Το νέο βιβλίο του Τάκη Χατζηδημητρίου, Κυπριακή Δημοκρατία 1964-1967, Από τη Στρατιωτικοποίηση στη Στρατοκρατία, Παπαζήση, 2023, είναι το τρίτο της σειράς. Το πρώτο, Κυπριακό 1950-1959. Το τέλος του αλυτρωτισμού», εξετάζει πώς φθάσαμε στη Ζυρίχη. Το δεύτερο, Κυπριακή Δημοκρατία 1959-1964. Κράτος και παρακράτος, καλύπτει την πορεία της Κύπρου ως ανεξάρτητο κράτος και αναλύει πώς καταλήξαμε στις διακοινοτικές συγκρούσεις.
Το υπό επισκόπηση τρίτο βιβλίο καλύπτει την περίοδο από το ψήφισμα 186 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, της 4ης Μαρτίου 1964 και μετά, ώς την 21η Απριλίου 1967, τη νύχτα που επιβλήθηκε η δικτατορία στην Ελλάδα. Δένει όμως την αφήγηση με τον προηγούμενο τόμο (Κυπριακή Δημοκρατία 1959-1964. Κράτος και παρακράτος) σκιαγραφώντας συνοπτικά, στο πρώτο κεφάλαιο, το κλίμα των πρώτων μηνών του 1964 μέχρι το ψήφισμα 186 του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Εκείνο που αναδεικνύεται εξαρχής είναι ότι το παρακράτος του 1960-64 συνέχιζε να λειτουργεί ανεξέλεγκτο. Μέχρι το σημείο ώστε, την παραμονή της Διάσκεψης του Λονδίνου (15/1/1964), το επιτελείο της Οργάνωσης «Ακρίτας», «συνελθόν» (στις 14/1/1964) να αποφασίσει «όπως διά του Αρχηγού δώσει τους κάτωθι όρους εντολής εις τον εκ των μελών του Τάσσον Παπαδόπουλον επί της τηρηθησομένης γραμμής κατά την Διάσκεψιν». Δηλαδή, στην κρίσιμη αυτή διάσκεψη με τον Κληρίδη να ηγείται της κυπριακής αντιπροσωπείας πλαισιούμενον από τον Τάσσο Παπαδόπουλο, τη Στέλλα Σουλιώτη και διαπρεπείς νομικούς συμβούλους, ο Τάσσος Παπαδόπουλος θα εκτελούσε εντολές του Γιωρκάτζη!
Ο φαύλος κύκλος της βίας
Το άλλο μεγάλο ζήτημα, που διατρέχει ολόκληρο το βιβλίο και τεκμηριώνεται από πλήθος πηγές τις οποίες αναδιφεί ο συγγραφέας, είναι αυτό της στρατιωτικοποίησης του Κυπριακού. Όχι ως μιας κατάστασης που επιβάλλεται από εξωτερικές δυνάμεις αλλά ως αυτόβουλης επιλογής της ηγεσίας για να επιτύχει στόχους εκ του εμφανούς ανέφικτους με ειρηνικά μέσα, ανέφικτους όμως, όπως θα φανεί εκ των πραγμάτων και όπως θα μπορούσε εύκολα να προβλεφθεί, και με τη στρατιωτική σύγκρουση.
Ο Τάκης Χατζηδημητρίου σημειώνει ότι, αυτή την περίοδο, η ελληνοκυπριακή ηγεσία βρισκόταν για τρίτη φορά μπροστά στην επιλογή: πολιτικός χειρισμός ή στρατιωτική δυναμική αναμέτρηση. Η πρώτη ήταν η επιλογή του ένοπλου αγώνα για την Ένωση. Η δεύτερη, μετά την ανεξαρτησία, η τυφλή πορεία προς την ανατροπή του Συντάγματος, η οποία οδηγούσε αναπότρεπτα –εξ ου και η Οργάνωση «Ακρίτας»– σε ένοπλη στρατιωτική αναμέτρηση. Οι ανέφικτοι στόχοι και των δύο αυτών επιλογών δεν επιτεύχθηκαν.
Ωστόσο, η ηγεσία δεν διδάχθηκε από αυτές τις αποτυχίες. Δεν μπόρεσε να επανεξετάσει τους στόχους τους οποίους είχε θέσει υπό το φως της ανώμαλης κατάστασης που είχε δημιουργηθεί με τις διακοινοτικές συγκρούσεις, και να αναζητήσει, μέσα από πολιτικό διάλογο και διάθεση συμβιβασμού, αποκατάσταση του κοινού δικοινοτικού κράτους. Αντ’ αυτού, έχουμε εμβάθυνση και διεύρυνση της κρίσης με προσπάθεια πλήρους ανατροπής των Συνθηκών του 1960.
Στον φαύλο κύκλο των συγκρούσεων και των απειλών της Τουρκίας για εισβολή, οδηγούμαστε στη δημιουργία της Εθνικής Φρουράς, στην επιστροφή του Γρίβα με εξουσίες που συνιστούν περιφρόνηση του κράτους και στην κάθοδο της ελληνικής μεραρχίας στους όρους εντολής, στη συμπεριφορά της οποίας δεν έχει κανένα απολύτως λόγο το συντεταγμένο κράτος. Η στρατιωτικοποίηση του Κυπριακού, ως τρίτη συνεχόμενη επιλογή της ηγεσίας, οδηγεί αναπόδραστα στη στρατοκρατία, την οποία ασφαλώς δεν επιδίωξε, την οποία όμως δεν μπορεί πλέον να ελέγξει.
Η στροφή προς τη Σοβιετική Ένωση, με το σκεπτικό αφενός της πολιτικής υποστήριξης και αφετέρου της εξασφάλισης σοβιετικών οπλικών συστημάτων, δημιουργεί επιπρόσθετες περιπλοκές. Από τη μία εισάγει την επινόηση της άμεσης Ένωσης με ανταλλάγματα στην Τουρκία που ισοδυναμούν με διχοτόμηση ή διπλή Ένωση (ο φόβος της «κουβανοποίησης»), από την άλλη βαθαίνει το ρήγμα με την Ελλάδα και τη Δύση ενώ η στρατιωτικοποίηση εξωθείται σε εσωτερική στρατιωτική απειλή. Θα χρειαστούν οι δραματικές στιγμές της Κοφίνου, η εκ νέου απειλή τουρκικής εισβολής και η αποχώρηση του Γρίβα και της Μεραρχίας για να επανεύρει ο Μακάριος το δρόμο του «εφικτού». Στο οποίο όμως «εφικτό» θα δώσει λίγο αργότερα ανέφικτο περιεχόμενο.
Αυτά όμως θα τα βρούμε στο επόμενο, το τέταρτο βιβλίο. Το οποίο, από της παράδοσης του παρόντος στον εκδότη, ο Τάκης Χατζηδημητρίου έβαλε μπροστά και συνεχίζει, ακάματος ερευνητής της ιστορικής αλήθειας, σαν να μην τον αγγίζει ο χρόνος…