είχε δύο αδερφές, μεγαλύτερές της. Ο πατέρας της ήταν εργάτης στην ΠΥΡΚΑΛ και η Δήμητρα, η μάνα τους, φρόντιζε το σπίτι και μεγάλωνε τα παιδιά. Όταν γεννήθηκε η μικρότερή της, πήγε να της πεθάνει, αλλά τελικά το μωρό γλίτωσε, σαν να γύρισε απ’ τον Άδη, και η μητέρα επέμεινε να την πουν Περσεφόνη –πόσο μάλλον που είχε γεννηθεί κιόλας στην εαρινή ισημερία– και της είχε ξεχωριστή αδυναμία, που ήταν έτσι εύθραυστη, με σκελετό ελαφρύ σαν του πουλιού, ένα πλάσμα του αέρα που το έδενε η βαρύτητα στη γη και του τσάκιζε τα κόκαλα.
Κι ο τρόπος που έτρωγε η Περσεφόνη έδινε την αίσθηση μικρού πουλιού· πώς έπιανε ένα ένα τα ψίχουλα με τον αντίχειρα και το δείχτη, και τα ’βαζε στο στόμα, ενώ το φαγητό στο πιάτο της περίμενε αφάγωτο, ώσπου να τη μαλώσουν για να φάει δυο πιρουνιές. Άμα την έβλεπες να τρώει έτσι, έλεγες πως της έφταναν για να ζήσει τα τρίμματα του ψωμιού που ήταν σκορπισμένα στο τραπεζομάντιλο.
Όσο της είχε αδυναμία η μάνα της, τόσο ο πατέρας της αγαναχτούσε, που την έβλεπε να ’ναι έτσι περίεργη, κι έριχνε πάνω της το φταίξιμο, όποτε το κορίτσι έσπαγε ένα κόκαλο. Η ευαισθησία της και το ρωμαλέο κορμί του μεροκαματιάρη, καμωμένο θαρρείς από αγέλαστη πέτρα, δεν συμπληρώνονταν αλλά ήταν απεναντίας δύο αντίθετα που δυσκολεύονταν να συνυπάρξουν στο ίδιο βραδινό τραπέζι και πίσω από τα ίδια υγρά και θαμπά παράθυρα, με τα ρυάκια του νερού στο τζάμι, τις βροχερές χειμωνιάτικες Κυριακές.
Κάποτε –ήταν δεκατριών χρονών τότε η Περσεφόνη–, την είχε στείλει η μητέρα της να τον φωνάξει από το καφενείο γιατί ο μικρός του αδερφός είχε πεθάνει από ανακοπή. Η ίδια μιλούσε με τη συννυφάδα της στο τηλέφωνο και προσπαθούσε να την παρηγορήσει και να τη συνεφέρει. Είπε της Περσεφόνης να μην πει στον πατέρα της το λόγο που την έστειλε να τον φωνάξει, αλλά μονάχα ότι ήταν κάτι επείγον. Η κοπέλα μπήκε στην καπνιά του καφενέ κι ένιωσε τόσο βαριά πάνω της όλα τα κορμιά στα τραπέζια κι όλα τα αντρικά πρόσωπα, που της φάνηκε ότι η ματιά τους κι ο ιδρώτας τους έφταναν για να της τσακίσουν όλα τα κόκαλα μεμιάς. Στην αρχή δυσκολεύτηκε να τον ξεχωρίσει· της φάνηκε ότι ήταν ίδιοι όλοι – ότι θα μπορούσε ο καθένας να ’ναι ο πατέρας της, ή κανείς απ’ αυτούς να μην είναι· αλλά τελικά τον διέκρινε και πλησίασε, μέσα σ’ εκείνον τον αέρα που την έπνιγε.
Μονάχα μία φορά αισθάνθηκε κοντά του. Ήταν τότε που έγινε η έκρηξη στο εργοστάσιο, το Δεκέμβρη του 1980. Πήγε στο νοσοκομείο να τον δει. Φόραγε καθαρή πιτζάμα, ξεκούμπωτη στο δασύ του στέρνο, κι είχε κοψίματα στο πρόσωπο. Όμως η πρόσκαιρη γέφυρα ανάμεσά τους ήταν το αριστερό του πόδι, που το ’χε στο γύψο. Αυτό το σπάσιμο την έφερε ξάφνου κοντά του, όπως δεν την είχαν φέρει ποτέ όλα τα γενέθλια και τα Χριστούγεννα και οι Κυριακές του Πάσχα. «Να σου ζωγραφίσω το γύψο;» τον ρώτησε δειλά, περιμένοντας ότι θα την αγριοκοίταζε· όμως στο πρόσωπό του χαράχτηκε ένα αδιανόητο χαμόγελο. Στο κομοδίνο πλάι του είχε το «Τεστ» ανοιχτό σε μια σελίδα μ’ ένα μισολυμένο σταυρόλεξο και μ’ ένα μολύβι πάνω.
