Η γνωριμία μου δεν ήταν αυτό που λέμε «κανονική», δηλαδή μια πρόσωπο με πρόσωπο επικοινωνία, αλλά μια επαφή μυστική, βουβή, μοναχική. Ήταν «χάρτινη», είχε πραγματοποιηθεί μέσα από μια φωτογραφία. Μια φωτογραφία κορνιζαρισμένη – την έβλεπα κάθε φορά που πήγαινα στην οδό Λευκωσίας, ένα σπίτι που πέρασε αργότερα στα γραφτά της.
Στην αρχή ήταν μόνο μια εικόνα. Μια έγχρωμη φωτογραφία που αποτύπωνε ένα πρόσωπο. Η νέα γυναίκα δεν είχε κάποιαν ιδιότητα ούτε καν όνομα – παρέμενε για πολύ καιρό ανώνυμη, αταύτιστη για μένα. Μια φωτογραφία, μοναδικό στολίδι σε ένα επιβλητικό, βαρύ παλαιό καρυδένιο έπιπλο του καθιστικού. Έβλεπα λοιπόν μια γυναίκα νέα, όμορφη, γελαστή, με ρούχα καλοκαιρινά, ανάλαφρα, χρωματιστά, να αφήνεται ηδονικά στον αέρα που της έπαιρνε τις μπούκλες από τα μαλλιά. Δεν μας κοίταγε καταπρόσωπο, το βλέμμα της ήταν στραμμένο σε σημείο μακρινό, ίσως καρφωμένο στο άπειρο, ενώ πίσω της, στο βάθος, διακρινόταν η ανταριασμένη θάλασσα. Άγνωστο σε ποιο γεωγραφικό σημείο είχε τραβηχτεί το στιγμιότυπο. Συμπέρανα όμως ότι αυτή δεν ήταν θάλασσα δικιά μας, μεσογειακή. Έλειπε το χρώμα, αυτό το βαθύ γαλάζιο που λάτρευα τα καλοκαίρια κάθε χρονιά όταν ταξιδεύαμε με τον «Κανάρη» και τον «Καραϊσκάκη» για να συναντήσουμε τη Λενούλα και τους φίλους μας στο νησί. Αυτή η άλλη θάλασσα της φωτογραφίας ήταν λίγο ξέπνοη, αναιμική. Αν μου έλεγαν την αλήθεια, ότι δηλαδή αυτή ήταν η Μαύρη Θάλασσα, τότε θα μπορούσα τουλάχιστον να την τοποθετήσω νοερά στο χάρτη, αφού στο σχολείο είχαμε μάθει για τον Εύξεινο Πόντο, για το χρυσόμαλλο δέρας και γι’ άλλα ωραία της Μυθολογίας. Αλλά κανείς δεν έκανε τον κόπο να μου εξηγήσει. Τσιμουδιά, ούτε λέξη, τόσο για το πρόσωπο όσο και για τον τόπο. Το μυστήριο επέτεινε την περιέργειά μου.
Κάποια μέρα, γύρω στις αρχές του 1960 –είχα πατήσει πια τα δέκα και τρέλαινα τους δικούς μου στις ερωτήσεις επί παντός του επιστητού, διεκδικώντας τα δικαιώματά μου στη γνώση–, τόλμησα να ρωτήσω, δειλά, «ποια είναι αυτή η γελαστή κοπέλα στη θάλασσα;» και έλαβα επιτέλους την περιπόθητη απάντηση. Είναι η Άλκη, η αδελφή της Λενούλας, μου είπαν με τρόπο στακάτο, που δε σήκωνε περαιτέρω επεξηγήσεις. Δηλαδή, σαν να υπονοούσε: άφησέ μας και λίγο ήσυχους, βρε παιδάκι μου, σου απαντήσαμε – άντε, και πολύ σού είναι. Αποφάσισα να προχωρήσω τις ερευνητικές εξορμήσεις μου δίχως την άδεια και τη βοήθεια κανενός. Μάλιστα, η ξέφρενη αυτιστική φαντασία που με διακατείχε προεφηβικά με οδήγησε στη διαβολική σκέψη, μήπως η Άλκη, αυτή τελοσπάντων η αδελφή της κυρίας Λενούλας, της μαμάς του Αλέξη, είχε προ πολλού πεθάνει, εξ ου και η φωτογραφία κοσμούσε το έπιπλο σε περίοπτο σημείο. Το σπαραξικάρδιο αυτό σενάριο δεν έμοιαζε αληθοφανές ούτε και για μένα που το επινόησα. Το διέψευδε ο αγαπησιάρικος τόνος με τον οποίο η Λενούλα αναφερόταν στην αδελφή της. Αυτός ο τόνος δεν απέπνεε κάποιο πένθος – ας πούμε, δεν κορυφωνόταν με ένα κόμπο στο λαιμό, όπως συνέβαινε με τη δική μου τη μαμά.
