“At first he could see nothing, but soon he discerned something white before him, and at length plainly distinguished three people, entirely white […] sitting at the edge of a black pool of water. […] Having succeeded, after great trouble, in reaching daylight again, he went staring to the spot directly above the pool of water where he had seen the three mysterious beings.”
Francis Parkman, Jr., The Oregon Trail
Στην ανατολή του ηλίου, η γραμμή του ορίζοντα σκίζει το κάδρο στα δύο. Προλαμβάνοντας την αργή κίνηση του φωτός που σύντομα θα διαχυθεί στις σκοτεινές βουνοπλαγιές, τρεις διάτρητες φιγούρες αναδύονται ιππεύοντας από το ανατολικό χείλος του κόσμου. Στέκονται στην κορυφή του λόφου ατενίζοντας τους αχανείς λειμώνες της Δύσης, τις τελευταίες γωνιές του κόσμου που η φυλή τους δεν έχει ακόμη κατακτήσει. Ατενίζουν στα βάθη της πεδιάδας το ατελείωτο καραβάνι που διασχίζει τον ορίζοντα. Σαν ικέτες και κύριοι ταυτόχρονα της ερημίας που καθορίζει τη μοίρα τους, παρατηρούν την άφιξη των ανθρώπων της ανατολής, ανθρώπων εύπορων ή φτωχών, ανθρώπων κατατρεγμένων που έφτασαν εδώ δίχως πολλές ελπίδες μήπως και η μοίρα τούς χαρίσει μισή ακόμη ευκαιρία. Ανθρώπων ευδαιμόνων που πίστεψαν στην ίδια μοίρα, στο ίδιο παραμύθι που η γη κι η άγρια ζωή της πρόκειται να διαψεύσουν. Μια διασπώμενη κιβωτός πλατιών ψάθινων γείσων που υπερκαλύπτουν πρόσωπα ισχνά κι αποσβολωμένα. Άντρες ψιλόλιγνοι, αμήχανοι, γυναίκες καταπονημένες αλλά περήφανες μέσα στην περιέργεια που σαν δαίμονας κατακλύζει όσους προσφεύγουν στην ερημιά της Δύσης. 1876. Κι η απέλπιδα μοίρα, ο χρυσός.
Οι τρεις φιγούρες ξεχωρίζουν. Επικηρυγμένοι από το νόμο στη ζωή που επέλεξαν. Στα πρόσωπά τους διακρίνεται η πικρή γνώση του μελλοντικού κόσμου που δεν θα γνωρίσουν, ενός κόσμου στον οποίο η ίδια βία, οι ίδιες πράξεις, φαινομενικά ανήθικες, που τους έφεραν στην ερημιά της Δύσης, θα γίνουν η νέα αρχή. Βλέπουν τον κόσμο που θα τους διαδεχτεί να παρελαύνει μπροστά στα μάτια τους με όλη την αβεβαιότητα του άπειρου εξερευνητή. Το μόνο που ίσως καταφέρουν στην τραχιά πορεία τους είναι να σώσουν κάτι από την ομορφιά μιας άλλης ζωής, το βάρος της οποίας οι ίδιοι δεν ήθελαν παρά να απαρνηθούν.
Fox Film Corporation
Tομ Σάντσι, Τζ. Φάρελ ΜακΝτόναλντ και Φρανκ Καμπό, που αντιστοίχως υποδύονται τον “Bull” Στάνλεϊ, τον Μάικ Κόστιγκαν και τον “Spade” Άλεν, τρεις αλογοκλέφτες, που τελικά δίνουν το μοραλιστικό μέτρο της πλοκής των 3 Bad Men, ενός έργου όπου πρωταγωνιστεί η Άγρια Δύση.
Στους Μαύρους Λόφους της Νότιας Ντακότα, έξω από την πόλη Κάστερ, οι τρεις φιγούρες, ο “Bull” Στάνλεϊ, ο Μάικ Κόστιγκαν κι ο “Spade” Άλεν, αλογοκλέφτες στο επάγγελμα, φαίνονται πια ξεκάθαρα. Πρόσωπα σκληροτράχηλα, καμένα από την ήλιο και την άγρια ζωή, φέρουν στη ματιά τους την σκληρή αφέλεια του Παλαιού Κόσμου, την αφέλεια του αποτυχημένου ευγενούς εγκληματία που δεν θα απειλούσε ποτέ μια γυναίκα ούτε θα πυροβολούσε τον εχθρό πισώπλατα. Φέρουν την απλότητα του τίμιου αγροίκου του βωβού κινηματογράφου, του παλιού Χόλιγουντ, όπου η ευφράδεια τιμωρείται κι η σιωπή είναι προτέρημα των ευγενών. Απέναντί τους στέκονται οι αγγελιοφόροι των Σιού, μιας εκ των γηγενών φυλών της Ντακότα, η επικράτεια των οποίων συρρικνώνεται χρόνο με το χρόνο, καθώς οι στρατοί απ’ την ανατολή καταπατούν τη γη τους. Σαν ευγενείς αντίπαλοι, η ομάδα του “Bull” Στάνλεϊ και οι Σιού στέκονται στο ίδιο απόμακρο σημείο της ιστορίας. Οι λευκοί αναγνωρίζουν τις πιθανότητες τις οποίες προσφέρει το καραβάνι που πλησιάζει (θεωρώντας πως άνθρωποι σαν τους ίδιους μπορούν ακόμη να εξαπατήσουν τον κόσμο και να τα καταφέρουν), οι Σιού σιωπηλά απελπισμένοι βλέπουν να πλησιάζει σαν σε αργή κίνηση το τελειωτικό, θανάσιμο πλήγμα στον δικό τους κόσμο. Στα πρόσωπά τους διαγράφεται ολόκληρη η ιστορία. Κουβαλούν μέσα τους, ήδη στα 1877, στη μέση των Ινδιάνικων Πολέμων, το αποθαρρημένο πνεύμα του Κόκκινου Σύννεφου (Red Cloud), του ταπεινωμένου και σχεδόν υποταγμένου ηγέτη της φυλής Λακότα. Το μόνο που τους επιφυλάσσει το μέλλον είναι ο ευγενής πλην τραγικός ρόλος που θα τους δώσει ο κινηματογράφος.