«Πάρ’ το μολύβι», της είπε.
Η επιφάνεια του γύψου ήταν τραχιά, αλλ’ ευτυχώς το μολύβι είχε χοντρή μύτη. Το κορίτσι σκέφτηκε για λίγο τι να ζωγραφίσει κι έπειτα στόλισε όλη την έξω μεριά του γύψου, από τη φτέρνα ως κάτω από το γόνατο, με στάχυα και χελιδόνια να πετούν αποπάνω.
Όταν έβγαλε μετά από ένα μήνα το γύψο, με τα στάχυα και τα χελιδόνια να ’ναι πια μουντζαλιές πάνω στη βρόμικη ασπράδα, ήταν ξανά κείνος ο πατέρας που δεν ξεχώριζε από τους άλλους άντρες στο καφενείο.
Πάντα, όταν ερχόταν η άνοιξη, η κοπέλα πήγαινε στ’ αρχαία όποτε ξέκλεβε λίγο χρόνο. Το καλοκαίρι τη ζάλιζαν ο ήλιος και οι αντανακλάσεις πάνω στην πέτρα· οι σκέψεις της μοιράζονταν μ’ άνισο τρόπο ανάμεσα στο φως, το χώμα και τις αρχαίες πέτρες· ένιωθε τότε πως σκόρπιζε, πως έχανε μ’ έναν τρόπο τον εαυτό της, που μαζί του την έδεναν μόνο τα μικρά πράγματα του καλοκαιριού: ένα μυρμήγκι που κουβαλούσε ένα σπυρί, ένα άγανο μπλεγμένο στα μαλλιά της· αλλά το στραφτάλισμα της θάλασσας ολοένα της τραβούσε το βλέμμα και την μπέρδευε. Το χειμώνα, πάλι, ως και η πιο μικρή πέτρα γινόταν ασήκωτη· δενόταν στη ματιά της κοπέλας σαν μολυβένιο βαρίδι και την τραβούσε κάτω στην κρύα γη, κάνοντάς την να σκύβει το λεπτό της σβέρκο, που τον πλάκωναν τότε τα σύννεφα. Τα αρχαία το χειμώνα –περισσότερο ακόμα κι απ’ το νεκροταφείο όπου είχαν κηδέψει τον παππού και τη γιαγιά της, και τον μικρό αδερφό του πατέρα της–, με την γκρίζα όψη τους και τη νοτερή μυρωδιά τους, και με την αίσθηση που είχαν στα ακροδάχτυλά της άμα τ’ άγγιζε, έκλειναν μέσα στην αδυσώπητα συμπαγή τους ύλη το θάνατο.
Αλλά την άνοιξη στ’ αρχαία κατοικούσε το μυστικό και μαγικό νόημα του κόσμου. Οι παλιές, αιώνιες πέτρες έδεναν με τα φευγαλέα αγριολούλουδα σε κάτι όμοιο με απέραντη στιγμή που ταυτόχρονα ήταν έξω από το χρόνο και τον έκλεινε όλον μέσα της. Θαμμένες οι μικρότερες μες στα χορτάρια, ήταν παγίδες για τα εύθραυστα κοριτσίστικα πόδια. Έπρεπε να προσέχει πολύ, για να μη σκοντάψει και βρεθεί ξανά με σπασμένο κόκαλο. Όμως ούτ’ αυτός ο φόβος, ούτε τίποτε άλλο, δεν θα την κρατούσε μακριά από τούτον τον τόπο που, για ένα μήνα περίπου, θύμιζε στο κορίτσι πώς η ζωή νικούσε πάντα, τελικά, το θάνατο – κι ας μην ήταν αυτά τα λόγια που θα το εξηγούσε, έτσι και τη ρώταγε κανείς. Αλλά κανένας ποτέ δεν την είχε ρωτήσει, έτσι δεν είχε χρειαστεί ευτυχώς να παλέψει με λέξεις να δώσει φωνή στο αίσθημα.