Είχαμε κι εμείς κάτι φωτογραφίες για τις οποίες δεν μιλούσαμε ποτέ στο σπίτι. Αυτές δεν ήταν έγχρωμες ούτε και γελαστές. Απεικόνιζαν δυο παλικάρια όμορφα. Ήταν φωτογραφίες «απόντων», αυτό είχε εξ αρχής διευκρινιστεί, είχε ξεκάθαρα ειπωθεί: ήταν δυο νεκροί του Πολέμου, που έπεσαν ηρωικά, ο ένας στην αρχή και ο άλλος στο τέλος. Τοποθετημένοι οι εικονιζόμενοι τιμητικά, ξέχωρα από τις υπόλοιπες φωτογραφίες «των ζωντανών», δήλωναν με το δωρικό στήσιμο των εικονιζόμενων παλικαριών απέναντι στο φακό ότι και εδώ ερωτήσεις δεν χωρούσαν. Παρά την περίφημη αυτοσυγκράτησή της, η μητέρα μου άφηνε να εννοηθεί ότι οποιαδήποτε κουβέντα «περί των κεκοιμημένων» ήταν ανεπιθύμητη – της προκαλούσε ένα κόμπο στο λαιμό. Αντίθετα, στη Λενούλα το όνομα της Άλκης προξενούσε ένα φευγαλέο χαμόγελο, αν και όχι παρατεταμένο – το έκοβε μαχαίρι. Και αυτό έφτανε προς ώρας για να βεβαιωθώ ότι, στην περίπτωση της Άλκης, η σιωπή δεν σχετιζόταν με θάνατο. Αλλά ώς εκεί. Συμπέρασμα: για άλλη μια φορά η σιωπή ήταν χρυσός.
Άλλωστε, κάνα-δυο χρόνια αργότερα ήρθε η τρανή απόδειξη. Παρατήρησα μια κάποια κινητικότητα στη διάταξη των φωτογραφιών. Η μοναχική Αφροδίτη που έβγαινε μέσα από τον αφρό της θάλασσας, η Άλκη Ζέη, απέκτησε, αίφνης, δική της συντροφιά. Αυξάνεσθαι και πληθύνεσθαι. Τώρα προστέθηκε μια άλλη, επίσης καδραρισμένη, έγχρωμη φωτογραφία, που απεικόνιζε τον Γιώργο Σεβαστίκογλου μαζί με την Άλκη αγκαλιασμένους, και τα δύο τους παιδιά. Η αριθμητική διεύρυνση, η ευτυχισμένη παρέα προέκυψε καθώς το 1955 γεννήθηκε η Ρηνούλα και δυο χρόνια αργότερα ο Πέτρος. Άλλη μια εικόνα ευτυχίας, άλλη μια φωτογραφία διακοπών. Θερινή περιβολή, πρόσωπα χαρούμενα, γελαστά. Αυτά συνέβαιναν γύρω στο 1960.