Η αναπαράσταση της πρόσφατης ιστορίας
Αυτή είναι η ιστορία των 3 Bad Men. Κι αυτός είναι ο κόσμος του Τζον Φορντ. Τόσο ζωντανός σε κάθε του στιγμή που η αλήθεια του φαντάζει στην κορεσμένη ματιά πολλών σαν απλοϊκή διαιώνιση ενός δεισιδαίμονα μύθου. Κι όμως, κάθε κάδρο, κάθε πρόσωπο στο βλέμμα του οποίου καθρεφτιζόμαστε απαρνείται το μύθο που το ίδιο δημιουργεί (χάριν των μετέπειτα μιμητών που ατύχησαν) και, βρισκόμενο τόσο κοντά στον χαμένο κόσμο που αναγεννά, πλανάται μόνο του στη φαντασία ως αυτούσια απόδειξη πως η ζωή αυτή πραγματικά υπήρξε. Σαν ξεχασμένο παραμύθι η φαινομενική απλότητα του οποίου εμπεριέχει σε ένα τέλος διφορούμενο όλη τη βία κι όλη την ομορφιά του ανθρώπου.
Κάπου στα 1925 με 1926, ένα άλλο καραβάνι ξεκινάει από ένα εκκολαπτόμενο ακόμη προάστιο του Λος Άντζελες, της Πόλης των Αγγέλων, προς αναζήτηση μιας άλλης μοίρας, αυτής που εγκαθιδρύεται ήδη εκ μέρους τους στη νεότατη Hollywoodland (έτσι ανέγραφε το σήμα κατατεθέν της από το 1923 ώς το 1949). Κάποιες δεκαετίες μετά τον πρώτο μυθικό Πυρετό του Χρυσού που διαδοχικά και συστηματικά κατέκτησε όλες τις γωνιές της Δύσης, από την Καλιφόρνια μέχρι την Ντακότα, με βάση το τελευταίο αυτό προπύργιο, ένα νέο πολύτιμο μέταλλο σμιλεύτηκε, χαράχτηκε και, εντέλει, υπέταξε τον κόσμο. Η νέα απέλπιδα μοίρα συνίσταται στην ίδια την αναδιήγησή της, στην αναδιήγηση της ίδιας ιστορίας που κατ’ επανάληψη μετατρέπει το γεγονός σε μύθο. Ο μύθος γίνεται η νέα πυξίδα κάθε αποδημητικού σκοπού – κι όλοι μας γινόμαστε μετανάστες στην αλήθεια της κινούμενης εικόνας. Ποιοι όμως εκτός των γενναιότερων κατάφεραν ποτέ να ισορροπήσουν σε ένα γκρο πλαν, σε ένα σιωπηλό χαμόγελο, μια ανθρώπινη στιγμή, μια στιγμή της Ιστορίας, με τους μύθους που την περικλείουν; Πόσοι κατάφεραν να δώσουν το πρέπον βάθος σε μια σκηνή η ιστορική βία της οποίας να φέρνει στο προσκήνιο μια έστω υπόνοια αληθινής ομορφιάς, που να υπονοεί όλη την αχαλίνωτη βία η οποία, απωθούμενη εκτός πλάνου, μας επιτρέπει μια στιγμή ειρηνική;
Το νέο καραβάνι, λοιπόν, πορεύεται για 15 περίπου μήνες από την έρημο Μοχάβι μέχρι το Τζάκσον Χολ στο Γουαϊόμινγκ, στη νοτιοανατολική άκρη του πάρκου Yellowstone. Στα δύο αυτά ορόσημα της Δύσης, με πλοηγό τον δεύτερης γενιάς ιρλανδό μετανάστη Τζον Φορντ, δημιουργείται μια από τις πιο σιωπηλά μεγαλοπρεπείς αναπαραστάσεις ενός κόσμου στον οποίο για τους περισσότερους ηθική πάει να πει επιβίωση, η κατάληξη του οποίου είναι τραγικά και αιματηρά προκαθορισμένη. Αλλά η έρημος Μοχάβι και το ράντσο έξω από την πόλη Τζάκσον Χολ δεν είναι παρά τα σκηνικά. Ο Φορντ ήταν ίσως από τους πρώτους γίγαντες του Χόλιγουντ που ένιωσε από νωρίς τη σαγήνη της πραγματικής τοποθεσίας. Οι ομάδες του έστηναν πραγματικές κατασκηνώσεις μέσα σε αυτά τα εξωπραγματικά τοπία που γοήτευαν τη φαντασία του, όπου και έμεναν όσο κρατούσαν τα γυρίσματα. Μη έχοντας τι να κάνουν μετά το τέλος των γυρισμάτων στις νύχτες της ερήμου, λένε οι παλιοί θρύλοι, ο Φορντ τους διασκέδαζε