Τότε, μέσα στα χρώματα των λουλουδιών, ένιωθε κοντά σ’ αυτές τις πέτρες, γιατί είχαν σπάσει κι ας ήταν αφάνταστα πιο γερές απ’ τα κόκαλά της, και γιατί, κι ας ήταν σπασμένες, της φαίνονταν παρ’ όλα αυτά να είναι ολόκληρες – της φαινόταν πως ήταν πάντα έτσι και πως ποτέ δεν θα μπορούσαν να είχαν υπάρξει τίποτ’ άλλο. Δεν θα μπορούσαν ποτέ να είχαν υπάρξει κείνα τα αρχαία κτήρια που τους είπαν στο σχολείο: τα Προπύλαια, ο ναός της Αρτέμιδος… – αλλά μόνο αυτές οι πέτρες μες στα λουλούδια.
Την άνοιξη, στ’ αρχαία, καταλάβαινε το λόγο που έσπαγαν έτσι εύκολα τα κόκαλά της και που παρ’ όλα αυτά, σε πείσμα της αδυναμίας της, επέμενε να είναι ζωντανή.
Και πιο πολύ στεκόταν μπροστά σ’ εκείνο το άγαλμα, τη «Φεύγουσα κόρη». Με σπασμένα τα χέρια, έτρεχε να ξεφύγει, αλλά στην όψη της δεν υπήρχε φόβος ή αγωνία, παρά μόνο κάτι κρυφό· ήταν σαν όψη παγιδευμένη αιώνια σ’ ένα όνειρο – όμως δεν έτρεχε για να ξεφύγει απ’ αυτό, με το ρούχο της να πτυχώνεται ασάλευτο σαν καμωμένο από πέτρινο νερό, μα για να ξεφύγει απ’ ό,τι ήθελε να την αρπάξει μέσ’ από το όνειρο, να την αναγκάσει ν’ ανοίξει τα μάτια, να τραβήξει το στόμα για να μην αποτυπώνεται σ’ αυτό η στενή γραμμή ενός μυστικού, αλλά ν’ αποτυπωθεί μια κραυγή που έπειτα θα πέτρωνε ξανά σε αιώνιο φόβο. Γι’ αυτό έφευγε η κόρη, και κατόρθωνε πάντα να ξεφύγει, ακόμα και με τα χέρια της σπασμένα – ή μπορεί να ξέφευγε χάρη στα σπασμένα της χέρια, που τα ’χε αφήσει πίσω, να τα κρατάει κείνος που θέλησε να τη γραπώσει, κι έτσι έτρεχε πιο ελεύθερη τώρα, απαλλαγμένη από τα δεσμά της αφής, απ’ τα δεσμά των χεριών, που έδεναν στο χώμα τα πλάσματα της γης, αλλ’ ήταν άχρηστα για τα πλάσματα του ουρανού.
Η κοπέλα αντλούσε από τ’ ακρωτηριασμένο άγαλμα ανακούφιση, παρηγοριά κι αυτοπεποίθηση.
***
Περπατούσε αργά ανάμεσα στις αρχαίες πέτρες πολεμώντας να κατορθώσει το ακατόρθωτο, να μην πατήσει κανένα από τα μύρια μικρά λουλούδια, και γύρη πασπάλιζε τους αστράγαλούς της πάνω απ’ τα σοσόνια της.
Ανάμεσα στ’ αγριολούλουδα βρήκε ένα φυσίγγι. Ο πατέρας της είχε όπλο και κυνηγούσε με φυσίγγια που μπορεί να τα ’χε κατασκευάσει κι ο ίδιος. Πού και πού τους έφερνε σκοτωμένα πουλιά στο σπίτι, και το κορίτσι δεν μπορούσε να τα βλέπει έτσι, μες στα αίματα. Τον είχε δει ένα πρωί στη δουλειά του· τους είχανε πάει με το σχολείο, να δουν το εργοστάσιο. Όμως ήταν αυτός, ή τον μπέρδεψε μ’ άλλον; Τα μηχανήματα τής είχαν φανεί τρομερά. Κι ας έμπαινε φως απ’ τα μεγάλα τζάμια, γιατί ήταν ηλιόλουστο πρωινό, της φάνηκε σαν κάτω κόσμος εκεί μέσα, με τις μηχανές να δουλεύουν – και οι εργάτες ήταν σαν τους άντρες στο καφενείο, ίδιοι όλοι, αξεχώριστοι, με τα χέρια τους να πιάνουν εδώ λαβές και μοχλούς, όπως έπιαναν εκεί το τσιγάρο ή το ποτήρι με την μπίρα.