Στα δώδεκά μου χρόνια τελείωνα το δημοτικό, το 1962 θα έμπαινα στο Γυμνάσιο. Ως αυτόκλητη ντέτεκτιβ είχα καταλήξει σε κάποια συμπεράσματα «δι’ ιδίαν χρήσιν». Παρακολουθώντας τη δημογραφική εξέλιξη της οικογένειας Σεβαστίκογλου και μαθαίνοντας τα ονόματα ανιόντων και κατιόντων, έπαιρνα τα θάρρητα για να αποτολμήσω μιαν ακόμα κρίσιμη ερώτηση που προετοίμαζα μέσα μου πολύ καιρό. Σε ποιο τελοσπάντων μέρος της Γης συνέβαιναν αυτά τα φωτογραφικά ενσταντανέ; Έμαθα λοιπόν ότι οι απεικονίσεις στέλνονταν αεροπορικώς σε φακέλους αλληλογραφίας από μέρος μακρινό, από τη Μόσχα, και είχαν τραβηχτεί στη Οδησσό – την πόλη αυτή πού την είχα ξανακούσει; δεν μου έλεγε ομολογώ και πολλά. Η εγκυκλοπαιδική μου μόρφωση δεν είχε ακόμα αρκούντως επεκταθεί. Βρισκόμουν στην προ-Αϊζενστάιν, στην προ-Ποτέμκιν περίοδο του βίου μου!
Παρά την αναβαθμισμένη πληροφόρησή μου, δεν έπαυα να έχω άλυτες απορίες. Αναρωτιόμουν τώρα γιατί αυτό το ένα Ζεάκι με την οικογένειά της δεν ερχόταν έστω και μια βδομάδα να δει τι κάνει το άλλο Ζεάκι, η Λενούλα, και όλοι μαζί να ανταμώσουμε κάποιο καλοκαίρι στο νησί, να κολυμπήσουμε στην όμορφη θάλασσα; Κατάλαβα πως ήμουν αφελής που νόμιζα ότι κατέχοντας τα ονόματα θα έλυνα το αίνιγμα. Δυστυχώς, η γνώση γεννούσε νέα ερωτηματικά. Είχα περιέλθει σε βαθιά, άγονη και άκαρπη φιλοσοφική ενατένιση. Ωστόσο, τότε, κάτι άλλαξε στη ζωή μου. Το 1962 μπήκα πια στο γυμνάσιο. Στο αγαπημένο μου σχολείο, στην Αηδονοπούλου, δίδασκε μαθηματικά ο αργότερα γυμνασιάρχης μας, ο θείος της Άλκης και της Λενούλας, ο αδελφός της καλλονής μαμάς τους, της Έλλης Ζέη. Ήταν ο σπουδαίος αυτός άνθρωπος, ο Πλάτων Σωτηρίου, σύζυγος της Διδώς. Τότε άδραξα την ευκαιρία και, δήθεν αδιάφορα, επανέφερα στανικώς στο προσκήνιο το θέμα «Άλκη + Γιώργος + οικογένεια». Κάποτε κρυφάκουσα κι από μισόλογα έμαθα ότι ήσαν «πολιτικοί εξόριστοι» και δεν είχαν άδεια να επαναπατριστούν, αλλά ότι ίσως και να έρχονταν κάποτε αν άλλαζαν τα πράγματα...
Στην άγρια εφηβεία που επακολούθησε έπιασα την άκρη του νήματος. Είδα ένα κομμάτι της νεοελληνικής ιστορίας, αίφνης, μέσα από τη ζωή της Άλκης. Οι σκόρπιες εικόνες και τα πρόσωπα σαν ψηφίδες ενός παζλ ενώθηκαν, νοηματοδοτήθηκαν, έφτιαξαν ένα κάποιο οργανικό σύνολο. Τώρα, μυστικά υπόγεια ποτάμια ένωναν τα πρόσωπα με τις λέξεις, τις χρονολογίες με τα γεγονότα. Δίχως να το συνειδητοποιώ, παρακολουθώντας τη ζωή της Άλκης, βρέθηκα εγώ, η αδαής, μπροστά σε μιαν άλλη εκδοχή τής πραγματικότητας. Συνειδητοποίησα ότι υπήρχε μια άλλη Ελλάδα. Μάλλον, υπήρχαν δύο Ελλάδες που ζούσαν χωριστά η μία από την άλλη. Υπήρχαν οι εντός και οι εκτός – κατά πάσα έννοια. Επίσης, υπήρχαν «οι δικοί μας» και «οι άλλοι» –ένθεν και ένθεν–, όπως περιέγραψε τόσο εύστοχα, πολλά χρόνια μετά, η Άλκη.