με πανηγύρια, ολόκληρους κύκλους θεαμάτων, για την οργάνωση των οποίων συνήθως εξουσιοδοτούσε τους πρωταγωνιστές του, έναν Χένρι Φόντα ή, ίσως, έναν Μπεν Τζόνσον. Έτσι, ο μεγάλος μαέστρος, έχοντας συναντήσει ένα σημείο του κόσμου η έλξη του οποίου ξεπερνούσε τα όρια της φαντασίας του και ωθούμενος από άγνωστες δυνάμεις (που μόνο οι ταινίες ίσως κάποτε μας πουν), επέστρεψε επτά φορές στην Κοιλάδα των Μνημείων. Επτά σπουδαίες ταινίες γυρίστηκαν εκεί, μέσα στις πρώτες δεκαετίες του ομιλούντος κινηματογράφου.
Μια δεκαετία όμως πριν ο Φορντ φτάσει στην Κοιλάδα των Μνημείων, τα σκηνικά του 3 Bad Men παραπέμπουν σε ένα άλλο ιστορικά φορτισμένο σημείο της Δύσης. Οι Τρεις Κακοί Άνθρωποι βρίσκονται στη Νότια Ντακότα, στους Μαύρους Λόφους των Σιού. Στο φόντο της ιστορίας τους βρίσκεται ο πυρετός του χρυσού που χρησιμοποιήθηκε ως πολιτικό και στρατιωτικό τέχνασμα για να αποσπαστεί ένα πολύτιμο και κρίσιμο κομμάτι γης από τον τότε προσωρινό αλλά εκτεταμένο καταυλισμό των Σιού και των Λακότα. Οι πληροφορίες δίνονται σε αδρές γραμμές στους πρώτους μεσότιτλους της ταινίας. Στα πρώτα πλάνα κιόλας ξεκαθαρίζεται η ιστορική αφορμή, παρουσιάζεται μια προεδρική προκήρυξη του προέδρου Γκραντ, η σημαδιακή και μάλλον πλασματική ημερομηνία της οποίας, 25 Ιουνίου 1877, τοποθετείται ακριβώς ένα χρόνο μετά την ένδοξη νίκη των δυνάμεων του Τρελού Αλόγου και του Καθιστού Ταύρου επί του αμερικανικού ιππικού στο Little Big Horn. Ταυτόχρονα, με τις ελαφριές πινελιές του Φορντ, αντιπαρατίθεται οι ζωές των μεταναστών και των γηγενών. Τα πλοία που διασχίζουν τον Ατλαντικό γεμάτα ευρωπαίους μετανάστες (την ίδια περίπου περίοδο που κι γονείς του Φορντ σε ξεχωριστά ταξίδια άφηναν πίσω τους την Ιρλανδία για την ελπίδα της Νέας Γης) δίνουν τη θέση τους στους γηγενείς που, κατασκευάζοντας τα κανό τους, παρατηρούν στην άλλη πλευρά του ποταμού τα μικρά καταφύγια και τις κατασκηνώσεις των λευκών. Εκεί, ανάμεσα σε σκηνές ίδιες με τις δικές τους, ο νέος πυρετός έχει ήδη αρχίσει να κυριεύει τους αφελέστερους.
Ο κλασικός ήρωας της ταινίας, παρά τον τίτλο της, δεν είναι ένας εκ των τριών συμμοριτών αλλά ένας απ’ τους πολλούς ιρλανδούς αποίκους που ακολουθούν τα καραβάνια της Δύσης. Ο πρόσχαρος Νταν Ο’Μάλεϊ, μ’ ένα τραγούδι και τη φυσαρμόνικα πάντα στα χείλη, μπορεί να μην είναι ο πιο ενδιαφέρων χαρακτήρας του κινηματογράφου. Είναι όμως δυνατός, γενναίος χάριν αφελείας, πάντα πρόθυμος να προσφέρει, κάπως ρομαντικός όταν χρειαστεί, με άλλα λόγια το κέντρο βάρους πάνω στο οποίο μπορούν να κριθούν οι πιο σύνθετες προσωπικότητες της ιστορίας. Ο Νταν έχει τη στόφα του πρωταγωνιστή, του ανυποχώρητου επιζώντα της Δύσης. Είναι αυτός το μέλλον του οποίου διασφαλίζει η ιστορία. Ο Νταν θα ζήσει για να δώσει αξία, με την καλοσύνη και την αφέλειά του, σε όλες τις θυσίες του παρελθόντος που θα αφηγείται ώς τα βαθιά γεράματα των παραμυθιών. Σε αυτές τις αφηγήσεις του κάθε γερασμένου Νταν Ο’Μάλεϊ η Ιστορία βρίσκει τον μύθο της.