Μονάχα αν τα μηχανήματα γίνονταν σαν τις αρχαίες πέτρες, κομμάτια σκουριασμένο σίδερο σκορπισμένα εδώ κι εκεί, μόνο τότε θα αποχτούσαν ένα ανοιξιάτικο νόημα, και τα σκοτωμένα πουλιά θα ζωντάνευαν όλα και θα πετούσαν ψηλά.
Έπιασε το φυσίγγι, το κράτησε στη χούφτα της, κι ευχήθηκε να μην είχε αφή ούτε χέρι, να ήταν σαν τη «Φεύγουσα κόρη», για να μην μπορεί να το πιάσει και να το νιώσει· ενώ, τώρα που μπορούσε, ήταν αναγκασμένη να το κάνει – να σκύψει και να περιεργαστεί αυτό το πράγμα που ήταν άδειο σαν ουρανός χωρίς πουλιά.
Τ’ άφησε να πέσει και προχώρησε, αλλά παρακάτω, βαδίζοντας σ’ αυτήν την άνοιξη που θα έπρεπε να είχε μόνο ζωή, συναντήθηκε ξανά με το θάνατο.
Ήταν ένα καβούκι χελώνας, που έδειχνε αρχαίο σαν τις πέτρες κι ήταν επίσης σπασμένο. Τι ή ποιος το έσπασε; Το σήκωσε και κοίταξε μες στο κούφιο και κρυφό του σκοτάδι. Υπήρχαν μέσα κάτι κοκαλάκια λεπτά όπως των πουλιών – τόσο αντίθετα από το καβούκι και τόσο συμπληρωματικά μ’ αυτό, όσο ήταν αντίθετα και συμπληρωματικά τα δικά της εύθραυστα κόκαλα και οι αρχαίες πέτρες. Αν έβαζε το αφτί στο άδειο καύκαλο, όπως σ’ ένα κοχύλι, θα άκουγε τη μυστική φωνή του τόπου. Το έβαλε αλλά δεν κατάφερε να ξεχωρίσει λέξεις – μόνο την πνοή ενός μακρινού ανέμου. Ήθελε να πάρει μαζί της το καβούκι, αλλά τελικά τ’ άφησε εκεί που το βρήκε γιατί της φάνηκε πως ήταν σαν τα αρχαία, πως δεν μπορούσε να βρεθεί αλλού χωρίς ο κόσμος να χάσει ξάφνου το νόημά του.
***
Στο σχολείο έκαναν Αισχύλο.
«Τίν᾽ ἂν οὖν χώραν εὔφρονα μᾶλλον τῆσδ᾽ ἀφικοίμεθα σὺν τοῖσδ᾽ ἱκετῶν ἐγχειριδίοις, ἐριοστέπτοισι κλάδοισιν; ὦ πόλις, ὦ γῆ, καὶ λευκὸν ὕδωρ, ὕπατοί τε θεοί, καὶ βαρύτιμοι χθόνιοι θήκας κατέχοντες…» συλλάβισε ψιθυριστά, σέρνοντας το δάχτυλο από λέξη σε λέξη.
Σε ποια χώρα θα έφταναν, άλλη απ’ αυτήν πιο καλόδεχτη; Σε ποια;
Ήταν χειμώνας, κι έξω από το τζάμι τα φουγάρα απ’ το εργοστάσιο μουντζούρωναν τον βαρύ ουρανό. Είχε πολλούς μήνες να πάει στ’ αρχαία και δεν έπαυε να σκέφτεται την κόρη που ’χε ξεφορτωθεί τα χέρια της για να ξεφύγει και να κατορθώσει, έτσι, να μείνει με τα μάτια κλειστά μες στο όνειρο. Καθόταν στην κάμαρά της, στο κρεβάτι, με την πλάτη στεριωμένη σ’ ένα μαξιλάρι και με το δεξί πόδι στο γύψο, και σκεφτόταν τις πολλές χειμωνιάτικες όψεις του φευγαλέου θανάτου που φορούσε σαν μάσκα στο κρυφό πρόσωπό της η αιώνια άνοιξη. Αργότερα έπιασε βροχή και τα ρυάκια του νερού στο τζάμι έσπασαν σε τεθλασμένα θραύσματα, με τα κύματά τους, τη θολή εικόνα του κόσμου έξω.
Σκέφτηκε το θάνατο του Αισχύλου – λεγόταν πως, στη Γέλα, ένας αϊτός έριξε από ψηλά πάνω του μια χελώνα, που την είχε αρπάξει με τα νύχια του και την άφησε να πέσει για να σπάσει. Έκλεισε τα μάτια κι ένιωσε πώς θα ’ταν αυτό για τη χελώνα – να πέφτει και να πέφτει, βαριά σαν πέτρα.