Τότε ακριβώς που συνέβη η δική μου πολιτική αφύπνιση, όπως αργότερα έμαθα, η Άλκη έγραψε το Καπλάνι της βιτρίνας στην εξορία, στη Μόσχα. Έστειλε το χειρόγραφο στο φίλο της, τον σπουδαίο άνθρωπο Μίμη Δεσποτίδη. Εκείνος δεν της απάντησε: το τύπωσε και το έβγαλε στο Θεμέλιο το 1963 και της το έκανε δώρο όταν συναντήθηκαν στη Μόσχα. Το 1964, η Άλκη με τα παιδιά της ήρθαν στην Αθήνα. Όλοι νομίζαμε πως ήρθαν για πάντα. Τότε γνώρισα για πρώτη φορά από κοντά τον Γιώργο Σεβαστίκογλου, έναν αυθεντικά ευγενικό, στοχαστικό άνθρωπο. Και την Άλκη, που είχε βγει επιτέλους από το κάδρο. Δεν ήταν πλέον χάρτινη – ήταν ολοζώντανη. Το πέπλο της προστασίας και της αφωνίας είχε ανεπανόρθωτα αρχίσει να σχίζεται.
Εκείνα τα χρόνια, κάποιοι γονείς δεξιοί, κεντρώοι, ακόμα και αριστεροί δεν μιλούσαν για τα πολιτικά στα παιδιά. Φοβισμένοι, έκρυβαν όσο ήταν μπορετό την ιστορική αλήθεια, αν και σε κάποιες περιπτώσεις η αλήθεια δεν κρυβόταν με τίποτα – τούτο ίσχυε κυρίως για τις αριστερές οικογένειες. Περίμεναν να ωριμάσουμε τουλάχιστον ηλικιακά, έτρεφαν ελπίδες πως θα μας νουθετούσαν και, ενδόμυχα, θα μας φέρναν στα νερά τους. Στα λόγια, πολλοί πρέσβευαν ότι θα μας ενημέρωναν όταν θα ήμασταν σε θέση να κρίνουμε μόνοι μας. Κινούμασταν σε πλαίσιο δημοκρατικών διαδικασιών. Ωστόσο, κατά βάθος, δεν ήταν η προστατευτική στάση απέναντι στα παιδιά που δέσποζε και καθυστερούσε την πρόσβαση στην γνώση της Ιστορίας. Η «προστασία των παιδιών» ήταν εν πολλοίς ένα άλλοθι.
Πολλοί ενήλικοι, μπλοκαρισμένοι σε μια ιστορική δυσλεξία, δεν ήταν εύκολο να συντάξουν το δικό τους ιστορικό αφήγημα –όπως θα λέγαμε σήμερα– και να το μεταγγίσουν στα παιδιά τους. Και εν όσω εκείνοι περίμεναν την ορθή παιδαγωγική στιγμή, το κατάλληλο timing, η Ιστορία δεν περίμενε. Εκείνη προχωρούσε ακάθεκτη στα άγρια μονοπάτια και στα κορφοβούνια, ερήμην μας. Ήταν πιο ισχυρή από τις όποιες νοητικές ταξινομήσεις και τις λογικές προβολές στο χρόνο των σοφών ενηλίκων. Εκεί που άρχισε να ξεπροβάλλει μια άνθηση όλου του τόπου ήρθε η δικτατορία. Ήταν τον μήνα τον σκληρό – τον Απρίλιο του 1967. Δεν χρειάζονταν μαντικές ικανότητες για να προβλέψει κάνεις τη συνέχεια. Τότε δεν ρώτησα κανέναν. Σε αντίθεση με το παρελθόν, βρισκόμουν σε πλήρη ιστορική εγρήγορση. Το περίμενα, το έτρεμα. Τις πρώτες μέρες του 1967, η οικογένεια Σεβστίκογλου έφυγε για το Παρίσι. Έπαψα να βλέπω στην αυλή του σχολείου τη Ρηνούλα και τον Πέτρο – τα παιδιά που ζούσαν το δικό τους, δεύτερο ξερίζωμα, μια άλλη, ειρωνική εκδοχή του κοσμοπολιτισμού.