Αν και ο χαρακτήρας καλύπτει μονάχα μια αφηγηματική θέση, το ενδιαφέρον κρατά η φαινομενικά δίχως κόπο παρουσία του Τζορτζ Ο’Μπράιαν. Ένας από τους πολλούς ξεχασμένους ήρωες των επάλξεων του Χόλιγουντ, μια από τις πολλές ενδιαφέρουσες φιγούρες των οποίων η καριέρα οφείλεται στην αλάθητη ματιά του Φορντ. Ο O’Μπράιαν έφτασε στο Χόλιγουντ θέλοντας να γίνει φωτογράφος, δούλεψε ως βοηθός φωτογράφου, έγινε κασκαντέρ για τον Ρούντολφ Βαλεντίνο, έναν από τους πρώτους πραγματικούς αστέρες, ώσπου το 1924 ο Φορντ του έδωσε τον πρώτο ρόλο στο πρώτο κατά σειρά βουβό αριστούργημά του, το επικό Iron Horse. Μετά τον θρυλικό Χάρι Κάρεϊ στις πρώτες του ταινίες και πριν από τον Τζον Γουέιν, τον Χένρι Φόντα, τον Γουόρντ Μποντ, υπήρξε ο Τζορτζ Ο’Μπράιαν. Ένας απ’ τους σπουδαιότερους αστέρες του βουβού γουέστερν, δεν επέλεξε να διακόψει την καριέρα του με την έλευση του ήχου, επιστρέφοντας μάλιστα, στο τέλος πια, στο σκηνοθέτη που τον εμπιστεύτηκε από την αρχή εμφανιζόμενος σε τρεις σπουδαίες ταινίες (Fort Apache, She Wore a Yellow Ribbon, Cheyenne Autumn).
Ο ρεαλισμός του Φορντ
Ας αφήσουμε όμως για τώρα τον Νταν στις αδέξιες προσπάθειές του να φλερτάρει τη Λι Κάρλτον (την Όλιβ Μπόρντεν σε έναν από τους υπέροχους ρόλους της σύντομης ζωής της). Το φλερτ τους είναι τόσο αδέξιο όσο και οι προσπάθειές τους στο κυνήγι του χρυσού. Ωστόσο, στην παράδοξη ειρωνεία του άγριου αυτού κόσμου είναι άριστα πλασμένοι για να επιβιώσουν κατά τη μετάβαση στον νέο κόσμο, τον κόσμο των αρχών του επόμενου αιώνα που θα τους φέρει ώς το Χόλιγουντ και την αιωνιότητα του κινηματογράφου. Υπό την προστασία των τριών αφανών ηρώων θα συνεχίσουν μέχρι το τέλος να προσφέρουν σύντομα κωμικά διαλείμματα στο αχανές δράμα που εκτυλίσσεται γύρω τους, διατηρώντας στο πρόσωπό τους, ακόμα και στα δύσκολα, την αδέξια, υπέροχη τρυφεράδα τους που εξευμενίζει κάθε ανήσυχη ψυχή με τη μοναδικά ρομαντική, βουβή ματιά του Παλιού Χόλιγουντ.
Όλα, βέβαια, θα εξαρτηθούν από τους χαμένους της ιστορίας. Τους αδικημένους πρωταγωνιστές που λειτουργούν ως σημείο εφόρμησης ενός εκ των πιο σύνθετων πορτρέτων της σκληρής ηθικής της Δύσης. Ο Φορντ δεν βιάζεται. Τα μονοπάτια που διασχίζουν τους λειμώνες, οι παλιές ατραποί που σαν ενσυνείδητους οδηγούς ακολουθούσαν στα τυφλά οι φυλές των Ινδιάνων μπορεί να μοιάζουν ευθείς και προφανείς, όμως μόνο ένας αξιόπιστος οδηγός γνωρίζει τις αποπλανητικές παρακάμψεις του κάθε υψιπέδου, τους κινδύνους που κρύβουν οι συστάδες και οι οάσεις. Ως σταθερός και αφανής πλοηγός οδηγεί τα καραβάνια της ιστορίας του στα 1876, το πλήρωμα του 1926 στήνει έναν κινούμενο καμβά κάθε συστατικό του οποίου είναι με μαεστρία τοποθετημένο ακριβώς εκεί όπου πρέπει. Πολλές από τις σκηνές του Φορντ, ειδικά στους 3 Bad Men, είναι φαινομενικά απλές στην αλληλουχία τους. Τα κάδρα τους όμως εμπεριέχουν όλη τη μαγεία των μεγάλων αναπαραστατικών καλλιτεχνών για τους οποίους οι συνθέσεις των συνειδητά τοποθετημένων σωμάτων, των κινήσεων, των προσώπων είναι η πραγματική ουσία.
