Ο εκ πρώτης όψεως αντιφατικός τίτλος Χερσαίο Νησί (η Κύπρος) εξηγείται εισαγωγικά από τον ίδιο τον συγγραφέα. Οι κάτοικοί του είναι πιο πολύ στραμμένοι στη γη, ενώ οι δεσμοί του με το ηπειρωτικό πλαίσιο που το περιβάλλει είναι τόσο στενοί ώστε να το εντάσσουν σε μια «χωρική κατηγορία μεταξύ νησιού και χερσονήσου».
Αντλώντας από μια ευρύτατη βιβλιογραφία όσο, και κυρίως, από πρωτογενείς πηγές, σε οθωμανικά αρχεία και σε αρχεία της Αρχιεπισκοπής της Κύπρου, ο Αντώνης Χατζηκυριάκου φωτίζει άγνωστες πτυχές της κυπριακής ιστορίας κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Με σημείο αναφοράς την Κύπρο, εξετάζει το μεσογειακό και το οθωμανικό πλαίσιο της «εποχής των επαναστάσεων», η κυπριακή εκδοχή της οποίας είναι «το άθροισμα των αλλεπάλληλων κρίσεων που βίωσε το νησί κατά την περίοδο 1764-1840».
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η «επαναχωροθέτηση» της Κύπρου στον γεωγραφικό χώρο της Ανατολικής Μεσογείου και η σύνδεση τοπικών ιστορικών γεγονότων με ευρύτερες περιφερειακές εξελίξεις, που εκτείνονται σε ολόκληρη τη Μεσόγειο και πιο πέρα. Η παρουσία του ρωσικού στόλου υπό τον Ορλώφ στην Ανατολική Μεσόγειο (1770-1774) και η ναπολεόντεια εκστρατεία στην Αίγυπτο (1798) επαναχωροθετούν την Κύπρο σε μια στρατηγικής σημασίας γεωγραφική περιοχή, μια εξέλιξη που πηγαίνει ώς το 1878 οπότε και αλλάζει το καθεστώς και η πορεία του νησιού.
Η οικονομία και οι αλλαγές
Το βιβλίο είναι μοναδικό κατά τούτο: Ανοίγει μπροστά μας, για πρώτη φορά, λεπτομερή δεδομένα για την Κύπρο όπως αποτυπώνονται σε δυο απογραφές που προκύπτουν από τη μελέτη των οθωμανικών αρχείων. Η πρώτη, το 1572, που έγινε για σκοπούς φορολογίας, καταγράφει τη φορολογήσιμη οικονομική παραγωγή με πλήρη ονομαστικά στοιχεία για τον αριθμό νοικοκυριών ανά κοινότητα. Η δεύτερη, το 1832/33, έπειτα από απογραφή πληθυσμού αρρένων (1831), αποτελεί περιουσιολογική αποτύπωση την οποία ο συγγραφέας συγκρίνει με τον χάρτη του Κίτσενερ (1883) για να δει τη μακρά διαδρομή τριών αιώνων στην ιδιοκτησία της γης. Στο πλαίσιο αυτής της διαδρομής, εξετάζει τις οικονομικές και κοινωνικές δυναμικές και την αλληλεπίδραση ανθρώπων και περιβάλλοντος καθώς, στα πλαίσια νέων συνθηκών, η Κύπρος μεταβαίνει από την παραγωγή ζαχαροκάλαμου στην παραγωγή βαμβακιού και, συνακόλουθα, στη μικροϊδιοκτησία, που διαδέχεται το φεουδαρχικό καθεστώς της φραγκοκρατίας. Επιπλέον, με τα δημητριακά να παραμένουν σταθερή καλλιέργεια, παρατηρείται αξιοσημείωτη ανάπτυξη στην αμπελουργία και τη σηροτροφία, καθώς και μετατόπιση έμφασης στις σχετικές καλλιέργειες. Σε συνάρτηση με τη γεωργική παραγωγή, εξετάζονται επιπλέον οι τομείς του εμπορίου του αγροτικού πλεονάσματος (βαμβάκι, δημητριακά, κρασί, μετάξι, χαρούπια) καθώς και μεταποιητικές διαδικασίες.
Μέσα στο σύνθετο αυτό παζλ ιστορικών, γεωγραφικών, οικονομικών και κοινωνικών εξελίξεων, ο συγγραφέας εξετάζει και αναλύει διεξοδικά ενδοκοινοτικές όσο και διακοινοτικές εντάσεις καθώς και δικοινοτικές εντάσεις με το σύστημα εξουσίας ή με συγκεκριμένους εκπροσώπους του συστήματος. Διαγράφοντας τις διαδοχικές εντάσεις που βίωσε η Κύπρος κατά την περίοδο 1764-1840, αναδεικνύει τον κυρίαρχο ρόλο κοινωνικών και οικονομικών παραγόντων στις σχέσεις ανθρώπων και εξουσίας καθώς και στις σχέσεις των δύο βασικών θρησκευτικών κοινοτήτων, της μουσουλμανικής και της ελληνορθόδοξης. Βλέπει κριτικά τις εθνοκεντρικές γενικεύσεις εκατέρωθεν, ενώ δεν σύρεται σε ιδεολογικές γενικεύσεις μένοντας στα γεγονότα, τα οποία εξετάζει σφαιρικά μέσα στη σύνθετη και ρευστή πραγματικότητα της υπό επισκόπηση περιόδου.
Καταληκτικά, με αυτό το βιβλίο, ο Αντώνης Χατζηκυριάκου πλουτίζει τη γνώση μας για τη «σκοτεινή» αυτή περίοδο, ενώ θέτει καινούργια ερωτήματα στο πλαίσιο της πολυεπίπεδης έρευνας που ξεδιπλώνει στον αναγνώστη με συγκροτημένη και καθαρή κριτική προσέγγιση.