Όταν ήρθε η χούντα ήμουν διαβασμένη και τρομαγμένη. Την στιγμή που αποτίναζα τη σιωπή των παιδικών μου χρόνων και νόμιζα πως θα κατακτούσα τον Κόσμο έπρεπε να υποταχτώ σε μια νέα άνωθεν υπαγορευμένη εντολή απόκρυψης της Ιστορίας. Αντιμέτωπη με το στρατοκρατικό παρόν και μέλλον της ζωής μου και της χώρας μου, υποχρεωνόμουν να περάσω και εγώ δίχως να το καταλάβω από την πλευρά «των μεγάλων» συνεργώντας στην καθολική σιωπή. Ένα νεκρικό σεντόνι είχε καλύψει το σώμα της Ιστορίας.
Στη δικτατορία, η Άλκη έγραψε το 1971 τον Μεγάλο περίπατο του Πέτρου, όντας εξόριστη στο Παρίσι. Αν το πρώτο της βιβλίο έφερε στην επιφάνεια αφηγηματικά την εποχή της δικτατορίας του Μεταξά, αυτό το δεύτερο βιβλίο αναφερόταν στην Αθήνα της Κατοχής. Η ποίηση και η λογοτεχνία άνοιξαν πρώτες το δρόμο για την εξερεύνηση της πρόσφατης ιστορίας. Οι λογοτέχνες προηγήθηκαν – τόλμησαν την άρση της σιωπής. Η Άλκη ήτανε μια πιονιέρισσα σε αυτή την κίνηση. Η ιστοριογραφία ακολούθησε – τους επιστημονικούς καρπούς της τους δρέψαμε από τη Μεταπολίτευση και δώθε.
Με την Άλκη βρεθήκαμε την εποχή της δικτατορίας στο Παρίσι. Εκείνη ήταν συγγραφέας πια, ολοκληρωμένη. Εγώ, μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο Νεοελληνικό Ινστιτούτο της Σορβόννης. Θεραπαινίδες της Ιστορίας με διαφορετικό τρόπο η καθεμιά.
Μου έδειξε κάποιο βράδυ ένα φωτογραφικό άλμπουμ με μαυρόασπρες εικόνες ενός άλλου κόσμου – από τη ζωή στην Ελλάδα τα χρόνια της Αντίστασης. Και πάλι μια εικόνα ερχόταν να υποκαταστήσει το λόγο, ένα λόγο που κυοφορούνταν γιατί δεν μπορούσε να αρθρωθεί ακόμα ατόφιος – έστω και στην εξορία.
Αλλά με τη Μεταπολίτευση ο λόγος ελευθερώθηκε. Η Άλκη Ζέη έγραψε τα βιβλία της, τίναξε από πάνω αυτή τη σιωπή που βάραινε και τότε βγήκαν οι λέξεις, οι φράσεις, σαν πίδακες καθαρού νερού. Έγινε κοσμαγάπητη γιατί, ενώ δεν περιφρόνησε τίποτα απ’ όσα έζησε και πίστεψε, δεν υποτίμησε καμία στιγμή της ζωής της – ακόμα και την πιο οδυνηρή. Από την άλλη, δεν θέλησε να συντηρήσει στο εικόνισμα ό,τι έκρινε πως είχε φθαρεί. Τα τελευταία Χριστούγεννα, έστειλε στη φίλη και συνεργάτριά της, Ελένη Μπούρα, μια ευχή γιαπωνέζικη: «Μην κρατάς αυτό που φεύγει. Μη διώχνεις αυτό που έρχεται». Αυτή η στάση ζωής αιμοδότησε τη γραφή της και κράτησε νεανική για πάντα τόσο τη συγγραφέα όσο και τη γραφή. Γι’ αυτό και τα βιβλία της δεν θα γεράσουν ποτέ. Όπως δεν γέρασαν τα βιβλία της άλλης μεγάλης ομότεχνής της, της Πηνελόπης Δέλτα. Θέλησε να διηγηθεί τη νεοελληνική ιστορία στα παιδιά, δεν θέλησε να κάνει «διδακτισμό από την ανάποδη», όπως επισήμανε η Μαρίζα Ντεκάστρο. Για όλα αυτά, όπως είπε ο Τίτος Πατρίκιος αποχαιρετώντας την, τα βιβλία της δεν είναι βιβλία μόνο για παιδιά, είναι βιβλία για μεγάλους και παιδιά.