Στις αρχές τις ταινίας, λοιπόν, από την εμφάνιση των τριών παρανόμων πάνω στους λόφους της Ντακότα με το πρώτο φως της μέρας και μέσα σε μερικά λεπτά, έχουν παρουσιαστεί όλοι οι χαρακτήρες, όλες οι δυνάμεις ηθικής στο σύμπλεγμα των οποίων συνίσταται ο ειρμός και το ζουμί της ιστορίας. Ο Bull, ο Mάικ κι ο Σπέιντ πλησιάζουν το καραβάνι σε ένα υπέροχο πλάνο. Το καραβάνι κινείται προς την κάμερα και κάθε διελαύνων καβαλάρης, κάθε άμαξα, χάνεται στα δεξιά του κάδρου. Στα αριστερά, από τα βάθη της αχανούς ανοιχτής πεδιάδας του Γουαϊόμινγκ (έναν αιώνα μετά αναρωτιόμαστε αν αυτό είναι από τα τυχερά σημεία της Δύσης που γλίτωσαν έως και σήμερα από την επέκταση του ανθρώπου), οι τρεις ιππεύουν προς την κάμερα εωσότου κυριεύσουν το προσκήνιο. Σε ένα σύντομο κοντινό πλάνο βλέπουμε από μια επιβλητική χαμηλή γωνία τα γελάδια που σέρνουν τις άμαξες (πλήρης και ρεαλιστική αναπαράσταση του σκηνικού) κι ύστερα περνάμε στα γκρο πλαν των τριών, καθώς μαθαίνουν τις φήμες για το χρυσό των Μαύρων Λόφων. «Ταλαιπωρημένα κογιότ» τους αποκαλεί ο γελαδάρης που συναντούν, και πράγματι έτσι μοιάζουν. Τρεις ίσκιοι που περιπλανιούνται στην ερημιά, αποτυχημένοι απατεώνες, τίμιοι αγροίκοι που δεν ξέρουν ακόμη να διαβάζουν την κοινωνία των ανθρώπων. Ο Bull, σε πλάνο αμερικέν, με μια κίνηση του δείκτη προς τον ορίζοντα (εκτός πλάνου) και μια νέα αποφασιστικότητα στο βλέμμα, δίνει το στίγμα της πλοκής, «Θα πάμε στις Ντακότα – μπορεί να είναι κι εκείνος εκεί…». Το μειδίαμα βλοσυρό τώρα, τα χέρια σταυρωμένα, η Κρίση πλησιάζει. Κι ύστερα, οι σχεδόν κωμικά συνοφρυωμένοι συνοδοιπόροι του. Ο Σπέιντ με το ημίψηλο και όλη τη θολή κοιλάδα στην πλάτη του. Ο Mάικ που καλύπτει το αυτί του για μια στιγμή, δαγκώνει το κάτω χείλος του και κουνάει το κεφάλι του. Βλέποντας για πρώτη φορά την ταινία, ίσως περιμένουμε μια κλασική γουέστερν βεντέτα και φανταζόμαστε τους τρεις ως μοχθηρούς ανταγωνιστές του Νταν. Παρατηρώντας όμως τα πρόσωπα με προσοχή, και με το πλεονέκτημα της αναδρομικής σκοπιάς, αναγνωρίζουμε κάτι πολύ πιο βαθύ και ανθρώπινο στις ψυχές αυτών των γλυκύτατων κακών.
Λίγο αργότερα. Οι τρεις ίσκιοι ιππεύουν διασχίζοντας ένα άλλο οροπέδιο κι από τα αριστερά του κάδρου ανιχνεύουν τον αχανή ορίζοντα. Μια άμαξα έχει ξεμείνει πίσω και τώρα αχνοφαίνεται σαν μια ενοχλητική κουκίδα στο βάθος της κοιλάδας καθώς ο συνταγματάρχης Κάρλτον και η κόρη του Λι προσπαθούν να φτάσουν κι αυτοί στο Κάστερ. Οι τρεις αδίστακτοι εγκληματίες χαμογελούν κι ετοιμαζόμαστε να τους δούμε για πρώτη φορά εν δράσει. Εν ριπή οφθαλμού, όμως, μέχρι να περάσουμε στο επόμενο πλάνο, το τοπίο αλλάζει. Η κάμερα αλλάζει οπτική. Τώρα βρίσκεται κάπου στο βάθος της κοιλάδας που αγνάντευαν οι τρεις επικηρυγμένοι. Με την κάμερα στραμμένη προς την πλάτη της κοιλάδας, στήνεται ένα καταπληκτικό κάδρο με τρεις επιστρωματώσεις στο βάθος πεδίου. Στο προσκήνιο η άμαξα των Κάρλτον με τα άλογα που οι τρεις έχουν βάλει στόχο. Σε ένα ύψωμα στο βάθος, εκεί όπου βρισκόμασταν μερικά δευτερόλεπτα νωρίτερα, οι τρεις καβαλάρηδες, ο μικροσκοπικός κίνδυνος στο κέντρο του κάδρου. Κι από πίσω τους υψώνεται η μεγαλοπρεπής, χιονισμένη οροσειρά. Το στήσιμο είναι αριστοτεχνικό, οι φιγούρες σαν ζωγραφισμένες με ακριβέστατη προοπτική στο εργαστήρι κάποιου μαέστρου άλλης εποχής. Διότι οι αποστάσεις είναι προφανώς πραγματικές. Εδώ δεν έχουμε τις ψευδείς προοπτικές του στούντιο που θα έκαναν σίγουρα ευκολότερη την δουλειά του φωτογράφου, του κάμεραμαν, των ηθοποιών. Βρισκόμαστε πραγματικά στη Δύση και φανταζόμαστε την ομάδα πίσω από τις κάμερες να διανύει τεράστιες αποστάσεις χάριν κάποιων σύντομων μόνο πλάνων που, στο μέγεθος ολόκληρης της παραγωγής (και των πολύ πιο σύνθετων σκηνών που ακολουθούν), μοιάζουν σχεδόν ασήμαντα.
Αυτή είναι μια από τις πολλές πτυχές του σκληρού ρομαντισμού του Φορντ. Πόση διαφορά όμως κάνει! Διότι αυτή η, στην εύκολη ματιά, άνευ ουσίας αλλαγή οπτικής μας μεταφέρει στο σημείο εφόρμησης του αληθινού Κακού της ιστορίας. Η συμμορία του σερίφη του Κάστερ, Λέιν Χάντερ, που στην πραγματικότητα λυμαίνεται την κοιλάδα ολόκληρη, προλαβαίνει κι επιτίθεται στους Κάρλτον, κλέβοντας τα άλογα και σκοτώνοντας τον συνταγματάρχη. Τοποθετούνται, λοιπόν, τα πρώτα στίγματα της πραγματικής φύσης του νόμου στη Δύση. Οι αδίστακτοι κακοποιοί είναι εκείνοι που έχουν την εξουσία του νόμου στα χέρια τους και δρουν εν λευκώ, αψηφώντας κάθε ηθική πέραν του κέρδους και του πόθου τους.
Η σεκάνς είναι άρτια γυρισμένη. Η εναλλαγή γενικών και γκρο πλάνων, το πανοραμικό πλάνο που ακολουθεί τους τρεις καθώς καλπάζουν προς την αντεπίθεση, το γενικό πλάνο στο τέλος της διένεξης όπου οι αποκαρδιωμένοι τρεις απωθούν τους συμμορίτες του σερίφη, όλα έχουν γυριστεί με τρόπο αποτελεσματικό εξυπηρετώντας την αφήγηση. Στην κορεσμένη, σίγουρα κουρασμένη, ματιά σύγχρονων θεατών δεν υπάρχει τίποτα το εντυπωσιακό στο γύρισμα. Τα μέσα της δεκαετίας του 1920, όταν γυρίζεται η ταινία, η κάμερα έχει ήδη αρχίσει να μετακινείται, έχουμε ήδη αρχίσει να βλέπουμε τα πρώτα tracking shots, η τεχνολογία της κινηματογράφησης έχει ήδη κάνει μεγάλα βήματα. Κι αν δεν είναι τεχνικώς διαθέσιμα ακόμη όλα τα τεχνάσματα που θα επιτρέψουν αργότερα π.χ. στον Σέρτζιο Λεόνε όλες τις μεγαλοπρεπείς λήψεις που σημαίνουν τόσο λυρικά το τέλος του ίδιου κόσμου που βλέπει εδώ ο Φορντ, σίγουρα υπάρχουν ήδη στην φαντασία των δημιουργών τα εναύσματα της τεχνολογικής προόδου. Όμως ο Τζον Φορντ επιμένει. Και θα επιμείνει μέχρι το τέλος.