Η Άλκη με μύησε δίχως να το ξέρει, δίχως να το επιδιώκει, σε ένα κομμάτι της νεοελληνικής περιπέτειας, πριν από τα αρχειακά κιτάπια και πριν από τα συγγράμματα, με τη ζωντανή της παρουσία, με την προσωπική της ιστορία – μέσα από τα βιώματά της και την αγάπη στη ζωή, μέσα από την κατάφαση και τη συμφιλίωση με τους ανθρώπους και τις ιδέες, παρά την κριτική της στάση που δεν την εγκατέλειψε ποτέ.
Κάτι άλλο που δεν την εγκατέλειψε ποτέ ήταν το χιούμορ. Χαρίζοντάς μου το τελευταίο βιβλίο της, Με μολύβι Φάμπερ νούμερο δύο, σημείωσε «Στην Ιωάννα που μεγαλώσαμε μαζί». Αν και μας χώριζε μια ολόκληρη γενιά, υπήρχε κάποιος πυρήνας αλήθειας σε αυτή τη φράση. Σκάσαμε στα γέλια και οι δύο. Την άλλη μέρα το είχα διαβάσει, της τηλεφώνησα και την ευχαρίστησα, νομίζοντας πως όλα θα τελείωναν εκεί.
Ωστόσο, κάποια στιγμή, αργότερα, μου γεννήθηκε η επιθυμία να της γράψω μια επιστολή για να της διηγηθώ όλα τα ανεξήγητα και ανείπωτα που δεν της είχα εκμυστηρευτεί. Το είχα μοντάρει στο μυαλό μου. Θα άρχιζα από την οδό Λευκωσίας, από τη φωτογραφία της στην ανεμόδαρτη θάλασσα, από τη στιγμή της «χάρτινης» γνωριμίας μας. Αλλά δεν πρόλαβα.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΑΛΚΗΣ ΖΕΗ
Νεανική φωνή, Καστανιώτη (περιοδικό Νεανική φωνή, 1944)
Το καπλάνι της βιτρίνας, Μεταίχμιο (Θεμέλιο, 1963)
Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου, Μεταίχμιο (Κέδρος, 1971)
Αρβυλάκια και γόβες, Μεταίχμιο (Κέδρος, 1975)
Ο θείος Πλάτων, Μεταίχμιο (Κέδρος, 1975)
Κοντά στις ράγες, Μεταίχμιο (Κέδρος, 1977)
Μια Κυριακή του Απρίλη, Μεταίχμιο (Κέδρος, 1978)
Τα παπούτσια του Αννίβα, Μεταίχμιο (Κέδρος, 1979)
Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, Μεταίχμιο (Κέδρος, 1987)
Η μωβ ομπρέλα, Μεταίχμιο (Κέδρος, 1989)
Η Αλίκη στη χώρα των μαρμάρων, Μεταίχμιο (Κέδρος, 1990)
Ματίας, Μεταίχμιο (Κέδρος, 1993)
Σπανιόλικα Παπούτσια, Μεταίχμιο (Κέδρος, 1994)
Γατοκουβέντες, Μεταίχμιο (Κέδρος, 1996)
Η δωδέκατη γιαγιά και άλλα..., Καστανιώτη 2000
Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της, Μεταίχμιο (Κέδρος, 2002)
Ο ψεύτης παππούς, Μεταίχμιο (Κέδρος, 2007)
Σπανιόλικα παπούτσια και άλλες ιστορίες, Καστανιώτη 2010
Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο, Μεταίχμιο, 2013
Πόσο θα ζήσεις ακόμα, γιαγιά;, Μεταίχμιο, 2017
Ένα παιδί από το πουθενά, Μεταίχμιο, 2019
Σε παρένθεση, το έτος κυκλοφορίας και ο πρώτος εκδοτικός οίκος κάθε βιβλίου