Κυριότερο παράδειγμα είναι η απίστευτη σκηνή του περίφημου Land Rush των Μαύρων Λόφων. Η σεκάνς ξεκινάει με ένα απλό πανοραμίκ, όλα τα καραβάνια έχουν φτάσει στις παρυφές των Μαύρων Λόφων, στα σύνορα του καταυλισμού των Σιού και, σαν σε γραμμή αφετηρίας, έχουν παραταχθεί περιμένοντας το ρολόι να σημάνει 12 το μεσημέρι για να αρχίσει «επίσημα» ο αποικισμός. Το πλάνο είναι απλό: κομπάρσοι, εκατοντάδες επί εκατοντάδων το λιγότερο, παραταγμένοι σε αμφίεση εποχής οδηγώντας άμαξες, ιππεύοντας άλογα, περιμένοντας. Το ίδιο σκηνικό μας δίνεται, μετά το πρώτο πανοραμίκ, από άλλες γωνίες, πάντα αφ’ υψηλού (πώς αλλιώς θα μπορούσαν τα μεγέθη αυτά τα γίνουν αντιληπτά!). Βλέπουμε τις τελευταίες ετοιμασίες του πλήθους, τα καταπονημένα απ’ το ταξίδι πρόσωπα, βλοσυρά αλλά ανυπόμονα, τα βρώμικα ρούχα που υπερκαλύπτουν σώματα καταπονημένα τα οποία είναι άγνωστο αν θα τα καταφέρουν μέχρι το τέλος. Ύστερα, ο στρατός υποχωρεί σιγά σιγά, ανοίγοντας το δρόμο στους αποίκους. Κι ύστερα οι πρωταγωνιστές, ο Νταν και η Λι, υπό την προστασία πια των τριών καλοκάγαθων κακών που χαμογελούν – είναι οι μόνοι που μέχρι το τέλος δεν χάνουν το χιούμορ τους, έχοντας αποδεχτεί όλα τα βαριά χτυπήματα της μοίρας που τους έφεραν ώς εδώ. Ο Bull (με τον παραγωγικότατο, αλλά ξεχασμένο ηθοποιό και σκηνοθέτη Τομ Σάντσι σε μια από τις πιο συγκινητικές ερμηνείες του) έχει βρει τη χαμένη αδερφή του μαζί με εκείνον που περίμενε στην άγρια Ντακότα, τον Λέιν Χάντερ. Έχει δει τη συμμορία του Χάντερ να καταστρέφει μια ολόκληρη πόλη, σκοτώνοντας την αδερφή του. Κι όμως, συνεχίζει το μοιραίο ταξίδι, υπερασπιζόμενος σαν φύλακας άγγελος την υπέροχη Όλιβ Μπόρντεν, όπως είχε υποσχεθεί, για να την οδηγήσει μέχρι το νέο της σπίτι.
Βλέπουμε τα συντετριμμένα υπολείμματα της παλιάς, ήδη ξεχασμένης ζωής που οι άποικοι κουβαλούν μαζί τους. Τα λίγα πολύτιμα αντικείμενα, ενθύμια των ανθρώπων και του κόσμου που δεν θα ξανασυναντήσουν, να παρατηρούν κι αυτά με την άψυχη ματιά τους, σαν αγαπημένα λείψανα χαμένων περιουσιών, τις περίεργες αντιξοότητες που τα έφεραν μέχρι εδώ μόνο για να πεταχτούν στην ερημιά, μήπως και γλιτώσουν οι αφέντες τους το βάρος, μήπως κερδίσουν ταχύτητα και ορμήσουν πρώτοι, πιο γρήγορα, πιο απερίσκεπτα, χωρίς το συναίσθημα του παρελθόντος, στη νέα ζωή. Ο μαυροντυμένος ιερέας που ακολουθεί το καραβάνι, σαν τη φωνή της ηθικής των προγόνων, κηρύττει την ψυχραιμία και πείθει τους ξέφρενους συνοδοιπόρους του να μην παρατήσουν το άροτρό τους απερίσκεπτα. «Θα δείτε πως ο πραγματικός πλούτος της γης αυτής είναι το χώμα». Χρυσός είναι η ελπίδα της εύφορης κοιλάδας. Το μόνο πεπρωμένο, η σωτηρία της γης.
Η «εκκίνηση», λοιπόν, δίνεται. Πρώτα ηχεί η σάλπιγγα του Έβδομου Συντάγματος του ιππικού, έπειτα το κανόνι. Το πλήθος ξεχύνεται στα νέα εδάφη της Δύσης. Στις νέες κατακτήσεις των οποίων η οριοθέτηση βάζει τέλος στον Παλαιό Κόσμο. Οι νέοι κύριοι της Δύσης θα εξημερώσουν τα άγρια τοπία και οι εναπομείνασες ψυχές που αδυνατούν να ελευθερωθούν από τις δυνάμεις του παρελθόντος θα επιβιώσουν, για λίγο ακόμα, μόνο ως προάγγελοι του Μύθου. Μια ρόδα σπάει στην άμαξα ενός γερασμένου ζευγαριού. Αναγκάζονται να σταματήσουν, αλλά μέσα στην απελπισία οι προσευχές τους εισακούονται και βρίσκουν την εύφορη γη που θα τους επιτρέψει την ελπίδα. Άλλες άμαξες διαλύονται ολοσχερώς μέσα στη σκόνη και την οχλαγωγία, άλογα καταρρέουν από την κόπωση ρίχνοντας τους αναβάτες τους στα χαντάκια. Ένα μονόκυκλο ποδήλατο κατευθύνεται προς το νέο χάος σερνόμενο από ένα άλογο. Μια οικογένεια χάνει το βρέφος της, το οποίο βρίσκεται με το πρόσωπο στην κάμερα να κλαίει στο χώμα, ενώ οι άμαξες τρέχουν κατά πάνω του με εξωφρενική ταχύτητα. Ο Νταν (βεβαίως) το προλαβαίνει, σκύβει επιδέξια, το μαζεύει και το παραδίδει στον οδηγό και ιχνηλάτη του καραβανιού.
Πραγματικότητα και μύθος
Αν και ο ανεμοδείκτης της ταινίας είναι στραμμένος προς το μέλλον, προς τον κόσμο που αντικαθιστά την Παλαιά Δύση ο οποίος θα δημιουργήσει με την αναδρομική ματιά τις βάσεις για τις ιστορίες του Φορντ, ο άνεμος που τον κινεί δεν είναι ιδιαίτερα ελπιδοφόρος. Όπως θα γίνει ξεκάθαρο στις μεταγενέστερες ταινίες του Φορντ, στο Fort Apache (1948, ελληνικοί τίτλοι: Το οχυρό αμύνεται και Επέλασις την αυγή) ή στον Άνθρωπο που σκότωσε τον Λίμπερτι Βάλανς (The Man Who Shot Liberty Valance, 1962), το πέρασμα του χρόνου θα μπορούσε να ισοσταθμιστεί μόνο από τη διαφύλαξη της μνήμης. Για να δημιουργηθεί ένα νέος κόσμος, ο παλιός πρέπει να συντριβεί ολοσχερώς. Η νέα ζωή διαμορφώνει όπως εκείνη θέλει τα συνθλιμμένα θεμέλια του παρελθόντος. Και οι πραγματικοί, περίπλοκοι ήρωες, αυτοί στον οποίων τις πλάτες γίνεται η νέα αρχή, οι μόνοι που θα μπορούσαν να διαφυλάξουν για το μέλλον τις καθαρότερες πλευρές της ανθρώπινης ψυχής, είναι πάντα χαμένοι. Ακόμη κι αν επιβιώσουν, περνούν στο περιθώριο κι η μνήμη μετατρέπεται σε θρύλο.
Ο Φορντ όμως γνωρίζει κατά βάθος, κι εδώ εντοπίζεται το απίστευτο θάρρος της τεχνικής του, πως η ταινία μπορεί πάντα να αναλάβει τον άχαρο αυτό ρόλο που κανείς θνητός δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει. Ο Φορντ βρέθηκε στον κινηματογράφο στην ευνοϊκότερη χρονική στιγμή. Καθώς γεννιόταν ο μύθος της εικόνας, της μαζικής ψυχαγωγίας, το όνειρο της Δύσης τρεμόπαιζε μονάχα, σαν την τελευταία λάμψη της ημέρας στο βάθος του ορίζοντα. Ο Παλαιός Κόσμος του Γουάιατ Ερπ, των Λιούις και Κλαρκ, των Μέιζον και Ντίξον είχε δύσει προ πολλού. Η μνήμη του όμως αχνόφεγγε ακόμη, αργοπεθαίνοντας. Ο Φορντ την προσέγγισε, τη γνώρισε, την έφερε στο Χόλιγουντ – κι ενώ δημιουργούσε έναν ακόμη μύθο της Αμερικής κράτησε το πραγματικό όνειρο ζωντανό. Αυτό το πνεύμα διαπνέει κάθε σκηνή, κάθε κάδρο, κάθε γέρικη φυσιογνωμία που ο ίδιος ξέθαψε και τοποθέτησε μπροστά στην κάμερα.
Όσες φορές κι αν βλέπεις μια ταινία όπως το 3 Bad Men είναι σαν τη βλέπεις πρώτη φορά. Τα πάντα συμβαίνουν μπροστά στην κάμερα, τα πάντα συμβαίνουν για πρώτη φορά στην ιστορία (με τρόπο που ίσως θα ξαναδούμε μόνο στις ταινίες του Les Blank ή του Tέιλορ Σέρινταν). Δεν συμβαίνουν για χάρη μας, απλώς συμβαίνουν. Κι εμείς είμαστε εκεί, διαφορετικοί κάθε φορά. Είμαστε εκεί το 1876 στους Μαύρους Λόφους ή λίγο έξω από το πάρκο Yellowstone, έτοιμοι να συγκινηθούμε και να γελάσουμε από την μια στιγμή στην άλλη. Είμαστε εκεί όταν ο Bull κι η παρέα του θάβουν την αδικοχαμένη αδερφή του on the prairie. Παρευρισκόμαστε κι εμείς στο τελετουργικό του θανάτου και ζούμε με κάθε ταινία του Φορντ κάθε τελετουργικό της ζωής, επαναλαμβανόμενο στην αιωνιότητα. Ένα τελετουργικό που υποκινείται από μια κάποια μαγεία υπερβολικά απλή για να κατανοηθεί (την οποία μόνο ο Κόρμακ ΜακΚάρθι κατάφερε να μιμηθεί επιτυχώς).
Και στο τέλος, βλέπουμε τρεις σκιές που ιππεύουν προς τη μακρινή Δύση πίσω απ’ τους λόφους, ενώ εμείς από μακριά φανταζόμαστε τις φωνές των Sons of the Pioneers,
Lobo, wild wolf, outlaw of your tribe,
Fear not this outlaw, lobo, turn not from my side.
I know you’re lonesome, come show me where you hide.
Just [three] lonesome outlaws, lobo, wandering far and wide.
Fox Film Corporation
Η κόρη του συνταγματάρχη, Λι Κάρλτον (η Όλιβ Μπόρντεν σε έναν από τους υπέροχους ρόλους της σύντομης ζωής της), παίρνει το μπάνιο της.